O Julius Evola [Ιούλιος Έβολα] υπήρξε ακέραιος στοχαστής και φιλόσοφος μιας πνευματικής παρακαταθήκης και ενός ηρωικού τρόπου ζωής στα πρότυπα των αρχαίων ευγενών πολεμιστών. Μιας ασκητικής διδασκαλίας, διαχωρισμένης με τον πλέον αυτάρκη τρόπο, από το μη – αυθύπαρκτο και αδρανές υλιστικό πνεύμα της σύγχρονης
Σ’ αυτήν την καθοδική πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, την οποία ο Έβολα παρομοίωσε με την σκοτεινή εποχή της Ινδουιστικής Κάλι Γιούνγκα, το σιδηρούν γένος του Ησίοδου, αλλά και ως το Λυκόφως των Θεών, παρέθεσε ένα πλήθος “υπερβατικών σημείων αναφοράς”, προτείνοντας στην ουσία τόσο το δρόμο της ατομικής δράσης, όσο και τον δρόμο του «Γνώθι σ’ Αυτόν».
Σκοπός του ήταν η αφύπνιση και η απελευθέρωση της ενεργητικής αρχής του ανθρώπου και το άλμα αυτού προς το εσωτερικό του κέντρο, το ενστικτώδες. Στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται το πρόβλημα του “απαραβίαστου της ύπαρξης”, το Είναι, η Ψυχή, πρόσωπο με πρόσωπο με το αδηφάγο κι ακόρεστο Γίγνεσθαι που μας περιβάλλει.
«Ο καθένας είναι άρχοντας του εαυτού του, δεν υπάρχει κανένας άλλος άρχοντας και με το να κυριεύσεις τον εαυτό σου θα έχεις έναν αφέντη όμοια του οποίου είναι δύσκολο να βρεις»
Ο βρυχηθμός του λιονταριού
«Αν, από τη μία μεριά, αυτός ο πολιτισμός θερίζει περισσότερα θύματα από κάθε άλλο γνωστό παγανιστικό είδωλο, από την άλλη μεριά, η φύση του είναι τέτοια που μέσα σ’ αυτόν, ακόμα και ο ηρωισμός, η θυσία και ο αγώνας, επιδεικνύουν σχεδόν χωρίς εξαίρεση, έναν σκοτεινό “στοιχειώδη”, και απλά γήινο χαρακτήρα, ακριβώς εξαιτίας της ελλείψεως κάποιου ανώτερου, υπερβατικού στοιχείου αναφοράς»
Οι τεχνικές της πνευματικής πραγμάτωσης που παραθέτει στα βιβλία του μπορούν να θεωρηθούν ως απόπειρες, άλλες φορές σε εξωτερικό και άλλες φορές σε εσωτερικό επίπεδο, να προάγει μια αλλαγή στη νοοτροπία του Ιταλού, τον οποίο σκιαγραφεί στερεότυπα σαν τον τύπο που παίζει μαντολίνο, τρώει μακαρόνια και είναι όλο πίτσα, μαφία-πολιτική και εκκλησία. Αντίστοιχες περιγραφές μπορούν να γίνουν αυθόρμητα για τον σύγχρονο Έλληνα αστό, υποταγμένο στις προδιαθέσεις του για άρτο και θεάματα, με την συνοδεία εκκλησιαστικών ύμνων και λαϊκών ασμάτων.
«Άπαξ και η απόσπαση ερμηνευτεί κυρίως με αυτή την εσωτερική αίσθηση, φαίνεται ίσως ευκολότερο να επιτευχθεί σήμερα σε κάποιο πιο φυσιολογικό και παραδοσιακό πολιτισμό. Αυτός που είναι ακόμα ένα “Άριο” πνεύμα σε μια μεγάλη Ευρωπαϊκή ή Αμερικάνικη πόλη, με τους ουρανοξύστες και την άσφαλτο, με τα πολιτικά και τα σπορ, με τα πλήθη που χορεύουν και κραυγάζουν, με του υποστηρικτές της κοσμικής κουλτούρας και της άψυχης επιστήμης και ούτω καθεξής – ανάμεσα σε όλα αυτά μπορεί να νιώσει τον εαυτό του πιο μόνο, αποσπασμένο και περιπλανώμενο από ότι θα ήταν στην εποχή του Βούδα σε συνθήκες φυσικής απομόνωσης και πραγματικής περιπλάνησης.
Η μεγαλύτερη δυσκολία, από αυτή την άποψη, βρίσκεται στο να δώσει κανείς, σε αυτή την αίσθηση της εσωτερικής απομόνωσης, που σήμερα μπορεί να συμβαίνει σε πολλούς σχεδόν αυθόρμητα, ένα θετικά γεμάτο, απλό και διάφανο χαρακτήρα, με εξάλειψη κάθε ίχνους κενότητας, μελαγχολίας, διχόνοιας ή άγχους. Η απομόνωση και η μοναξιά δεν θα πρέπει να είναι βάρος, δυστυχία, κάτι το οποίο κάποιος πάσχει, το οποίο γεννιέται άθελα, ακούσια, ούτε ένα είδος καταφυγίου ή ασύλου που μεταφέρεσαι με τη βία ή κάτω από περιστάσεις, αλλά απεναντίας, μια φυσική, απλή και ελεύθερη ψυχική διάθεση. Σε ένα κείμενο διαβάζουμε: «Η μοναξιά αποκαλείται σοφία, αυτός ο οποίος είναι μόνος θα ανακαλύψει ότι είναι χαρούμενος»
Κατεξοχήν νεοπλατωνικός φιλόσοφος, πολέμιος του χριστιανικού πνεύματος αλλά και των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών επαναστάσεων που οδήγησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην αστικοποίηση και ισοπέδωση της ιδιαίτερης ατομικής αρχής του ανθρώπου, ο σύγχρονος αυτός Ηράκλειτος, ακολούθησε μια γραμμή ελεύθερη προκαταλήψεων από φιλοσοφικές, πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Ως προς αυτές, ενστερνίστηκε την άποψη του Νίτσε, ότι οι πεποιθήσεις είναι οι εχθροί της αλήθειας, χειρότεροι από τα ψεύδη, διότι οποιοδήποτε ψεύδος, με όση τέχνη και να υφανθεί, πάντα έχει σαν εχθρό την κριτική ανάλυση, την ικανότητα για Δ Ι Α Κ Ρ Ι Σ Η.
Η οξύτατη και ψυχρή αναλυτική ικανότητά του θεωρεί και ξεπερνά πολιτικοκοινωνικά συστήματα, όπως θρησκευτικό-μοναρχικά, πρωτόγονα και ανιμιστικά, πεφωτισμένα και φεουδαρχικά, αστικό – εμπορικά και επιλεκτικά, κολλεκτιβιστικά και καπιταλιστικά. Απολύτως η θεωρητική του ανάλυση ίσταται υπεράνω του καλού και του κακού και στέκεται σαν πρόταση για άμεση δράση και εξέγερση ενάντια στο σύγχρονο κατεστημένο, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, δόγματα και δοξασίες.
«Ένα γήινο τελλουρικό πνεύμα μπορεί να θεωρήσει εντελώς φυσιολογικό ένα σκοτεινό αυτοπροσδιορισμό με τη δημιουργία και τις στοιχειώδεις δυνάμεις της, σε τέτοια έκταση που ούτε καν αντιλαμβάνεται την τραγική της άποψη – όπως συμβαίνει κάποιες φορές μεταξύ των Νέγρων, των άγριων, πρωτόγονων και απολίτιστων λαών, ακόμα και μεταξύ συγκεκριμένων Σλάβων. Ένα »Διονυσιακό» πνεύμα μπορεί να θεωρήσει την καθολική παροδικότητα, μικρής σημασίας, αντιπαραθέτοντας σε αυτή το carpediem (το άδραγμα της μέρας), τη χαρά της στιγμής, τον ενθουσιασμό ενός διεφθαρμένου όντος που απολαμβάνει από στιγμή σε στιγμή διεφθαρμένα πράγματα, μια χαρά όλο και πιο έντονη μέσα σε αυτά.
Ένα »σεληνιακό» πνεύμα, θρησκευτικά προδιαθετημένο, μπορεί με τη σειρά του να δει στο απροσδόκητο της ζωής μια εξιλέωση ή μια εξέταση, στην αντιμετώπιση της οποίας οφείλει να συμπεριφερθεί με μετριοφροσύνη και μοιρολατρία, έχοντας πίστη στην αδιαπέραστη και ανεξιχνίαστη θεία θέληση, διατηρώντας την αίσθηση του »πλάσματος» που δημιουργήθηκε απ’ το τίποτα.
Από άλλους πάλι ο θάνατος μας, θεωρείται ένα απόλυτα φυσικό και τελικό φαινόμενο, η σκέψη του οποίου δεν θα έπρεπε ούτε για μια στιγμή να αναστατώσει μια ζωή προσανατολισμένη προς γήινες φιλοδοξίες. Τέλος ένα »Φαουστιανό», »τιτανικό» ή Νιτσεϊκό πνεύμα μπορεί να πιστεύει και να διακηρύσσει έναν »τραγικό ηρωισμό», να επιθυμεί δημιουργία κι ακόμα να επιθυμεί την »αιώνια επιστροφή». Και ούτω καθεξής.
Από τα παραπάνω παραδείγματα φαίνεται εύκολα ότι η Γνώση παράγει Απόσπαση, μονάχα στη περίπτωση μιας ιδιαίτερης φυλής ενός πνεύματος, εκείνη την οποία με μια ιδιαίτερη ευθυκρισία έχουμε αποκαλέσει ΗΡΩΙΚΗ. Μονάχα σε εκείνους τους οποίους αυτή η φυλή επιβιώνει και οι οποίοι το επιθυμούν, είναι δυνατόν το θέαμα του καθολικού απροσδόκητου να γίνει η αρχή της αφυπνίσεως, να καθορίσει την επιλογή των κλίσεων, να προκαλέσει και να διεγείρει την αντίδραση που ακολουθείται από το «Όχι, δεν θέλω άλλο από αυτό», όπως και από το «Αυτό δεν ανήκει σε μένα, δεν είμαι αυτό, αυτό δεν είναι ο εαυτός μου» επεκταμένα σε όλες τις καταστάσεις της σαμσαρικής ύπαρξης.
Η εργασία τότε έχει μία και μοναδική δικαιολογία – δικαίωση: πρέπει να γίνει, δηλαδή, για το ευγενές και ηρωικό πνεύμα δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. «Εκείνο το οποίο είναι να γίνει έχει γίνει» – αυτή είναι η καθολική επαναλαμβανόμενη φράση που αναφέρεται στους Αρίους οι οποίοι έχουν καταστρέψει την άγνοια και έχουν επιτύχει την αφύπνιση.»
«Η διδασκαλία των Αρίων αποκαλείται πέραν της φαντασίας και είναι ανεπίδεκτη αφομοίωσης από κάθε διαδικασία συλλογισμού. Εκείνο το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί με την λογική. Αντίθετα παρουσιάζεται ως μία »αφύπνιση». Κάποιος μπορεί να δει με μιας, την αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτή τη μέθοδο και τις απόψεις του Πλάτωνα περί αναμνήσεως, αναπόλησης ή αναθύμισης, υπερνικώντας την κατάσταση της λήθης.” Στην διδασκαλία της αφυπνίσεως, ο Έβολα παρουσίασε τον αρχέγονο ασκητικό Βουδισμό με ένα αριστοκρατικό χαρακτήρα, ο οποίος ορίζει μέσα στον άνθρωπο ένα ουσιαστικό πυρήνα μεταφυσικό και προκαταρκτικό.
«Ο βρυχηθμός του λιονταριού» είναι ο προσδιορισμός του πρίγκιπα Σιντάρτα – του Βούδα. Αυτός που ανήκει στην κάστα των πολεμιστών, ένας ασκητικός πολεμιστής ο οποίος άνοιγε ένα μονοπάτι μόνος του με την δικιά του δύναμη. Σε αντίθεση με την ερμηνεία που δόθηκε απ’ τους θρησκευτικούς αντιπροσώπους του βουδισμού, «σαν απλός ηθικός κώδικας βασισμένος στην ευσπλαχνία, τον ανθρωπισμό και έχοντας αποδράσει απ’ τη ζωή επειδή αυτή είναι δεινοπάθημα» η οποία θεωρήθηκε εξωγενής, βέβηλη και επιφανειακή.
Η πρωταρχική σημασία του όρου άσκηση – από το ασκέω, »να εκγυμνάζομαι» – ήταν απλά εκγύμναση και κατά τη Ρωμαϊκή έννοια πειθαρχία. Ο αντίστοιχος Ινδο – Άριος όρος είναι tapas και έχει μια αντίστοιχη σημασία, με εξαίρεση το ότι, η ρίζα tap, που σημαίνει »είμαι καυτός» ή »λάμπω», περιέχει επίσης την ιδέα μιας έντονης και σφοδρής συγκέντρωσης λάμψης, σαν από φωτιά.
Με την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, ωστόσο, ο όρος άσκηση έχει πάρει μια ιδιαίτερη σημασία που διαφέρει απ την αρχική. Όχι μόνο υποθέτει μια αποκλειστικά θρησκευτική σημασία, αλλά απ’ το γενικό ύφος της πίστης και του θρησκευτικού δόγματος που έχει έρθει να κυριαρχήσει ανάμεσα στον δυτικό κόσμο, ο ασκητισμός είναι άρρηκτα δεμένος με ιδέες που έχουν να κάνουν με νέκρωση και ταπείνωση της σάρκας, καθώς και με επίπονη, οδυνηρή απάρνηση του κόσμου: έχει έτσι φτάσει να αντιπροσωπεύει τη μέθοδο με την οποία αυτή η πίστη συνήθως συνηγορεί και υποστηρίζεται σαν την πλέον κατάλληλη για την απόκτηση »σωτηρίας» και την συμφιλίωση του ανθρώπου με τον δημιουργό του, παραφορτωμένος πάντα με πρωταρχικές αμαρτίες.
«To μίσος του πρωταρχικού χριστιανισμού για κάθε μορφή γονιμοποιού πνευματικότητας, το στιγματίζειν του σαν παραφροσύνη και αμάρτημα υπερηφάνειας όλων αυτών των πραγμάτων που μπορούν να βοηθήσουν σε μια ενεργή υπέρβαση της ανθρώπινης κατάστασης, εκφράζουν με τρόπο καθαρό την μη κατανόηση για το ηρωικό σύμβολο.
Το δυναμικό που η νέα πίστη γνώρισε να παράγει μεταξύ αυτών που αισθάνονταν το ζωντανό μυστήριο του χριστού, του σωτήρα και απ αυτό ήλξαν την δύναμη για μια φρενίτιδα του μαρτυρίου, δεν εμποδίζει το ότι η έλευση του χριστιανισμού σημαίνει μια πτώση. Με αυτό το δυναμικό συνολικά, πραγματοποιήθηκε μια ειδική μορφή εκείνου του ευνουχισμού που ανήκει στους κύκλους σεληνιακού-ιερατικού τύπου»
“Η παρούσα κρίση των δυτικών θρησκειών βασισμένες στην πίστη, είναι γνωστή σε όλους και δεν χρειάζεται να επισημάνουμε τον ολοκληρωτικά κοσμικό, υλιστικό και σαμσαρικό χαρακτήρα της νοοτροπίας η οποία δεσπόζει στους σύγχρονους καιρούς μας. Έχουμε την δικαιοδοσία να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας, κάτω από αυτές τις συνθήκες, ποιο σύστημα, βασισμένο αυστηρά στη γνώση, ελεύθερο από στοιχεία τόσο πίστεως όσο και νοησιαρχίας, όχι δεμένο με μια τοπικά οργανωμένη παράδοση, αλλά στην πραγματικότητα κατευθυνόμενο προς το ενστικτώδες, θα μπορούσε να προσφέρει. Είναι προφανές ότι αυτό το μονοπάτι ταιριάζει μόνο σε μια πολύ μικρή μειονότητα, που έχει το χάρισμα μιας εξέχουσας εσωτερικής δύναμης.”
Η προσπάθεια του Έβολα να παρουσιάσει τον άνθρωπο ως Άτομο εξ’ ολοκλήρου πνευματικό, που αγωνίζεται στο πεδίο της μάχης και δεν παραιτείται άνανδρα από τις περιπέτειες της ζωής, είναι σύμφωνη με το ιδεώδες του να ξεπερνά κάποιος τις φυσικές αντιστάσεις με την δύναμη της θέλησης του και με σκοπό να αφυπνιστεί από τις πλάνες. Η αποφασιστικότητα του – είναι καλύτερα να πεθάνεις μαχόμενος παρά να ζεις νικημένος – φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την ευθύνη της ύπαρξής του, αποσπώντας τον από το μη – αυθύπαρκτο και εξαρτημένο πνεύμα του υλισμού.
«Η γνώση σε ένα κείμενο παρομοιάζεται με την λάμψη μιας αστραπής. Κάποιος προτρέπεται να »ανυψωθεί και να αφυπνιστεί» όταν αντιληφθεί την ίδια του την παθητικότητα, την ίδια του την νωθρότητα, το ότι δεν αφήνει την στιγμή να περάσει – αν η κατάλληλη στιγμή αφεθεί να περάσει, εκείνη τη στιγμή κατά την οποία κάποιος θα ήταν σε θέση να υπερνικήσει την δύναμη στην οποία τόσο οι άνθρωποι, όσο και οι θεοί υπόκεινται, ο δαίμονας του θανάτου θα επιβεβαίωνε την ισχύ του»
«Πρέπει να μπαίνουμε στην μάχη καθημερινά – αύριο ίσως να μην υπάρχουμε. Δεν υπάρχει ανακωχή για μας με τον μεγάλο στρατό του θανάτου. Μονάχα, κάποιος που ζει μ’ αυτόν τον τρόπο, που αγωνίζεται ακούραστα μέρα και νύχτα, επιτυγχάνει την ευδαιμονία, επιτυγχάνει την μακαριότητα και αποκαλείται ευλογημένος σοφός»
Η φύση του ανυπόστατου και παροδικού γίγνεσθαι νοείται ως μια ροή, ένα ρεύμα, κάτι το οποίο δεν ξεκινάει με την γέννηση ούτε διακόπτεται από τον θάνατο. Όταν οι συνθήκες, οι οποίες έχουν καθορίσει τον συνδυασμό των στοιχείων και των καταστάσεων σε ένα βλαστό, δεν είναι πλέον αποτελεσματικές, το άτομο ως τέτοιο – δηλαδή ως συγκεκριμένο άτομο – διαλύεται, καταναλώνεται και επιστρέφει, ανάλογα με τις κλίσεις και τις προδιαθέσεις, σε νέο “όνομα και μορφή”, όχι απόλυτα όμοιο, ούτε απόλυτα διαφορετικό – διαμορφωμένο, καθορισμένο και εξαρτημένο από περιεχόμενο, το οποίο είναι παροδικό. Η ίδια η ζωή λοιπόν, μορφοποιεί και αναλώνει τον εαυτό της, αυτοστιγμεί, ακατάπαυστα και απεριόριστα, σε ένα απρόσωπο και αιώνιο κύκλο επιθυμίας και δίψας για δημιουργία και καταστροφή. Τον κύκλο των γεννήσεων, της ειμαρμένης και της αναγκαιότητας.
«Αυτό το ρεύμα είναι μια φαντασμαγορία κενή από ουσία: πέρα από αυτό ο ασκητής, ο οποίος προχωράει σαν εκείνον του οποίου το κεφάλι φλέγεται, αναζητά την «ακλόνητη κατοικία»
Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι η κληρονομιά, πέρα από τους υπαινιγμούς μιας γήινης βιολογικής κατεύθυνσης, θεωρείται κάτι πολύ πιο αχανές. Μέσα στα ευρύτερα πλαίσια μιας διαδικασίας καύσης και αναζωπύρωσης, όπου τα γένη, οι φυλές, τα είδη τοποθετούνται πλέον, σε μια αλυσίδα προδιαθέσεων και επιθυμιών, ταυτιζόμενες με την πλάνη του Εγώ, αλλά υποκείμενες ουσιαστικά στο μη αυθύπαρκτο.
Επίσης, γίνεται αντιληπτή από το υπεραισθητό μάτι, η παρουσία μιας οντότητας, ενός »δαίμονα», ο οποίος έχει μια προ- και μια αλληλογενέθλια ύπαρξη, τρεφόμενη από την »επιθυμία» και μεταφερόμενη από τις παρορμήσεις τροφοδοτούμενες από άλλες ζωές και η οποία αναζητά να φανερωθεί σε μια νέα ύπαρξη μέσω της διαδικασίας μιας νέας »καύσης». Πρόκειται για μια ζωή η οποία δεν εξαντλείται ανάμεσα στα όρια του ατόμου, αλλά η οποία θεωρείται μάλλον ως η »ζωή» αυτής της ζωής και η οποία σχετίζεται με τις αντιλήψεις του »δαίμονα», του »σωσία» και του »μεγαλοφυή» στις διάφορες μυθολογίες και καταγράφεται ως παρουσία απαραίτητη, επιπρόσθετα σ’ αυτή των γονέων, για να συμβεί μια γέννηση.
«Αν επιθυμούμε να βρούμε την καταγωγή της φωτιάς η οποία καίει με κάποιο ιδιαίτερο κούτσουρο, θα ήταν παράλογο να αναζητήσουμε την καταγωγή του δέντρου από το οποίο το κούτσουρο προήλθε, και του δάσους στο οποίο το δέντρο ανήκε και πάει λέγοντας – το πολύ πολύ να μπορούσαμε να ανακαλύψουμε την ποιότητα της καύσιμης ύλης. Η καταγωγή της φωτιάς, αντίθετα, θα έπρεπε να αναζητηθεί στην φύση της φωτιάς αυτής καθαυτής, και όχι σ’ αυτή του ξύλου, αναζητώντας την σπίθα που άναψε την φλόγα και μετά την φλόγα από την οποία η σπίθα προήλθε και ούτω καθεξής. Όμοια, η πιο ουσιαστική και αληθινή »άμεση» κληρονομιά ενός ατόμου δεν βρίσκεται στην γενεαλογία των γήινων γονέων του. Τα ανθρώπινα όντα είναι κληρονόμοι, διάδοχοι και υιοί πράξεων και όχι κάποιου πατέρα και μητέρας. Δίπλα από την κληρονομία του σώματος κάποιου, υπάρχει η σαμσαρική κληρονομιά και τελικώς υπάρχει η κληρονομιά του, η οποία είναι η αρχή »εκ των άνω» επισκιασμένη από την άγνοια.»
«Με την βασική προϋπόθεση ότι ο ασκούμενος στη διδασκαλία είναι πραγματικά άνθρωπος, και λαμβάνοντας υπόψη την περίπτωση ότι δεν είναι όλοι που φαίνεται να είναι άνθρωποι, πραγματικά »άνθρωποι», ανάλογα με το πως οι στοιχειώδεις δυνάμεις διαμορφώνουν τα διάφορα καλούπια των ειδών, έχουμε την πρωταρχική ώθηση για αφύπνιση. Αυτή η πιθανότητα είναι εφικτή ακριβώς στον άνθρωπο και συνδέεται με μια ουσιαστική θεμελιώδη ελευθερία η οποία ξεπερνάει ακόμα και το επίπεδο των »θεών». Αυτό, λόγω της διττότητας της φύσης του, εν μέρει θνητός, εξαρτημένος και υπό κατοχή και εν μέρει και ουσιαστικά αθάνατος, του δίνει την ευκαιρία να φτάσει στο υπερθεϊστικό αποκορύφωμα, το οποίο πράγματι είναι μια »μεγαλειώδης απελευθέρωση».
«Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι σε συγκεκριμένες στιγμές είναι ικανοί να αποσπαστούν απ’ τους εαυτούς τους, να βρεθούν κάτω από την επιφάνεια, κάτω στα σκοτεινά βάθη της δυνάμεως που κυβερνά το σώμα τους και εκεί όπου αυτή η δύναμη χάνει το όνομα και την ταυτότητά της. Έχουν την αίσθηση αυτής της δύναμης να εκτείνεται και να εσωκλείει το »εγώ» και το »μη εγώ», διαποτίζοντας όλη τη φύση, στηρίζοντας και τεκμηριώνοντας τον χρόνο, υποστηρίζοντας μυριάδες όντα σαν να ήταν μεθυσμένα ή σε παραίσθηση από τοξικές ουσίες, επανεγκαθιστώντας τον εαυτό της σε χιλιάδες μορφές, ακαταμάχητη, ατίθαση, ανεξάντλητη, ακατάπαυστη, απεριόριστη, φλέγουσα με αιώνια ανεπάρκεια και αίσθημα πείνας.
Αυτός ο οποίος φτάνει σ’ αυτή την τρομερή αντίληψη, σαν μια άβυσσο που ξαφνικά ανοίγει, αρπάζει το μυστήριο της samsara και της σαμσαρικής συνείδησης και αντιλαμβάνεται και ζει πλήρως την διδασκαλία της μη αυθυπαρξίας, του »μη εγώ». Το πέρασμα από την καθαρή ατομική συνείδηση σε αυτή την σαμσαρική συνείδηση που εμπεριέχει αόριστες πιθανότητες διαβίωσης, τόσο καταχθόνιες, όσο και ουράνιες – αυτή, ουσιαστικά, είναι η βάση της Διδασκαλίας της Αφυπνίσεως.»
«Υπάρχουν έντονες, οργανικές μορφές φόβου, μορφές τις οποίες μπορούμε σχεδόν να τις αποκαλέσουμε υπερβατικές από την στιγμή που δεν περιορίζονται σε απλές ψυχολογικές καταστάσεις ενός ατόμου αλλά οι οποίες προέρχονται από συγκεκριμένες αβυσσαλέες επαφές»
Ο ίδιος ο Έβολα έδρασε σε μια εποχή αποϊεροποιημένη από το παραδοσιακό πνεύμα των αρχαίων ηρωικών πολιτισμών. Το ανθρώπινο γένος, έχοντας αφομοιώσει ως αληθινή, την προσκόλλησή του σε ένα θρησκευτικό πνεύμα παθητικού, σεληνιακού τύπου, υπέστη στον πυρήνα του μια ισοπέδωση της ενεργητικής ηλιακής του αρχής και αποποιήθηκε τις δυνατότητές του για άμεση απελευθέρωση. Η ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου έπαψε να αντιλαμβάνεται και να διακρίνει ενστικτωδώς και άμεσα τις ενέργειες εκείνες που τον τοποθετούσαν στο πάνθεον των ηρώων και κατέπεσε σε μια μαζική φρενίτιδα πλάνης, μαρτυρίου, βίας και εξιλέωσης από παράγοντες εξωγενείς και βέβηλους. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο άνθρωπος, οικειοθελώς εξαγοράστηκε, δημιουργώντας ο ίδιος και διαιωνίζοντας την περίτεχνη κοσμική φυλακή του με τον ανεύθυνο και αδρανοποιημένο τρόπο ζωής ή κατά πόσο εκδιώχθηκε από το μεταφυσικό κέντρο του, κατακερματισμένος και εξόριστος από το ένστικτο και την πηγή.
“Μιλούν για το «ανάχωμα, πέρα από το οποίο ακόμα και η νύχτα μοιάζει με μέρα, αφού ο κόσμος του brahman είναι αμετάβλητο φως», ένα ανάχωμα αποτελούμενο από το atma εναντίον εκείνου το οποίο ούτε η σήψη, ούτε ο θάνατος, ούτε ο πόνος, ούτε οι καλές πράξεις, ούτε οι κακές πράξεις μπορούν να επικρατήσουν. Μιλούν για τον «δρόμο των θεών» που οδηγεί κάποιον μετά το θάνατο προς το απόλυτο και ενστικτώδες, όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Αλλά την ίδια στιγμή ένας άλλος δρόμος λαμβάνεται υπόψη, κατά μήκος του οποίου κάποιος επιστρέφει, ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΘΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΡΟΦΗ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΓΗ. Στα αρχαία κείμενα η πιθανότητα μιας απελευθέρωσης δεν εξετάζεται για αυτούς που πηγαίνουν σε εκείνον τον δεύτερο δρόμο»
«Βρισκόμαστε, σήμερα, στό τέλος ἑνός κύκλου. Ἀπό αἰῶνες, χωρίς στήν ἀρχή νά γίνη ἀντιληπτό, πολλαπλές ἐξελίξεις κατέστρεψαν στήν Δύσι κάθε φυσική καί νομική τάξι, νόθευσαν κάθε ὑψηλή ἀντίληψι γιά τήν ζωή, τήν δρᾶσι, τήν γνῶσι, τόν ἀγῶνα. Ἡ κίνησις αὐτῆς τῆς πτώσεως, ἡ ταχύτης της, ὁ παραλογισμός της ὀνομάστηκαν πρόοδος. Σήμερα βρισκόμαστε στό μέσον ἑνός κόσμου ἐρειπίων. Τό ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: ὑπάρχουν ἄνθρωποι ὀρθοί στά πόδια τους ἀνάμεσα σ᾽ αυτά τά ερείπια; Καί τί πρέπει, τί μποροῦν νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί;
Σάν πνεῦμα ὑπάρχει κάτι πού μπορεῖ νά χρησιμεύση σάν ἀχνάρι στίς δυνάμεις μας, δυνάμεις Ἐξεγέρσεως καί Ἀνορθώσεως: εἶναι τό Ἱπποτικό Πνεῦμα. Εἶναι ἡ στάσις ἐκείνων πού ἤξεραν νά ἀγωνίζωνται ἔστω και ἂν γνώριζαν ὃτι ἡ μάχη ἦταν «ὑλικά» χαμένη. Ἐκείνων πού ἤξεραν νά δώσουν ἰσχύ στίς λέξεις τοῦ ἀρχαίου ρητοῦ «ἡ πίστης εἶναι πιό δυνατή από τήν φωτιά».
Πρέπει να δοκιμαστοῦμε. Ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ποῖοι εἴμαστε. Μπροστά σ᾿ ἓναν κόσμο πλημμυρισμένο ἀπό βόρβορο καί μέ ἀρχή του τό ὃτι «πρῶτα ἔρχεται το στομάχι καί ὕστερα οἱ Ἀρχές» πρέπει νά αντιταχθοῦμε. Ἐμείς δέν μποροῦμε νά κάνουμε διαφορετικά. Αὐτός εἶναι ὁ Δρόμος μας. Αὐτή ἡ Ὕπαρξίς μας» Julius Evola
@Εμπνευσμένο και με αποσπάσματα από την Διδασκαλία της Αφυπνίσεως του Julius Evola σε μετάφραση και ιδιωτική έκδοση του Κωνσταντίνου Ν. Μαλεβίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html