Η άνοδος του Διονυσίου
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η κατάσταση για τους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας ήταν εξαιρετικά δυσμενής: Οι Καρχηδόνιοι φαίνονταν να έχουν επιτύχει όλους τους σκοπούς τους, καταστρέφοντας τη μια ελληνική πόλη μετά την άλλη, ενώ στις Συρακούσες, την ισχυρότερη ελληνική πόλη, δεν φαινόταν να
υπάρχει ικανή ηγεσία- μάλιστα οι στρατηγοί είχαν πέσει σε δυσμένεια, εξαιτίας της αποτυχίας στον Ακράγαντα.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκε ένας μέχρι τότε σχετικά άγνωστος υποστηρικτής του Ερμοκράτη, ο οποίος είχε καταφέρει να αποστασιοποιηθεί από την τελευταία, πραξικοπηματική ενέργεια του αρχηγού του – και μάλιστα είχε διακριθεί ως πολεμιστής στον Ακράγαντα.
Επρόκειτο για τον Διονύσιο- ο οποίος κατηγόρησε στην Εκκλησία του Δήμου τους στρατηγούς ως προδότες, αλλά και τους επιφανέστερους πολίτες της πόλης ως εχθρούς της δημοκρατίας, που ήθελαν να επιβάλουν ολιγαρχικό καθεστώς. Ο πύρινος λόγος του προκάλεσε την αντίδραση των αρχόντων, που του επέβαλαν πρόστιμο επί τόπου- το οποίο όμως προσφέρθηκε να πληρώσει (όπως και όλα τα άλλα που μπορεί να ακολουθούσαν) ο πλούσιος φίλος του, Φίλιστος.
Ο Διονύσιος συνέχισε τον λόγο του, συγκλονίζοντας τον δήμο και κερδίζοντας την υποστήριξή του, ώστε να καθαιρεθούν με συνοπτικές διαδικασίες οι στρατηγοί και να εκλεγούν άλλοι, μεταξύ των οποίων ο ίδιος. Το πρώτο που έκανε ήταν να φέρει πίσω τους εξόριστους, ώστε να ενισχύσει τον στρατό (και παράλληλα τις τάξεις των υποστηρικτών του). Στη συνέχεια άρχισε να κατηγορεί τους άλλους στρατηγούς ότι επιδίδονταν σε μυστικές συνεννοήσεις με τους Καρχηδονίους- κερδίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο τη στήριξη των πολιτών.
Την εξουσία του ενίσχυσε ακόμα περισσότερο η έκκληση της Γέλας για βοήθεια, καθώς φοβόταν επίθεση των Καρχηδονίων: Ο Διονύσιος έσπευσε προς βοήθεια της πόλης, κερδίζοντας την εύνοια της εκεί δημοκρατικής παράταξης και μετά επέστρεψε στις Συρακούσες, όπου ανακοίνωσε πως εγκατέλειπε τη στρατηγία επειδή, όπως ισχυρίστηκε, ενώ ο ίδιος αγωνιζόταν για να προστατέψει την πόλη από τον εξωτερικό εχθρό, οι άρχοντές της έκαναν κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Έτσι, έπεισε την Εκκλησία του Δήμου να του δώσει το αξίωμα του στρατηγού-αυτοκράτορα: Ο Διονύσιος είχε πλέον αναλάβει την ανώτατη εξουσία.
Το πρώτο που έκανε ήταν να διπλασιάσει τους μισθούς των στρατιωτών, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε ισχυρή σωματοφυλακή- τον προσωπικό του στρατό- και διέταξε επιστράτευση. Ακολούθως κέρδισε με τέχνασμα τη στήριξη της πόλης των Λεοντίνων (σκηνοθετώντας επίθεση εναντίον του, ενώ ο ίδιος εκστράτευε στην περιοχή) και άρχισε να βγάζει από τη μέση τους αντιπάλους του, εξορίζοντας ή εκτελώντας τους.
Ο μέχρι πρότινος σχετικά άγνωστος στρατιώτης είχε γίνει «κύριος του παιχνιδιού». Αλλά ο εξωτερικός κίνδυνος υπήρχε ακόμα, και πλησίαζε ξανά.
Η τρίτη καρχηδονιακή εισβολή
Η νέα επίθεση των Καρχηδονίων ήρθε το 405 πΧ, με τον Ιμίλκωνα να πολιορκεί τη Γέλα, η οποία αντιστεκόταν επιτυχώς. Ο Διονύσιος έσπευσε προς βοήθεια με πολυάριθμο στράτευμα (ο στρατός των Συρακουσίων, μαζί με συμμάχους και μισθοφόρους): Για να καταστρέψει την εχθρική δύναμη κατέστρωσε ένα πολύπλοκο σχέδιο, που περιελάμβανε ταυτόχρονα πλήγματα από πέντε διαφορετικά σημεία, που περιελάμβαναν επίθεση στη θάλασσα και πέρασμα του ίδιου μέσα από την ίδια την πολιορκημένη Γέλα.
Ωστόσο, υπήρξε κακός συντονισμός σε ένα ούτως ή άλλως περίπλοκο σχέδιο, με αποτέλεσμα η επίθεση να αποτύχει, με βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Στο πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε κρίθηκε πως η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη, οπότε και αποφασίστηκε η πλήρης εκκένωση της πόλης- η οποία πραγματοποιήθηκε επιτυχώς, αφήνοντας την πόλη κενή στους Καρχηδονίους.
Στη συνέχεια ο Διονύσιος κατευθύνθηκε προς την Καμάρινα, την οποία εκκένωσε επίσης, παίρνοντας τους κατοίκους με όλα τα πολύτιμα αντικείμενά τους στις Συρακούσες. Οι ενέργειες αυτές ωστόσο δυσαρεστούσαν τον στρατό, ο οποίος περίμενε από τον νέο ηγέτη του μεγάλες νίκες, και αντ’αυτού έβλεπε ξανά αποτυχίες.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στις Συρακούσες να γίνει στάση εναντίον του, στο πλαίσιο της οποίας οι αντίπαλοί του εισέβαλαν στο σπίτι του, έκλεψαν την περιουσία του και ατίμασαν τη γυναίκα του (κόρη του Ερμοκράτη, που είχε παντρευτεί πρόσφατα), η οποία αυτοκτόνησε. Ο Διονύσιος επέστρεψε ταχύτατα στην πόλη και αιφνιδίασε τους αντιπάλους του, εξοντώνοντάς τους.
Παράλληλα, στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων είχε πέσει επιδημία, με αποτέλεσμα ο Ιμίλκων να ζητήσει ειρήνη, ορίζοντας τις περιοχές μέχρι τις οποίες έφτανε η καρχηδονιακή κυριαρχία. Βάσει των όρων, ο Σελινούντας, ο Ακράγαντας, η Ιμέρα, η Γέλα και η Καμάρινα έμεναν χωρίς τείχη και γίνονταν υποτελείς στους Καρχηδονίους, οι οποίοι έπαιρναν και τις περιοχές των Ελύμων και των Σικανών. Στο πλαίσιο της συνθήκης ανταλλάχθηκαν επίσης αιχμάλωτοι.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν σίγουρα αρνητικό για τις Συρακούσες- ωστόσο ο Διονύσιος είχε καταφέρει να εδραιώσει την τυραννία του στην πόλη και να κερδίσει χρόνο.
Τύραννος των Συρακουσών
Ο Διονύσιος πλέον ήταν απόλυτος ηγεμόνας- και προχώρησε σε συστηματικά οχυρωματικά έργα, καθώς και σειρά μεταρρυθμίσεων σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, δημεύοντας και αναδιανέμοντας γαίες, απελευθερώνοντας δούλους και κάνοντάς τους πολίτες κ.α.
ΤΟ ΥΠΕΡΙΨΩΜΕΝΟ ΕΔΑΦΟΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΠΟΛΕΣ -ΣΥΡΑΚΟΥΣΑΙ ἐξήρτηται γὰρ τὸ ἄλλο χωρίον, καὶ μέχρι τῆς πόλεως ἐπικλινές τ' ἐστὶ καὶ ἐπιφανὲς πᾶν ἔσω: καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου εἶναι Ἐπιπολαί. (Θουκυδίδης, Ιστορία Ϛ, 96, 2|) ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Το 404 π.Χ εξεστράτευσε εναντίον των γηγενών Σικελών, που είχαν συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους- ωστόσο ενώ έλειπε έγινε στάση στις Συρακούσες, με σκοπό την κατάλυση της τυραννίδας.
Ο Διονύσιος επέστρεψε άμεσα, αλλά αυτή τη φορά οι αντίπαλοί του ήταν καλύτερα οργανωμένοι και προετοιμασμένοι, έχοντας συγκεντρώσει στρατό στις Επιπολές και εκλέξει στρατηγούς- ενώ ζητούσαν βοήθεια και από άλλες πόλεις.
Ο τύραννος βρέθηκε πολιορκημένος στην έδρα της ισχύος του, Ορτυγία, και σε δεινή θέση- ωστόσο, ακολουθώντας τις συμβουλές του φίλου του, Φίλιστου, ζήτησε τη βοήθεια των Καμπανών μισθοφόρων που είχαν αφήσει πίσω τους οι Καρχηδόνιοι ως φρουρές, ενώ παράλληλα άρχιζε διαπραγματεύσεις με τους στασιαστές, που συμφώνησαν να του επιτρέψουν να αποχωρήσει, σίγουροι για την πτώση του.
Ωστόσο η επίθεση των Καμπανών μισθοφόρων έσπασε την πολιορκία, και ο Διονύσιος επιτέθηκε κατά των στασιαστών, νικώντας τους. Αυτή τη φορά ωστόσο επέλεξε να φανεί μεγαλόψυχος, υποσχόμενος αμνηστία σε όσους επέστρεφαν- και αρκετοί το έκαναν (αν και επίσης αρκετοί κατέφυγαν στην Αίτνα).
Τη θέση του Διονυσίου ενίσχυσε ακόμα περισσότερο η άφιξη Σπαρτιάτη απεσταλμένου (σημειώνεται πως πρόσφατα είχε λάβει τέλος ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, με επικράτηση των Σπαρτιατών), ο οποίος τον βοήθησε να εκθέσει ακόμα ευκολότερα όποιους αντιπάλους είχαν απομείνει, προσποιούμενος τον σύμμαχό τους. Εν τέλει, με τέχνασμα ο τύραννος πήρε από τους Συρακούσιους τα όπλα τους, τα οποία θα τους παραδίδονταν μόνο σε καιρό πολέμου.
Έχοντας σταθεροποιήσει την τυραννίδα, επέκτεινε την κυριαρχία του και στις άλλες ελληνικές πόλεις της Σικελίας με σειρά εκστρατειών εναντίον τους, υποτάσσοντας πόλεις όπως η Κατάνη, η Νάξος και οι Λεοντίνοι- επιδιδόμενος πολλές φορές σε σκληρότατες ενέργειες, όπως η καταστροφή και ο εξανδραποδισμός της πόλης της Νάξου (της αρχαιότερης ελληνικής αποικίας της Σικελίας) ο εξαναγκασμός των κατοίκων των Λεοντίνων να εγκατασταθούν στις Συρακούσες κ.α.
Η ελληνική αντεπίθεση
Έχοντας «θωρακίσει» την εξουσία του, πέρασε το διάστημα από το 403 πΧ και μετά ετοιμαζόμενος για την αντεπίθεση στους Καρχηδονίους, οχυρώνοντας τις Συρακούσες όπως ποτέ άλλοτε (με ειδικότερη έμφαση στην Ορτυγία), κατασκευάζοντας σειρά ναυπηγείων/ ναυστάθμων και ναυπηγώντας έναν τεράστιο στόλο. Παράλληλα, ανέπτυξε σειρά πολεμικών και πολιορκητικών μηχανών και δημιούργησε πολυάριθμο στρατό, από Έλληνες και ξένους μισθοφόρους.
Επίσης, έκλεισε ειρήνη με τις ελληνικές πόλεις που δεν είχε υποτάξει, συμμαχώντας μάλιστα με τη Μεσσήνη. Στο εσωτερικό μέτωπο, καλλιέργησε ατμόσφαιρα ευφορίας στις Συρακούσες, με γιορτές και συγκεντρώσεις, ενώ σταμάτησε να σκοτώνει και να εξορίζει πολίτες, προσπαθώντας να αφήσει πίσω το καθεστώς τρομοκρατίας. Στο μεταξύ, είχε δημιουργήσει εκτενές δίκτυο κατασκοπείας, χάρη στο οποίο έμαθε γρήγορα για τον λοιμό που είχε ξεσπάσει στην Καρχηδόνα.
Ήταν η στιγμή που περίμενε: Κάλεσε την Εκκλησία του Δήμου και ζήτησε την άδειά της για να χτυπήσει τους Καρχηδόνιους, τονίζοντας πως ήταν προτιμότερο να προβούν σε ένα προληπτικό πλήγμα παρά να περιμένουν την επόμενη επίθεση.
Οι Συρακούσιοι πείστηκαν- και σε όλες τις ελληνικές πόλεις της Σικελίας (ακόμα και στις υποτελείς στους Καρχηδόνιους) υπήρξε έξαρση μίσους κατά των αλλοεθνών, με δημεύσεις περιουσιών, πλήθη να σκοτώνουν Καρχηδόνιους εμπόρους και μετοίκους κ.ο.κ. Ακολούθησε τελεσίγραφο του Διονυσίου προς την Καρχηδόνα, με το οποίο απαιτούσε την απελευθέρωση όλων των ελληνικών πόλεων της Σικελίας.
Οι Καρχηδόνιοι αρνήθηκαν- και ο πόλεμος ήταν γεγονός, μόνο που αυτή τη φορά την πρωτοβουλία είχαν οι Έλληνες. Το 398 πΧ ο Διονύσιος χτύπησε τη Μοτύη- τη μεγάλη καρχηδονιακή βάση στη Σικελία- λαμβάνοντας κατά την εκστρατεία αυτήν (στην οποία είχε δώσει εθνικό χαρακτήρα, καθώς επιχειρούσε κάτι που κανένας άλλος Έλληνας ηγεμόνας της Σικελίας δεν είχε κάνει ξανά,δηλαδή να διώξει τους Καρχηδόνιους από τη Σικελία) τη στήριξη και άλλων ελληνικών πόλεων που μέχρι τότε ήταν αντίπαλοί του.
Οι Καρχηδόνιοι, υπό τον Ιμίλκωνα, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την εκστρατεία του Διονυσίου, στέλνοντας δύναμη εναντίον των ίδιων των Συρακουσών, για να χτυπήσει τα πλοία που βρίσκονταν εκεί, ωστόσο, αν και η επιχείρηση πέτυχε εν μέρει, δεν έφερε αποτελέσματα, καθώς ο Διονύσιος συνέχισε την εκστρατεία του, γνωρίζοντας πως αν η Μοτύη έπεφτε, τότε θα κατέρρεε όλη η καρχηδονιακή επικράτεια.
Η μεγάλη αναμέτρηση δόθηκε στην ίδια τη Μοτύη, όπου ο Ιμίλκων με τον καρχηδονιακό στόλο προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον Διονύσιο, κλείνοντας τον στόλο των Συρακουσών στον κόλπο- αλλά ο Διονύσιος πέρασε πλοία του πάνω από την ξηρά μέσω ξύλινων διαδρόμων και τα έβγαλε από άλλη πλευρά, καλύπτοντάς τα με πυκνά πυρά από τις πολεμικές μηχανές του.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν οι Καρχηδόνιοι να έρθουν αντιμέτωποι με το σύνολο του ελληνικού στόλου στην ανοιχτή θάλασσα- και το αποτέλεσμα ήταν η ήττα και φυγή τους, σφραγίζοντας έτσι την τύχη της Μοτύης.
Η πόλη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων της Σικελίας, οι οποίοι πήραν εκδίκηση για τις καταστροφές των μεγάλων ελληνικών πόλεων από τους Καρχηδόνιους τα επόμενα χρόνια, προβαίνοντας σε σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμό. Ο Διονύσιος στη συνέχεια επέστρεψε στις Συρακούσες το τέλος του καλοκαιριού, ενώ παράλληλα άφηνε τον αδελφό του, ναύαρχο Λεπτίνη, να πολιορκεί την Έγεστα και την Έντελλα.
Συνεχίζεται,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html