Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Δέσποινα Τραμουντάν
Η αρχαία Ελληνική θρησκεία έχει, πολύ εύστοχα, αποκληθεί «µια πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του Ελληνικού λαού». ∆ιέφερε σηµαντικά από τις αρχαιότερες δοξασίες και κυρίως τον Ιουδαϊσµό, διότι δεν αποτελούνταν από µια σειρά ηθικών κανόνων που όφειλε να ακολουθεί ο πιστός. Η θρησκευτικότητα των
Αρχαίων εκφραζόταν κατά κύριο λόγο µέσα από την τέχνη, που ετίθετο στην υπηρεσία του θρησκευτικού αισθήµατος των πιστών. Η πλαστική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική αλλά και η ποίηση εξυπηρετούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, την θρησκεία ευρισκόµενες όµως και σε µια διαλεκτική σχέση µε τον εαυτό τους, δηλαδή µια αυτόνοµη εξέλιξη, ανεξάρτητη από την σχέση τους µε την θρησκεία. Το γεγονός ότι οι Έλληνες εξέφραζαν την θρησκευτικότητα τους σχεδόν σε κάθε δραστηριότητα της ζωής τους, τους παρουσίαζε ως τους ευσεβέστερους ανάµεσα στους συγχρόνους τους λαούς. Φαίνεται, όµως , ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την θρησκεία ως πρόφαση για να δημιουργήσουν τέχνη, πράγµα δείχνει και το ανώτατο πνευµατικό στάδιο διαλεκτικής, εκούσιο ή ακούσιο, στο οποίο έφθασε ο Ελληνικός Πολιτισµός.
H ελληνική θρησκεία, αν και εκφράζεται ουσιαστικά µε εκδηλώσεις λατρείας, δηλαδή µε συλλογικούς, κατά κανόνα, θεσµούς, δεν περιορίζεται µόνο σ’ αυτές τις τελετουργίες, όπως δεν περιορίζεται στο λαµπρό διάκοσµο των µύθων. ∆εν θα ξυπνούσε για αιώνες τη θερµή πίστη σε άτοµα και λαούς, αν δεν είχε µιλήσει βαθιά στην ψυχή τους.
Πέρα από την ευσέβεια της πόλης προς τους θεούς της, πέρα από την απλή ανταλλαγή υπηρεσιών µεταξύ του πιστού και της θεότητας, οπού ή δωρεά έχει σκοπό να κερδίσει τη θεϊκή εύνοια, ο Έλληνας βρισκόταν σε καθημερινή συνάφεια µε τα ιερά πράγµατα.
Όσο µπορούµε να την
προσδιορίσουµε µέσα από τα στοιχεία πού την αποκαλύπτουν, αυτή η συνάφεια δεν πήρε τη µορφή µιας µυστικιστικής έξαρσης: πρόκειται µάλλον για τη συ- νειδητοποίηση ότι οι θεοί υπάρχουν, ότι µας είναι οικείοι τόσο ως προς τα αισθήµατά τους όσο και από τη µορφή τους, και ότι ενδιαφέρονται δυναµικά για την τύχη των θνητών. Οι σχέσεις µεταξύ των Ελλήνων και της θεότητας αποκτούν έτσι έναν χαρακτήρα προσωπικό. Ο θεός, όπως και ο πιστός, είναι ένα άτοµο: ζητούν την προστασία του µε εµπιστοσύνη και συµπάθεια, και όχι µόνο µε σεβασµό και φόβο. Οι δεσµοί πού αναπτύσσονται από τον ένα στον άλλο αποκτούν συχνά ένα είδος συνενοχής. Τέτοια είναι η συµπεριφορά της Αθηνάς προς τον ∆ιοµήδη στην Ιλιάδα ή προς τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια.
Η βοήθεια που τους δίνει περιέχει στοργή και οι συµβουλές της γίνονται ανθρώπινες µ’ ένα χαµόγελο. Ό,τι κι αν έχουν γράψει, η θεία µεγαλοπρέπεια δεν χάνει τίποτε από αυτήν την τόσο άµεση επικοινωνία µε τους ανθρώπους: ο θνητός, που αισθάνεται ότι είναι αντικείµενο τόσης εύνοιας, δεν θα τολµούσε να κάνει κάτι κακό χωρίς να εκτεθεί στη χειρότερη τιµωρία. Ξέρει ότι οι θεοί ανήκουν σε ένα διαφορετικό είδος από το δικό µας και είναι δυνατότεροι από µας. ∆εν απορεί όµως που τους συναντά κοντά του.
Έτσι δηµιουργήθηκε ο ανθρωποµορφισµός, βασικό στοιχείο της θρησκείας των Ελλήνων. Οι Έλληνες αισθάνονταν ιδιαίτερα οικείους του θεούς, που µέσα στην ατέλειωτη ποικιλία τους φανερώνονταν παντού, τόσο στις δυνάµεις της φύσης όσο και στην κοινωνική ζωή. Το ηµερολόγιό τους ήταν ουσιαστικά ένα ηµερολόγιο των θρησκευτικών εορτών, που η τακτική τους τέλεση εκφράζει και την ανακύκλωση των εποχών. Για τους Έλληνες το υλικό και πνευµατικό σύµπαν ήταν διαποτισµένο µε την έννοια του ιερού.
Εκτός απ’ τους µεγάλους θεούς, γνωστούς στο πανελλήνιο, υπάρχει µια πληθώρα µικρότερων θεών, που ανήκουν σ’ ένα τόπο και των οποίων η φήµη δεν ξεπερνά τα σύνορα της επαρχίας. Ανάµεσα σ’ αυτούς οι ήρωες αποτελούν µια µεγάλη και πρωτότυπη κατηγορία.
Υπήρχε όµως κι άλλος τρόπος για να πλουτίσουν αυτό το ήδη πλούσιο πάνθεον: η θεοποίηση των αλληγοριών. Οι Έλληνες, στενά δεµένοι µε τη γλώσσα και ικανοί να συλλαµβάνουν αφηρηµένες έννοιες, µπορούσαν εύκολα να τις προσωποποιήσουν µετατρέποντας τις λέξεις σε κύρια ονόµατα. Στον όµηρο πρωτοεµφανίζονται θείες µορφές αυτού του είδους, όπως οι Μοίρες ή η Έρις. Ξέρουµε, επίσης, ποια θέση κατέχουν στο έργο του Ησιόδου η ∆ίκη ή η Μνηµοσύνη. Η προδιάθεση να θεοποιούν τις αφηρηµένες έννοιες κορυφώθηκε στην κλασική εποχή τόσο ώστε να κτίσουν ναούς στη Θέµιδα, στη Νέµεση, καθώς και βωµούς στην Ειρήνη και στο γιο της Πλούτο.
Τέλος, ο πολυθεϊσµός αυτός, που θα ήταν λάθος να προσπαθούµε να προσδιορίσουµε τα πολλαπλά στοιχεία του µε υπερβολική λογική αυστηρότητα, περιλαµβάνει, εκτός από τους παραδοσιακούς θεούς, τους ήρωες, τις αλληγορίες και τους ξένους θεούς, εκείνο που οι Έλληνες αποκαλούσαν δαίµονες. ∆εν υπάρχει θρησκευτικός ορός λιγότερο ακριβής από αυτόν. Η λέξη δαίµων αποδίδεται σ’ έναν θεό και συχνά βρίσκεται, τόσο στους µεταγενέστερους συγγραφείς όσο και στον Όµηρο, σαν ισότιµη µε τη λέξη θεός, ιδίως όταν υπονοεί µια γενική ή συλλογική έννοια της θεότητας. Χρησιµεύει επίσης για να υποδείξει υπερφυσικά οντά που διαφέρουν λίγο και είναι κάπως κατώτερα από τους µεγάλους παραδοσιακούς θεούς: ο Ησίοδος χαρακτηρίζει έτσι τους ανθρώπους της χρυσής εποχής- αλλού χαρακτηρίζουν έτσι τους θεοποιηµένους νεκρούς, κι υπάρχει ακόµη ο Αγαθός ∆αίµων, ο καλός δαίµων του σπιτιού, πού τον παριστάνουν συχνά µε τη µορφή ενός φιδιού.
Έτσι προσφέρεται ένα µεγάλο πεδίο για τη δηµιουργική φαντασία σχετικά µε τη θρησκευτική πίστη. Παράλληλα, και εκτός από τις παραδοσιακές λατρείες µε τα σταθερά τελετουργικά θεµέλια, ο θεϊκός κόσµος δέχεται όλων των ειδών τις προσωπικές λατρείες, υπό τον ορό ότι δεν πρόκειται να διαταράξουν τις βάσεις της κοινωνίας.
Μια θρησκευτική πίστη που δεχόταν τόσο εύκολα τις νέες µορφές του θείου, δεν θα φερόταν εχθρικά στις ξένες θεότητες, εκτός κι αν η παρουσία τους γινόταν επικίνδυνη για τους θεσµούς του κράτους. Πράγµατι, οι Έλληνες, σε όλη τη διάρκεια της µακράς ιστορίας τους, δέχθηκαν πάντοτε τους καινούργιους θεούς, από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης τους ως την εγκαθίδρυση του χριστιανισµού. Στην αρχαϊκή και την κλασική εποχή, όµως, οι υιοθεσίες αυτές συγχωνεύονταν µε τους συνηθισµένους τρόπους της ελληνικής θρησκευτικής σκέψης. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της σκέψης είναι η τροµερή της ευκολία να ξαναβρίσκει το γνωστό µέσα στο άγνωστο, να αναγνωρίζει το συνηθισµένο µέσα στο εξωτικό στοιχείο. Κανείς δεν εκφράζει καθαρότερα αυτή την τάση από τον ιστορικό Ηρόδοτο, όταν εξετάζει µε καλοπροαίρετη περιέργεια τις θρησκευτικές συνήθειες των βαρβάρων.
Στους θεούς, που οι περισσότεροι έφεραν το οριστικό τους όνοµα από τη µυκηναϊκή εποχή, ο Έλληνας προσέφερε τελετές, σύµφωνα µε τις παραδόσεις πού ήδη αναφέρουν τα οµηρικά έπη. Οι λατρευτικοί θεσµοί είναι πολύ περίπλοκοι στις λεπτοµέρειες τους: διαφέρουν ως προς τους τόπους και τις θεότητες. Μπορούµε να διακρίνουµε τις βασικές πράξεις της λατρείας, πού, παρά τη διαφορά που τους επιβάλλουν οι περιστάσεις, µερικά χαρακτηριστικά τους είναι κοινά: είναι η προσευχή, η προσφορά, η θυσία, οι δηµόσιες εορτές, οι αγώνες, θα τα µελετήσουµε διαδοχικά.
Πρέπει να εξηγήσουµε εκ των προτέρων την έννοια της τελετουργικής αγνότητας, πού παρεµβάλλεται σε όλες αυτές τις πράξεις ως πρωταρχικός και απαραίτητος όρος. Η έννοια αυτή είναι συνδεδεµένη µε τις έννοιες του ιερού και του ανίερου. Αν ορισµένοι χώροι ή πράξεις θεωρούνται ιεροί, καταλαβαίνουμε ότι για να φθάσει κανείς σ’ αυτούς ή για να επιτελέσει τις πράξεις πρέπει να πληροί ορισµένες απαιτήσεις πού αποδεικνύουν τον σεβασµό του προς όλα αυτά: απαιτήσεις καθαριότητας, κοσµιότητας στην ενδυµασία, συµπεριφοράς. Όποιος αγνοεί αυτές τις προδιαγραφές είναι ακάθαρτος: δεν έχει, δηλαδή, εξαφανίσει το ρύπο πού τον καθιστά ακατάλληλο να πλησιάσει τους θεούς. Κατ' αρχήν πρόκειται για υλικό ρύπο: ή έννοια του ηθικού ρύπου, πού επίσης παρεµβάλλεται, πρέπει να εµφανίσθηκε αργότερα.
Γι’ αυτό πριν από Οποιαδήποτε Ιερή πράξη, πρέπει να πάρει κανείς µέτρα καθαριότητας. Όταν, στην ραψωδία Π της Ιλιάδας, ο Αχιλλέας προσεύχεται στον ∆ία, διαλέγει µιαν ακριβή κούπα, την εξαγνίζει µε θειάφι, την πλένει µε άφθονο νερά, υστέρα πλένει τα χέρια του πριν να κάνει τη σπονδή και να πει την προσευχή του. Το ίδιο συµβαίνει όταν ο Τηλέµαχος, στην ραψωδία Β της Οδύσσειας, κάνει προσευχή στην Αθηνά: καθώς βρίσκεται στην ακτή, πλένει τα χέρια του στη θάλασσα πριν να προσευχηθεί. Όταν οι αρχηγοί των Αχαιών, στην ραψωδία Γ της Ιλιάδας, ετοιµάζονται να πουν όρκους τους οποίους θα ακολουθήσουν προσευχές και θυσίες, οι κήρυκες πού τους παραστέκονται τους χύνουν πρώτα νερά στα χέρια. Αυτό πού µας δείχνει ο Όµηρος σαν πρακτική, ο Ησίοδος το µετατρέπει σε αρχή µέσα στα Έργα και Ηµέραι: «Την αυγή δεν πρέπει ποτέ να κάνεις σπονδές µε µαύρο κρασί στο ∆ία η στους άλλους θεούς χωρίς να έχεις πλύνει τα χέρια σου: γιατί τότε δεν σε ακούν και διώχνουν µε αηδία τις προσευχές σου». Η συνήθεια αυτών των θεσµικών καθαρµών διατηρείται σε όλη την κλασική εποχή: γι’ αυτό υπάρχει στην πόρτα των ιερών µια λεκάνη µε νερό καθαρµού στη διάθεση των επισκεπτών.
Από τα µιάσµατα, το βαρύτερο είναι το χυµένο αίµα: όταν η µητέρα του Έκτορα, η Εκάβη, τον καλεί να κάνει σπονδή στον ∆ία, ο Έκτωρ, που έχει προσωρινά αποσυρθεί από τη µάχη, απαντάει ότι δεν µπορεί να κάνει ούτε σπονδή ούτε προσευχή γιατί είναι λερωµένος µε αίµα (Ιλιάδα, Ζ 264-268). Το ίδιο και ο Οδυσσέας, υστέρα από τη σφαγή των µνηστήρων, εξαγνίζει το παλάτι του καίγοντας θειάφι ('Οδύσσεια, χ 493-494).
Με αυτή την αρχαία προκατάληψη συνδέονται οι σχετικές προδιαγραφές για τον εξαγνισµό ενός φονιά, όπως το µαθαίνουµε µέσα από πολλά κείµενα. ∆εν έχει σηµασία αν σκότωσε από λάθος, αφού κι εκείνος πού σκότωσε χωρίς προµελέτη πρέπει να υποβληθεί στις ίδιες τελετουργικές διαδικασίες µε το φονιά: το γεγονός ότι έχυσε αίµα προκάλεσε το µίασµα, ακόµα και αν ή πράξη του είχε νόµιµες αιτίες ή δικαιολογίες. Το µίασµα αυτό πρέπει να εξαλειφθεί για να µην κολλήσει εκείνος πού θα έρθει σε επαφή µε τον µιαρό. Γι’ αυτό ο φονιάς εξορίζεται από την πόλη, ώσπου να καθαρθεί. Η ζωγραφική των αγγείων δείχνει τον εξαγνισµό του Ορέστη, φονέα της µητέρας του, πού ραντίζεται µε το αίµα ενός µικρού χοίρου.
Αυτός ο αρκετά διαδεδοµένος θεσµός ενοχλούσε τον φιλόσοφο Ηράκλειτο, πού έκανε την παρατήρηση: «Είναι µάταιο να εξαγνίζονται µε αίµα οι µιασµένοι από έναν φόνο: αυτός πού περπάτησε µέσα στη λάσπη ξεπλένεται µε λάσπη;». Οι ιεροί νόµοι της Κυρήνης, των οποίων το κείµενο διατηρήθηκε σε µιαν επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ., καθορίζουν µε λεπτοµέρειες πώς πρέπει να συµπεριφερθούν σ’ έναν ικέτη που, αν και είναι ένοχος για φόνο, κάνει έκκληση να γίνει δεκτός από την πόλη. Παρατηρούµε εδώ, ότι πρέπει να πάρουν αυστηρές προφυλάξεις για να αποφύγουν Οποιαδήποτε επαφή ανάµεσα στους πολίτες και τον ξένο, πού είναι ακόµη µιαρός.
Όπως το αίµα, ο θάνατος είναι, επίσης, αιτία µιάσµατος. Ο Παυσανίας µας πληροφορεί ότι, στη Μεσσηνία της Πελοποννήσου, υπήρχε καθιερωµένος κανόνας ότι ένας Ιερέας ή µια Ιέρεια, των οποίων το παιδί πέθαινε, όφειλαν να παραιτηθούν από το ιερατικό τους αξίωµα: ένα τόσο στενό οικογενειακό πένθος γινόταν αιτία µιάσµατος που καθιστούσε ακατάλληλο τον ιερέα να υπηρετήσει τους θεούς.
Απαγορευόταν, επίσης, να θάψουν τους νεκρούς στο εσωτερικό των ιερών χώρων (εκτός βέβαια από τους ήρωες).Ο ίδιος κανόνας ίσχυε και για τις γυναίκες σε ώρα τοκετού. Ο τοκετός, εξαιτίας του αίµατος, ήταν αιτία µιάσµατος.
Έτσι, για να µπορεί κανείς να λάβει µέρος στις θρησκευτικές τελετές οφείλει να είναι καθαρός από οποιαδήποτε επαφή µε τα φοβερά µυστήρια της γέννησης και του θανάτου.
Η προσευχή αποτελεί στοιχειώδη θρησκευτική πράξη µε την οποία ο πιστός έρχεται σε άµεση επικοινωνία µε ένα θεό. Είναι προφορική και µε δυνατή φωνή. Η ελληνική αρχαιότητα δεν γνώρισε ποτέ τη σιωπηλή προσευχή, στοιχείο αποκαλυπτικό του κοινωνικού χαρακτήρα της θρησκευτικής της συµπεριφοράς. Σκοπός της δεν είναι να εξαναγκάσει τη θεία θέληση, αλλά να ακουστεί από τον θεό, όπως ακούγεται από έναν θνητό. Γι’ αυτό πρέπει να περιέχει ένα νόηµα. Η απλή επίκληση ενός θεού ονοµαστικά είναι προσευχή, πράξη σεβασµού προς αυτόν και έχει την αξία ενός χαιρετισµού. Εκτός από την επίκληση, η προσευχή περιέχει κι ένα αίτηµα προς τον θεό.
Μετά την προσευχή ακολουθεί η προσφορά, αλλά η πράξη αυτή δεν έχει την έννοια της συναλλαγής. Υπήρχαν προσφορές ευκαιριακές, αλλά και αυτές που προέβλεπε το έθιµο: σπονδές, πολύτιµα αντικείµενα, αναθήµατα, το ένα/δέκατο από οποιοδήποτε κέρδος που ξεπερνούσε το συνηθισμένο, λάφυρα, µνηµεία.
Βασικό στοιχείο κάθε τελετής ήταν η θυσία, και πρέπει να τονιστεί ο τοπικός χαρακτήρας που είχαν οι λατρείες. Επειδή η πρακτική της θυσίας ήταν περίπλοκη, κατέφευγαν στην επέµβαση των ειδικών – ιερέων – που παρακολουθούσαν τις τελετουργίες.
Το λειτούργηµα του ιερέα είναι ανάλογο µε αυτό του άρχοντα. Έχει κύρος που του εξασφαλίζει τιµητικές θέσεις στις δηµόσιες τελετές και απολαµβάνει ειδικά προνόµια. Κατά τα άλλα, οι ιερείς είναι πολίτες όπως όλοι και δεν αποτελούν ιερατική κάστα. Η ιερατική τους θητεία έχει ορισµένη διάρκεια και η ιδιότητά τους αυτή είναι στενά συνδεδεµένη µε την ιδιότητα του πολίτη. Οι Έλληνες διόριζαν και χρησιµοποιούσαν τους ιερείς τους µε διαφορετικό τρόπο από ό,τι προγενέστεροι λαοί.
Οι ιερείς και οι ιέρειες υπηρετούσαν στα διάφορα ιερά και στους ναούς εκτελώντας µια συγκεκριµένη υπηρεσία προς ορισµένο θεό σε καθορισµένο ναό. Ο ιερέας ή η ιέρεια δεν έµεναν στον ναό αλλά έπρεπε να βρίσκονται εκεί όταν απαιτούνταν. Στον ναό ή στο ιερό υπηρετούσαν και διάφοροι αξιωµατούχοι, όπως ο νεωκόρος και οι ιεροποιοί, που ασχολούνταν µε την αγορά των ζώων και την φροντίδα των οργάνων την θυσίας, και οι ιεροταµίαι που ήταν υπεύθυνοι για τα οικονοµικά. Η ιερότητα ήταν κληρονοµική αλλά ιερείς διορίζονταν και από τον δήµο για ένα έτος ή περισσότερο ή και εφ' όρου ζωής.
Στις ιδιωτικές θυσίες ο αρχηγός της οικογένειας εκτελούσε χρέη ιερέως. Η θέση του ιερέα ήταν τιµητική και εκείνος έπρεπε να έχει συγκεκριµένο παρουσιαστικό: τα µαλλιά του ήταν µακριά, φορούσε κεφαλόδεσµο, στεφάνι, ενδύµατα µε χρώµα λευκό ή πορφυρό, ειδική ταινία στον καρπό και κρατούσε ειδικό σκήπτρο.
http://ellinondiktyo.blogspot.gr/2014/06/blog-post_12.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html