Η πολιορκία των Συρακουσών και η συντριβή των Καρχηδονίων
Ο πόλεμος συνεχίστηκε και το 397 π.α.χ.χ, με τους Καρχηδόνιους υπό τον Ιμίλκωνα να προβαίνουν σε μεγάλη αντεπίθεση (εκτιμάται πως ο στρατός τους ανερχόταν στους 130.000 άνδρες) , ανακαταλαμβάνοντας τη Μοτύη και κατασκευάζοντας μεγάλη βάση στο Λιλύβαιο. Μετά στράφηκαν προς τη Μεσσήνη, καταλαμβάνοντάς την- και πολλές σικελικές πόλεις αποστάτησαν από τη συμμαχία με τον Διονύσιο.
Ο τύραννος των Συρακουσών παρόλα αυτά δεν πτοήθηκε και επιτέθηκε- ωστόσο ο στόλος του ηττήθηκε στη θάλασσα, χάνοντας 100 πλοία στα ανοιχτά της Κατάνης. Ο στρατός υποχώρησε στις Συρακούσες, από όπου ο Διονύσιος ζήτησε βοήθεια από τις πόλεις της Ελλάδας, ενώ έστειλε ανθρώπους του να στρατολογήσουν μισθοφόρους στην Πελοπόννησο.
Στο μεταξύ, οι Καρχηδόνιοι βρίσκονταν προ των πυλών των ίδιων των Συρακουσών, φέρνοντας τον στρατό και τον στόλο τους κοντά στην πόλη και επιδιδόμενοι σε καταστροφές στα περίχωρα και «πόλεμο νεύρων»- ενώ παράλληλα έχτιζαν φρούρια για να σφίξουν τον κλοιό. Ωστόσο, από την Ελλάδα κατέφθασαν ενισχύσεις: 30 πλοία υπό τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Φαρακίδα, που έσπασαν τον ναυτικό αποκλεισμό. Ακολούθησε ναυμαχία, όπου οι Συρακούσιοι νίκησαν τους Καρχηδόνιους ενώ ο Διονύσιος έλειπε- κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν ζυμώσεις για ανατροπή της τυραννίας, με τους επίδοξους στασιαστές να στρέφονται στον Φαρακίδα. Ωστόσο, ο Φαρακίδας είχε φιλικές σχέσεις με τον Διονύσιο, και αρνήθηκε να βοηθήσει σε τέτοιο σχέδιο, λέγοντας πως σκοπός του ήταν να βοηθήσει εναντίον των Καρχηδονίων.
Παράλληλα, στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων εκδηλώθηκε επιδημία, και ο Διονύσιος χρησιμοποίησε την ευκαιρία αυτή για να αντεπιτεθεί- και το τελικό αποτέλεσμα ήταν η συντριπτική ήττα του καρχηδονιακού στρατού και στόλου. Έχοντας ηττηθεί σε ξηρά και θάλασσα, οι Καρχηδόνιοι ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Διονύσιο προκειμένου να τους επιτραπεί να αποχωρήσουν από τη Σικελία: Ο τύραννος των Συρακουσών δεν άφησε να πάει χαμένη η ευκαιρία να δώσει τέλος στη σύγκρουση με «εύκολο» τρόπο, οπότε δέχτηκε την αποχώρηση 40 πλοίων με Καρχηδόνιους στρατιώτες, με τον Ιμίλκωνα να καταβάλλει ως λύτρα τα χρήματα που είχαν απομείνει στο στρατόπεδό του. Ωστόσο, τα αποχωρούντα καρχηδονιακά πλοία έγιναν αντιληπτά από τους Κορίνθιους συμμάχους των Συρακουσών, οι οποίοι δεν ήξεραν για τη μυστική συμφωνία και έσπευσαν να τους επιτεθούν στα ανοιχτά (μια επίθεση την οποία ο ίδιος ο Διονύσιος προσπάθησε να καθυστερήσει). Ταυτόχρονα, οι σύμμαχοι των Καρχηδονίων, που είχαν αφεθεί πίσω, δέχονταν την επίθεση του Διονυσίου.
Το τελικό αποτέλεσμα της εισβολής αυτής ήταν η συντριβή των Καρχηδονίων- με μόλις 8.000 άνδρες να γυρνούν στην Καρχηδόνα. Στη συνέχεια, ο Διονύσιος επέτρεψε σε Σικελιώτες Έλληνες που είχαν εκτοπιστεί από τις πόλεις τους να επιστρέψουν σε αυτές και στράφηκε κατά των γηγενών Σικελών, σημειώνοντας επιτυχία αρχικά- αν και η ήττα του στο Ταυρομένιο έδωσε στον Ακράγαντα την ευκαιρία να αποστατήσει.
Οι Καρχηδόνιοι δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη: Το 393 πΧ ο στρατηγός Μάγων επιχείρησε επιστροφή στη Σικελία, προσπαθώντας να προσεταιριστεί τις ελληνικές πόλεις που ήταν υποτελείς στον Διονύσιο, καθώς και τους Σικελούς, ενώ εκστράτευε κατά της Μεσσήνης. Ωστόσο, ηττήθηκε σε μάχη από τον Διονύσιο- ζητώντας ενισχύσεις, που ήρθαν υπό τη μορφή μισθοφόρων από τη Λιβύη, τη Σαρδηνία και την Ιταλία. Μετά από μια σειρά πολιτικών και στρατιωτικών ελιγμών και από τις δύο πλευρές, οι Καρχηδόνιοι συνθηκολόγησαν, εγκαταλείποντας κάθε δικαίωμα επί των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, και θέτοντας τους γηγενείς Σικελούς υπό την κυριαρχία του Διονυσίου. Το 392 πΧ ο Διονύσιος ήταν πλέον «της Σικελίας τύραννος», σύμφωνα με τον Ισοκράτη.
Έχοντας νικήσει τους Καρχηδονίους, ο Διονύσιος επιδίωξε να προσαρτήσει στην αυτοκρατορία του όλες τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, σε Σικελία και Κάτω Ιταλία- ένα πρωτοφανές εγχείρημα, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποίησε σειρά εκστρατειών, επεκτείνοντας την επικράτειά του στις ακτές της Αδριατικής. Έχοντας επεκταθεί και προς βορρά, ήρθε σε επαφή και με τους Γαλάτες, με τους οποίους σύναψε συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας.
Ακολούθησαν άλλοι δύο πόλεμοι με τους Καρχηδονίους: το 383 πΧ οι Καρχηδόνιοι υπό τον Μάγωνα προσπάθησαν να χτυπήσουν τους Συρακούσιους σε Κάτω Ιταλία και Σικελία ταυτόχρονα. Ο πόλεμος κρίθηκε σε δύο μάχες: Στην πρώτη (Καβάλα- άγνωστη σήμερα τοποθεσία) οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν πανωλεθρία από τους Συρακούσιους, με 10.000νεκρούς (μεταξύ των οποίων και ο Μάγων) και 5.000 αιχμαλώτους. Στη δεύτερη, στο Κρόνιο, ο γιος και διάδοχος του Μάγωνος νίκησε τις δυνάμεις των Συρακουσίων: Το ελληνικό στράτευμα σημείωσε αρχικά επιτυχία, ωστόσο ο θάνατος του Λεπτίνη, που ήταν διοικητής της μιας πτέρυγας, προκάλεσε την κατάρρευσή της, συμπαρασύροντας και την άλλη, που είχε επικεφαλής τον Διονύσιο. Ο στρατός των Συρακουσίων υπέστη βαριές απώλειες (αναφορές κάνουν λόγο για 14.000 άνδρες), και οι Καρχηδόνιοι στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς την Πάνορμο- αλλά η προηγούμενη ήττα τους φαίνεται πως δεν τους είχε αφήσει πολλές δυνατότητες.
Το 378 πΧ υπογράφτηκε ειρήνη, με τον Διονύσιο να πληρώνει μεγάλη πολεμική αποζημίωση και να δέχεται σύνορα στους ποταμούς Άλυκο και Ιμέρα, αφήνοντας στους Καρχηδόνιους τον Σελινούντα, τις Θέρμες, και μέρος του Ακράγαντα. Ωστόσο, η αυτοκρατορία του παρέμενε ισχυρή, και το 368 πΧ επιτέθηκε ξανά στους Καρχηδόνιους, για να ανακαταλάβει τις περιοχές που είχε χάσει, απελευθερώνοντας τον Σελινούντα, την Έντελλα και τον Έρυκα και πολιορκώντας το Λιλύβαιο. Το 367 πΧ συνήφθη ανακωχή κατά τον χειμώνα.
Ωστόσο, τον πόλεμο θα προλάβαινε μια άλλη εξέλιξη: Ο θάνατος του Διονυσίου το ίδιο έτος, σε ηλικία 62 ή 64 ετών. Θα τον διαδεχόταν ο γιος του, Διονύσιος ο Νεότερος- και οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων της Σικελίας και των Καρχηδονίων θα συνεχίζονταν για πολλά χρόνια ακόμα, με την πλάστιγγα να γέρνει πότε μία και πότε από την άλλη πλευρά και πρωταγωνιστές πλέον προσωπικότητες όπως ο Τιμολέων, που συνέτριψε τους Καρχηδόνιους στη μάχη του Κρίμησου το 341 πΧ, και τον Αγαθοκλή, που το 310 πΧ εκστράτευσε στην Αφρική, εναντίον της ίδιας της Καρχηδόνας- καθώς και τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου που επιδίωκε να κάνει στη Δύση αυτά που έκανε ο Μ. Αλέξανδρος στην Ανατολή, ερχόμενος σε σύγκρουση με την Καρχηδόνα και τη Ρώμη.
Ποιος ήταν τελικά ο Διονύσιος, και ποια η κληρονομιά του; Για πολλούς συγγραφείς της περιόδου και μεταγενέστερους, αποτέλεσε κυριολεκτικά το αρχέτυπο του τυράννου, από κάθε άποψη: Όπως φαίνεται από τα έργα του και μόνο, ήταν ένας ηγεμόνας διψασμένος για εξουσία, ο οποίος ήταν προφανώς αδίστακτος όσον αφορά στα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε- αλλά και συνάμα ικανότατος και, θα λέγαμε, «πολύ σκληρός για να πεθάνει», καθώς οι στρατιωτικές ήττες, οι αποστασίες και οι στάσεις εναντίον του ήταν πάρα πολλές- όμως παρόλα αυτά κατάφερε να εδραιώσει την τυραννίδα του και να καταστήσει τις Συρακούσες αληθινή υπερδύναμη, αντιμετωπίζοντας παράλληλα έναν πάρα πολύ ισχυρό εξωτερικό εχθρό. Στην ουσία, δημιούργησε την πρώτη ελληνική αυτοκρατορία- από την άποψη μιας μεγάλης, ισχυρής μοναρχίας, με συγκεντρωμένη εξουσία.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα επαρκούσαν εάν δεν ασκούσε επιδέξια νομισματική πολιτική (πχ κυκλοφορία νομισμάτων από κασσίτερο αντί αργύρου, χειρισμό κατά το δοκούν της ονομαστικής αξίας των νομισμάτων κ.α.) και τη μονοπωλιακή συγκέντρωση του εμπορίου κάποιων πρώτων υλών, όπως πχ ο σίδηρος. Τα έσοδα από τον πόλεμο (λύτρα, πολεμικές αποζημιώσεις, έσοδα από πώληση αιχμαλώτων ως δούλων), και ο φόροι των υποτελών και των συμμάχων αποτελούσαν επίσης σημαντικό κομμάτι των τακτικών εσόδων- ενώ δεν ήταν υπεράνω της σύλησης ναών και των επιδρομών απλά και μόνο για λάφυρα.
Επίσης, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μεγάλο μέρος των εσόδων προέρχονταν και από δημεύσεις περιουσιών αντιπάλων του. Όσον αφορά στις δαπάνες, πέρα από το κόστος των πολέμων, διατηρούσε πολυτελή αυλή και διοργάνωνε συχνά εκδηλώσεις στη φιλοσοφία «άρτος και θεάματα»- αλλά παράλληλα κατά την περίοδο της ηγεμονίας του οι Συρακούσες οχυρώθηκαν όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, ενώ κατασκευάστηκαν υποδομές άνευ προηγουμένου, από δρόμους μέχρι κέντρα εμπορικών συναλλαγών, ναυπηγεία, ναούς κλπ- μεγαλεπήβολα εγχειρήματα που ενίσχυσαν την οικονομική ζωή της πόλης.
Επίσης, συγκέντρωσε τεράστιο αριθμό τεχνιτών κάθε είδους από τη Σικελία, την Κάτω Ιταλία, την Ελλάδα, ακόμη και την επικράτεια των Καρχηδονίων (παρέχοντας μεγάλους μισθούς, έπαθλα κ.α.) , μετατρέποντας τις Συρακούσες σε μια πραγματική μητρόπολη της Μεσογείου, τεράστιας οικονομικής ισχύος.
Πέραν του στρατού, δημιούργησε τεράστιο στόλο (χάρη στα ναυπηγεία και τους ναυστάθμους που δημιούργησε για αυτόν ακριβώς τον σκοπό) με προηγμένα για την εποχή, βαριά, κατάφρακτα πολεμικά πλοία, και, όπως προαναφέρθηκε, κατασκεύασε επιβλητική οχύρωση στις Συρακούσες (την κατασκευή της οποίας επέβλεψε μάλιστα ο ίδιος) και φρούρια στις γύρω περιοχές στρατηγικής σημασίας. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας, τελειοποιώντας, μεταξύ άλλων, τους καταπέλτες, και προβαίνοντας σε συστηματική, ευρύτατη και αποτελεσματική χρήση τους.
Όταν πέθανε, άφησε στον διάδοχό του την καλύτερα οχυρωμένη (τείχη μήκους 36 χλμ) ελληνική πόλη, με στόλο 400 πολεμικών πλοίων και στρατό άνω των 100.000 πεζών και 10.000 ιππέων: Καμία άλλη ελληνική πόλη μέχρι τότε δεν είχε φτάσει ούτε κατά διάνοια τους αριθμούς αυτούς: Χρειάστηκε να φτάσει η ελληνιστική περίοδος για να ξαναδεί ο ελληνικός κόσμος τέτοια μεγέθη.
Η εικόνα που προέβαλλε ήταν αυτή του «προστάτη»/ «υπέρμαχου» του Ελληνισμού της Μεγάλης Ελλάδας απέναντι στους βαρβάρους, αλλά δεν έδειχνε κανέναν δισταγμό να αντιμετωπίζει με σκληρότητα αντίπαλες ελληνικές πόλεις- ενώ χρησιμοποιούσε κατά κόρον το φόβητρο της Καρχηδόνας ως μέσον για να προωθεί τη δική του εξουσία και να αυξάνει την ισχύ του και τη συγκέντρωση της εξουσίας (σε βαθμό που θα μπορούσε ίσως να εκτιμηθεί πως απέφυγε εσκεμμένα σε κάποιες περιπτώσεις να δώσει τελειωτικά πλήγματα στον μεγάλο εχθρό επειδή δεν ήθελε να τον συντρίψει οριστικά και να χάσει αυτό το «όπλο» για τη διατήρηση της εξουσίας του).
Ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα, διατήρησε πιστά τη γραμμή της φιλίας με τη Σπάρτη- κάτι που βόλευε πάρα πολύ τους επίσης πραγματιστές Λακεδαιμόνιους, που δεν είχαν με τη σειρά τους κανένα απολύτως πρόβλημα να υποστηρίζουν τυραννικά καθεστώτα όταν ήταν υπέρ των συμφερόντων τους. Η Αθήνα δεν του έτρεφε συμπάθεια, καθώς ήταν σταθερός φίλος της Σπάρτης, και είχε απορρίψει προσπάθειές της να τον προσεγγίσει- και πολύ συχνά ποιητές, ρήτορες και πολιτικοί της καταφέρονταν με μεγάλη σκληρότητα εναντίον του (πάντως, σε προσωπικό επίπεδο, είχε σε εκτίμηση την πόλη λόγω της σημασίας της στον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών, και ως εκ τούτου του κόστιζε ο εμπαιγμός που εισέπραττε η δική του ενασχόληση με την ποίηση και το θέατρο από τους Αθηναίους). Όσον αφορά στις σχέσεις με τη μητρόπολη των Συρακουσών, Κόρινθο, οι Κορίνθιοι αφ‘ενός δεν έβλεπαν θετικά το καθεστώς του, αφ’ετέρου τον βοηθούσαν πάντα όταν διέτρεχε κίνδυνο- και αυτός το ανταπέδιδε, όπως όταν χρειάστηκε να τους στηρίξει απέναντι στους Θηβαίους.
Ωστόσο, σε ένα ίσως παράδοξο φαινόμενο, πέρα από την κυνική, πραγματιστική και απόλυτα realpolitik αντίληψή του ως προς την πολιτική, είχε τεράστιο προσωπικό πάθος για την ποίηση και το θέατρο- συναναστρεφόμενος όποτε και όσο μπορούσε ποιητές και καλλιτέχνες, οι οποίοι προσελκύονταν στην αυλή του και συγγράφοντας ο ίδιος τραγωδίες («Άδωνις», «Αλκμήνη», «Λήδα», «Έκτορος Λύτρα»)- μία εκ των οποίων μάλιστα Ι(«Έκτορος Λύτρα») κέρδισε στα Λήναια το 367 πΧ. Ωστόσο, σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, και πρέπει να σημειωθεί πως στην Αθήνα τα έργα του γίνονταν αντικείμενο εμπαιγμού (κάτι που φαίνεται πως εξόργιζε τον ίδιο)- οπότε και είναι αδύνατον να κριθεί η ποιότητά τους, καθώς, αφ’ενός, οι επικριτές του θα μπορούσαν να τα αποδοκιμάζουν ακριβώς επειδή ήταν δικά του, ή να τα τιμούν (όπως η βράβευση στα Λήναια) για πολιτικές σκοπιμότητες.
Κατά καιρούς είχε αντιδράσει πολύ άσχημα σε κριτικές από επιφανείς καλλιτέχνες, ρήτορες και φιλοσόφους καλεσμένους του, όπως όταν έστειλε στα λατομεία τον ποιητή Πολύξενο, θανάτωσε τον ποιητή Αντιφώντα και όταν...τσακώθηκε πάρα πολύ άσχημα με τον Πλάτωνα όταν αυτός επισκέφθηκε τις Συρακούσες, και του παρουσίασε τους λόγους που αποστρεφόταν την τυραννίδα, με αποτέλεσμα ο φιλόσοφος να φυγαδευτεί με σπαρτιατική τριήρη- ο κυβερνήτης της οποίας όμως, όπως αποδείχτηκε, είχε λάβει οδηγίες από τον Διονύσιο να πουλήσει τον Πλάτωνα ως δούλο, κάτι που έκανε- και ο φιλόσοφος απελευθερώθηκε εν τέλει μόνο χάρη στη βοήθεια των φίλων του.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό για έναν άνθρωπο στη θέση του, από ένα σημείο και μετά έπασχε από αρρωστημένου επιπέδου καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον περίγυρό του: Λέγεται ότι φορούσε πάντα σιδερένιο θώρακα κάτω από τον χιτώνα του, επέβαλλε στους επισκέπτες του (ακόμα και στους γιους ή αδελφούς του) να γδύνονται και να ελέγχονται από τους φρουρούς του πριν μπουν στα διαμερίσματά του, και επέτρεπε μόνο στις κόρες του να τον ξυρίζουν.
Η καχυποψία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εξορίσει ακόμα και άτομα του στενού του περιβάλλοντος, μεταξύ των οποίων και ο πιστός του φίλος και συνεργάτης Φίλιστος και ο αδελφός του Λεπτίνης, ενώ άλλοι τράπηκαν σε φυγή μόνοι τους ή θανατώθηκαν (ή βρήκαν τον θάνατο υπό ενδεχομένως «ύποπτες» συνθήκες).
Ως προς την προσωπική του ζωή πάντως, σε άλλο ένα παράδοξο, παρά την πολυτέλεια της αυλής του, ο ίδιος ήταν εγκρατής- και τα περί έκλυτου βίου που κυκλοφορούσαν από τους πολεμίους του θεωρείται πως δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Ο πρώτος γάμος του, με κόρη του Ερμοκράτη, είχε τραγικό τέλος, καθώς η γυναίκα του έπεσε θύμα των πολιτικών του αντιπάλων. Από εκεί και πέρα, φαίνεται πως αντιμετώπιζε τον γάμο καθαρά ως πολιτικό εργαλείο, επιδιώκοντας και απορρίπτοντας σχετικές προτάσεις με ξεκάθαρα πολιτικά κριτήρια.
Σε αυτό το πλαίσιο, όταν έγινε στρατηγός αυτοκράτωρ, παντρεύτηκε δύο γυναίκες- τη Δωρίδα, κόρη ισχυρού πολίτη των Λοκρών, και την Αριστομάχη, κόρη του ισχυρού Συρακούσιου Ιππαρίνου. Από τη Δωρίδα απέκτησε δύο γιους, τον Διονύσιο των Νεότερο (και μετέπειτα διάδοχό του) και τον Ερμόκριτο, καθώς και μια κόρη, τη Δικαιοσύνη. Από την Αριστομάχη απέκτησε άλλους δυο γιους, τον Ιππαρίνο και τον Νυσαίο, και δύο κόρες, την Αρέτη και τη Σωφροσύνη.
Όσον αφορά στους γάμους των παιδιών του, όπως θα ήταν αναμενόμενο, διαχειρίστηκε το θέμα επίσης με πολιτικά κριτήρια και σκοπιμότητες, αποσκοπώντας σε συμμαχίες, ενίσχυση των σχέσεών του με άτομα ενδιαφέροντος κ.α. Άξιο αναφοράς πάντως είναι πως, αντίθετα με τον πατέρα τους, οι γιοι του έκαναν έκλυτο βίο, κάτι που εξόργιζε τον Διονύσιο. Σημειώνεται επίσης πως φαίνεται ότι δεν εμπιστευόταν και πάρα πολύ τον ίδιο τον διάδοχό του, τον Διονύσιο τον Νεότερο.
Όσον αφορά στον θάνατό του, είναι ειρωνεία πως ήρθε εν μέσω μιας από τις μεγάλες πραγματικές «προσωπικές» χαρές του: Ήταν το εορταστικό συμπόσιο που ο, άνω των 60 πλέον, ποιητής τύραννος, διοργάνωσε για τη νίκη της τραγωδίας του στα Λήναια το 367 πΧ. Ο Διονύσιος είχε χαρεί πάρα πολύ- και ως εκ τούτου, ήπιε και πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να τον πιάσει έντονη αδιαθεσία. Λίγο αργότερα, αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ποτέ δεν θα γινόταν γνωστό εάν επρόκειτο για κάποια ασθένεια/ αντίδραση του ηλικιωμένου οργανισμού του σε υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ - ή, αν επρόκειτο για δολοφονία με δηλητήριο, επιβεβαιώνοντας την καχυποψία που χαρακτήρισε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Κώστας Μαυραγάνης Δημοσιογράφος/ News Editor/www.huffingtonpost.gr
Βιβλιογραφία- Πηγές:
-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Τόμος Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός 2- Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, 1978
-Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων- Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αιώνας πΧ)- Σωτήριος Φ. Δρόκαλος, Μονογραφίες Στρατιωτική Ιστορία- Γνώμων Εκδοτική
-Οι Έλληνες της Δύσης- Valerio M. Manfredi, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη
Φωτ: VIA GETTY IMAGES
Στο μεταξύ, οι Καρχηδόνιοι βρίσκονταν προ των πυλών των ίδιων των Συρακουσών, φέρνοντας τον στρατό και τον στόλο τους κοντά στην πόλη και επιδιδόμενοι σε καταστροφές στα περίχωρα και «πόλεμο νεύρων»- ενώ παράλληλα έχτιζαν φρούρια για να σφίξουν τον κλοιό. Ωστόσο, από την Ελλάδα κατέφθασαν ενισχύσεις: 30 πλοία υπό τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Φαρακίδα, που έσπασαν τον ναυτικό αποκλεισμό. Ακολούθησε ναυμαχία, όπου οι Συρακούσιοι νίκησαν τους Καρχηδόνιους ενώ ο Διονύσιος έλειπε- κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν ζυμώσεις για ανατροπή της τυραννίας, με τους επίδοξους στασιαστές να στρέφονται στον Φαρακίδα. Ωστόσο, ο Φαρακίδας είχε φιλικές σχέσεις με τον Διονύσιο, και αρνήθηκε να βοηθήσει σε τέτοιο σχέδιο, λέγοντας πως σκοπός του ήταν να βοηθήσει εναντίον των Καρχηδονίων.
Παράλληλα, στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων εκδηλώθηκε επιδημία, και ο Διονύσιος χρησιμοποίησε την ευκαιρία αυτή για να αντεπιτεθεί- και το τελικό αποτέλεσμα ήταν η συντριπτική ήττα του καρχηδονιακού στρατού και στόλου. Έχοντας ηττηθεί σε ξηρά και θάλασσα, οι Καρχηδόνιοι ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Διονύσιο προκειμένου να τους επιτραπεί να αποχωρήσουν από τη Σικελία: Ο τύραννος των Συρακουσών δεν άφησε να πάει χαμένη η ευκαιρία να δώσει τέλος στη σύγκρουση με «εύκολο» τρόπο, οπότε δέχτηκε την αποχώρηση 40 πλοίων με Καρχηδόνιους στρατιώτες, με τον Ιμίλκωνα να καταβάλλει ως λύτρα τα χρήματα που είχαν απομείνει στο στρατόπεδό του. Ωστόσο, τα αποχωρούντα καρχηδονιακά πλοία έγιναν αντιληπτά από τους Κορίνθιους συμμάχους των Συρακουσών, οι οποίοι δεν ήξεραν για τη μυστική συμφωνία και έσπευσαν να τους επιτεθούν στα ανοιχτά (μια επίθεση την οποία ο ίδιος ο Διονύσιος προσπάθησε να καθυστερήσει). Ταυτόχρονα, οι σύμμαχοι των Καρχηδονίων, που είχαν αφεθεί πίσω, δέχονταν την επίθεση του Διονυσίου.
Το τελικό αποτέλεσμα της εισβολής αυτής ήταν η συντριβή των Καρχηδονίων- με μόλις 8.000 άνδρες να γυρνούν στην Καρχηδόνα. Στη συνέχεια, ο Διονύσιος επέτρεψε σε Σικελιώτες Έλληνες που είχαν εκτοπιστεί από τις πόλεις τους να επιστρέψουν σε αυτές και στράφηκε κατά των γηγενών Σικελών, σημειώνοντας επιτυχία αρχικά- αν και η ήττα του στο Ταυρομένιο έδωσε στον Ακράγαντα την ευκαιρία να αποστατήσει.
Οι Καρχηδόνιοι δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη: Το 393 πΧ ο στρατηγός Μάγων επιχείρησε επιστροφή στη Σικελία, προσπαθώντας να προσεταιριστεί τις ελληνικές πόλεις που ήταν υποτελείς στον Διονύσιο, καθώς και τους Σικελούς, ενώ εκστράτευε κατά της Μεσσήνης. Ωστόσο, ηττήθηκε σε μάχη από τον Διονύσιο- ζητώντας ενισχύσεις, που ήρθαν υπό τη μορφή μισθοφόρων από τη Λιβύη, τη Σαρδηνία και την Ιταλία. Μετά από μια σειρά πολιτικών και στρατιωτικών ελιγμών και από τις δύο πλευρές, οι Καρχηδόνιοι συνθηκολόγησαν, εγκαταλείποντας κάθε δικαίωμα επί των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, και θέτοντας τους γηγενείς Σικελούς υπό την κυριαρχία του Διονυσίου. Το 392 πΧ ο Διονύσιος ήταν πλέον «της Σικελίας τύραννος», σύμφωνα με τον Ισοκράτη.
Ο Διονύσιος στο απόγειο της ισχύος του
ΧΑΡΤΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ |
Ακολούθησαν άλλοι δύο πόλεμοι με τους Καρχηδονίους: το 383 πΧ οι Καρχηδόνιοι υπό τον Μάγωνα προσπάθησαν να χτυπήσουν τους Συρακούσιους σε Κάτω Ιταλία και Σικελία ταυτόχρονα. Ο πόλεμος κρίθηκε σε δύο μάχες: Στην πρώτη (Καβάλα- άγνωστη σήμερα τοποθεσία) οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν πανωλεθρία από τους Συρακούσιους, με 10.000νεκρούς (μεταξύ των οποίων και ο Μάγων) και 5.000 αιχμαλώτους. Στη δεύτερη, στο Κρόνιο, ο γιος και διάδοχος του Μάγωνος νίκησε τις δυνάμεις των Συρακουσίων: Το ελληνικό στράτευμα σημείωσε αρχικά επιτυχία, ωστόσο ο θάνατος του Λεπτίνη, που ήταν διοικητής της μιας πτέρυγας, προκάλεσε την κατάρρευσή της, συμπαρασύροντας και την άλλη, που είχε επικεφαλής τον Διονύσιο. Ο στρατός των Συρακουσίων υπέστη βαριές απώλειες (αναφορές κάνουν λόγο για 14.000 άνδρες), και οι Καρχηδόνιοι στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς την Πάνορμο- αλλά η προηγούμενη ήττα τους φαίνεται πως δεν τους είχε αφήσει πολλές δυνατότητες.
Το 378 πΧ υπογράφτηκε ειρήνη, με τον Διονύσιο να πληρώνει μεγάλη πολεμική αποζημίωση και να δέχεται σύνορα στους ποταμούς Άλυκο και Ιμέρα, αφήνοντας στους Καρχηδόνιους τον Σελινούντα, τις Θέρμες, και μέρος του Ακράγαντα. Ωστόσο, η αυτοκρατορία του παρέμενε ισχυρή, και το 368 πΧ επιτέθηκε ξανά στους Καρχηδόνιους, για να ανακαταλάβει τις περιοχές που είχε χάσει, απελευθερώνοντας τον Σελινούντα, την Έντελλα και τον Έρυκα και πολιορκώντας το Λιλύβαιο. Το 367 πΧ συνήφθη ανακωχή κατά τον χειμώνα.
Ωστόσο, τον πόλεμο θα προλάβαινε μια άλλη εξέλιξη: Ο θάνατος του Διονυσίου το ίδιο έτος, σε ηλικία 62 ή 64 ετών. Θα τον διαδεχόταν ο γιος του, Διονύσιος ο Νεότερος- και οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων της Σικελίας και των Καρχηδονίων θα συνεχίζονταν για πολλά χρόνια ακόμα, με την πλάστιγγα να γέρνει πότε μία και πότε από την άλλη πλευρά και πρωταγωνιστές πλέον προσωπικότητες όπως ο Τιμολέων, που συνέτριψε τους Καρχηδόνιους στη μάχη του Κρίμησου το 341 πΧ, και τον Αγαθοκλή, που το 310 πΧ εκστράτευσε στην Αφρική, εναντίον της ίδιας της Καρχηδόνας- καθώς και τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου που επιδίωκε να κάνει στη Δύση αυτά που έκανε ο Μ. Αλέξανδρος στην Ανατολή, ερχόμενος σε σύγκρουση με την Καρχηδόνα και τη Ρώμη.
Ποιος ήταν ο Διονύσιος;
Ποιος ήταν τελικά ο Διονύσιος, και ποια η κληρονομιά του; Για πολλούς συγγραφείς της περιόδου και μεταγενέστερους, αποτέλεσε κυριολεκτικά το αρχέτυπο του τυράννου, από κάθε άποψη: Όπως φαίνεται από τα έργα του και μόνο, ήταν ένας ηγεμόνας διψασμένος για εξουσία, ο οποίος ήταν προφανώς αδίστακτος όσον αφορά στα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε- αλλά και συνάμα ικανότατος και, θα λέγαμε, «πολύ σκληρός για να πεθάνει», καθώς οι στρατιωτικές ήττες, οι αποστασίες και οι στάσεις εναντίον του ήταν πάρα πολλές- όμως παρόλα αυτά κατάφερε να εδραιώσει την τυραννίδα του και να καταστήσει τις Συρακούσες αληθινή υπερδύναμη, αντιμετωπίζοντας παράλληλα έναν πάρα πολύ ισχυρό εξωτερικό εχθρό. Στην ουσία, δημιούργησε την πρώτη ελληνική αυτοκρατορία- από την άποψη μιας μεγάλης, ισχυρής μοναρχίας, με συγκεντρωμένη εξουσία.
Εσωτερική ασφάλεια
Όσον αφορά στην πολιτική του, όπως προαναφέρθηκε, αξιοποίησε κάθε δυνατόν μέσον, προβαίνοντας σε κατάχρηση των νόμιμων εξουσιών του στρατηγού αυτοκράτορα αλλά και απολυταρχικές μεθόδους και μέσα: Πέρα από τον προσωπικό στρατό- σωματοφυλακή του, επέβαλε αστυνομοκρατία, χρησιμοποιώντας μια πολύ καλά οργανωμένη μυστική αστυνομία, τους αποκαλούμενους «ποταγωγίδες», καθώς και έναν «στρατό» πληροφοριοδοτών (που περιελάμβαναν μάλιστα και εταίρες και αυλητρίδες). Ακόμη, ειδική αστυνομία συνόρων έλεγχε την είσοδο και έξοδο πολιτών και ξένων- και όλα αυτά τα μέσα του επέτρεψαν να συγκεντρώσει τις εξουσίες σε βαθμό που κανένας άλλος Έλληνας βασιλιάς ή τύραννος δεν είχε κάνει μέχρι τότε.
Οικονομική ισχύς
Για να εξασφαλίσει τα τεράστια ποσά που κόστιζαν η διατήρηση της εξουσίας του και οι πολυάριθμοι στρατοί που χρησιμοποιούσε στους πολέμους του, έστησε μια πάρα πολύ καλά ελεγχόμενη και οργανωμένη οικονομία, αξιοποιώντας στο έπακρο τη θέση των Συρακουσών στο εμπόριο της εποχής, αλλά και επιβάλλοντας βαριά φορολογία, εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα να εισπράττει με έγκριση του δήμου έκτακτη εισφορά για την κάλυψη πολεμικών αναγκών. Επίσης, επέβαλλε συχνά έμμεσους φόρους, πχ τέλη στην κτηνοτροφία, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις επιβολής αναγκαστικών δανείων στους πολίτες, ιδιοποίησης κοσμημάτων (ή φορολόγησης της χρήσης τους- μάλιστα σε τέτοια μέτρα έδινε θρησκευτική χροιά).Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα επαρκούσαν εάν δεν ασκούσε επιδέξια νομισματική πολιτική (πχ κυκλοφορία νομισμάτων από κασσίτερο αντί αργύρου, χειρισμό κατά το δοκούν της ονομαστικής αξίας των νομισμάτων κ.α.) και τη μονοπωλιακή συγκέντρωση του εμπορίου κάποιων πρώτων υλών, όπως πχ ο σίδηρος. Τα έσοδα από τον πόλεμο (λύτρα, πολεμικές αποζημιώσεις, έσοδα από πώληση αιχμαλώτων ως δούλων), και ο φόροι των υποτελών και των συμμάχων αποτελούσαν επίσης σημαντικό κομμάτι των τακτικών εσόδων- ενώ δεν ήταν υπεράνω της σύλησης ναών και των επιδρομών απλά και μόνο για λάφυρα.
Επίσης, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μεγάλο μέρος των εσόδων προέρχονταν και από δημεύσεις περιουσιών αντιπάλων του. Όσον αφορά στις δαπάνες, πέρα από το κόστος των πολέμων, διατηρούσε πολυτελή αυλή και διοργάνωνε συχνά εκδηλώσεις στη φιλοσοφία «άρτος και θεάματα»- αλλά παράλληλα κατά την περίοδο της ηγεμονίας του οι Συρακούσες οχυρώθηκαν όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, ενώ κατασκευάστηκαν υποδομές άνευ προηγουμένου, από δρόμους μέχρι κέντρα εμπορικών συναλλαγών, ναυπηγεία, ναούς κλπ- μεγαλεπήβολα εγχειρήματα που ενίσχυσαν την οικονομική ζωή της πόλης.
Επίσης, συγκέντρωσε τεράστιο αριθμό τεχνιτών κάθε είδους από τη Σικελία, την Κάτω Ιταλία, την Ελλάδα, ακόμη και την επικράτεια των Καρχηδονίων (παρέχοντας μεγάλους μισθούς, έπαθλα κ.α.) , μετατρέποντας τις Συρακούσες σε μια πραγματική μητρόπολη της Μεσογείου, τεράστιας οικονομικής ισχύος.
Ο στρατός του Διονυσίου
Όσον αφορά στον στρατό, από την έκταση των πολέμων του και μόνο, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην οργάνωση και διατήρηση πολυάριθμων στρατευμάτων. Ωστόσο, το μοντέλο των πολιτών – οπλιτών προφανώς δεν ήταν το πλέον κατάλληλο για μια τυραννίδα, οπότε σε βασίστηκε σε υπέρμετρα μεγάλους αριθμούς μισθοφόρων, ενώ παράλληλα ασκούσε μεγάλο έλεγχο στον οπλισμό των πολιτών (τους αφαίρεσε τα όπλα και τους τα έδινε μόνο όταν είχε να αντιμετωπίσει τους Καρχηδονίους και άλλα «βαρβαρικά» φύλα- και μάλιστα όταν το στράτευμα συγκεντρωνόταν σε απόσταση από την πόλη). Οι ανταμοιβές των μισθοφόρων ήταν ιδιαίτερα υψηλές, προσελκύοντας πολεμιστές Έλληνες και μη, από όλη τη Σικελία και την Ιταλία, καθώς και από την Ελλάδα, την Αφρική και αλλού- μάλιστα, τους παρείχε επιπλέον αμοιβές, όπως μερίδιο στα λάφυρα, δικαίωμα λεηλασίας κ.α.Πέραν του στρατού, δημιούργησε τεράστιο στόλο (χάρη στα ναυπηγεία και τους ναυστάθμους που δημιούργησε για αυτόν ακριβώς τον σκοπό) με προηγμένα για την εποχή, βαριά, κατάφρακτα πολεμικά πλοία, και, όπως προαναφέρθηκε, κατασκεύασε επιβλητική οχύρωση στις Συρακούσες (την κατασκευή της οποίας επέβλεψε μάλιστα ο ίδιος) και φρούρια στις γύρω περιοχές στρατηγικής σημασίας. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας, τελειοποιώντας, μεταξύ άλλων, τους καταπέλτες, και προβαίνοντας σε συστηματική, ευρύτατη και αποτελεσματική χρήση τους.
Όταν πέθανε, άφησε στον διάδοχό του την καλύτερα οχυρωμένη (τείχη μήκους 36 χλμ) ελληνική πόλη, με στόλο 400 πολεμικών πλοίων και στρατό άνω των 100.000 πεζών και 10.000 ιππέων: Καμία άλλη ελληνική πόλη μέχρι τότε δεν είχε φτάσει ούτε κατά διάνοια τους αριθμούς αυτούς: Χρειάστηκε να φτάσει η ελληνιστική περίοδος για να ξαναδεί ο ελληνικός κόσμος τέτοια μεγέθη.
Εξωτερική πολιτική
Όσον αφορά στην εξωτερική του πολιτική, δεν ήταν υπεράνω των συμφωνιών ακόμα και με θανάσιμους εχθρούς όπως οι Καρχηδόνιοι (κατά τη συντριβή του στρατού τους στην πολιορκία των Συρακουσών τους επέτρεψε να φύγουν στο πλαίσιο μυστικής συμφωνίας, αφήνοντάς του όλα τα χρήματα που είχαν μαζί τους και εγκαταλείποντας τους συμμάχους τους- και μάλιστα όταν αντιλήφθηκαν τη φυγή οι Κορίνθιοι σύμμαχοί του, που έσπευσαν να καταδιώξουν τα καρχηδονιακά πλοία, προσπάθησε να τους καθυστερήσει), ούτε δίσταζε να κάνει τους μέχρι πρότινος εχθρούς συμμάχους και το ανάποδο.Η εικόνα που προέβαλλε ήταν αυτή του «προστάτη»/ «υπέρμαχου» του Ελληνισμού της Μεγάλης Ελλάδας απέναντι στους βαρβάρους, αλλά δεν έδειχνε κανέναν δισταγμό να αντιμετωπίζει με σκληρότητα αντίπαλες ελληνικές πόλεις- ενώ χρησιμοποιούσε κατά κόρον το φόβητρο της Καρχηδόνας ως μέσον για να προωθεί τη δική του εξουσία και να αυξάνει την ισχύ του και τη συγκέντρωση της εξουσίας (σε βαθμό που θα μπορούσε ίσως να εκτιμηθεί πως απέφυγε εσκεμμένα σε κάποιες περιπτώσεις να δώσει τελειωτικά πλήγματα στον μεγάλο εχθρό επειδή δεν ήθελε να τον συντρίψει οριστικά και να χάσει αυτό το «όπλο» για τη διατήρηση της εξουσίας του).
Ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα, διατήρησε πιστά τη γραμμή της φιλίας με τη Σπάρτη- κάτι που βόλευε πάρα πολύ τους επίσης πραγματιστές Λακεδαιμόνιους, που δεν είχαν με τη σειρά τους κανένα απολύτως πρόβλημα να υποστηρίζουν τυραννικά καθεστώτα όταν ήταν υπέρ των συμφερόντων τους. Η Αθήνα δεν του έτρεφε συμπάθεια, καθώς ήταν σταθερός φίλος της Σπάρτης, και είχε απορρίψει προσπάθειές της να τον προσεγγίσει- και πολύ συχνά ποιητές, ρήτορες και πολιτικοί της καταφέρονταν με μεγάλη σκληρότητα εναντίον του (πάντως, σε προσωπικό επίπεδο, είχε σε εκτίμηση την πόλη λόγω της σημασίας της στον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών, και ως εκ τούτου του κόστιζε ο εμπαιγμός που εισέπραττε η δική του ενασχόληση με την ποίηση και το θέατρο από τους Αθηναίους). Όσον αφορά στις σχέσεις με τη μητρόπολη των Συρακουσών, Κόρινθο, οι Κορίνθιοι αφ‘ενός δεν έβλεπαν θετικά το καθεστώς του, αφ’ετέρου τον βοηθούσαν πάντα όταν διέτρεχε κίνδυνο- και αυτός το ανταπέδιδε, όπως όταν χρειάστηκε να τους στηρίξει απέναντι στους Θηβαίους.
Η προσωπικότητα του τυράννου
Όσον αφορά στον ίδιο τον Διονύσιο, ήταν εμφανώς ικανός στρατιωτικός και ανδρείος σαν πολεμιστής (το απέδειξε επανειλημμένα μαχόμενος στην πρώτη γραμμή, καθοδηγώντας ο ίδιος τα στρατεύματά του άλλωστε), ενώ το παρουσιαστικό του λέγεται πως ήταν εντυπωσιακό, καθώς ήταν ψηλός και ρωμαλέος, με πυρόξανθα μαλλιά. Η ρητορική του δεινότητα και οι οργανωτικές και πολιτικές του ικανότητες κρίνονται εκ του αποτελέσματος (τη δημιουργία κυριολεκτικά μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στη Δύση, απέναντι σε έναν πανίσχυρο εχθρό), και ήταν ανήσυχος χαρακτήρας- με ελάχιστους ηθικούς φραγμούς.Ωστόσο, σε ένα ίσως παράδοξο φαινόμενο, πέρα από την κυνική, πραγματιστική και απόλυτα realpolitik αντίληψή του ως προς την πολιτική, είχε τεράστιο προσωπικό πάθος για την ποίηση και το θέατρο- συναναστρεφόμενος όποτε και όσο μπορούσε ποιητές και καλλιτέχνες, οι οποίοι προσελκύονταν στην αυλή του και συγγράφοντας ο ίδιος τραγωδίες («Άδωνις», «Αλκμήνη», «Λήδα», «Έκτορος Λύτρα»)- μία εκ των οποίων μάλιστα Ι(«Έκτορος Λύτρα») κέρδισε στα Λήναια το 367 πΧ. Ωστόσο, σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, και πρέπει να σημειωθεί πως στην Αθήνα τα έργα του γίνονταν αντικείμενο εμπαιγμού (κάτι που φαίνεται πως εξόργιζε τον ίδιο)- οπότε και είναι αδύνατον να κριθεί η ποιότητά τους, καθώς, αφ’ενός, οι επικριτές του θα μπορούσαν να τα αποδοκιμάζουν ακριβώς επειδή ήταν δικά του, ή να τα τιμούν (όπως η βράβευση στα Λήναια) για πολιτικές σκοπιμότητες.
Κατά καιρούς είχε αντιδράσει πολύ άσχημα σε κριτικές από επιφανείς καλλιτέχνες, ρήτορες και φιλοσόφους καλεσμένους του, όπως όταν έστειλε στα λατομεία τον ποιητή Πολύξενο, θανάτωσε τον ποιητή Αντιφώντα και όταν...τσακώθηκε πάρα πολύ άσχημα με τον Πλάτωνα όταν αυτός επισκέφθηκε τις Συρακούσες, και του παρουσίασε τους λόγους που αποστρεφόταν την τυραννίδα, με αποτέλεσμα ο φιλόσοφος να φυγαδευτεί με σπαρτιατική τριήρη- ο κυβερνήτης της οποίας όμως, όπως αποδείχτηκε, είχε λάβει οδηγίες από τον Διονύσιο να πουλήσει τον Πλάτωνα ως δούλο, κάτι που έκανε- και ο φιλόσοφος απελευθερώθηκε εν τέλει μόνο χάρη στη βοήθεια των φίλων του.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό για έναν άνθρωπο στη θέση του, από ένα σημείο και μετά έπασχε από αρρωστημένου επιπέδου καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον περίγυρό του: Λέγεται ότι φορούσε πάντα σιδερένιο θώρακα κάτω από τον χιτώνα του, επέβαλλε στους επισκέπτες του (ακόμα και στους γιους ή αδελφούς του) να γδύνονται και να ελέγχονται από τους φρουρούς του πριν μπουν στα διαμερίσματά του, και επέτρεπε μόνο στις κόρες του να τον ξυρίζουν.
Η καχυποψία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εξορίσει ακόμα και άτομα του στενού του περιβάλλοντος, μεταξύ των οποίων και ο πιστός του φίλος και συνεργάτης Φίλιστος και ο αδελφός του Λεπτίνης, ενώ άλλοι τράπηκαν σε φυγή μόνοι τους ή θανατώθηκαν (ή βρήκαν τον θάνατο υπό ενδεχομένως «ύποπτες» συνθήκες).
Ως προς την προσωπική του ζωή πάντως, σε άλλο ένα παράδοξο, παρά την πολυτέλεια της αυλής του, ο ίδιος ήταν εγκρατής- και τα περί έκλυτου βίου που κυκλοφορούσαν από τους πολεμίους του θεωρείται πως δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Ο πρώτος γάμος του, με κόρη του Ερμοκράτη, είχε τραγικό τέλος, καθώς η γυναίκα του έπεσε θύμα των πολιτικών του αντιπάλων. Από εκεί και πέρα, φαίνεται πως αντιμετώπιζε τον γάμο καθαρά ως πολιτικό εργαλείο, επιδιώκοντας και απορρίπτοντας σχετικές προτάσεις με ξεκάθαρα πολιτικά κριτήρια.
Σε αυτό το πλαίσιο, όταν έγινε στρατηγός αυτοκράτωρ, παντρεύτηκε δύο γυναίκες- τη Δωρίδα, κόρη ισχυρού πολίτη των Λοκρών, και την Αριστομάχη, κόρη του ισχυρού Συρακούσιου Ιππαρίνου. Από τη Δωρίδα απέκτησε δύο γιους, τον Διονύσιο των Νεότερο (και μετέπειτα διάδοχό του) και τον Ερμόκριτο, καθώς και μια κόρη, τη Δικαιοσύνη. Από την Αριστομάχη απέκτησε άλλους δυο γιους, τον Ιππαρίνο και τον Νυσαίο, και δύο κόρες, την Αρέτη και τη Σωφροσύνη.
Όσον αφορά στους γάμους των παιδιών του, όπως θα ήταν αναμενόμενο, διαχειρίστηκε το θέμα επίσης με πολιτικά κριτήρια και σκοπιμότητες, αποσκοπώντας σε συμμαχίες, ενίσχυση των σχέσεών του με άτομα ενδιαφέροντος κ.α. Άξιο αναφοράς πάντως είναι πως, αντίθετα με τον πατέρα τους, οι γιοι του έκαναν έκλυτο βίο, κάτι που εξόργιζε τον Διονύσιο. Σημειώνεται επίσης πως φαίνεται ότι δεν εμπιστευόταν και πάρα πολύ τον ίδιο τον διάδοχό του, τον Διονύσιο τον Νεότερο.
Όσον αφορά στον θάνατό του, είναι ειρωνεία πως ήρθε εν μέσω μιας από τις μεγάλες πραγματικές «προσωπικές» χαρές του: Ήταν το εορταστικό συμπόσιο που ο, άνω των 60 πλέον, ποιητής τύραννος, διοργάνωσε για τη νίκη της τραγωδίας του στα Λήναια το 367 πΧ. Ο Διονύσιος είχε χαρεί πάρα πολύ- και ως εκ τούτου, ήπιε και πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να τον πιάσει έντονη αδιαθεσία. Λίγο αργότερα, αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ποτέ δεν θα γινόταν γνωστό εάν επρόκειτο για κάποια ασθένεια/ αντίδραση του ηλικιωμένου οργανισμού του σε υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ - ή, αν επρόκειτο για δολοφονία με δηλητήριο, επιβεβαιώνοντας την καχυποψία που χαρακτήρισε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Κώστας Μαυραγάνης Δημοσιογράφος/ News Editor/www.huffingtonpost.gr
Βιβλιογραφία- Πηγές:
-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Τόμος Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός 2- Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, 1978
-Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων- Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αιώνας πΧ)- Σωτήριος Φ. Δρόκαλος, Μονογραφίες Στρατιωτική Ιστορία- Γνώμων Εκδοτική
-Οι Έλληνες της Δύσης- Valerio M. Manfredi, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη
Φωτ: VIA GETTY IMAGES
Συνεχίζεται,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html