ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ !!!!!!
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Hasan Luηi, αυτό αποτελεί απόδειξη τους Ελληνικού σοβινισμού και της Μεγάλης Ιδέας, την οποία το Ελληνικό κράτος δεν ξέχασε ποτέ. Όπως λέει ο
ίδιος, μπροστά από το μνημείο παρελαύνουν οι τσολιάδες με τις εθνικές παραδοσιακές Αλβανικές φουστανέλες!!!
Ο δημοσιογράφος  θεωρεί ότι η αναφορά σε Πρεμετής, Πογραδέτς, Τομόρι, Χιμάρα, Αργυροκάστρου παραπέμπει στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας!!!! (και που να ήξερε
ποιά είναι τα πραγματικά της σύνορα) την οποία λέει, το ελληνικό κράτος και οι σημερινοί Έλληνες θέλουν να αναβιώσουν.
Ενώ ξεκινάει το δημοσίευμα με την αναφορά των πόλεων που αναγράφονται στο μνημείο:

 -"Kλlcyra - Pλrmet - Ostrovica - Pogradec - Rupeh - Perigori - Kreta - El - Alamin - Rimini - Rubik - Dodekanozi - Korea - Qipros" -Pindi - Borova - Korηa - Kallamas - Tomorri - Trebeshina - Himara - Gjirokastλr 731 = Bubesi - Kalibaqi"!


Δηλαδή: -ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ - ΠΡΕΜΕΤΗ - ΟΣΤΡΟΒΙΤΣΑ - ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ - ΡΟΥΠΕΛ - ΠΕΡΙΘΩΡΙ - ΚΡΗΤΗ - ΕΛ-ΑΛΑΜΕΪΝ - ΡΙΜΙΝΙ - ΡΟΥΒΙΚΩΝ - ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ - ΚΟΡΕΑ - ΚΥΠΡΟΣ  -ΠΙΝΔΟΣ -ΜΟΡΟΒΑ - ΚΟΡΥΤΣΑ - ΚΑΛΑΜΑΣ - ΤΟΜΟΡΟΣ - ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ - ΧΕΙΜΑΡΡΑ - ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΝ 743 - ΜΠΟΥΜΠΕΣΙ - ΚΑΛΠΑΚΙ



Εμείς εδώ το είχαμε πει αλλά ποιος μας ακούει μας κοροϊδεύουν  και οι γύφτοΑλβανοί!!ΒΑΛΤΕ ΡΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗΜΕΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΟΛΗ  ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ!!

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΒΛΑΧΟΙ ΡΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΑ!! ΒΑΛΤΕ ΡΕ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΝ ΤΙΜΗΜΕΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ  ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ!!








«Αλβανοί,
με την εθνική τους φορεσιά,
την πιο μεγαλόπρεπη τού κόσμου,
άσπρη φουστανέλλα...»  
Λόρδος Byron, 1809  
Μια παραδοσιακή 
αλβανική φορεσιά 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΗ  ΕΡΕΥΝΑ!!! 




Οι εύζωνοι τού παλατιού άρχισαν την καριέρα τους σαν σωματοφυλακή τού Γεωργίου Α´. Φυσικά, όταν οργανώθηκε το επίλεκτο αυτό σώμα, αποφασίστηκε και το είδος τής στολής, που θα έπρεπε να φοράει. Ο κλήρος έπεσε στη φουστανέλλα, τής οποίας όμως η προϊστορία είναι μεγάλη και σκοτεινή.

Η φουστανέλλα θεωρείται εθνική στολή των σημερινών ρωμιών. Πριν αποβεί στολή όμως, υπήρξε εθνική ενδυμασία. Για την ακρίβεια, η φουστανέλλα ήταν η εθνική ενδυμασία των αρβανιτών (αλβανών). Με τούς πολυάριθμους αλβανικούς εποικισμούς στον ελλαδικό χώρο (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...), η φουστανέλλα καθιερώθηκε σαν ενδυμασία των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών, ενώ τούς 17ο και 18ο αιώνες, έφτασε να αποτελεί την κυρίαρχη ενδυμασία τής Ρούμελης και τού Μοριά.

Η φουστανέλλα φερόταν από τούς κατοίκους τής Στερεάς Ελλάδας, τής Ηπείρου, τής Θεσσαλίας τής Πελοποννήσου και τής Μακεδονίας, ενώ ακόμα και μέχρι πριν από έναν αιώνα τη φορούσαν χωρικοί ορεινών περιοχών. Στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, έλαβε τίτλους τιμής. Την υιοθέτησε ακόμα κι ο Όθων.

Σήμερα, η φουστανέλλα συμβολίζει το έθνος, τούς αγώνες, τη λεβεντιά (τούρκικη λέξη: λεβέντες λέγονταν όσοι υπηρετούσαν στα επίλεκτα σώματα τού οθωμανικού πολεμικού ναυτικού· έτσι ονομάζονται και σήμερα, βλ. Zeybekvision 2011) ενταγμένη στούς εθνοποιητικούς μηχανισμούς τού κράτους (βλ. Τα έθνη επινοούνται και κατασκευάζονται).   


Οδός Αθηνάς, 1906: Ενώ για τούς αθηναίους είχε ήδη καθιερωθεί ο δυτικός τρόπος ένδυσης, ο φουστανελλοφόρος πωλητής τής φωτογραφίας καταγόταν πιθανότατα από κάποιο κοντινό χωριό, απ´ όπου κατέβαινε καθημερινά με το γαϊδουράκι του, για το μεροκάματο στην Αθήνα.  



Ιστορικά στοιχεία

Διάφοροι ρωμιοχριστιανοί θεωρητικοί πρότειναν τη θεωρία, ότι η φουστανέλλα είναι δήθεν αρχαιελληνικής καταγωγής, απόγονος τής χλαμύδας και τού χιτωνίσκου και άλλα παρόμοια. Αυτό δεν ισχύει. Δείτε σε μυκηναϊκές   εικόνες για παράδειγμα, ότι ο ανδρικός χιτώνας είναι βραχύς και άπτυχος.

Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό αρχαιολόγο, Αντ. Κεραμόπουλο, από τον αρχαιοελληνικό χιτώνα θα μπορούσε να παραχθεί φουστανέλλα με πύκνωση των πτυχών του, αλλά εξ αιτίας τού εύκρατου κλίματος, δεν έγινε τέτοια εξέλιξη. Στο ρωμαϊκό κράτος  όμως, ο χιτώνας έχει πολλές πτυχές στη στρατιωτική στολή εκτεινόμενος μέχρι πάνω από το γόνατο, επάνω δε σε αυτόν πέφτουν δερμάτινες λωρίδες από δερμάτινο θώρακα, όπως βλέπουμε στούς αδριάντες των ρωμαίων αυτοκρατόρων. 
 


  
Η εξέλιξη τής φουστανέλλας από το ρωμαϊκό χιτώνα (αριστερά) έχει πιθανή αιτία την ανάπτυξη τού ρωμαϊκού κράτους στην κεντρική και βορειοδυτική Ευρώπη, όπου το κλίμα είναι ψυχρό. Αυτό κατέστησε αναγκαία την πύκνωση των πτυχών τού χιτώνα, ο οποίος τώρα κατασκευαζόταν με χοντρύτερα και πιο ζεστά υφάσματα, ώστε να γίνει θερμότερος. Στη μεσαία φωτογραφία  εικονίζεται ο βασιλιάς Ερίκος ο Η´-16ος αιώνας- με αγγλικού τύπου φουστανέλλα και στη δεξιά σημερινός σκωτσέζος με φουστανέλλα, τη γνωστή ως κιλτ.


Η φουστανέλλα και η στολή των βλάχων είναι ίδιας καταγωγής. Οι βλάχοι κατάγονται από τούς ρωμαίους και μιλούν λατινογενή γλώσσα. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Περί τής μή ελληνικής καταγωγής των βλάχων και Είμαι βλάχος, δεν είμαι έλληνας!).























Ο βασιλιάς Όθων, φουστανελλοφόρος.  
Οι βλάχοι, που κατοικούσαν σε ψυχρά μέρη, μετέβαλαν τη ρωμαϊκή στρατιωτική στολή, καθώς επέβαλε το κλίμα τού τόπου τους, ενώ τεχνοτροπικά ή μορφολογικά δεν απομακρύνθηκαν από την πρότυπη στολή. Ευχαρίστως, καθ´ότι πτωχοί, προσέφευγαν επί ρωμαιοκρατίας στη μισθοφορία τού στρατού κι έμεναν στο στρατιωτικό επάγγελμα για πάνω από είκοσι χρόνια.
   
Οι καταγόμενοι από την άγονη Ιλλυρία (Αλβανία), επιζητούσαν επίσης να είναι μισθοφόροι των ρωμαίων και γι´ αυτό εξοικειώθηκαν με τη φουστανέλλα. Το μεσαιωνικό όνομα για το τυφέκιο είναι σκιππέτο (από το scioppus = πλαταγή, κρότος, scioppo, scioppeto, σκιππέτο). Ο τυφεκιοφόρος δε (μισθοφόρος στρατιώτης) λεγόταν στα ιταλικά scioppetiere (εξελληνισμένα σκιππετάρης), απ´ όπου και το σημερινό όνομα των αλβανών, σκιπετάρ.

 






Η αλβανική φουστανέλλα.
  

«Αλβανοί με την εθνική τους φορεσιά, την πιο μεγαλόπρεπη τού κόσμου, άσπρη φουστανέλλα, χρυσοκέντητο μανδύα, κρεμεζί βελούδινο γιλέκι κατασκέπαστο με χρυσά γαϊτάνια...».
Λόρδος Byron, επιστολή στη μητέρα του.
(«A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople during the years 1809 and 1810», Λονδίνο, 1813).
  


Άγγλοι οι εφευρέτες τής φουστανέλλας-στολής 




Ομοιόμορφες στρατιωτικές στολές είχαν πρωτοφορέσει οι ρωμιοί τα νεότερα χρόνια στον Ιερό Λόχο (δεξιά), οι οποίες είχαν γίνει με μοντέλο τη στολή τού Brunswick Black Corps (1809, αριστερά).
  







Η φουστανέλλα, είχε καθιερωθεί ως τυποποιημένη στολή ήδη από το 1813 για τούς ρωμιούς εθελοντές των δύο συνταγμάτων τής Greek Light Infantry τού αγγλικού (πάλι) στρατού. Ώστε είναι οι άγγλοι οι πραγματικοί εφευρέτες τής φουστανέλλας-στολής.
  



Επομένως, η φουστανέλλα είναι προϊόν κλοπής. Το κρατίδιο τής Ρωμιοσύνης πήρε την εθνική ενδυμασία των αλβανών και την καθιέρωσε σα στρατιωτική στολή αντιγράφοντας τούς εγγλέζους. «Κρακ» στη θράκα
Οι σύγχρονοι ρωμιοί φαντάζονται πολλά και διάφορα για τη δήθεν λευκή αρχαία Ελλάδα, όπου, βέβαια, όλα τα αγάλματα κι όλοι οι ναοί ήταν βαμμένοι. Στην πραγματικότητα κι η φουστανέλλα ήταν εντελώς βρώμικη και λιγδιασμένη με χοιρινό λίπος (για να είναι αδιάβροχη). Οι φουστανελλοφόροι χρησιμοποιούσαν τις δίπλες τής φουστανέλλας σαν πετσέτα, για να σκουπίζουν τα χέρια τους και σαν πατσαβούρα, για να καθαρίζουν το χαρμπί και τα μαχαίρια τους.

Περιγραφή τού άγγλου συνταγματάρχη William Martin Leake, για τον Αλή Πασά, το 1805: «Όλα τα πρόσωπα και οι γιοι τού βεζύρη συνηθίζουν την αρβανίτικη φορεσιά: καμιζόλα με χρυσό γαϊτάνι και φουστανέλλα με δίπλες, που πέφτει πάνω στο μπενοβράκι, όπως ο χιτώνας των ρωμαϊκών αγαλμάτων. Όμορφη φορεσιά, όταν είναι καινούρια και καθαρή. Αλλά κι αυτοί ακόμα οι αφεντάδες δεν χαίρονται την πολυτέλεια να αλλάζουν φουστανέλλα κάθε βδομάδα. Οι στρατιώτες την αφήνουν λερή, ώσπου να λειώσει επάνω τους. Κάπου - κάπου τη βγάζουν και την απλώνουν πάνω στη φωτιά έτσι, που οι ψείρες, ζαλισμένες από τον καπνό, πέφτουν στις φλόγες. Από τα "κράκ", που ακούγονται στη θράκα καταλαβαίνουν οι αρβανίτες, πως το ξεψείριασμα πάει καλά. Μερικές φορές, στις πρώτες δυο-τρεις βδομάδες, που φορούν την καινούρια φουστανέλλα ή όταν θέλουν να φανούν περιποιημένοι, περνούν στο λαιμό ένα περιλαίμιο μπαμπακερό εμποτισμένο με μερκουρόλη (σ.σ. οξείδιο τού υδραργύρου)». («Travels in Northern Greece», Λονδίνο, 1835). Οι αξιωματικοί ξεχώριζαν από την καθαρότερη φουστανέλλα τους.



Πάνοπλος αρβανίτης (=αλβανός) πολεμιστής τού ´21 με φουστανέλλα.




Ο Leake παρατήρησε, ότι η αρβανίτικη φορεσιά είχε μεγάλη διάδοση και στο Μωριά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Την επικράτησή της την αποδίδει στην αλβανική ισχύ σ´ αυτές τις περιοχές. Για το Μωριά υποθέτει, ότι οφείλεται στην ευημερία τής αρβανοκατοικημένης Ύδρας και στούς αρβανίτες αγρότες, που είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα σημεία τού Μωριά, ειδικά στην Αργολίδα (όπως άλλωστε και στην Αττική και Βοιωτία). «Η αρβανίτικη φορεσιά, (γράφει ο Leake), είναι ελαφρύτερη και πιο βολική από την οθωμανική και τη ρωμαίικη.» («Travels in Morea», Λονδίνο, 1830, τ. Α´, σελ. 209-210).

Στον Αλφειό, ο Leake συνάντησε ένα λαλιώτη στρατιώτη με αρβανίτικη στολή. (Οι λαλιώτες ήταν σκληροτράχηλοι εξισλαμισμένοι αλβανοί. Διαβάστε περισσότερα στοβ´ μέρος τού άρθρου τής «Ελεύθερης Έρευνας»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...). Σταμάτησε και ρώτησε τον τούρκο οδηγό τού περιηγητή:
     - Ποιός είναι αυτός ο άπιστος; Γιατρός;
     - Όχι, απάντησε ο τούρκος, είναι από εκείνους τούς μυλόρδους, που ψάχνουν για παληά κάστρα. («Travels in Morea», Λονδίνο, 1830, τ. Α´, σελ. 68-69). 

Φουστανελλοφόρος αρναούτης στο Κάιρο. Οι αρναούτηδες είναι απόγονοι χριστιανών αλβανών ή αλβανόβλαχων, που είχαν εγκατασταθεί στην Αττική κατά τα τέλη τού 14ου αιώνα. Κτηνοτρόφοι, οργανωμένοι σε φάρες λήστευαν τους διαβάτες στα περάσματα τής Πάρνηθας. (Απ. Βακαλόπουλου: Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού, τόμος Β1, σελ. 324.)
  



Από περιγραφή τής Αθήνας τού 1896 ενός γάλλου δημοσιογράφου, τού Σάρλ Μωρράς, απεσταλμένου τής Gazette de France για την κάλυψη των Ολυμπιακών Αγώνων: «Ένας κρητικός γαλάζιος και μαύρος, ντυμένος τουρκικά, με φουσκωτές βράκες και στενό σακάκι, λιάζεται και ρουφάει τον καπνό από το ναργιλέ του, ενώ ένας γέρος αρβανίτης με φουστανέλλα, καθισμένος με σοβαρότητα σ´ ένα γαϊδούρι, με συνοδεία τη γυναίκα και την κόρη του, που φορούν μακρυές ασπριδερές πουκαμίσες, σκαρφαλώνει ή ξανακατεβαίνει το μικρό ανηφορικό δρόμο.» (Επιστολές των Ολυμπιακών αγώνων, VII).

Οι φουστανελλάδες τού Καραγκιόζη είναι αρκετοί. Στο τούρκικο θέατρο σκιών (απ´ όπου εξ άλλου προέρχεται ο Καραγκιόζης -διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο Καραγκιόζης τής Ρωμιοσύνης κι η Ρωμιοσύνη - καραγκιόζης), ο μοναδικός τσολιάς, που εμφανίζεται, είναι ο αρναούτης.


Η συζήτηση για την ετυμολογία τής λέξης «τσολιάς» και την προέλευση τής φουστανέλας καλά κρατεί μέχρι σήμερα σε διαδικτυακούς τόπους, συνήθως σε τόνους σοβινιστικούς. Στον πίνακα φαίνεται η λέξη φουστανέλλα σε διάφορες βαλκανικές γλώσσες. 



Τσολιάς, τσαρούχι, φέσι, γιαταγάνι, καριοφίλι: Όλα τούρκικα!

Η λέξη φουστανέλλα προέρχεται από την ιταλική λέξη fustana, fustagno για το φουστάνι και το υποκοριστικό ella (όπως π.χ. πιατέλα). Yπάρχει κι η αραβική λέξη Fustat, το όνομα προαστίου τού Καΐρου, όπου υφαινόταν ένα ορισμένο είδος πανιού, απ´ όπου και το τούρκικο fistan.

Στα ελληνικά, αυτός που φοράει φουστανέλλα αποκαλείται φουστανελλάς. Ωστόσο, οι ρωμιοί προτιμούν τοτσολιάς. Η λέξη προέρχεται από την τούρκικη λέξη ηul (αραβικό cull), που σημαίνει το κουρέλι, το παλιόρουχο, εξ ου τσόλι και τσούλι. Η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στούς κλέφτες και τούς αρματωλούς, επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος. Τσολιάς ήταν δηλαδή αυτός, που φόραγε τσόλια,


Ο κουρελής, αλλά τιμημένος τσολιάς, έπρεπε να αποκτήσει μία «καθώς πρέπει» ονομασία για αυτό, όταν ιδρύθηκε η ανακτορική (προεδρική σήμερα) φρουρά, ανασύρθηκε από τούς λόγιους η αρχαιοπρεπής λέξηεύζωνος (εύζωνας), που σημαίνει καλλίζωνος, προκειμένου να εκτοπίσει την τούρκικη λέξη τσολιάς, χωρίς όμως επιτυχία.  







Ο λόρδος Μπάιρον με κόκκινα παπούτσια και φουστανέλλα σε αδελφίστικη νωχελική πόζα. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Τα ψιλά γράμματα τής Ιστορίας).



Πολλές λέξεις σχετιζόμενες με την ένδυση τού φουστανελλά είναι τουρκικής προέλευσης. Η λέξη τσαρούχιγια παράδειγμα προέρχεται από το τούρκικο ηarik = σανδάλι με πέτσινη σόλα.


Το φέσι προέρχεται από το τουρκικό fes κι αυτό από την πόλη Fez τού  κουρέλια, απ´ όπου βγήκε και το θηλυκό του: η τσούλα.  
Μαρόκου, μοναδική πηγή έως τον 19ο αιώνα παραγωγής των παραδοσιακών καπέλων με το ιδιαίτερο κόκκινο χρώμα. Το 1821 φορούσαν στο κεφάλι ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά· εμφανής η τουρκική επίδραση. Το γιαταγάνι, το πλατύ και κυρτό σπαθί των οθωμανών, προέρχεται από το τούρκικο yatagan. Στα τουρκικά η λέξη karanfil σημαίνει το λουλούδι γαρίφαλο. Κατά τούς 16ο και 17ο αιώνες, οι κάνες των τουρκικών όπλων είχαν μεγάλα στόμια σε σχήμα, που θύμιζαν το μπουμπούκι τού γαρίφαλου. Αυτή είναι η πιθανότερη προέλευση τής λέξης καριοφίλι (κι όχι από το ιταλικό Carlo e figlio, όπως έχει υποστηριχθεί). Φουστανελλοφόρος σουλιώτης. (Οι σουλιώτες ήταν χριστιανοί αλβανοί, που μιλούσαν αλβανικά. Διαβάστε σχετικά στο γ´ μέρος τού άρθρου τής «Ελεύθερης Έρευνας»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...). 



  














Η μακρυά μέχρι το γόνατο παραδοσιακή αλβανική φουστανέλλα μετατράπηκε σε μίνι κι έγινε το σήμα κατατεθέν τού σύγχρονου ρωμαίκου φολκλόρ.
  




H κοντή φουστανελλίτσα τής προεδρικής φρουράς

Σχετικά με την κακογουστιά τής πρώην ανακτορικής και νυν προεδρικής φρουράς, αντιγράφουμε αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Φουστανέλλα» (έκδ. «Νεφέλη», Αθήνα, 1993), με τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής τού Ηλία Πετρόπουλου: * Πολλοί θαυμάζουν τούς ευζώνους, που φυλάνε, τιμητικά, τον Άγνωστο Στρατιώτη. Συχνά λένε: «Αχ κοίτα τους, είναι σαν αγάλματα!». Βρίσκω γελοία τη νεκρική ακινησία των ευζώνων σκοπών. Δεν είμαι (ελπίζω) ο μόνος.» 








Από το ρωμαίικο φολκλόρ δεν θα μπορούσε να λείπει η Εκκλησία, η οποία διαθέτει και φουστανελλάδες ¨"αγίους".
 ΠΗΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ 




ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!!
 

4445.jpg

   
                                                         
 
  ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑ ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΨΕΤΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΑΠΟΣΤΑΛΕΙ ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΒΑΛΟΥΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΟΛΗ ΟΠΛΙΤΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ!!

ΠΑΜΕ ΔΥΝΑΤΑ ΕΛΛΗΝΕΣ!!  ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΩΣ
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΚΑΤΩ
http://www.causes.com/causes/649236-

ΠΗΓΕΣ

Η ΕΝΤΑΞΗ
ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΩΝ
ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ
ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟ




 Μπαλτσιώτης Λάμπρος



Στις αρχές τού 19ου αιώνα, σε μια μεγάλη συμπαγή περιοχή, που ξεκινούσε από το νοτιοανατολικό τμήμα τού νομού Φθιώτιδας, περιλάμβανε το νομό Βοιωτίας (εκτός τού βορειοδυτικού τμήματος), τη νοτιότερη Εύβοια και την Βόρεια Άνδρο, όλη την Αττική, σημαντικό τμήμα των νομών Κορινθίας και Αργολίδας, την επαρχία Τροιζηνίας και τα νησιά τού Αργοσαρωνικού (εκτός τής Αίγινας) όλοι οι ντόπιοι οικισμοί ομιλούσαν αρβανίτικα.

Πέρα από αυτήν την περιοχή υπήρχε μια ακόμη σημαντική περιοχή, στο εσωτερικό τής οποίας μιλούνταν αρβανίτικα, στη δυτική Πελοπόννησο: ξεκινούσε από την βόρεια ορεινή Ηλεία και κατέληγε στην Τριφυλία τής Μεσσηνίας. Σήμερα, μόνο στην τελευταία επιζεί η γλώσσα.

Εκτός από μερικά διασπαρμένα χωριά στην Αρκαδία, στα οποία (εκτός τού Δάρα) η γλώσσα έχει εκλείψει, υπήρχαν δυο ακόμη σημαντικές οικιστικές συγκεντρώσεις. Η πρώτη στην ανατολικότερη Λακωνία, όπου σήμερα ελάχιστοι ηλικιωμένοι σε λίγα χωριά μιλούν τη γλώσσα, η δεύτερη περιλάμβανε το όρος Παναχαϊκό, στο οποίο όμως σήμερα η γλώσσα έχει σχεδόν εκλείψει, ενώ διατηρείται περισσότερο στους μετακινηθέντες από αυτό στη δυτική Αχαΐα και σε άλλα χωριά τού νομού.

Το λιγότερο το ένα πέμπτο (και με όχι εντελώς απίθανο το ένα τρίτο) τού πληθυσμού μιλούσε αρβανίτικα. Τα αλβανικά αυτά τής νοτιότερης Ελλάδας προέρχονται από μεσαιωνικά ιδιώματα. Οι γλωσσολόγοι συμφωνούν, ότι «προέρχονται» από νοτιοανατολικά τοσκικά ιδιώματα, δηλαδή σχετίζονται με την τσάμικη υποδιάλεκτο.
 




Το «μακρυνάρι»
είναι ο χαρακτηριστικός τύπος τού στενόμακρου,
κεραμοσκεπούς λαϊκού αρβανίτικου σπιτιού με συνεχόμενα δωμάτια και την είσοδο στη μακρυά
πλευρά του.

Η κάτω αριστερή φωτογραφία είναι από τη Μεταμόρφωση Αττικής
και οι άλλες από το Λιόπεσι, σημερινή Παιανία.

Οι όροι (χρήσεις, ιδεολογία)
Οι μεσαιωνικές ελληνόγλωσσες πηγές περιγράφουν τους πρωτοεμφανιζόμενους στα κείμενα βαλκανικούς αυτούς πληθυσμούς ως αλβανούς και αρβανίτες (ή αλβανίτες) στις λόγιες και δημώδεις γλωσσικές μορφές αντίστοιχα. Η διπλή αυτή χρήση αφορά συνολικά τους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς αλβανόφωνους πληθυσμούς τής Ηπείρου και Αλβανίας όσο και τής νότιας Ελλάδας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, στις ιστορικές μαρτυρίες δέν παρατηρείται διαφορά στον προσδιορισμό μεταξύ βορείων και νοτίων αλβανόφωνων, τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα, αλλά και περίπου μέχρι και τη δεκαετία τού 1950.

Με έναυσμα ίσως το σημαντικό ιδεολογικά σύγγραμμα τού Κώστα Μπίρη (Αρβανίτες. Οι δωριείς τού νεώτερου ελληνισμού), που εκδίδεται το 1960, και σαν αποτέλεσμα τής απομόνωσης τής Αλβανίας, τής ανάγκης διαχωρισμού από τους αλβανούς πολίτες και το αλβανικό έθνος, καθώς και τής τυπικής λήξης τής γλωσσικής διμορφίας, ο μεν όρος αλβανός τείνει να σημαίνει τον αλβανό τής Αλβανίας ο δε όρος αρβανίτης τον αλβανόφωνο τής νότιας Ελλάδας και, κατ' επέκταση, το σύνολο των αλβανοφώνων τής Ελλάδας, διαχωρισμός πλήρως παγιωμένος πλέον.

Το παλαιότερο αυτοπροσδιοριστικό όνομα των αρβανιτών Αρμπερόρ (Arbëror) έχει εγκαταλειφθεί και ξεχαστεί από τις κοινότητες. Σήμερα, ο όρος που χρησιμοποιείται, προέρχεται από τον ελληνικό ετεροπροσδιορισμό αρβανίτης, αρβανίτ (arvanitë) και για τη γλώσσα χρησιμοποιούνται οι όροι αρβανίτ, αρβανίτικα, και σπανιότερα αρμπερίστε (arvanít(e)/arbërishte).

Οι αρβανίτες συμμετέχουν ως ντόπιοι ορθόδοξοι χριστιανοί στην επανάσταση, ως έλληνες-ρωμιοί, και εξ αρχής συμβάλλουν στη δημιουργία τού εθνικού κράτους και εντάσσονται στο εθνικό φαντασιακό. Η γλωσσική τους ετερότητα δέν τους αποκλείει από την δημιουργούμενη φαντασιακή κοινότητα, αφού από την αρχή εντάσσονται στην εθνική γενεαλογία και αποτελούν συστατική ομάδα τού ελληνικού έθνους.

Ήδη το 1850, ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος θα γράψει: «Δυο φυλαί κατοικούσι την Ελλάδα, η ελληνική και η αλβανική. Αλλ’ η αλβανική φυλή αποτελεί άραγε έθνος ίδιον;». («Εισαγωγή εις την ιστορίαν τής αναγεννήσεως τού ελληνικού έθνους», Πανδώρα, τ. Α´, φυλλ. 9, Ιούλιος 1850, σ. 201, βλ και Σκοπετέα σ. 188). Η «αφομοιωτική δύναμη τού ελληνισμού» επενεργούσε (και) στους αλβανούς, ειδικά σε αυτούς τού ελληνικού βασιλείου.

Η «ανακάλυψη» των πελασγών (και των ιλλυριών) από τους ευρωπαίους προσφέρει τη φυλετική καθαρότητα και συγγένεια με τους αρχαίους έλληνες, αφού πλέον και οι αλβανοί ανήκουν στους αρχαίους και εντόπιους λαούς. Με την ευρωπαϊκή εγκυρότητα καθίστανται αδελφός λαός με καταγωγική σχέση με τους «υπόλοιπους» έλληνες. Διάφορες θεωρίες αναπτύσσονται, ώστε να στηρίξουν αυτό το σχήμα.



Λιόσια, Πλάκα, Λυκουρέζος, Μπιθικώτσης κ.λπ. κ.λπ..
Αποσπάσματα από εκπομπή
για τους αρβανίτες
από τον δημοσιογράφο... κ. Αρβανίτη.
(ΕΤ 1, Από πού κρατά
η σκούφια μας).

Η συγκρότηση τής ελληνικής εθνικής ταυτότητας των αρβανιτών σαφώς σχετίζεται και με την αργοπορημένη εθνοποιητική διαδικασία των αλβανών, αλλά και την παρουσία τους ως συνόλου στο νέο κράτος. Σχετικά διαφορετική είναι η στάση των αρβανίτικων κοινοτήτων τής νότιας Ιταλίας και Σικελίας (των ιταλοαλβανών), οι οποίες εμπλέκονται στην εμφάνιση και διαμόρφωση τού αλβανικού εθνικισμού.

Στην απουσία διαμόρφωσης μιας ξεχωριστής αρβανίτικης-αλβανικής εθνικής ταυτότητας συνέβαλε και το γεγονός, ότι δέν μπορούν να εντοπιστούν συνολικά διαφορές στην κοινωνικοοικονομική συγκρότηση των ελληνόφωνων από τις αλβανόφωνες κοινότητες, κάτι, που ανιχνεύεται μερικούς αιώνες πριν.

Αρβανίτικες στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ
Η ιδιόμορφη οικονομική ανάπτυξη τής Ύδρας και των Σπετσών, και κατά δεύτερο λόγο τού Πόρου και τού Κρανιδίου, που ενδεχομένως θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την θέση των αρβανιτών στο νέο ελληνικό κράτος, σταματά με την επανάσταση. Αφού αποτυγχάνουν να περάσουν από το ιστίο στον ατμό και αφαιμαγμένες οικονομικά από τον πόλεμο, οι παρακμάζουσες αυτές κοινότητες στρέφονται στην επάνδρωση τού κρατικού μηχανισμού, στον οποίο θα διατηρήσουν σημαντικές θέσεις μέχρι τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα.

Οι λίγες μαρτυρίες τού 19ου αιώνα καταδεικνύουν, ότι τουλάχιστον στο πρώτο μισό του, υπάρχει μια ιδιαίτερα σημαντική αίσθηση γλωσσικής και πολιτιστικής ενότητας των αρβανιτών μεταξύ τους. Τα αρβανίτικα παραμένουν γλώσσα προφορικής παράδοσης, παρά την περιορισμένη τους γραπτότητα στον 19ο αιώνα. Γνωρίζουμε, ότι τουλάχιστον τον 19ο αιώνα είχαν μια περιορισμένη παρουσία στο δημόσιο χώρο και σημαντική στη θρησκευτική ζωή. Οι συμπαγείς περιοχές αλβανοφωνίας, η άγνοια ή η περιορισμένη γνώση τής ελληνικής από το πιο μεγάλο τμήμα των κοινοτήτων καθιστούν τα αρβανίτικα σε μερικές περιοχές «langue vehiculaire», κάτι, που σε μερικές περιπτώσεις συνεχίζεται μέχρι τη δεκαετία τού 1950.

«Οι δυο αδελφοί λαοί»:
Θεωρίες περί συγγενών και αδελφών φυλών και γλωσσών

Οι αλβανοί, κυρίως οι χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά και οι μουσουλμάνοι και πολύ λιγότερο οι καθολικοί, θα αποτελέσουν μέχρι τη δημιουργία τού αλβανικού κράτους, αλλά και στη συνέχεια μέχρι τα τέλη τής δεκαετίας τού 1920, τους αδελφούς, που ανήκουν στην Ελλάδα και στο ελληνικό έθνος, αφού άλλωστε δέν συνιστούν έθνος. Κυρίως μετά την εμφάνιση τού αλβανικού εθνικισμού στη δεκαετία τού 1870, οι αρβανίτες τού ελληνικού κράτους χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια τής Ελλάδας να προσελκύσει τους αλβανικούς πληθυσμούς. Μια σειρά επαφών αρχίζουν με σημαίνοντες αλβανούς, οι οποίες προσβλέπουν ακόμη και σε διάφορες μορφές συνομοσπονδίας ή δημιουργίας ελληνοαλβανικού κράτους.

Το 1878 αποτελεί ορόσημο για το αλβανικό ζήτημα ως μέρος τού ανατολικού ζητήματος. Η δημιουργία τού Συνδέσμου τής Πρισρένης (Λίγκας τού Πρίζρεν) και η άρνηση των αλβανών στην ενδεχόμενη προσάρτηση τής Ηπείρου στην Ελλάδα, εγκαινιάζει μια ενεργή πολιτική προσεταιρισμού, πέρα από τους ορθόδοξους, και των μουσουλμάνων αλβανών, η οποία βρίσκει σχετική ανταπόκριση στη βάση τού «κοινού σλαβικού κινδύνου». Είναι εμφανές
όμως, και από τις ελληνικές αρχειακές πηγές, ότι η ελληνική πολιτική στόχευε στον εξελληνισμό των αλβανών μέσω αυτής τής πολιτικής «παγίδευσής» τους.

Η σφοδρή αντίθεση τού Πατριαρχείου στον εγγραμματισμό τής αλβανικής, ιδιαίτερα για τους ορθόδοξους, και η ανάλογη οθωμανική πολιτική για τους μουσουλμάνους, στάθηκαν αρωγοί σε αυτήν την πολιτική. Η οθωμανική διοίκηση δέν μπορούσε να δεχθεί τη διοικητική «εδαφοποίηση» των αλβανών.

Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα μπορούμε να διακρίνουμε μια πικρία των διανοουμένων αρβανιτών για την αντιμετώπιση τής γλώσσας τους. Τα στοιχεία που έχουμε δέν είναι επαρκή, ώστε να θεμελιώσουμε την αρχή ενός κινήματος ή να καθορίσουμε τα χαρακτηριστικά του.











Οι αρβανίτες και τα αρβανίτικα
λειτούργησαν στην υπηρεσία
τού φαντασιακού τής Ρωμιοσύνης
περί τής ευγενούς καταγωγής,
σα γέφυρα στο «ομόαιμον» ελλήνων και αλβανών.
Στη φωτογραφία εικονίζεται ο δήμαρχος τής Σαλαμίνας
πριν το 1915 (Λαογραφικό Μουσείο Σαλαμίνας).

  

Οι μαρτυρίες είναι επαρκείς, όμως, σχετικά με την πολιτική γλωσσικού εξελληνισμού, που ασκήθηκε όλο τον 19ο αιώνα, γνωρίζουμε, ότι υπήρχε ήδη από την δημιουργία τού κράτους μια ιδιαίτερη εκπαιδευτική πολιτική για τις αρβανιτόφωνες περιοχές, ώστε να μειωθεί η χρήση τής γλώσσας και να εξαφανιστεί: Ίδρυση σχολείων ειδικά για κορίτσια, μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση και στην επάνδρωση με δασκάλους κ.λπ.. Τα μέτρα «γλωσσικής
καταστολής» τής μεταξικής περιόδου θα εφαρμοστούν, πιο χαλαρά βέβαια, σε σχέση με τους σλαβόφωνους, ακόμη και στους αρβανίτες τής Αττικής.

Το 1912-1913 με την ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών» στην Ελλάδα και την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων μή ελληνόφωνων, για τους οποίους μάλιστα μάχονται ο ελληνικός και οι γειτονικοί εθνικισμοί, η γλωσσική ετερότητα των αρβανιτών τής νότιας Ελλάδας, δέν συνιστά το παραμικρό πολιτικό πρόβλημα για το ελληνικό κράτος.

Η χρήση των αρβανιτών στην ιδιαίτερη ελληνοαλβανική διαμάχη θα συνεχιστεί (βλ. Βενιζέλος).

Μετά τον Β´παγκόσμιο πόλεμο κυριαρχεί, όπως και για οποιαδήποτε άλλη μορφή ετερότητας στην Ελλάδα, η πλήρης αποσιώπηση και απόκρυψη. Η γλώσσα υποχωρεί σημαντικά μετά το 1950, ταχύτερα από ότι στις άλλες μή
ελληνόφωνες κοινότητες τής Ελλάδας. Παρ’ όλο, που ακόμη και στη δεκαετία τού 1970 θα μπορούσε κανείς να βρει ακόμη λίγους μονόγλωσσους ομιλητές στη νότια Ελλάδα, η μετατόπιση προς την ελληνική είναι ραγδαία τελευταία.

Στα τέλη τής δεκαετίας τού 1970 και στις αρχές τού ‘80, που σχηματικά μπορούμε να ταυτίσουμε με την ανάληψη τής διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, η συγκυρία εγγυάται μια μεγαλύτερη σχετικά ανοχή στα ζητήματα πολιτισμικής και γλωσσικής ετερότητας. Είναι η περίοδος, που ένα τμήμα των διανοούμενων αρβανιτών τής νότιας Ελλάδας προσανατολίζεται στη διάσωση τής γλώσσας και τού πολιτισμού των αρβανιτών. 


Πηγή: Κ. Μπίρης, Ν. Σαλτάρης, 
«Ρίζες ελλήνων, αρβανίτες», έκδ. «Πήγασος».
Το 1982 δημιουργείται ο Αρβανίτικος Σύνδεσμος Ελλάδας, ο οποίος δραστηριοποιείται για μια δεκαετία περίπου. Με ηγεσία, που ανήκε στην ευρύτερη Αριστερά τής εποχής, όχι μόνο δέν διατηρούσε σχέσεις με τα κέντρα ελέγχου τέτοιων δραστηριοτήτων (ΥΠΕΞ κ.λπ.), αλλά και αποδεχόταν τη σχέση των αρβανιτών με τους αλβανούς. Ασκούσε μια όχι ασήμαντη επιρροή στις κοινότητες, τουλάχιστον μέχρι το 1987.

Το 1987, σύμφωνα με μαρτυρίες μελών τού συνδέσμου, ακροδεξιοί κύκλοι, που σχετίζονταν με τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, εξαπολύουν επίθεση εναντίον του καθιστώντας τον στα μάτια τμήματος των κοινοτήτων προδοτικό όργανο των αλβανών. Οι εκδηλώσεις ταυτοτικού χαρακτήρα, όπως η πολύ μεγάλη προσέλευση από πολλά γειτονικά χωριά σε τοπικές συγκεντρώσεις τού συνδέσμου με αρβανίτικα τραγούδια, ανασύρουν τον παράλογο φόβο δημιουργίας (εθνικής) μειονότητας.

Το μακεδονικό και η έλευση των αλβανών μεταναστών αποτελούν τους εξωγενείς -αλλά πολύ σημαντικούς- παράγοντες παρακμής τού συνδέσμου και τής όλης κίνησης.

Οι αρβανίτες, και ειδικά τής νοτιότερης Ελλάδας, υφίστανται σοκ από την ύπαρξη ανθρώπων, με τους οποίους μπορούν να συνεννοηθούν. Η προσπάθεια αποφυγής ταύτισής τους με τους αλβανούς, είτε στο εσωτερικό των κοινοτήτων είτε από τους άλλους, οδηγεί στην απομάκρυνση από ό,τι το κοινό με αυτούς, δηλαδή την κοινή γλώσσα. 


Η κίνηση τής δεκαετίας τού 1980, ενώ αποενοχοποίησε τις κοινότητες σε σχέση με την καταγωγή τους, δέν μπόρεσε να συμβάλει στη διάσωση τής γλώσσας. Άλλωστε, το βιβλίο τού Αριστείδη Κόλλια, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1983, και έκτοτε είναι το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο από τις ίδιες τις κοινότητες, έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αρβανίτες και η καταγωγή των ελλήνων».

Η προσπάθεια, που είχε ξεκινήσει μετά τον πόλεμο, και προωθούσε μια ημι-επίσημη ιστορική εκδοχή για τους αρβανίτες τής νότιας Ελλάδας, εντείνεται τη δεκαετία τού 1980 -ως αντίπαλο δέος στο σύνδεσμο- και ισχυροποιείται μετά την παρουσία των αλβανών στην Ελλάδα.

Κυρίαρχο στοιχείο αυτού τού λόγου, που είχε βασικό αποδέκτη τις κοινότητες, ήταν -και είναι- η αποσύνδεση από τους αλβανούς και την τυποποιημένη επίσημη συγγενή γλώσσα: Οι αρβανίτες δεν κατάγονται από αλβανούς, τα αλβανικά δέν σχετίζονται με τα αρβανίτικα (ακόμη και στην Ήπειρο), υπήρχε παντοτινή διγλωσσία ή η γλώσσα επιβλήθηκε στις κοινότητες (χαρακτηριστικό δείγμα επιστημονικοφανούς λόγου: Σ. Καργάκου: Έλληνες, αλβανοί, αρβανίτες). Μερικά από τα παραπάνω ιδεολογήματα ενστερνίζεται τμήμα τής επιστημονικής και ακαδημαϊκής κοινότητας (που δεν σχετίζεται άμεσα με την κάθε επιμέρους επιστήμη), η οποία τα επαναφέρει έχοντάς τους προσδώσει αυξημένο κύρος.

Το μεγαλύτερο τμήμα των αλβανόφωνων κοινοτήτων και των τοπικών ελίτ έχουν ενσωματώσει τη γλωσσική και πολιτιστική απαξίωση. Σε μερικές περιπτώσεις όχι μόνο δέν ενδιαφέρονται για τη διατήρηση τής γλώσσας, αλλά είναι εχθρικοί σε ο,τιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως ενεργός προσπάθεια διάσωσής της ή να τους αποκόψει στα μάτια των άλλων από τον κορμό τού έθνους.
   





Οι επαναστατήσαντες ντόπιοι ορθόδοξοι αρβανίτες αποτέλεσαν συστατικό τμήμα τού δημιουργούμενου ελληνικού έθνους, τής φαντασιακής
κοινότητας των ρωμιών.
Η
 φουστανέλλα ήταν
το παραδοσιακό τους ένδυμα. 


  
Αυτοεικόνα υποτίμησης
Οι αρβανίτες τής νότιας Ελλάδας διατηρούν και σήμερα μια «χαλαρή» αίσθηση τού συνανήκειν, όπως αυτή εκφράζεται με την ακριβή γνώση των γεωγραφικών ορίων τής ομάδας και των γλωσσικών τους διαφορών, κυρίως από τους γεροντότερους. Η ύπαρξη ενός «παναρβανίτικου» ρεπερτορίου τραγουδιών από το 1930 τουλάχιστον, που ισχυροποιείται και μετά το 1980, μπορεί να θεωρηθεί από τα τελευταία εθνοτικά marker.



Σημειώσεις:
1. Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα από άρθρο τού κ. Λάμπρου Μπαλτσιώτη, που αναρτήθηκε στην ψηφιακή βιβλιοθήκη τού Πάντειου πανεπιστημίου (pandemos.panteion.gr), με τίτλο: «Ιστορία και πολιτισμός τής νεότερης Αλβανίας». Ο τίτλος και η εικονογράφηση έγιναν με μέριμνα τής «Ελεύθερης Έρευνας».

2. Διαβάστε ακόμα στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Θεμελιώδεις μύθοι τού αλβανικού εθνικισμού

- Για τους μεσαιωνικούς αλβανικούς εποικισμούς στον ελλαδικό χώρο:
  Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...

- Για το εθνογραφικό χάος και τη γέννηση των εθνικισμών στα Βαλκάνια:
  Μακεδονική σαλάτα

- Για τη φουστανέλλα:
  Φουστανέλλα: Μια παραδοσιακή αλβανική φορεσιά