Η οικονομική στενότης έπνιγε τον μαραγκό. Το εργαστήριό του είχε ελάχιστες παραγγελίες, - κάτι μικροκατασκευές και που και που κανένα σταυρό για τους κατακτητάς Ρωμαίους- οι αδελφοί του δεν δούλευαν και ο πατέρας του ήταν πολύ
γέρος και αδύναμος.
Αποφάσισε λοιπόν να αναλάβει δράση. Άνοιξε τις ολιγοσέλιδες σημειώσεις του από την Αίγυπτο και έκανε έναν κατάλογο με τα κόλπα που θα μπορούσε να κάνει. Τα χώρισε σε κατηγορίες: 1. Τυφλοί, 2. Λεπροί 3. Παράλυτοι 4. Δαιμονισμένοι
5. Κωφάλαλοι 6. Νεκροί.
Τα έξι ανωτέρω γίνονται εύκολα και με τον εξής τρόπο: Όλοι οι δεινοπαθούντες πρέπει να είναι από άλλη πόλη, γιατί οι πόλεις είναι μικρές και οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους. Έτσι ως περιοδεύων θίασος θα έστελνε τα αδέλφια του να προσποιηθούν τους ασθενείς και με κάποια υποκριτική θα έπειθαν τους ανυποψίαστους.
Το πιο εύκολο κόλπο ήταν ο “νεκρός”. Γι αυτόν θα χρησιμοποιούσε έναν εξάδελφό του και τις δύο αδελφές του.
Με τον καιρό σχεδίασε και άλλα κόλπα που άλλα ήταν παιδαριώδη, όπως το να ξεράνει μία μουσμουλιά ρίχνοντας οι συνεργάτες του δηλητήριο στις ρίζες της ή να προβλέψει πως στο διπλανό χωριό κατοικούσε κάποιος συγγενής του που είχε στην αυλή μία καμήλα, αλλά και άλλα πιο σύνθετα και δαπανηρά.
Σκεύτηκε να περπατήσει πάνω στην φωτιά όπως έκαναν κάθε χρόνο κάτι έποικοι Θράκες από διπλανό χωριό. Στις δοκιμές όμως έπαθε τέτοια εγκαύματα που για δύο μήνες έμεινε στο κρεββάτι βογγώντας και καταρώμενος την ιδέα του.
Σκεύτηκε να κολυμπήσει στην λίμνη από την μιά άκρη ως την άλλη , αλλά απέρριψε και αυτήν την ιδέα αφού δεν ήξερε καθόλου να κολυμπά.
Τους λαγούς μέσα από το καπέλο τους απέρριψε , γιατί δεν υπήρχαν λαγοί στην περιοχή . Σύντομα θα επέλεγε τους λαγούς με τα πετραχήλια.
Από ιατρική δεν γνώριζε τίποτε γι' αυτό και όταν έκανε τον οφθαλμίατρο χρησιμοποιούσε φάρμακα απλά. Την λάσπη.
Σε μία περίπτωση εφήρμοσε την τηλεϊατρική, που θα εφευρίσκετο 2.000 χρόνια αργότερα. Έβαλε έναν “πατέρα” να ζητήσει μπροστά στο πλήθος να κάνει καλά τον ασθενή υιό του. “Καλά” του είπε, “πήγαινε στο σπίτι σου και ο γυιός σου έγινε καλά”.
Ήταν το εύκολο κόλπο.
Σκεύτηκε να περπατήσει στα νερά, γι' αυτό όμως χρειαζόταν μία κατασκευή. Σκεύτηκε επίσης να ταΐσει καμμιά εκατοστή πειναλέους με αθερίνες και μαρίδες. Εδώ ζήτησε την χρηματοδότηση των φίλων του των τοκογλύφων που επισήμως τους έβριζε και τους εκαταράτο. Δεν ήταν άλλωστε και μεγάλη η επένδυση.
Το απλούστερο κόλπο ήταν το νερό που γίνεται κρασί. Οι Έλληνες πωλούσαν στα μαγαζιά τους στο διπλανό χωριό αγγεία με διπλό πάτο.
Ο καλλιτέχνης κάποιαστιγμή όμως κουράζεται και βαριέται τα παλιά κόλπα και αισθάνεται πως η μοίρα τον καλεί για το έργο που θα αφήσει ιστορία.
Σκεύτηκε λοιπόν να αναληφθεί στους ουρανούς. Για μέρες προβληματιζόταν πως θα πραγματοποιήσει το μεγαλόπνοο σχέδιό του. Είχε ακούσει για κάποιον Απολλώνιο τον Τυανέα που λένε πως τα κατάφερε, αλλά θα έπρεπε να γίνει Πυθαγόρειος και να παραμείνει για άσκηση άλαλος για πέντε χρόνια αλλά και να μάθει μαθηματικά που στο σχολείο ήταν τόσο αδύναμος.
Κάποιος πολυταξιδεμένος συμπολίτης του τον πληροφόρησε πως η λύση στο πρόβλημά του βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια και λεγόταν Ήρων (όχι μέ έψιλον γιώτα)
Μάζεψε όσα χρήματα είχε και ζήτησε και μερικά δάνειο από τον τοκογλύφο του χωριού (αργότερα θα του πέταγε τον πάγκο κάτω για να δείξει ότι τον πνίγει το δίκιο, ενώ στην πραγματικότητα είχε δημιουργηθεί μία προστριβή ανάμεσά τους επειδή δεν του εξόφλησε το δάνειο) και νάσου μπροστά στην πόρτα του Ήρωνα.
Ήταν βράδυ, κατάκοπος και αποθαρρυνμένος. Ο Ήρων όμως δεν ήταν κανένας τυχαίος ωρολογοπώλης. Ήταν ο διευθυντής του Μουσείου της Αλεξάνδρειας, του πρώτου ανώτατου τεχνικού ιδρύματος στην παγκόσμια ιστορία.
Κτυπά την πόρτα και του ανοίγει ο υπηρέτης.
– Τι θέλετε αγαπητέ μου; τον ρωτά.
– Θέλω ένα μηχάνημα να πετάξω στα ουράνια. Τον απαντά.
– Ήπιατε;
– Καθόλου.
– Είσαστε σίγουρος;
– Ούτε γουλιά.
– Κοιτάξτε στην έκθεσή μας. Έχουμε μία διόπτρα, σκηνικά για το θέατρο, βαρούλκα, αστρολάβους, ελαιοτριβεία, μία αιολόσφαιρα, ένα οδόμετρο, ένα αρμόνιο (ίσως το χρειαστείτε για τα μαγαζιά που θα ανοίξετε αργότερα), ωρολόγια υδραυλικά και διάφορες αυτόματες μηχανές, ένα χορεύον αγαλματίδιο και αυτόματες μηχανές που λειτουργούν με κέρμα.
Την αιολόσφαιρα δεν σου την συστήνω γιατί με καλή τύχη θα βρεί τα σχέδια σε κάποιο μοναστήρι ο Βατ και θα εφεύρει την ατμομηχανή.
Αγαπητέ μου δεν έχω κάτι που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες σας.
Ο Αρχύτας έχει εφεύρει το αεριωθούμενο, αλλά βρίσκεται ακόμη στο στάδιο των δοκιμών. Εγώ θα σας πρότεινα να γυρίσετε στο χωριό σας και να ασχοληθείτε με κάτι που θα σας ταιριάζει περισσότερο.
– Με τι δηλαδή;
– Τι να σας πω. Ανοίξτε πατσατζίδικο.
– Ξέρετε εμείς απέχουμε του χοιρινού κρέατος. Τι θα γίνει όμως με τα όνειρά μου;
– Αγαπητέ μου μην πάψετε ποτέ να ονειρεύεστε. Ίσως κάποια μέρα κάποιοι μυθιστοριογράφοι γράψουν για σας πως κατορθώσατε τα πλέον ασυνήθιστα τολμήματα.
Με μίαν γραφίδα και έναν πάπυρο μπορεί όχι μόνον να πετάξετε στους ουρανούς, αλλά και να αναστηθείτε από τους νεκρούς.
Ο Σάχης.
γέρος και αδύναμος.
Αποφάσισε λοιπόν να αναλάβει δράση. Άνοιξε τις ολιγοσέλιδες σημειώσεις του από την Αίγυπτο και έκανε έναν κατάλογο με τα κόλπα που θα μπορούσε να κάνει. Τα χώρισε σε κατηγορίες: 1. Τυφλοί, 2. Λεπροί 3. Παράλυτοι 4. Δαιμονισμένοι
5. Κωφάλαλοι 6. Νεκροί.
Τα έξι ανωτέρω γίνονται εύκολα και με τον εξής τρόπο: Όλοι οι δεινοπαθούντες πρέπει να είναι από άλλη πόλη, γιατί οι πόλεις είναι μικρές και οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους. Έτσι ως περιοδεύων θίασος θα έστελνε τα αδέλφια του να προσποιηθούν τους ασθενείς και με κάποια υποκριτική θα έπειθαν τους ανυποψίαστους.
Το πιο εύκολο κόλπο ήταν ο “νεκρός”. Γι αυτόν θα χρησιμοποιούσε έναν εξάδελφό του και τις δύο αδελφές του.
Με τον καιρό σχεδίασε και άλλα κόλπα που άλλα ήταν παιδαριώδη, όπως το να ξεράνει μία μουσμουλιά ρίχνοντας οι συνεργάτες του δηλητήριο στις ρίζες της ή να προβλέψει πως στο διπλανό χωριό κατοικούσε κάποιος συγγενής του που είχε στην αυλή μία καμήλα, αλλά και άλλα πιο σύνθετα και δαπανηρά.
Σκεύτηκε να περπατήσει πάνω στην φωτιά όπως έκαναν κάθε χρόνο κάτι έποικοι Θράκες από διπλανό χωριό. Στις δοκιμές όμως έπαθε τέτοια εγκαύματα που για δύο μήνες έμεινε στο κρεββάτι βογγώντας και καταρώμενος την ιδέα του.
Σκεύτηκε να κολυμπήσει στην λίμνη από την μιά άκρη ως την άλλη , αλλά απέρριψε και αυτήν την ιδέα αφού δεν ήξερε καθόλου να κολυμπά.
Τους λαγούς μέσα από το καπέλο τους απέρριψε , γιατί δεν υπήρχαν λαγοί στην περιοχή . Σύντομα θα επέλεγε τους λαγούς με τα πετραχήλια.
Από ιατρική δεν γνώριζε τίποτε γι' αυτό και όταν έκανε τον οφθαλμίατρο χρησιμοποιούσε φάρμακα απλά. Την λάσπη.
Σε μία περίπτωση εφήρμοσε την τηλεϊατρική, που θα εφευρίσκετο 2.000 χρόνια αργότερα. Έβαλε έναν “πατέρα” να ζητήσει μπροστά στο πλήθος να κάνει καλά τον ασθενή υιό του. “Καλά” του είπε, “πήγαινε στο σπίτι σου και ο γυιός σου έγινε καλά”.
Ήταν το εύκολο κόλπο.
Σκεύτηκε να περπατήσει στα νερά, γι' αυτό όμως χρειαζόταν μία κατασκευή. Σκεύτηκε επίσης να ταΐσει καμμιά εκατοστή πειναλέους με αθερίνες και μαρίδες. Εδώ ζήτησε την χρηματοδότηση των φίλων του των τοκογλύφων που επισήμως τους έβριζε και τους εκαταράτο. Δεν ήταν άλλωστε και μεγάλη η επένδυση.
Το απλούστερο κόλπο ήταν το νερό που γίνεται κρασί. Οι Έλληνες πωλούσαν στα μαγαζιά τους στο διπλανό χωριό αγγεία με διπλό πάτο.
Ο καλλιτέχνης κάποιαστιγμή όμως κουράζεται και βαριέται τα παλιά κόλπα και αισθάνεται πως η μοίρα τον καλεί για το έργο που θα αφήσει ιστορία.
Σκεύτηκε λοιπόν να αναληφθεί στους ουρανούς. Για μέρες προβληματιζόταν πως θα πραγματοποιήσει το μεγαλόπνοο σχέδιό του. Είχε ακούσει για κάποιον Απολλώνιο τον Τυανέα που λένε πως τα κατάφερε, αλλά θα έπρεπε να γίνει Πυθαγόρειος και να παραμείνει για άσκηση άλαλος για πέντε χρόνια αλλά και να μάθει μαθηματικά που στο σχολείο ήταν τόσο αδύναμος.
Κάποιος πολυταξιδεμένος συμπολίτης του τον πληροφόρησε πως η λύση στο πρόβλημά του βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια και λεγόταν Ήρων (όχι μέ έψιλον γιώτα)
Μάζεψε όσα χρήματα είχε και ζήτησε και μερικά δάνειο από τον τοκογλύφο του χωριού (αργότερα θα του πέταγε τον πάγκο κάτω για να δείξει ότι τον πνίγει το δίκιο, ενώ στην πραγματικότητα είχε δημιουργηθεί μία προστριβή ανάμεσά τους επειδή δεν του εξόφλησε το δάνειο) και νάσου μπροστά στην πόρτα του Ήρωνα.
Ήταν βράδυ, κατάκοπος και αποθαρρυνμένος. Ο Ήρων όμως δεν ήταν κανένας τυχαίος ωρολογοπώλης. Ήταν ο διευθυντής του Μουσείου της Αλεξάνδρειας, του πρώτου ανώτατου τεχνικού ιδρύματος στην παγκόσμια ιστορία.
Κτυπά την πόρτα και του ανοίγει ο υπηρέτης.
– Τι θέλετε αγαπητέ μου; τον ρωτά.
– Θέλω ένα μηχάνημα να πετάξω στα ουράνια. Τον απαντά.
– Ήπιατε;
– Καθόλου.
– Είσαστε σίγουρος;
– Ούτε γουλιά.
– Κοιτάξτε στην έκθεσή μας. Έχουμε μία διόπτρα, σκηνικά για το θέατρο, βαρούλκα, αστρολάβους, ελαιοτριβεία, μία αιολόσφαιρα, ένα οδόμετρο, ένα αρμόνιο (ίσως το χρειαστείτε για τα μαγαζιά που θα ανοίξετε αργότερα), ωρολόγια υδραυλικά και διάφορες αυτόματες μηχανές, ένα χορεύον αγαλματίδιο και αυτόματες μηχανές που λειτουργούν με κέρμα.
Την αιολόσφαιρα δεν σου την συστήνω γιατί με καλή τύχη θα βρεί τα σχέδια σε κάποιο μοναστήρι ο Βατ και θα εφεύρει την ατμομηχανή.
Αγαπητέ μου δεν έχω κάτι που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες σας.
Ο Αρχύτας έχει εφεύρει το αεριωθούμενο, αλλά βρίσκεται ακόμη στο στάδιο των δοκιμών. Εγώ θα σας πρότεινα να γυρίσετε στο χωριό σας και να ασχοληθείτε με κάτι που θα σας ταιριάζει περισσότερο.
– Με τι δηλαδή;
– Τι να σας πω. Ανοίξτε πατσατζίδικο.
– Ξέρετε εμείς απέχουμε του χοιρινού κρέατος. Τι θα γίνει όμως με τα όνειρά μου;
– Αγαπητέ μου μην πάψετε ποτέ να ονειρεύεστε. Ίσως κάποια μέρα κάποιοι μυθιστοριογράφοι γράψουν για σας πως κατορθώσατε τα πλέον ασυνήθιστα τολμήματα.
Με μίαν γραφίδα και έναν πάπυρο μπορεί όχι μόνον να πετάξετε στους ουρανούς, αλλά και να αναστηθείτε από τους νεκρούς.
Ο Σάχης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html