Όπως γράφει ο μεγάλος νευροεπιστήμονας Καζάνιγκα, ως ζώα εμείς οι
άνθρωποι είμαστε είτε υπέρ της ομαδοποίησης, είτε υπέρ της διαίρεσης.
Είτε βλέπουμε μόνο τις ομοιότητες, είτε προτιμούμε να επισημαίνουμε τις
διαφορές.
Εάν θέλουμε επομένως να χρησιμοποιήσουμε τον εγκέφαλό μας και να περιορίσουμε τα ζωικά μας ένστικτα, θα πρέπει να μπορέσουμε να συνθέσουμε αυτές τις δύο διαφορετικές έμφυτες τάσεις που έχουμε. Ούτε το ποίμνιο
κάποιου τσομπάνου να αποτελούμε, ούτε τους ξεχωριστούς, εμπνευσμένους ή ταλαντούχους σε κάποιον τομέα πρέπει να απαξιώνουμε.
Εάν θέλουμε επομένως να χρησιμοποιήσουμε τον εγκέφαλό μας και να περιορίσουμε τα ζωικά μας ένστικτα, θα πρέπει να μπορέσουμε να συνθέσουμε αυτές τις δύο διαφορετικές έμφυτες τάσεις που έχουμε. Ούτε το ποίμνιο
κάποιου τσομπάνου να αποτελούμε, ούτε τους ξεχωριστούς, εμπνευσμένους ή ταλαντούχους σε κάποιον τομέα πρέπει να απαξιώνουμε.
Ούτε μέλος ενός φάσιο, μίας φασιστικής ομάδας - αγέλης να είμαστε, ούτε
την συλλογική δράση να απορρίπτουμε.
Ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι διότι καταπιέζει ένα από τα δύο ανθρώπινα εγώ, που κουβαλάμε μέσα μας. Από τα δύσκολα όμως κρίνεται και η δυνατότητα της ανάπτυξης του συνειδητού, ενάντια στο ασυνείδητο.
Εγώ παραθέτω το απόσπασμα που δεν θα μπορούσε να μας το δώσει κανείς καλύτερα από τον Όμηρο. Είναι η τρομερή στιγμή στην πρώτη ραψωδία, που ο Αχιλλέας θιγμένος από την συμπεριφορά του Αγαμέμνονα, ετοιμάζεται να βγάλει το σπαθί από την θήκη του και να χτυπήσει τον βασιλιά, δίνοντας πρόωρο τέλος στην Ιλιάδα. Η θεά Αθηνά τότε τον συμβουλεύει να κρατήσει τον θυμό του, αλλά χωρίς να απεμπολήσει το δίκιο του:
Έτσι είπε, κι ο Αχιλλέας συχύστηκε᾿ στα δασωμένα στήθια
διχόγνωμη η καρδιά του εδούλευε, κι αναρωτιόταν, τάχα
το κοφτερό σπαθί που εκρέμουνταν πλάι στο μερί να σύρει,
κι ως διασκορπίσει όλη τη σύναξη, το γιο του Ατρέα να σφάξει,
για να μερώσει το άγριο πάθος του και το θυμό να πνίξει;
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του
και το τρανό σπαθί του ανάσερνε, να τη η Αθηνά απ᾿ τα ουράνια'
η Ήρα μαθές η κρουσταλλόχερη την είχε ξαποστείλει,
που και τους δυο παρόμοια νοιάζουνταν κι ίδια τους είχε αγάπη.
Πίσω του εστάθη και τον άρπαξεν απ᾿ τα ξανθά μαλλιά του'
άλλος κανείς δεν την ξεχώριζε, μόνο ο Αχιλλέας μπορούσε.
Σάστισε αυτός, τα πίσω στράφηκε, κι ευτύς αναγνωρίζει
την Αθηνά Παλλάδα—κι άστραφταν φριχτά τα δυο της μάτια—
και κράζοντας τη με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
« Τέκνο του Δία του βροντοσκούταρου, γιατί ήρθες τώρα πάλε;
Για τον υγιό του Ατρέα μην έτρεξες, να δεις την ξιπασιά του;
Εγώ ένα λόγο ωστόσο θα 'λεγα, που θα γενεί, λογιάζω:
με τ᾿ άπρεπα του αυτά καμώματα θα γοργοθανατίσει.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Ήρθα να πάψω εγώ την όργητα που σε κρατεί, αν μ᾿ ακούσεις,
σταλμένη απ᾿ την κρουσταλλοβράχιονη την Ήρα από τα ουράνια,
που και τους δυο σας ίδια νοιάζεται κι ίδια σας έχει αγάπη.
Μον᾿ έλα, σκόλνα τα μαλώματα και το σπαθί μη σέρνεις᾿
με λόγια ωστόσο, αν θέλεις, βρίσε τον, κι όπου σε βγάλει η
γλώσσα!
Κι εγώ ένα λόγο τώρα θα 'λεγα, που σίγουρα θα γένει:
τρίδιπλα τόσα δώρα ατίμητα μια μέρα θα σου δώσουν
γι᾿ αυτό το ντρόπιασμα, μόν᾿ άκου μας και το θυμό σου κράτα.»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος απηλογιά της δίνει:
«Δεν πρέπει αλήθεια την ορμήνια σας, θεά, να παρακούσω,
κι ας πνίγει η οργή βαθιά τα σπλάχνα μου᾿ το πιο συφέρο αυτό 'ναι.
Που τους θεούς γρικάει, με προθυμία τον συνακούν κι εκείνοι.»
Είπε, και το τρανό ξανάσπρωξε σπαθί του στο θηκάρι,
στη βαριά φούχτα το χερόλαβο κρατώντας το ασημένιο,
στης Αθηνάς τα λόγια ακούγοντας᾿ κι εκείνη στο παλάτι
πετάει και πάει του Δία, στον Όλυμπο, με τους θεούς τους άλλους.
Φυσικά η Αθηνά Παλλάδα, είναι η σοφία του ανθρώπου για να τιθασεύσει το ζώο που έχει μέσα του. Και ευσέβεια στην θεά, είναι όπως ο Αχιλλέας, έτσι και εμείς να την καταλαβαίνουμε πότε μας παρακινεί να βάλουμε το σπαθί στο θηκάρι και να μην καταστρέψουμε την "ομάδα", μήτε όμως να γίνουμε άκριτα μέλος της.
Ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι διότι καταπιέζει ένα από τα δύο ανθρώπινα εγώ, που κουβαλάμε μέσα μας. Από τα δύσκολα όμως κρίνεται και η δυνατότητα της ανάπτυξης του συνειδητού, ενάντια στο ασυνείδητο.
Εγώ παραθέτω το απόσπασμα που δεν θα μπορούσε να μας το δώσει κανείς καλύτερα από τον Όμηρο. Είναι η τρομερή στιγμή στην πρώτη ραψωδία, που ο Αχιλλέας θιγμένος από την συμπεριφορά του Αγαμέμνονα, ετοιμάζεται να βγάλει το σπαθί από την θήκη του και να χτυπήσει τον βασιλιά, δίνοντας πρόωρο τέλος στην Ιλιάδα. Η θεά Αθηνά τότε τον συμβουλεύει να κρατήσει τον θυμό του, αλλά χωρίς να απεμπολήσει το δίκιο του:
Έτσι είπε, κι ο Αχιλλέας συχύστηκε᾿ στα δασωμένα στήθια
διχόγνωμη η καρδιά του εδούλευε, κι αναρωτιόταν, τάχα
το κοφτερό σπαθί που εκρέμουνταν πλάι στο μερί να σύρει,
κι ως διασκορπίσει όλη τη σύναξη, το γιο του Ατρέα να σφάξει,
για να μερώσει το άγριο πάθος του και το θυμό να πνίξει;
Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του
και το τρανό σπαθί του ανάσερνε, να τη η Αθηνά απ᾿ τα ουράνια'
η Ήρα μαθές η κρουσταλλόχερη την είχε ξαποστείλει,
που και τους δυο παρόμοια νοιάζουνταν κι ίδια τους είχε αγάπη.
Πίσω του εστάθη και τον άρπαξεν απ᾿ τα ξανθά μαλλιά του'
άλλος κανείς δεν την ξεχώριζε, μόνο ο Αχιλλέας μπορούσε.
Σάστισε αυτός, τα πίσω στράφηκε, κι ευτύς αναγνωρίζει
την Αθηνά Παλλάδα—κι άστραφταν φριχτά τα δυο της μάτια—
και κράζοντας τη με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
« Τέκνο του Δία του βροντοσκούταρου, γιατί ήρθες τώρα πάλε;
Για τον υγιό του Ατρέα μην έτρεξες, να δεις την ξιπασιά του;
Εγώ ένα λόγο ωστόσο θα 'λεγα, που θα γενεί, λογιάζω:
με τ᾿ άπρεπα του αυτά καμώματα θα γοργοθανατίσει.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Ήρθα να πάψω εγώ την όργητα που σε κρατεί, αν μ᾿ ακούσεις,
σταλμένη απ᾿ την κρουσταλλοβράχιονη την Ήρα από τα ουράνια,
που και τους δυο σας ίδια νοιάζεται κι ίδια σας έχει αγάπη.
Μον᾿ έλα, σκόλνα τα μαλώματα και το σπαθί μη σέρνεις᾿
με λόγια ωστόσο, αν θέλεις, βρίσε τον, κι όπου σε βγάλει η
γλώσσα!
Κι εγώ ένα λόγο τώρα θα 'λεγα, που σίγουρα θα γένει:
τρίδιπλα τόσα δώρα ατίμητα μια μέρα θα σου δώσουν
γι᾿ αυτό το ντρόπιασμα, μόν᾿ άκου μας και το θυμό σου κράτα.»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος απηλογιά της δίνει:
«Δεν πρέπει αλήθεια την ορμήνια σας, θεά, να παρακούσω,
κι ας πνίγει η οργή βαθιά τα σπλάχνα μου᾿ το πιο συφέρο αυτό 'ναι.
Που τους θεούς γρικάει, με προθυμία τον συνακούν κι εκείνοι.»
Είπε, και το τρανό ξανάσπρωξε σπαθί του στο θηκάρι,
στη βαριά φούχτα το χερόλαβο κρατώντας το ασημένιο,
στης Αθηνάς τα λόγια ακούγοντας᾿ κι εκείνη στο παλάτι
πετάει και πάει του Δία, στον Όλυμπο, με τους θεούς τους άλλους.
Φυσικά η Αθηνά Παλλάδα, είναι η σοφία του ανθρώπου για να τιθασεύσει το ζώο που έχει μέσα του. Και ευσέβεια στην θεά, είναι όπως ο Αχιλλέας, έτσι και εμείς να την καταλαβαίνουμε πότε μας παρακινεί να βάλουμε το σπαθί στο θηκάρι και να μην καταστρέψουμε την "ομάδα", μήτε όμως να γίνουμε άκριτα μέλος της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html