Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Όταν η Ελλάδα στέρησε από τον Ν. Καζαντζάκη και τον εαυτό της ένα Nobel (video)


Αιρετικός. Τόσο πολύ που η χώρα του δεν τον άντεξε. Ξεχωριστός και ταλαντούχος. Ιδιοφυΐα... Τόσο που μπορεί και να μην άξιζε στην πατρίδα του. Όχι στον λαό της, αλλά στους πολιτικούς της. Δεν είναι λαός οι πολιτικοί της;
Πριν από 131 χρόνια, έρχεται στη ζωή ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους
Έλληνες λογοτέχνες.

Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο
Νίκος Καζαντζάκης.

Η γριά μαμή «τον φούχτωσε στα χέρια της, τον πήγε στο φως και τον κοίταξε καλά καλά, σαν
να 'βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω του, τον σήκωσε αψηλά κι είπε:

"Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης"».

(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ.75).


«Δεσπότης», έτσι όπως το εννοούσε η μαμή, δεν έγινε.

Αλλά δεσπότη των ελληνικών γραμμάτων θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει, χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί υπερβολικός.

Τη βιογραφία του μπορείτε να τη διαβάσετε παντού.

«...Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα...».

Η παραπάνω φράση είναι γραμμένη σε ένα γράμμα που έλαβε η χήρα του Νίκου Καζαντζάκη, Ελένη.

Αποστολέας ο Αλμπέρ Καμύ, φίλος και θαυμαστής του Έλληνα λόγιου.

Η αλήθεια όπως ξετυλίχθηκε χρόνια αργότερα, δεν γράφει, όμως, πως ο Καμύ κέρδισε το Νόμπελ από τον Καζαντζάκη, αλλά πως η Ελλάδα φρόντισε να μην τον πάρει εκείνος.

Ο πόλεμος που δεχόταν ο αιρετικός Έλληνας στο παρασκήνιο ήταν μεγάλος, αφού ποτέ η κυβέρνηση δεν υποστήριξε την υποψηφιότητά του, αντιθέτως φρόντιζε να βάζει συνεχώς εμπόδια. Το κόστος; Ένα ακόμη Νόμπελ.

Για μια δεκαετία σχεδόν ο Κρητικός φλέρταρε με το κορυφαίο βραβείο.

Εγραψε ο Καζαντζάκης ένα τέτοιο περιστατικό στον Παντελή Πρεβελάκη στις 5.7.1951 από την Αντίμπ: «...Ολα ήταν έτοιμα (pension που θα μένω, άδεια γαλλική, visa ιταλικό) για να πάω στη Φλωρεντία ­ κι η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιέται να μου ανανεώσει το διαβατήριο!

Εχω προξενικό διαβατήριο ­ κι αρνιέται να με αφήσει να βγω από τα γαλλικά σύνορα. Εκεί καταντήσαμε― με κυνηγούν, μου κάνουν ό,τι κακό μπορούν και λυπούνται που δεν μπορούν να μ' εξοντώσουν...».

Ο Πάτροκλος Σταύρου, θετός γιος της Ελένης Καζαντζάκη, έχει γράψει για την υπόθεση:

Δεν ήταν μόνο το 1957 που αναμενόταν η βράβευση του Καζαντζάκη, αλλά και κατά τον προηγούμενο χρόνο. Το 1956 φαινόταν πλέον ότι είχε έλθει η σειρά του.

Δέχθηκε και τηλεφώνημα από τη Στοκχόλμη ότι ήταν δικό του το Βραβείο. Το απένειμαν όμως στον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ.

Και πληροφορείται μετά ότι «ήταν ο ευνοούμενος υποψήφιος ως την τελευταία στιγμή».

Αυτά του διεβίβασε ο φίλος του Max Tau, κριτικός, στα μέσα και στα έξω, Γερμανοεβραίος που επολιτογραφήθη Νορβηγός.

Με μεγαλόκαρδη ανωτερότητα συγχαίρει θερμά τον Χιμένεθ ο Καζαντζάκης, γνωστό και φίλο από χρόνια πολλά.


Με όσα εγκύρως άκουσα και ξέρω τα τελευταία 30 χρόνια, ένας λόγος της επιμονής του Καζαντζάκη να πάρει το Βραβείο Νομπέλ ήταν και ο οικονομικός.

Πρώτα, για να διασφαλίσει την Ελένη για το μέλλον.

Και μετά για τον ίδιο, τα χρήματα από το Νομπέλ θα του απόδιωχναν τις έγνοιες και τις σκοτούρες και θα του επέτρεπαν απρόσκοπτη αφοσίωση στη συγγραφή, που ήταν πάντοτε ο πόθος του.

Και ήθελε ακόμη, και αυτό ήταν το κορυφαίο σημείο στη συνείδησή του εν προκειμένω, να δώσει μεγάλη χαρά και τιμή στην Ελλάδα και στην Κρήτη του.

Αποστρεφόταν τη Μελάδα και τους Ελληνάδες, όχι την Ελλάδα, «την Ελλάδα την αιώνια που κουβαλούσε μέσα του». «Μελάδα» είπε την Ελλάδα ο Αλέξης Μινωτής λόγω Μελά.

Η είδηση για τον απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957 στον Αλμπέρ Καμύ βρήκε τον Καζαντζάκη νοσηλευόμενο στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας.

Είπε τότε στην Ελένη του: «Λένοτσκα, ελάτε να με βοηθήσετε να στείλουμε ένα καλό τηλεγράφημα. Ο Χιμένεθ, ο Καμύ, να δύο άνθρωποι που άξιζαν το Νόμπελ! Εμπρός, ελάτε να στείλουμε κάτι θερμό!».

Ο... «Ελληνικός δάκτυλος» στον αποκλεισμό του Καζαντζάκη γίνεται γνωστός νωρίς. Από το 1946 το όνομά του φιγουράρει στην κορυφή των παγκόσμιων λογοτεχνών.

Είναι 1952 όταν οι νορβηγοί συγγραφείς και­ η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών τον προτείνουν ομοθύμως ως υποψήφιο για το Νομπέλ. Η Νορβηγία προσφέρεται να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο.

Ο Καζαντζάκης πσρά τον «πόλεμο», παρά τα οικονομικά του προβλήματα, παρά τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούν και θα έχουν ως αποτέλεσμα να χάσει το μάτι του (το 1953), αρνείται.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που αποποιήθηκε παρόμοια πρόταση, έστω και αν θα του έλυνε μεγάλα προβλήματα.


Ο Βorje Knoss, Σουηδός συγγραφέας και φίλος του λογοτέχνη, σε γράμμα του προς τον Καζαντζάκη (28.10.1954) προχωρεί περισσότερο:

«...Τρέχει λόγος εδώ: πως η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στη Σουηδικήν Ακαδημία ή στον Βασιλιά για να ξεσυμβουλεύσει να δοθεί το Βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Ελληνες, γιατί θα 'ναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξονικών(!)...».

Εχει χάρη και γραφικότητα ο ελληνικός λόγος του Knoss.

Η δική μου ερμηνεία του κειμένου αυτού είναι να πάρουν πίσω την απόφαση για να δώσουν το Νομπέλ στον Καζαντζάκη. Και υπεισέρχονται εδώ και οι «Αγγλοσαξονικοί», δηλαδή οι Αγγλοι, σημειώνει ο Πάτροκλος Σταύρου.

Την πρώτη φορά που το όνομά του ακούστηκε για το Νόμπελ, ήταν μαζί με αυτό του Άγγελου Σικελιανού.

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Εστία», (31.8.1946) είναι ενδεικτικό:

«Μια διεθνής απάτη». Ήταν και οι δύο «υποψήφιοι των σφαγέων του Δεκεμβρίου» και «τελείως ξένοι προς την Ελλάδα».

Η προσπάθειά τους για το Νομπέλ «ολίγον διαφέρει της απάτης» έκρινε η εφημερίδα και αναφερόταν σε αυτούς με χαρακτηρισμούς όπως «άνθρωποι της Μόσχας» και «Εαμοσλάβοι»!

Σύμφωνα με όσα γράφονται, ο Καζαντζάκης έχασε για μία ψήφο το Νόμπελ από τον Καμύ.

Η Ελλάδα, όμως, έχασε πολλά παράπανω...

«Η Ελλάδα κάνει πάντα το παιχνιδάκι των Μεγάλων Δυνάμεων ...δηλώνει σε συνέντευξή του στη Γαλλική ραδιοφωνία.

«Υποφέραμε πολύ και υποφέρουμε κάτω από τον υποκριτικό ζυγό των Μεγάλων Δυνάμεων», συνεχίζει.

Ο Καζαντζάκης ζει αυτοεξόριστος στην Αντίμπ, αλλά από εκεί δίνει τον δικό του αγώνα, για τα υψηλά ιδανικά του.

Και αφού περιγράφει τον Ελληνικό λαό ως έναν λαό – μάρτυρα, τονίζει:

«Έχει μια ευαισθησία που τον καθιστά τρωτό σε κάθε προσβολή στην ελευθερία», σημειώνει με καμάρι.

Η διαχρονικότητα του Νίκου Καζαντζάκη, η ευρύτητα του πνεύματός του, οι αναφορές του σε αξίες πανανθρώπινες είναι που τον κάνουν ξεχωριστό, ακόμη και σήμερα.

Πόσοι πιο Έλληνες υπάρχουν; Μακριά από εξουσίες και χρήματα, μιλά με τόσο θαυμασμό για τον Ελληνικό λαό, την ώρα που η κυβέρνηση τον διώκει με όποιο μέσο μπορεί.

Και θέλοντας να δείξει αυτήν την ανάγκη του λαού, όχι μόνο για τη δική του ελευθερία, αλλά και την ανεξαρτησία παγκοσμίως, διηγείται μια ιστορία...

Δείτε το βίντεο...




Ο Ν. Καζαντζάκης και οι γυναίκες του


Ασυμβίβαστος, αντισυμβατικός, αρνητής του δεδομένου...

Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ό,τι πιο κοντινό έχει να επιδείξει η νεότερη Ελλάδα σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους.

Πέρα, όμως, από την ασύγκριτη γοητεία των γραπτών του, θελήσαμε να κάνουμε μια διαφορετική προσέγγισή του, για να τον κατανοήσουμε καλύτερα.

Ζητήσαμε τη βοήθεια της Νίκης Σταύρου (θετής εγγονής της συζύγου του Νίκου Καζαντζάκη, Ελένης, και συστηματικής ερευνήτριας του έργου του) για να προσεγγίσουμε τον «άνδρα» Νίκο Καζαντζάκη, το αρσενικό, τον συλλέκτη ερωτικών εμπειριών.

Ακολουθούν 5 ερωτικές ιστορίες με πρωταγωνιστή τον πιο γνωστό Έλληνα συγγραφέα παγκοσμίως:

1. Η πρώτη φορά που έκανε έρωτα μέσα σε... εκκλησία

Είναι 18 χρονών στο απελευθερωμένο από τους Τούρκους Ηράκλειο της Κρήτης, όταν ζητά από τους γονείς του να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών.

Στην πόλη ζει μια Ιρλανδέζα, η Καθλίν, που αναλαμβάνει καθηγήτρια του.

Ο έφηβος Καζαντζάκης την ερωτεύεται και βρίσκει ανταπόκριση.

Συναντιούνται κρυφά, μιλάνε για ξένους λογοτέχνες.

Το καλοκαίρι περνάει και εκείνος θα πρέπει να «ανέβει» στην Αθήνα, να γραφτεί στη Νομική Σχολή. Και να αποχαιρετίσει τον έρωτά του.

Της κάνει δώρο ένα σκυλάκι και της λέει πως θα ανέβουν ένα διήμερο στον Ψηλορείτη, για να αποχαιρετιστούν.

Ξεκινάνε με τα πόδια μια διαδρομή που είναι επίπονη και διαρκεί πάνω από μια ημέρα.

Το πρώτο βράδυ φιλοξενούνται στην ταβέρνα ενός χωριού στους πρόποδες του θρυλικού βουνού.

Μετά τη δύσκολη ανάβαση, θα φτάσουν σε ένα εκκλησάκι, την ώρα που το σκοτάδι έχει πέσει.

Εκεί, παραδομένοι από το πάθος -και όχι από την κούραση, παραδόξως- θα κάνουν έρωτα.

Είναι η πρώτη ερωτική εμπειρία του Νίκου Καζαντζάκη. Είναι άνδρας, πλέον.

Τα ξημερώματα θα κάνουν σεξ ξανά.

Όταν ο έφηβος ξυπνά και συνειδητοποιεί πως έχει κάνει έρωτα σε έναν χώρο ιερό, νιώθει τις τύψεις να τον πλημμυρίζουν.

Κατηγορεί τον εαυτό του.

Ξυπνάει την Καθλίν για να αρχίσουν την κατάβαση.

Είναι απόμακρος, προχωρά μπροστά, μόνος του, αμίλητος και δεν βοηθά, καν, τον έρωτά του που δυσκολεύεται.

Φεύγει για την Αθήνα χωρίς να τη συναντήσει ξανά.

Όταν θα επιστρέψει στο Ηράκλειο, 11 μήνες αργότερα, πηγαίνει να τη συναντήσει.

Πηγαίνει να τη βρει στο δωμάτιο που ζούσε, αλλά η Καθλίν δεν είναι εκεί.

Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένα σπαρακτικό μοιρολόι, από ένα καφενείο λίγα μέτρα πιο πέρα από το δωμάτιο της Καθλίν και ο νεαρός φοιτητής ξεσπά σε λυγμούς.

Επιστρέφει στο σπίτι του, κλείνεται στο δωμάτιο και «θρηνεί» για τον χαμένο του έρωτα.

Νιώθει πως την έχει και ψάχνει έναν τρόπο να ξεσπάσει από όλα αυτά τα συναισθήματα που τον καταπνίγουν.

Ξεκινά να γράφει.

Εξορκίζει με αυτόν τον τρόπο όλα όσα νιώθει.

Μερικές νύχτες μετά θα έχει ολοκληρώσει το πρώτο του διήγημα, «Όφις και Κρίνος», και θα έχει πάρει τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του...

Θα γίνει συγγραφέας!

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός πως η πρώτη φορά που έκανε έρωτα ο Καζαντζάκης είναι μέσα σε μια εκκλησία.

Συμβολικό, αν μη τι άλλο, αν σκεφτεί κανείς την αναζήτησή του για το Θείο, αλλά και τη σχέση του με την Ελληνική Εκκλησία.

2. Η σαμπάνια από το γοβάκι της Ρουμάνας

Ένα χρόνο πριν από την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία, στα 17 του, ο Νίκος Καζαντζάκηςδείχνει τα πρώτα... ψήγματα του ερωτικού του ταμπεραμέντου.

Σε ένα «ξενυχτάδικο» της εποχής, ο νεαρός Κρητικός θα δει μια Ρουμάνα να χορεύει αισθησιακά.

Ο χορός της τον συνεπαίρνει.

Και έτσι γοητευμένος όπως είναι, ζητά το γοβάκι της, χύνει μέσα σαμπάνια και την πίνει από το υπόδημα της καλλονής.

Τα «κατορθώματα» του γιου του φτάνουν γρήγορα στα αυτιά του πατέρα του, από... καλοθελητές.

Έχει γίνει το «κουτσομπολιό της ημέρας» και ένας θείος του τρέχει στον πατέρα του, να του πει για τα κατορθώματα του γιου του.

Η απάντηση που παίρνει είναι αφοπλιστική:

«Πάει να πει πως είναι άντρας, πως αρχίζει να γίνεται άντρας. Το μόνο που πρέπει είναι να αγοράσει ένα ζευγάρι καινούργια γοβάκια στην κυρία».

Το πως ένιωσε το περιγράφει στο «Αναφορά στον Γκρέκο»:

«Κι ἐγὼ μέσα μου χαίρουμουν, γιατὶ παράβαινα τοὺς νόμους, γιατὶ λυτρώνουμουν ἀπὸ τοὺς ἀρχιμαντρίτες καὶ τὶς μπαμποῦλες ἐντολὲς κι ἀκολουθοῦσα τὰ στέρεα σίγουρα ἀχνάρια τοῦ μαλλιαροῦ προγόνου. Εἶχα πάρει τὸν κατήφορο, μοῦ ἄρεσε».

3. Το φλερτ με τη γυναίκα της ζωής του

Η συνάντηση με την Ελένη, μετέπειτα Καζαντζάκη και γυναίκα της ζωής του, είναι ενδεικτική της τρυφερότητάς του.

Εκείνη είχε ακούσει κάποιες φήμες για εκείνον, όχι καλές, και δεν ήθελε να το συναντήσει, παρόλο που στους αθηναϊκούς κύκλους της διανόησης, ο συγγραφέας, ήταν κατά πολλούς το νέο μεγάλο αστέρι.

Όταν η κολλητή της φίλη την πείθει να πάνε να γνωριστούν και να κάνουν ένα περίπατο παρέα, εκείνη πείθεται.

Και ο Καζαντζάκης μαγεύεται.

Η μεγάλη παρέα έχει κανονίσει να κάνει ένα μεγάλο περίπατο που καταλήγει στη θάλασσα.

Ο Καζαντζάκης, αν και λάτρης της θάλασσας, προτιμά να μείνει μαζί της στην παραλία.

Της έχει κάνει ήδη τις τρεις πρώτες ερωτήσεις – σήμα κατατεθέν του:

«Ποιο είναι το αγαπημένο σας χρώμα; Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ποιητής; Ποια η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής σας;».

Ο ήλιος είναι καυτός και ο Καζαντζάκης στέκεται από πάνω της με τέτοιο τρόπο, κρύβοντάς της τον ήλιο, ώστε να της κάνει σκιά.

«Να μην χαλάσει ο ήλιος το λευκό σας δέρμα», είναι η ατάκα του.

Ο ορισμός του gentleman, προφανώς...

4. «Να μιλήσεις με την πρώην μου»

Ο Νίκος Καζαντζάκης ζητά από την Ελένη να ζήσουν μαζί στη Σοβιετική Ένωση.

Της θέτει, όμως, έναν όρο:

Η Ελένη θα πρέπει να ταξιδέψει στη Γερμανία, όπου ζει μια πρώην του, η Έλσα.

Θέλει να μιλήσουν, να της πει εκείνη τι άνθρωπος είναι και να αποφασίσει η ίδια εάν θέλει να είναι μαζί.

Θέλει τόσο πολύ να την καθησυχάσει και να της σβήσει κάθε δισταγμό για το ποιος είναι, που προτιμά αντί να μιλήσει ο ίδιος για τον εαυτό του, να συμβουλευτεί μια πρώην του.

Εκείνη πραγματοποιεί την επιθυμία του και συναντά στη Γερμανία την πρώην ερωμένη του.

Η Έλσα της αποκαλύπτει πως «μπορείτε να τον εμπιστευτείτε. Μια φλόγα τον καίει κι όμως δε χάνει μήτε λεφτό την αίσθηση της ζωής. Ισορροπημένος, τέλεια φυσιολογικός...

Κι ό,τι κι αν συμβεί, μη μετανιώσετε ποτέ που ακούσατε το κάλεσμά του. Θα σας παρακολουθώ με τη σκέψη μου, θα είμαι δίπλα σας στις δύσκολες στιγμές.

Είναι γυμνός σαν τον Άγιο Σεβαστιανό. Προφυλάξετέ τον από τα βέλη...»

(από το βιβλίο της Ελένης Καζαντζάκης «Ασυμβιβαστος»)

Ποιος άνδρας θα ζητούσε, αλήθεια, από μια γυναίκα που έχει ερωτευτεί να συζητήσει πρώτα με την πρώην του και μετά να αποφασίσει εάν θέλει να είναι μαζί;

Κανένας που να γνωρίζω, σίγουρα.

5. Η Σοβιετική Ένωση και οι... ψείρες!

Η Ελένη αποφασίζει να πάει στη Σοβιετική Ένωση.

Βρίσκει τον αγαπημένο της σε ένα ταπεινό σπιτάκι που τους διαθέτουν.

Κάνουν έρωτα για πρώτη φορά και το πρωί που ξυπνά είναι κατακόκκινη και πρησμένη.

Η αιτία είναι οι ψείρες που είχαν κάνει party στο κορμί της το προηγούμενο βράδυ.

Έτσι, αντί για το ονειρεμένο πρώτο πρωινό στο κρεβάτι, το ξημέρωμα τον βρίσκει να την ξεψειρίζει.

Εκείνο που είναι εντελώς περίεργο είναι πως οι ψείρες δεν πήγαν στον Καζαντζάκη.

«Καθισμένη πάνω στη βαλίτσα μου, μές σ' ένα ανθρωποκοπάδι—ένα ποτάμι από προβατίσιες μπότες, κόκκινα κεφαλομάντιλα, άσπρες αμόλευτες πουκαμίσες—αναλογιζόμουν την τύχη μου, όταν- ξάφνου πήρε το μάτι μου έναν άντρα, πού χειρονομούσε, γελούσε δυνατά, έσφιγγε με το χέρι τον ώμο μιας άγνωστης Ρούσας και της έλεγε ο Θεός ξέρει τι, σε γλώσσα σίγουρα αλαμπουρνέζικη!

Ο Νίκος!

Είχε έρθει στο σταθμό να πληροφορηθεί πότε έρχουνταν τα τραίνα από τη Γερμανία, με είδε, και προσπαθούσε τώρα να κερδίσει καιρό, να καταλαγιάσει η συγκίνηση του, πού μ' έβλεπε έτσι ξαφνικά μπροστά του...

Το Μπέκοβο είταν, όπως μου το 'λέγε στα γράμματα του. Ένα ξύλινο ρούσικο σπιτάκι μέσα σε δάσος έλατα. Με μαύρες λιμνούλες, όπου η Μπιλιλι κι ο Παναΐτ λογάριαζαν κάθε μέρα να κολυμπήσουν. Κουνούπια δισεκατομμύρια, βροχή ακατάπαυτη, η Ίτκα, και μόνο για μένα, για τα καλωσορίσματα... ψείρες!».

(από το βιβλίο της Ελένης Καζαντζάκη «Ασυμβιβαστος»)
Γιώργος Πράτανος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html