Γράφει ο Πέτρος Παπαγεωργίου*
Κατά την Ελληνιστική εποχή στην ανατολική Μεσόγειο και Εγγύς Ανατολή η πνευματική καλλιέργεια ήταν συνδεδεμένη με το ελληνικό πνεύμα και με την διεθνή ελληνική γλώσσα. Και οι καλλιεργημένοι άνθρωποι αποκαλούνταν «Έλληνες», άσχετα προς
την εθνική καταγωγή τους. Το «Έλληνες» ήταν επίθετο, αναγνώριση πνευματικής υπεροχής, αρχαιοελληνικής προέλευσης. Μόνη αντίθετη ήταν η ιουδαϊκή θρησκευτική κουλτούρα που έβλεπε στο ελεύθερο ελληνικό πνεύμα ως ένα απειλητικό καταλύτη της. Ο ιουδαιοχριστιανισμός λοιπόν από τις απαρχές της εξάπλωσής του στους Εθνικούς (τους διαφόρων εθνικοτήτων πολυθεϊστές κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), ως θρησκεία – λαϊκό κίνημα των «πτωχών τω πνεύματι», είχε αντίπαλο δέος τους υπερόπτες και κριτικούς «Έλληνες».
Ο απόστολος Παύλος (εβραϊκά: Σαούλ ή Σαύλος), παρά τις επίμονες προσπάθειές του, ελάχιστα αποκόμισε στα μορφωμένα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου, όπου ο ιουδαϊκός ηθικός συντηρητισμός του και η εμπάθειά του αντιμετωπίζονταν απαξιωτικά. Ήταν που ήταν, ως πεπαιδευμένος φαρισαίος και σκληρός ιουδαϊστής εχθρός των ελληνικών πνευματικών επιρροών στην εβραϊκή κοινωνία, αλλά και με τις αρνητικές εμπειρίες του με τους «Έλληνες» απόγινε ορκισμένος εχθρός τους. Κατά τους πρώτους αιώνες της σιγανής οργάνωσης κι εξάπλωσης του χριστιανισμού, οι χειραγωγημένοι από τους επίσκοπους οπαδοί του αποφεύγουν «μετά φόβου» κάθε συναναστροφή, αλλά και κάθε ιδεολογική τριβή, με τα εκλεπτυσμένα πνευματικά ρεύματα που διέτρεχαν τον ρωμαϊκό κόσμο ως συνέχειες της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας. Προτιμούσαν το υποβόσκον μουλωχτό γίγνεσθαι από την όποια αντιπαράθεση.
Τον τέταρτο αιώνα, όμως, ο Κωνσταντίνος Α' είδε αποφασιστικά αυτό που κάποιοι προγενέστεροί του αυτοκράτορες απλώς διέβλεπαν. Ότι το χριστιανικό κοινωνικό κίνημα-θρησκεία μπορούσε να επιλύσει το πρόβλημα της έλλειψης εθνικής συνείδησης και συνοχής που ενδημούσε στην πολυεθνική αυτοκρατορία. Να κάνει τη θρησκευτική πίστη και συνοχή ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ. Και να την χρησιμοποιήσει διοικητικά για υποταγή και ηρεμία, αλλά και στρατιωτικά για ένα συσπειρωμένο «εμείς οι χριστιανοί» ενάντια στους «άπιστους». Η ανεξιθρησκία που κήρυξε και οι μεγάλες εύνοιες προς το χριστιανικό δίκτυο προώθησαν την περαιτέρω εξάπλωση κι ενδυνάμωσή του. Στη συνέχεια ο Θεοδόσιος, επιβάλλοντας αυστηρά τον χριστιανισμό σαν τη μόνη θρησκεία του κράτους επικύρωσε την ίδρυση ενός έθνους με «πατριωτική» εθνική συνείδηση την ιδεοληψία του χριστιανισμού. Το Έθνος των Χριστιανών. Κι ας λέγονταν Νέα Ρώμη, σε αντίθεση με την βαθμιαία παραπαίουσα παλαιά.
Έπρεπε λοιπόν οι ετεροεθνείς Ρωμαίοι υπήκοοι να είναι όλοι Χριστιανοί ή να γίνουν με τη βία ή να εξανδραποδιστούν. Μαζί με τα έργα του πολιτισμού, της τέχνης και της σοφίας των «ελλήνων». Σχολές, αγάλματα, ιερά, βιβλιοθήκες καταστράφηκαν ξανά και ξανά από φανατικούς οπαδούς επισκόπων, αλλά και σαν εφαρμογή κρατικών νόμων και διαταγμάτων. Για να μπορεί να στηθεί και να σταθεί, χωρίς λογική κριτική κι αμφισβήτηση, ο νέος παγανισμός της γκρίζας μεταφυσικής ιδεοληψίας, της ακατάσχετης χριστολογίας και των βυζαντινισμών περί τις υποστάσεις των μελών της τριαδικής αρλούμπας και της συνεπαρμένης παγίδευσης και υποταγής του κοσμάκη σε αυτά. Έτσι έπρεπε να ξεριζωθεί κάθε ελεύθερο και κριτικό πνεύμα, ήτοι κάθε «ελληνικό». Και βέβαια οι «Έλληνες». Και έγινε η μεγαλύτερη καταστροφή πνεύματος και πνευματικών κατακτήσεων των αιώνων, ο μέγας και αληθινός διωγμός, η Μεγάλη Οπισθοδρόμηση, η είσοδος σε χίλια χρόνια Μεσαίωνα. Με μισαλλόδοξους κομισάριους καθοδηγητές τους αποκαλούμενους «Άγιους Πατέρες».
Και οι Έλληνες; Οι εθνικά Έλληνες; οι αυτόχθονες κάτοικοι της ελληνικής χερσονήσου; Αυτούς τους πήρε άδικα η μπόρα και η καταχνιά. Ο γενικός διωγμός του επιθετικού προσδιορισμού «Έλληνες» – ως αρχαιολάτρες, δωδεκαθεϊστές, αντίσταση στη χριστιανική μαυρίλα – έδιωχνε και το ουσιαστικό, την εθνική τους καταγωγή και ύπαρξη. Όσοι δεν εξοντώθηκαν, ότι κι αν ήταν, κι αμόρφωτοι χωρικοί και τσοπάνηδες κι άσχετοι με όλα αυτά, έπρεπε για να γλυτώσουν, να ξεχάσουν το εθνικό τους και πατρογονικό τους όνομα και να λέγονται πρώτα-πρώτα Χριστιανοί και μετά ότι ήθελαν, Ρωμιοί, Γραικοί ή άλλα τοπικά. Έτσι πέθαναν οι Έλληνες και η Ελλάδα! Στο πιο παραπεταγμένο κομμάτι της ανατολικής αυτοκρατορίας: στα «κατωτινά μέρη» για τους Βυζαντινούς. Η λέξη Έλληνας, που μόνο προσβλητικά λεγότανε πια, για να χαρακτηρίσει αποκλειστικά τον ειδωλολάτρη, με την κατάργηση της αρχαίας θρησκείας, βαθμιαία εξέλειπε από το βυζαντινό λεξιλόγιο (κι ας ήταν ελληνόφωνο) και έσβησε από τη μνήμη του Βυζαντίου για αιώνες και αιώνες και στη συνέχεια για τους αιώνες της ορθόδοξης χριστιανικής βόλεψης υπό την σκέπη του οθωμανικού Ισλάμ. Η εκκλησία έσβησε την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Κι όταν μιλάει για προστασία του γένους εννοεί την «προστασία…» των ορθόδοξων ποιμνίων υπηκόων της.
Μέχρι που κάποιοι μουρλοί δυτικοί του 18ου και 19ου αιώνα, μελετητές της σοφίας του αρχαιοελληνικού κόσμου, συνεπάρθηκαν τόσο απ’ αυτά που διάβαζαν, τα σωσμένα από τη φωτιά του χριστιανικού μεσαίωνα, χάρις σε κάποιους Άραβες μουσουλμάνους, και τους μπήκε η θεότρελη ιδέα να στήσουν ένα νέο κράτος στον ίδιο τόπο και με το όνομα εκείνου που μόνο σε κάποια βιβλία υπήρχε πια. Αλλά και σε μια γλώσσα που έρρεε γάργαρη, αδιάφθορη κι αδιάφορη για τους χρόνους και τα υποκείμενα. Κι από δω κι από κει τα κατάφεραν, μαζί με κάποιους ντόπιους αγνώστων λοιπών στοιχείων, που τους είπαν πως είναι εκείνοι οι ίδιοι οι Έλληνες κι αυτοί το πίστεψαν. Και το έβαλαν και στα σχολεία. Και η καημένη η εκκλησία τι να κάνει; Υποχρεώθηκε να κολλήσει και προτάξει τη λέξη που βδελύσσονταν επί 1500 χρόνια, να γίνει ελληνοχριστιανική, ελληνορθόδοξη. Η ίδια η εκκλησία έγινε αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του νέου κράτους και αφού λογόκρινε την ιστορία, τα βόλεψε για να κυβερνά.
*Ο Πέτρος Παπαγεωργίου είναι συγγραφέας του βιβλίου Φυσιοκράτης ή δεισιδαίμων.
Κατά την Ελληνιστική εποχή στην ανατολική Μεσόγειο και Εγγύς Ανατολή η πνευματική καλλιέργεια ήταν συνδεδεμένη με το ελληνικό πνεύμα και με την διεθνή ελληνική γλώσσα. Και οι καλλιεργημένοι άνθρωποι αποκαλούνταν «Έλληνες», άσχετα προς
την εθνική καταγωγή τους. Το «Έλληνες» ήταν επίθετο, αναγνώριση πνευματικής υπεροχής, αρχαιοελληνικής προέλευσης. Μόνη αντίθετη ήταν η ιουδαϊκή θρησκευτική κουλτούρα που έβλεπε στο ελεύθερο ελληνικό πνεύμα ως ένα απειλητικό καταλύτη της. Ο ιουδαιοχριστιανισμός λοιπόν από τις απαρχές της εξάπλωσής του στους Εθνικούς (τους διαφόρων εθνικοτήτων πολυθεϊστές κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), ως θρησκεία – λαϊκό κίνημα των «πτωχών τω πνεύματι», είχε αντίπαλο δέος τους υπερόπτες και κριτικούς «Έλληνες».
Ο απόστολος Παύλος (εβραϊκά: Σαούλ ή Σαύλος), παρά τις επίμονες προσπάθειές του, ελάχιστα αποκόμισε στα μορφωμένα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου, όπου ο ιουδαϊκός ηθικός συντηρητισμός του και η εμπάθειά του αντιμετωπίζονταν απαξιωτικά. Ήταν που ήταν, ως πεπαιδευμένος φαρισαίος και σκληρός ιουδαϊστής εχθρός των ελληνικών πνευματικών επιρροών στην εβραϊκή κοινωνία, αλλά και με τις αρνητικές εμπειρίες του με τους «Έλληνες» απόγινε ορκισμένος εχθρός τους. Κατά τους πρώτους αιώνες της σιγανής οργάνωσης κι εξάπλωσης του χριστιανισμού, οι χειραγωγημένοι από τους επίσκοπους οπαδοί του αποφεύγουν «μετά φόβου» κάθε συναναστροφή, αλλά και κάθε ιδεολογική τριβή, με τα εκλεπτυσμένα πνευματικά ρεύματα που διέτρεχαν τον ρωμαϊκό κόσμο ως συνέχειες της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας. Προτιμούσαν το υποβόσκον μουλωχτό γίγνεσθαι από την όποια αντιπαράθεση.
Τον τέταρτο αιώνα, όμως, ο Κωνσταντίνος Α' είδε αποφασιστικά αυτό που κάποιοι προγενέστεροί του αυτοκράτορες απλώς διέβλεπαν. Ότι το χριστιανικό κοινωνικό κίνημα-θρησκεία μπορούσε να επιλύσει το πρόβλημα της έλλειψης εθνικής συνείδησης και συνοχής που ενδημούσε στην πολυεθνική αυτοκρατορία. Να κάνει τη θρησκευτική πίστη και συνοχή ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ. Και να την χρησιμοποιήσει διοικητικά για υποταγή και ηρεμία, αλλά και στρατιωτικά για ένα συσπειρωμένο «εμείς οι χριστιανοί» ενάντια στους «άπιστους». Η ανεξιθρησκία που κήρυξε και οι μεγάλες εύνοιες προς το χριστιανικό δίκτυο προώθησαν την περαιτέρω εξάπλωση κι ενδυνάμωσή του. Στη συνέχεια ο Θεοδόσιος, επιβάλλοντας αυστηρά τον χριστιανισμό σαν τη μόνη θρησκεία του κράτους επικύρωσε την ίδρυση ενός έθνους με «πατριωτική» εθνική συνείδηση την ιδεοληψία του χριστιανισμού. Το Έθνος των Χριστιανών. Κι ας λέγονταν Νέα Ρώμη, σε αντίθεση με την βαθμιαία παραπαίουσα παλαιά.
Έπρεπε λοιπόν οι ετεροεθνείς Ρωμαίοι υπήκοοι να είναι όλοι Χριστιανοί ή να γίνουν με τη βία ή να εξανδραποδιστούν. Μαζί με τα έργα του πολιτισμού, της τέχνης και της σοφίας των «ελλήνων». Σχολές, αγάλματα, ιερά, βιβλιοθήκες καταστράφηκαν ξανά και ξανά από φανατικούς οπαδούς επισκόπων, αλλά και σαν εφαρμογή κρατικών νόμων και διαταγμάτων. Για να μπορεί να στηθεί και να σταθεί, χωρίς λογική κριτική κι αμφισβήτηση, ο νέος παγανισμός της γκρίζας μεταφυσικής ιδεοληψίας, της ακατάσχετης χριστολογίας και των βυζαντινισμών περί τις υποστάσεις των μελών της τριαδικής αρλούμπας και της συνεπαρμένης παγίδευσης και υποταγής του κοσμάκη σε αυτά. Έτσι έπρεπε να ξεριζωθεί κάθε ελεύθερο και κριτικό πνεύμα, ήτοι κάθε «ελληνικό». Και βέβαια οι «Έλληνες». Και έγινε η μεγαλύτερη καταστροφή πνεύματος και πνευματικών κατακτήσεων των αιώνων, ο μέγας και αληθινός διωγμός, η Μεγάλη Οπισθοδρόμηση, η είσοδος σε χίλια χρόνια Μεσαίωνα. Με μισαλλόδοξους κομισάριους καθοδηγητές τους αποκαλούμενους «Άγιους Πατέρες».
Και οι Έλληνες; Οι εθνικά Έλληνες; οι αυτόχθονες κάτοικοι της ελληνικής χερσονήσου; Αυτούς τους πήρε άδικα η μπόρα και η καταχνιά. Ο γενικός διωγμός του επιθετικού προσδιορισμού «Έλληνες» – ως αρχαιολάτρες, δωδεκαθεϊστές, αντίσταση στη χριστιανική μαυρίλα – έδιωχνε και το ουσιαστικό, την εθνική τους καταγωγή και ύπαρξη. Όσοι δεν εξοντώθηκαν, ότι κι αν ήταν, κι αμόρφωτοι χωρικοί και τσοπάνηδες κι άσχετοι με όλα αυτά, έπρεπε για να γλυτώσουν, να ξεχάσουν το εθνικό τους και πατρογονικό τους όνομα και να λέγονται πρώτα-πρώτα Χριστιανοί και μετά ότι ήθελαν, Ρωμιοί, Γραικοί ή άλλα τοπικά. Έτσι πέθαναν οι Έλληνες και η Ελλάδα! Στο πιο παραπεταγμένο κομμάτι της ανατολικής αυτοκρατορίας: στα «κατωτινά μέρη» για τους Βυζαντινούς. Η λέξη Έλληνας, που μόνο προσβλητικά λεγότανε πια, για να χαρακτηρίσει αποκλειστικά τον ειδωλολάτρη, με την κατάργηση της αρχαίας θρησκείας, βαθμιαία εξέλειπε από το βυζαντινό λεξιλόγιο (κι ας ήταν ελληνόφωνο) και έσβησε από τη μνήμη του Βυζαντίου για αιώνες και αιώνες και στη συνέχεια για τους αιώνες της ορθόδοξης χριστιανικής βόλεψης υπό την σκέπη του οθωμανικού Ισλάμ. Η εκκλησία έσβησε την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Κι όταν μιλάει για προστασία του γένους εννοεί την «προστασία…» των ορθόδοξων ποιμνίων υπηκόων της.
Μέχρι που κάποιοι μουρλοί δυτικοί του 18ου και 19ου αιώνα, μελετητές της σοφίας του αρχαιοελληνικού κόσμου, συνεπάρθηκαν τόσο απ’ αυτά που διάβαζαν, τα σωσμένα από τη φωτιά του χριστιανικού μεσαίωνα, χάρις σε κάποιους Άραβες μουσουλμάνους, και τους μπήκε η θεότρελη ιδέα να στήσουν ένα νέο κράτος στον ίδιο τόπο και με το όνομα εκείνου που μόνο σε κάποια βιβλία υπήρχε πια. Αλλά και σε μια γλώσσα που έρρεε γάργαρη, αδιάφθορη κι αδιάφορη για τους χρόνους και τα υποκείμενα. Κι από δω κι από κει τα κατάφεραν, μαζί με κάποιους ντόπιους αγνώστων λοιπών στοιχείων, που τους είπαν πως είναι εκείνοι οι ίδιοι οι Έλληνες κι αυτοί το πίστεψαν. Και το έβαλαν και στα σχολεία. Και η καημένη η εκκλησία τι να κάνει; Υποχρεώθηκε να κολλήσει και προτάξει τη λέξη που βδελύσσονταν επί 1500 χρόνια, να γίνει ελληνοχριστιανική, ελληνορθόδοξη. Η ίδια η εκκλησία έγινε αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του νέου κράτους και αφού λογόκρινε την ιστορία, τα βόλεψε για να κυβερνά.
*Ο Πέτρος Παπαγεωργίου είναι συγγραφέας του βιβλίου Φυσιοκράτης ή δεισιδαίμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html