Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Όθων, Βασιλεύς της Ελλάδος: Μια αποτίμηση


του Σπυρίδωνος Γ. Πλουμίδη
.
Η ιστορική αποτίμηση της βασιλείας του Όθωνα δεν είναι άμοιρη από αντιθέσεις και αναθεωρήσεις. Η περίοδος του Όθωνα μπορεί να ταυτιστεί με τη θεσμική, την πνευματική και την ιδεολογική θεμελίωση του ελληνικού κράτους. Ο απολυταρχισμός και ο συγκεντρωτισμός του Όθωνα στιγμάτισαν αρνητικά τον τρόπο διακυβέρνησής του. Η αποτυχία των εξορμήσεων της Μεγάλης
Ιδέας και η σύγκρουση με τη βρετανική πολιτική στην Ανατολή προκάλεσαν
ανεπανόρθωτους τριγμούς στον θρόνο του και επίσπευσαν την πτώση του.
Η ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ
Η περίοδος του Όθωνα ξεκινά ουσιαστικά τον Απρίλιο του 1833 με την εγκαθίδρυση της Αντιβασιλείας (φον Άρμανσμπεργκ αρμόδιος για τα οικονομικά, φον Μάουρερ για τα εκκλησιαστικά και τα εκπαιδευτικά, φον Χάϋντεκ για τα ναυτικά και τα στρατιωτικά και φον Άμπελ για τα διοικητικά και τα εξωτερικά θέματα). Το έργο της Αντιβασιλείας ήταν θεμελιακό για την οργάνωση και τη συγκρότηση ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού τύπου, αστικού κράτους. Οι προηγούμενες προσπάθειες του Καποδίστρια είχαν μείνει ανολοκλήρωτες και το έργο του εν μέρει κατέρρευσε μετά τη δολοφονία του.
Τη διετία 1833-34 τέθηκαν τα θεμέλια των θεσμών της δημόσιας διοίκησης, της δημόσιας εκπαίδευσης, της εθνικής Εκκλησίας, του στρατού, της του δικαίου κτλ. Η βαυαρική Αντιβασιλεία μετακένωσε στην ανεξάρτητη Ελλάδα τα πρότυπα και τους κανόνες που είχε διαδώσει δύο δεκαετίες νωρίτερα ο Ναπολέοντας στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπως αυτά είχαν αφομοιωθεί από τα γερμανικά κρατίδια. Συντάχθηκαν ο Ποινικός Νόμος (1833), η Πολιτική και Ποινική Δικονομία (1834), ο Οργανισμός των Δικαστηρίων και των Συμβολαιογραφείων (1834), ο Εμπορικός Νόμος (1835), ενώ Βασιλικό Διάταγμα της 23 Φεβρουαρίου 1835 εισήγαγε ως ισχύον δίκαιο «τους πολιτικούς νόμους των βυζαντινών αυτοκρατόρων τους περιεχομένους εις την Εξάβιβλον του Αρμενόπουλου» καθώς και τα έθιμα «οπού επεκράτησαν» επί Τουρκοκρατίας.

Η Ελλάδα διαιρέθηκε σε δέκα νομούς και 42 επαρχίες κατά το γαλλικό πρότυπο – το 1836 η διοικητική δομή ανασυντάχθηκε σε 30 «διοικήσεις» και «υποδιοικήσεις». Με αυτόν τον τρόπο ενισχύθηκε η κεντρική εξουσία και ο συγκεντρωτισμός της διοίκησης, που είχε εφαρμόσει ο Καποδίστριας. Το 1834 πρωτεύουσα του κράτους ορίστηκε η Αθήνα, η οποία μόλις είχε απελευθερωθεί, και την 1 Δεκεμβρίου μεταφέρθηκαν εκεί οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές από το Ναύπλιο. Η ανάδειξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα ήταν συνειδητή επιλογή της βαυαρικής αυλής λόγω των «αναμνήσεων του αττικού πολιτισμού» της και της «αθάνατης δόξας» του αρχαιοελληνικού παρελθόντος της. Στα χρόνια της βαυαρικής δυναστείας η Αθήνα μετεξελίχθηκε από ένα χωριό 4.000 κατοίκων σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα 41.000 κατοίκων (1861). Η νέα πρωτεύουσα απέκτησε πολεοδομικό σχέδιο από τον Κλεάνθη Σταμάτη, τον Εδουάρδο Schaubert και εν συνεχεία τον Leo von Klenze, το οποίο, αν και παρέμεινε ημιτελές, άφησε μόνιμο το αποτύπωμά του στο ιστορικό κέντρο της μεγαλούπολης. Βαυαροί αρχιτέκτονες ανέλαβαν και υλοποίησαν τον εμπλουτισμό της ελληνικής πρωτεύουσας με μνημειώδη οικοδομήματα νεοκλασσικού ρυθμού, τα οποία απεικόνιζαν την αίγλη του νεοσύστατου κράτους.
Το 1836-41 οικοδομήθηκαν τα βασιλικά Ανάκτορα (σημερινή Βουλή των Ελλήνων) και το κτίριο του Πανεπιστημίου, ενώ το 1859 σχεδιάστηκαν τα κτίρια της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Σιναίας Ακαδημίας από τον αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν. Στον τομέα της εκπαίδευσης, εξατάξια δημοτικά σχολεία ιδρύθηκαν σε κάθε δήμο της χώρας, τριτάξια ελληνικά σχολεία (αντίγραφα του γερμανικού Lateinische Schüle) στις έδρες των επαρχιών και γυμνάσια (κατά το γερμανικό Gymnasium) στις πρωτεύουσες των νομών.
Το 1833 (με Βασιλικό Διάταγμα της 8 Φεβρουαρίου 1833) τέθηκε σε κυκλοφορία η αργυρή δραχμή, η οποία ήταν ίσης περίπου αξίας με τον φοίνικα του Ι. Καποδίστρια.
Το 1833 η Εκκλησία της Ελλάδος κηρύχθηκε μονομερώς αυτοκέφαλη, χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διοικούμενη από δική της Ιερά Σύνοδο αρχιερέων. Το διάταγμα του αυτοκεφάλου (23 Ιουλίου 1833) όριζε κεφαλή της Εκκλησίας της Ελλάδος τον βασιλιά, ενώ την Ιεραρχία αποτελούσαν πέντε, διορισμένοι από αυτόν, επίσκοποι. Στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου, της οποίας η αυτονομία περιοριζόταν σε δογματικά και λειτουργικά ζητήματα, ήταν απαραιτήτως παρόντες ο γραμματέας και ο βασιλικός επίτροπος. Γραμματέας διατέλεσε ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης και επίτροπος ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Σχινάς. Η (προσωρινή, ώς το 1850) απόσχιση της ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντανακλούσε τα δόγματα της νεωτερικότητας: την υποβιβασμό των παραδοσιακών κοινωνικών θεσμών και την υπαγωγή τους υπό τον άμεσο έλεγχο της συγκεντρωτικής κρατικής (κοσμικής) εξουσίας.Η ουσία του νεωτερικού καισαροπαπισμού φαινόταν από τη διαίρεση της ελληνικής επικρατείας σε δέκα επισκοπές, των οποίων τα όρια συνέπιπταν με αυτά των νομών.
Στον τομέα της Δικαιοσύνης, ιδρύθηκαν πρωτόκλητα δικαστήρια, δύο εφετεία, τρία εμποροδικεία και ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο.
Ο τακτικός στρατός, που είχε διαλυθεί μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ανασυγκροτήθηκε και διαιρέθηκε σε οκτώ ελαφρά τάγματα πεζικού της γραμμής και δέκα τάγματα «Ακροβολιστών» (ή «Κυνηγών»), σε πυροβολικό, μηχανικό και ιππικό. Παράλληλα, διαλύθηκαν τα άτακτα σώματα των αγωνιστών της Επανάστασης και αντικαταστάθηκαν από ισάριθμους (5.000) Βαυαρούς εθελοντές υπαξιωματικούς και αξιωματικούς για την αρτιότερη εκπαίδευσή του τακτικού στρατού στις σύγχρονες πολεμικές τακτικές. Περίπου 2.000 παλαιοί αγωνιστές εντάχθηκαν στους ακροβολιστές, οι οποίοι ήταν σχηματισμοί ελαφρού πεζικού με πολλές ομοιότητες με τους ημιτακτικούς σχηματισμούς της καποδιστριακής περιόδου (χιλιαρχίες) και διατηρούσαν ορισμένα παραδοσιακά στοιχεία της προεπαναστατικής περιόδου (στολές, οπλισμός). Παράλληλα, συστήθηκε η Βασιλική Φάλαγγα, ένα τιμητικό σώμα για τους διακριθέντες αξιωματικούς του Αγώνα, το οποίο αποτελούσε ουσιαστικά συνταξιοδοτικό ταμείο για την ανακούφιση των απόρων βετεράνων και τη διασφάλιση της νομιμοφροσύνης τους προς το μοναρχικό καθεστώς. Με ιδιαίτερο νόμο ιδρύθηκε το 1833 η Χωροφυλακή (κατά μετάφραση του γαλλικού Gendarmerie) για τη διαφύλαξη της ασφάλειας στην ύπαιθρο και την καταπολέμηση της ληστείας.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑΣ
Η ενηλικίωση του Όθωνα την 1 Ιουνίου 1835 (όταν συμπλήρωσε την ηλικία των 20 ετών) ενίσχυσε περαιτέρω τον συγκεντρωτισμό της εκτελεστικής εξουσίας. Σύμφωνα με τον Ι. Μακρυγιάννη, ο νεαρός βασιλιάς «κόλλησε» στον θρόνο.
Ο ενεργός ρόλος των βαυαρών συμβούλων στην πολιτική διατηρήθηκε ωστόσο ώς το 1837, οπότε εναλλάχθηκαν στην πρωθυπουργία ο Άρμανσμπεργκ και ο Ρούντχαρτ. Ο αυταρχικός τρόπος διακυβέρνησης της Αντιβασιλείας και του Όθωνα διαφαίνεται στους νόμους «περί εκτάκτου στρατιωτικής δίκης» (5 Σεπτεμβρίου 1833), «περί εγκλημάτων εκ της καταχρήσεως του τύπου» (6 Σεπτεμβρίου 1833) και «περί εξυβρίσεων εν γένει και περί τύπου (23 Νοεμβρίου 1837), τοι οποίοι κατέστηλαν προληπτικά την ελευθεροτυπία.
Το 1835 ιδρύθηκε ως συμβουλευτικό όργανο αλλά και ως διοικητικό δικαστήριο το Συμβούλιο της Επικρατείας, ένα θεσμός ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα λειτουργία του ελληνικού κράτους. Κατά την ίδρυσή του, το ανώτατο αυτό δικαστήριο του κράτους είχε αρμοδιότητες «περί των φόρων», επί του προϋπολογισμού και γνωμοδοτικές «περί των νόμων». Στην 20μελή σύνθεσή του συγκαταλέγονταν όλες οι επιφανείς προσωπικότητες της περιόδου και αντιπροσωπεύονταν όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί (το ρωσικό, το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα και οι συνταγματικοί, που είχαν πρωτοεμφανιστεί μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1825). Τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας τα διόριζε και τα έπαυε και ελεύθερα ο μονάρχης.
Μετά την αποπομπή του Ρούντχαρτ (20 Δεκεμβρίου 1837) η άσκηση της πολιτικής εξουσίας από τον Όθωνα έλαβε «προσωπικό» χαρακτήρα και στο νέο κυβερνητικό σχήμα δεν υπήρχε πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συνθήκη του Λονδίνου της 25 Απριλίου/7 Μαΐου 1832 δεν έκανε την παραμικρή μνεία περί Συντάγματος, αλλά η συνδιάσκεψη του Λονδίνου των τριών Προστατιδών Δυνάμεων, με προκήρυξη που απηύθυνε προς τους Έλληνες λίγους μήνες αργότερα, στις 18/30 Αυγούστου 1832, τους ζητούσε να βοηθήσουν τον νέο βασιλιά, «εις την αποστολήν του να δώση εις το κράτος οριστικόν Σύνταγμα». Την ίδια υπόσχεση έδωσε τον Ιούλιο του 1832 ο υπουργός Εξωτερικών της Βαυαρίας στην προσωρινή Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδας.
Στον εξωτερικό τομέα ο Όθωνας έκανε φιλορωσική στροφή (με την τοποθέτηση στην Γραμματεία των Εσωτερικών του Γεωργίου Γλαράκη) και επιχείρησε να απεξαρτηθεί από την ασφυκτική κηδεμονία της αγγλικής πολιτικής. Η επιλογή αυτή του βαυαρού βασιλιά ήταν στρατηγικής σημασίας, καθώς θα μπορούσε να του εξασφαλίσει λαϊκή υποστήριξη. Το ρωσικό κόμμα των Ναπαίων διέθετε μακράν τη μεγαλύτερη επιρροή στις λαϊκές μάζες, αναλισκόταν σε αλυτρωτικές, θρησκευτικές και μεσσιανικές αναζητήσεις και προέβαλλε λιγότερο τα συνταγματικά αιτήματα.
Ο ομφάλιος λώρος του βασιλιά των Ελλήνων με τους φιλορώσους, με απώτερη επιδίωξη την εξασφάλιση της λαϊκής ανοχή προς την ουτοπία του απολυταρχισμού, είχε ως μεσοπρόθεσμη συνέπεια τον εγκλωβισμό της βαυαρικής δυναστείας στα μαξιμαλιστικά οράματα και τον μυστικισμό της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας (όπως αυτή προσδιορίστηκε αργότερα από τον Κωλέττη).
Οι πρώτες παρενέργειες αυτής της σύνδεσης ήταν η ίδρυση της συνωμοτικής Φιλορθοδόξου Εταιρείας το 1839, η οποία είχε ως σκοπό την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας και τη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας, με τη βάπτιση του Όθωνα στο ορθόδοξο δόγμα. Ο εξτρεμισμός της Εταιρείας επέφερε αναπόφευκτα τη διάλυσή της, τη σύλληψη των μελών της και την αποπομπή του Γλαράκη από την κυβέρνηση.
Η περίοδος του Όθωνα ταυτίστηκε με μακροπρόθεσμα με τον ρομαντικό εθνικισμό, τον οποίο μεταλαμπάδευσε στην Ελλάδα στη γερμανική (χερδεριανή) μορφή του, και άφησε βαθύ το αποτύπωμά της στην ιδεολογική υποδομή του νεοελληνικού κράτους.
Το 1837 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο σύντομα ονομάστηκε Οθώνειο. Οι καθηγητικές έδρες του Εθνικού Πανεπιστημίου αποτύπωναν (και ενσάρκωναν) τρεις βασικές συνιστώτες της ελληνικής ηγεμονικές ιδεολογίας του 19ου αιώνα: τον ιστορισμό (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος), τον λαογραφισμό (Νικόλαος Πολίτης) και τη γλωσσολογία (Γεώργιος Χατζηδάκις).
Η οθωνική περίοδος συνέδεσε στενώτατα τη νεογέννητη ελληνική επιστήμη με τη γερμανική ακαδημαϊκή παράδοση. Οι τακτικοί καθηγητές του πανεπιστημίου στον μακρό 19ο αλλά και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα είχαν ολοκληρώσει (ή συμπληρώσει) τις σπουδές τους στο Μόναχο και στα άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα της (μετά το 1871 ενωμένης) Γερμανίας (Λειψία, Χαϊδελβέργη, Βερολίνο κλπ.).
Η αποστολή του Οθώνειου Πανεπιστημίου, του πρώτου πανεπιστημίου στα Βαλκάνια, είχε ευρύτερες διαστάσεις, πέραν των στενών ορίων του ελληνικού κράτους: ήταν η μεταλαμπάδευση των φώτων της Δύσης στην καθ’ ημάς Ανατολής και ο εξελληνισμός της Ανατολής δια των αποφοίτων του. Με άλλα λόγια, η εξωτερική ιδεολογική λειτουργία του ήταν η διάδοση του ελληνικού εθνικισμού στις ορθόδοξες κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσα από τους δασκάλους, τους ιατρούς, τους δικηγόρους και λοιπούς «επιστήμονες» (πτυχιούχους) που αποφοιτούσαν από τις σχολές της (Φιλοσοφικής, Ιατρική και Νομική), οι οποίοι ήταν φορείς των εθνικών μεγαλοϊδεατικών ιδεών. Η αυτοκρατορία του Σουλτάνου θα εξελληνιζόταν ή θα αντικαθίστατο από ένα πρότυπο ελληνικό βασίλειο της Ανατολής με εστεμμένο μονάρχη τον Όθωνα.
Η βαυαρική δυναστεία άφησε την κληρονομιά της και στην τέχνη. Ο θεσμικός και λειτουργικός ρόλος της τέχνης διαφαίνεται στην επείγουσα μέριμνα του οθωνικού κράτους να ιδρύσει το Σχολείο των Τεχνών (31 Δεκεμβρίου 1836). Η λεγόμενη Σχολή του Μονάχου κυριάρχησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και χαρακτηρίστηκε ως «δεύτερη βαυαροκρατία». Οι επιφανείς εκπρόσωποί της (Νικηφόρος Λύτρας, Νικόλαος Γύζης, Γεώργιος Ιακωβίδης, Κωνσταντίνος Βολονάκης, Γιαννούλης Χαλεπάς κ.ά.) σπούδασαν τις ωραίες τέχνες στη βαυαρική πρωτεύουσα με υποτροφία του ελληνικού ή του βαυαρικού κράτους και μετέφεραν στην Ελλάδα τον αυστηρό νεοκλασικισμό και τη γερμανική ακαδημαϊκότητα στη νεοελληνική τέχνη.
Ο έντονος μυστικισμός και τα ιδεαλιστικά ρομαντικά εθνικά μηνύματα των ιστορικών πινάκων του Λύτρα, του Γύζη, του Θεόδωρου Βρυζάκη κ.ά. απεικόνιζαν εικαστικά τα προτάγματα της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Η σχολή του Μονάχου δημιούργησε παράλληλα μια γνήσια εγχώρια εκδοχή του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, η οποία την περίοδο 1880-1900 εξέφρασε (μέσω της προσωπογραφίας και της απεικόνισης της νεκρής φύσης) τις αισθητικές προτιμήσεις της μεγαλοαστικής τάξης που σχηματίστηκε στην ελληνική πρωτεύουσα την περίοδο του Χαριλάου Τρικούπη.
Μια ιδιαίτερη ηθογραφική εικαστική θεματολογία, εμπνευσμένη από την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού (Volk), προσέφερε μια έντονη ρομαντική ένεση στον νεοελληνικό ψυχισμό και ανανέωσε μύθους και εθνικές ανακρίβειες (όπως του «κρυφού σκολειού») που κατασκευάστηκαν από λογίους εκείνη την περίοδο. Ενδεικτικά αναφέρουμε την καθιέρωση της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου με διάταγμα του Όθωνα το 1838, η οποία θεσμοποίησε το ιδεολόγημα του «περιουσίου λαού» και ιεροποίησε το κοσμικό έθνος των Ελλήνων ως «νέο Ισραήλ», ένα ιδεολόγημα το οποίο τεκμηρίωσε με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1860-1974) ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.
Το 1842 ο Κωνσταντίνος Οικονόμου συνέθεσε τη λόγια παράδοση του «κρυφού σκολειού», ενώ το ίδιο έτος το Οθώνειο Πανεπιστήμιο καθιέρωσε την ημέρα μνήμης των Τριών Ιεραρχών ως εορτή των ελληνικών γραμμάτων, ιστορικοποιώντας την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και εγγράφοντάς την στη γραμμική αφήγηση του ελληνικού έθνους. Την ίδια περίοδο ο Λευκάδιος Σπυρίδων Ζαμπέλιος εισήγαγε πρώτος, στα Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος (1852), την τρίσημη διαίρεση της ελληνικής ιστορίας (αρχαιότητα – μεσαίωνας – νεώτερη περίοδος) και σηματοδότησε την αφετηρία της ελληνικής ιστοριογραφίας.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ
Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου κλόνισε τον θρόνο του Όθωνα. Τη νύκτα της Επανάστασης ακούστηκαν συνθήματα κατά των Βαυαρών και της δυναστείας, τα οποία όμως κατασίγασε έγκαιρα ο Δ. Καλλέργης. Τα διατάγματα που αναγκάστηκε να υπογράψει ο Όθωνας και το Σύνταγμα αποτελούσαν ωστόσο πλήγματα τόσο κατά της κατά της «απολυτοφροσύνης» (δηλ. της απόλυτης μοναρχίας) όσο και της «ξενοκρατίας»: ένα από τα διατάγματα που υπέγραψε ο Όθωνας τη νύκτα της 3ης Σεπτεμβρίου προέβλεπε την απόλυση από τις δημόσιες υπηρεσίες όλων των ξένων (όχι μόνο Βαυαρών, αλλά και Άγγλων, Δανών, Γερμανών, Σουηδών κ.ά., που είχαν μετακληθεί από τον Όθωνα, για να στελεχώσουν τη δημόσια διοίκηση και να μεταφέρουν τη δυτική εμπειρία στην Ελλάδα) εκτός από τους παλιούς Φιλέλληνες.
Το Σύνταγμα βέβαια του 1844 δεν ήταν ιδιαίτερα δημοκρατικό, αλλά προϊόν ενός συμβιβασμού «μεταξύ Έθνους και βασιλέως». Βασιζόταν σε ένα άριστα μελετημένο προσχέδιο που ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις κυβερνήσεις των Προστατιδών Δυνάμεων (της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας) και του Λουδοβίκου Α´ της Βαυαρίας (πατέρα του Όθωνα).
Κομβικό ρόλο σε αυτόν τον συμβιβασμό διαδραμάτισαν ο Ι. Κωλέττης και ο Αλ. Μαυροκορδάτος, οι οποίοι έπεισαν τους Έλληνες πληρεξουσίους να αποδεχθούν τις γενικές αρχές και τις συνταγματικές διατάξεις που είχαν αποφασισθεί στο εξωτερικό. Ο συμβιβασμός αυτός ήταν αναγκαίος για να κατασβεσθούν οι έντονες διαμάχες που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των κομμάτων και να σιγήσουν οι ακραίες φωνές που ζητούσαν έξωση του Όθωνα, με ενδεχόμενη συνέπεια την επικράτηση αναρχίας και εμφύλιου σπαραγμού.
Το άρθρο 20 προέβλεπε ότι «η εκτελεστική εξουσία ανήκει εις τον Βασιλέα, ενεργείται δε δια των παρ’ αυτού διοριζομένων υπευθύνων Υπουργών» (άρθρο 20). Το άρθρο 22 ότι «το πρόσωπον του Βασιλέως είναι ιερόν και απαραβίαστον, οι δε Υπουργοί αυτού είναι υπεύθυνοι». Με βάση το άρθρο 24: «ο Βασιλεύς» διόριζε και έπαυε «τους Υπουργούς αυτού ελευθέρως». Η δικαιοσύνη πήγαζε «από του Βασιλέως», ενεργείτο «δε δια Δικαστών υπ’ αυτού διοριζομένων» (άρθρο 86). Στα θετικότερα επιτεύγματα της «επανάστασης» της 3ης Σεπτεμβρίου συγκαταλεγόταν ο εκλογικός νόμος 1844, ο οποίος καθιέρωνε την καθολική ψηφοφορία των αρρένων.
Ιδιαίτερα ταλάνισε την ελληνική κοινωνία η διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, η οποία ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1844 στα πλαίσια των συζητήσεων για το άρθρο 3 του Συντάγματος σχετικά με τα προσόντα του Έλληνα πολίτη. Το πνεύμα ξενηλασίας που οιστρηλάτησε τους νικητές της 3ης Σεπτεμβρίου στρεφόταν εναντίον των ετεροχθόνων όχι ως δυτικότροπων διανοουμένων αλλά ως δημοσίων υπαλλήλων, ταυτισμένων με ένα κατά κοινή ομολογία «ξενικόν καθεστώς» και θεωρουμένων σαν σφετεριστών των υπουργημάτων από τους παραγκωνισμένους ντόπιους αγροτοποιμένες επαναστάτες, οι οποίοι αν και μπόρεσαν να υπηρετήσουν πιστά τον ένοπλο αγώνα, δεν ήταν όμως σε θέση, ελλείψει αντικειμενικών προσόντων, να υπηρετήσουν οποιαδήποτε γραφειοκρατική διοίκηση.
Με το Ψήφισμα Β´, που διευθέτησε το ζήτημα, οι ετερόχθονες απολύθηκαν ή αποκλείστηκαν από τη δημόσια υπηρεσία για 2-4 χρόνια. Στους απολυμένους (μέχρι τον Οκτώβριο του 1845, οπότε έπαυσαν οι απολύσεις) περιλαμβάνονταν υπάλληλοι όλων των κατηγοριών, κυρίως όμως (κατά τα 3/4) δικαστικοί. Ανάμεσα στους απολυμένους συγκαταλέγονταν ο Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, σύμβουλος του Υπουργείου των Εσωτερικών, και ο (μετέπειτα εθνικός ιστοριογράφος) κωνσταντινουπολίτης Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Τελικά, ο αριθμός των υπαλλήλων που έχασαν τις θέσεις τους δεν υπερέβη τις 70-75, αλλά το ζήτημα του αυτοχθονισμού και ετεροχθονισμού διέσπασε προσωρινά την ενότητα του ελληνισμού και προκάλεσε μια πρώτη κρίση εθνικής ολοκλήρωσης. Η μεταπολίτευση του 1843 σήμανε επίσης την επικράτηση της πολιτικής πρακτικής του «κοτσαμπασισμού» και την επιβράδυνση του εκσυγχρονισμού του νεοελληνικού κράτους.
Η κεντρική θέση του Κωλέττη στην πολιτική ζωή την περίοδο του Όθωνα ξεκίνησε από την θητεία του ως Υπουργού Εσωτερικών (και για ένα διάστημα προέδρου του υπουργικού συμβουλίου) την περίοδο 1833-35 και την επιτυχή καταστολή των εξεγέρσεων της Μάνης και της Μεσσηνίας. Το σύστημα Κωλέττη ήταν βασισμένο στην έννοια της μέση οδού, της σταθερότητας και της διάρκειας∙ εναπόθετε την πολιτική ισχύ στον μονάρχη, υποβίβαζε απόλυτα τον ρόλο της Βουλής και εξαρτούσε τη σταθερότητά του από την αρμονική σχέση μονάρχη-πρωθυπουργού. Βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, τουλάχιστον μέχρι την έξωση του Όθωνα ήταν η εκ των άνω συγκρότηση πλειοψηφιών και η άμβλυνση κάθε πολιτικής διαφοροποίησης.
Βασικός μοχλός του συστήματος διακυβέρνησης του Κωλέττη ήταν οι προνομιακές του σχέσεις με τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς και ιδίως τον Θεοδωράκη Γρίβα και η κατατρομοκράτηση μέσω αυτών των πολιτικών του αντιπάλων. Ο θάνατος του Κωλέττη στέρησε τον Όθωνα από έναν πολιτικό μοναδικού κύρους, οξύνοιας και διορατικότητας, ο οποίος ήταν σε θέση να συμπράξει με τον μονάρχη στη βάση των κανόνων της διπλής εκτελεστικής εξουσίας που προέβλεπε το Σύνταγμα. Οι διάδοχοι του Κωλέττη ήταν πιο αδύναμοι από αυτόν, με αποτέλεσμα το Στέμμα να αναγκαστεί να κατέλθει ενεργητικότερα στον καθημερινό στίβο της πολιτικής αρένας, διαδραματίζοντας ταυτόχρονα τον ρόλο του πολιτειακού άρχοντα και του αρχηγού της κυβέρνησης.
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, όταν τα ξενικά κόμματα εξαφανίστηκαν, οι κυβερνήσεις κατέληξαν να είναι καθαρά αυλικές. Η έντονη παρέμβαση και η συνεχής παρουσία του Στέμματος στην πολιτική διαπάλη έφθειρε τον ρόλο της βαυαρικής δυναστείας και συνέβαλε στην πλήρη κατάρρευσή της το 1862.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ 1854
Η διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας από τον Ι. Κωλέττη στις 14 Ιανουαρίου 1844, στη διάρκεια των εργασιών της «Γ´ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως», αποτελεί τομή στην πορεία της νεοελληνικής ιδεολογίας. Μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους ζούσαν τότε 750.000 κάτοικοι, ενώ, σύμφωνα με ελληνικούς υπολογισμούς, οι Έλληνες εκτός των συνόρων ανέρχονταν σε περίπου 2.000.000.
Χάρη στη ρητορική δεινότητα του Κωλέττη, η Μεγάλη Ιδέα βρήκε μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό και σύντομα έγινε κτήμα ολοκλήρου του έθνους. Ο όρος όμως Μεγάλη Ιδέα πολιτογραφήθηκε μέσα σε ασάφεια. Ο Ηπειρώτης πολιτικός έδωσε τότε στη Μεγάλη Ιδέα ένα πνευματικό, πολιτισμικό περιεχόμενο: τη μεταλαμπάδευση των φώτων της Δύσης στην Ανατολή. Ο εκπολιτισμός της Ανατολής, δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα συνεπέφερε μοιραία (αλλά άδηλα) τον εξελληνισμό της.
Σύντομα ωστόσο η Μεγάλη Ιδέα προσέλαβε εδαφικό περιεχόμενο και ταυτίστηκε με την ανασύσταση του Βυζαντίου, δηλαδή τη δημιουργία μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1853, ο ενθουσιασμός των Ελλήνων του βασιλείου υπήρξε έξαλλος. Φάνηκε προς στιγμήν ότι η Μεγάλη Ιδέα επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. (Θολό) όραμα των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν η ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και εμφανίστηκαν σημαίες με την επιγραφή «Βυζαντινόν Βασίλειον» και το (μαξιμαλιστικό) σύνθημα «Ελληνική Αυτοκρατορία ή Θάνατος». Ο εθνεγερτικός οίστρος είχε αγκαλιάσει καθολικά όλες τις τάξεις της ελληνικής αστικής κοινωνίας (φοιτητές, καθηγητές, εμπόρους, βιομηχάνους, εργάτες κλ.) και ο εθνικοαπελευθερωτικός πυρετός έλαβε καθολικές διαστάσεις. Η «Ελπίς», σε πρωτοσέλιδο άρθρο της συμπύκνωνε την ουσία της νεότευκτης Μεγάλης Ιδέας του ελληνισμού:
Εν όσω ο εν Τουρκία Χριστιανός βλέπει τον εν Ελλάδι ανεξάρτητον, ελεύθερον, υπό το κράτος Ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δεν δύναται παρά να επιθυμή την ανεξαρτησίαν, την ελευθερίαν, την ευνομίαν∙και αφ’ ετέρου, εν όσω ο Χριστιανός της ελευθέρας Ελλάδος βλέπει δούλον τον εν τη Τουρκία Χριστιανόν, μετά του οποίου συνηγωνίσθη τον ιερόν υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα, και δι’ Ευρωπαϊκών πρωτοκόλλων απεχωρίσθη απ’ αυτού, δεν δύναται παρά να επιθυμή την απελευθέρωσιν και αυτού∙ εχωρίσθησαν δι’ ορίων οι εν Ελλάδι Χριστιανοί των εν Τουρκία∙ αλλά τα τοπικά όρια δεν θέτουσιν φραγμό, ειμή εις την χώραν, όχι όμως και εις τας συμπαθείας, και εις τας σχέσεις, και εις τους αδιαρρήκτους δεσμούς του αίματος, και εις τον ανέκφραστον εκείνον θεσπέσιον σύνδεσμον, τον οποίον γεννά η ταυτότης της θρησκείας, της γλώσσης, των ιστορικών αναμνήσεων, της προγονικής δόξης∙ […] η εθνική κληρονομιά του τελευταίου των αυτοκρατόρων μας: υπάρχει Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Βουλγαρία (σ.1).
Ανάλογες ήταν και οι τοποθετήσεις του «Αιώνος», οι οποίες παρέπεμπαν σε συνέχεια του Αγώνα του 1821 και στον πόθο της ανασύστασης του Βυζαντίου (της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας»):
Η σημερινή επανάστασις των δούλων Ελλήνων είναι η συνέχεια της διακοπείσης επαναστάσεως του 1821. Το ελεύθερον μέρος του ελληνικού έθνους ομοιάζει σφαιρίδιον υδραργύρου, αποχωρισθέν και τηρούμενον μεμονωμένον από του όλου δια της αυστηράς ηρεμίας, αλλ’ έτοιμον πάνοτε να δεχθή και να ενωθή με τα οικεία σφαιρίδια, εις πρώτον κλονισμόν (σ.2). […] εξερράγη ο δεύτερος ούτος πόλεμος υπέρ πίστεως και της ελευθερίας παντός του Ελληνικού έθνους∙ υψώθη η σημαία του τιμίου Σταυρού φέροντα το σύνθημα Ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Δράμετε ταχέως, ταχέως, ως αετοί∙ πολεμείτε ως λέοντες μετά φρονήσεως και ομονοίας. Η ελευθερία και η πίστις θέλει στέψει τους αγώνας ημών με Ελληνικήν Αυτοκρατορίαν (σ.3). […] Μετά περίοδον ετών εικοσιτεσσάρων επανελήφθη χάριτι θεία ο διακοπείς τω 1829 εθνικός κατά των βαρβάρων δυναστών αγών του 1821. […] Είθε τον επερχόμενον Μάρτιον γράψωμεν το Πρώτον έτος της Ελληνικής Αυτοκρατορίας (σ.4).
Στις 25 Μαρτίου 1854 εκλέχθηκε στο Πέτα επιτροπή (πολιτικής) Διοικήσεως Ηπείρου, μια συμβολική ενέργεια που υποδήλωνε τις προθέσεις των επαναστατών για ανατροπή του οθωμανικού status quo. Το φιλόδοξο όραμα των Ελλήνων επαναστατών συνίστατο στην εκδίωξη των Οθωμανών από την Ευρώπη μέσα σε έναν μήνα, μετά από καθολική εξέγερση των χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου, και στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης με ρωσική βοήθεια:
Εν ημέραις τριάκοντα η Ελλάς και Θεσσαλία, Ήπειρος και Μακεδονία γενέσθωσαν έν στρατόπεδον τεσσάρων εκατομμυρίων ανδρών, γυναικών, νέων, γερόντων και παιδίων πολεμούντων υπέρ της ελευθερίας του Γένους. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, υμών μεν των Ελλήνων βοηθούντων την Ήπειρον, την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν, των δε Ρώσσων κινουμένων προς τον Δούναβιν, την Βουλγαρίαν και την Θράκην, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύεται, ο Ευρωπαϊκός πόλεμος εμποδίζεται, και Αυτοκρατορία Ευρωπαϊκή καθιδρύεται ησύχως εν τη Κωνσταντινουπόλει∙ αυτή δε, ως ιδρυθείσα επί χώρας Ελληνικής, της Θράκης, ως γράφουσα τα εαυτής Διατάγματα εν γλώσση Ελληνική και ως κυβερνώσα Έλληνας, έσεται πράγματι Ελληνική (σ.5).
Μπροστά σε αυτήν την αποσταθεροποιητική προοπτική, η παρέμβαση της Γαλλίας υπήρξε άμεση και, σε συνεργασία με την Αγγλία, κατέληξε στον αποκλεισμό και την κατοχή του Πειραιά τον Μάιο του 1854 και στην επιβολή «Υπουργείου Κατοχής» υπό τον Αλ. Μαυροκορδάτο και εν συνεχεία (τον Οκτώβριο του 1855) υπό τον Υδραίο προεστό Δημήτριο Βούλγαρη. Οι αγγλογαλλικές δυνάμεις Κατοχής δεν αποχώρησαν από τον Πειραιά παρά τον Φεβρουάριο του 1857, αφού πρώτα εξασφάλισαν σαφείς εγγυήσεις για την εξόφληση του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΚΑΙ Η ΕΞΩΣΗ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ
Η κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη, που σχηματίστηκε στις 25 Νοεμβρίου 1857, αντικαθιστώντας τον Βούλγαρη, δεν ήταν παρά μια αυλική κυβέρνηση, απολύτως έμπιστη στον θρόνο και στερούμενη πολιτικής αυθυπαρξίας. Χάρη στην εύνοια του βασιλιά, ο Αθ. Μιαούλης ανανέωσε δύο φορές την εντολή του και κυβέρνησε μέχρι το 1862. Ο Δημήτριος Βούλγαρης δεν συγχώρησε ποτέ τον παραγκωνισμό του.
Οι εορτασμοί της 25ετηρίας της δυναστείας, η διευθέτηση της αποπληρωμής του εξωτερικού δανείου και μια σειρά από δημόσια έργα το 1858 διασκέδασαν προσωρινά τους φόβους για ανατροπή της δυναστείας. Η εμπλοκή όμως του Όθωνα στον ιταλοαυστριακό πόλεμο προκάλεσε νέες ρωγμές στον Θρόνο. Η συμμετοχή του Γάλλου αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ´ στον πόλεμο του ιταλικού Risorgimento (1859) δημιούργησε στους Έλληνες νέες (φρούδες) ελπίδες για πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Η άρνηση του Όθωνα να κηρύξει τον πόλεμο στην Πύλη θεωρήθηκε από τον Τύπο εθνική προδοσία. Τα Σκιαδικά των φοιτητών του πανεπιστημίου (10-11 Μαΐου 1859) σηματοδότησαν την επανέναρξη του αντιδυναστικού αγώνα. Οι καταστροφικοί σεισμοί του Αιγίου, της Πάτρας, του Γαλαξειδίου και της Κορίνθου (1861) μεγέθυναν τη λαϊκή δυσφορία. Η απόπειρα κατά της Αμαλίας (6 Σεπτεμβρίου 1861) και η εξέγερση της φρουράς του Ναυπλίου (Φεβρουάριο 1862) κατέδειξαν την αντιδημοτικότητα της δυναστείας. Τα «εθνοσωτήρια» αιτήματα των εξεγερθέντων του Ναυπλίου (2 Φεβρουαρίου) συμποσούνταν στα εξής:
1) Κατάπτωσις του συστήματος, πιστώς υπηρετουμένου υπό της μέχρι τούδε κυβερνήσεως, και αναγόρευσις νέου εγγυωμένου τας ελευθερίας του λαού και την εφαρμογήν των ετέρων δύο επομένων αρχών∙
2) Διάλυσις της δια βιαίων μέσων κατασταθείσης και μέχρι τούδε υπαρχούσης Βουλής, και
3) Συγκρότησις εθνοσυνελεύσεως, υπισχνουμένης την υπό του έθνους ανάκτησιν των καταπατηθεισών αυτού ελευθεριών και πλήρωσιν παντός ευγενούς και εθνικού ημών πόθου.
Οι μυστικές συνεννοήσεις του Όθωνα με τους γαριβαλδινούς για απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας εξάντλησε την υπομονή της Αγγλίας –ο Ράσελ είχε προειδοποιήσει ότι οποιοσδήποτε νέος πόλεμος κατά της Τουρκίας θα επέφερε «εντός βραχυτάτου χρόνου την εκθρόνισιν και την καθαίρεσιν» του Όθωνα. Η στάση των φρουρών της Βόνιτσας (4 Οκτωβρίου) και των Αθηνών (10 Οκτωβρίου) κατέστησαν την «πτώσιν του Βασιλέως άφευκτον».
Ο φιλορωσικός «Αιών» του Ι. Φιλήμωνος συμπύκνωσε την κρίση της για τη Μεταπολίτευση του 1862 (όπως χαρακτηρίστηκε τότε η πτώση της δυναστείας των Βιττελσβάχων) στα εξής:
Η βασιλεία του βασιλέως Όθωνος και η βαυαρική δυναστεία κατελύθησαν. […] Το αποτέλεσμα τούτο προσεδοκάτο παρά πάντων. […] Η δυναστεία του Βασιλέως Όθωνος παρεγνώρισεν όλως την αποστολήν αυτής, και επομένως, αντί να υπηρετήση την εθνικήν ιδέαν και την παράδοσιν του Ελληνισμού, ή επεβουλεύθη αμέσως αυτήν, ή ειργάσθη εμμέσως προς εκμηδένισιν αυτής. Ιδίως όμως η από της εγκαταστάσεως του Συντάγματος πολιτική του βασιλέως Όθωνος υπήρξεν απαισία και αξιοθρήνητος. Ορκισθείς να τηρήση τούτο, απεδέχθη εις την εφαρμογήν αυτού σύστημα αντίθετον, και τηρήσας το γράμμα, επεβουλεύθη το πνεύμα των συνταγματικών θεσμών. Περιττόν να αναμνήσωμεν την ολεθρίαν εκείνην τάσιν προς απορρόφησιν πάντων των δικαιωμάτων του πολίτου, προς συγκέντρωσιν πάσης εξουσίας εις ένα μόνον, και την επίμονον εργασίαν προς εκδολίευσιν των νόμων. Αντί η πρωτοβουλία να υπάρχη εις το Έθνος και τα υπουργεία να ώσιν υπεύθυνα, ως απαιτεί το Σύνταγμα, πάσαν την δύναμιν απερρόφησεν ο βασιλεύς Όθων εις εαυτόν, δεν ηθέλησε ποτέ ν’ αναγνωρίση το δικαίωμα των αντιπροσώπων του Λαού, τον εκλογικόν νόμον κατέστησε νεκρόν γράμμα ή όργανον εικονικότητος, την Γερουσίαν μεταποίησεν εις πτώμα, τους Δήμους κατεστήσατο όργανον πολιτικής ραδιουργίας και πιέσεως των πολιτών, εν γένει δε αντεθνικήν πολιτικήν ηκολούθησεν, εσωτερικώς τε και εξωτερικώς. […] Κακής ούσης ομολογουμένως της καταστάσεως των πραγμάτων, πως άλλως εδύνατο να επέλθη η διόρθωσις, ειμή δια της άρσεως του αιτίου των συμφορών τούτων; (σ.7). Ο Βασιλεύς Όθων επίστευσεν, εξευτελίζων και καθιστών απλούν διεκπεραιωτήν την νομοθετικήν εξουσίαν, ότι εστερέωσε το κράτος αυτού. Τα επιγενόμενα απήντησαν εις το σύστημά του (σ.8).
Η φιλογαλλική «Ελπίς» του Κ. Λεβίδη, «εφημερίς των αρχών της Γ´ Σεπτεμβρίου», προσέθεσε οικονομικά αίτια στην ερμηνεία της αλλαγής δυναστείας:
Την στιγμήν ταύτην το Δημόσιον ταμείον ευρίσκεται εις πλήρη χρεωκοπίαν, διότι τα έσοδα δεν καλύπτουσι τα έξοδα, διότι το έτος μάς αφίνει έλλειμμα πέντε περίπου εκατομμυρίων οφειλομένων (εκτός των εις τας Δυνάμεις,) εις την Τράπεζαν, εις την Ακτοπλοϊκήν εταιρίαν, εις τους πολιτικούς υπαλλήλους, εις το απομαχικόν των ναυτών ταμείον, και εις τους εκ του σεισμού παθόντας Αιγιείς κτλ. και διότι το Δημόσιον ουδεμία απολαμβάνει πίστιν ώστε εν ανάγκη να καλύψη τα ελλείμματα∙ εν τούτοις τι πράττει το υπουργείον; Αυξάνει τα έξοδα. […] ήδη μάλιστα η κατάστασις αύτη πιέζει τον τόπον και γνωστή είναι η μεγίστη σπάνις κεφαλαίων, τα συμφέροντα των πολιτών εν γένει ως εκ τούτου πάσχουν, και πρόσθετος υπάρχει τούτου αιτία της διαδόσεως της δυσαρεσκείας και αγανακτήσεως και μέχρι των κατωτάτων της κοινωνίας τάξεων (σ.9).
Ουσιαστικότερη όμως ήταν η ακόλουθη πολιτική ανάλυση της Μεταπολίτευσης:
[ο Ευρωπαϊκός τύπος] προ καιρού προέβλεπεν επικειμένην καταστροφήν, ως την προεβλέπομεν και πάντες όσοι κατοικούντες την Ελλάδα παρετηρούμεν μετά θλίψεως την αδιάκοπον σειράν μωριών της Εξουσίας. […] η πτώσις του βασιλέως Όθωνος οφείλεται εις το ολέθριον σύστημα, το οποίον ηκολούθησεν εις την κυβέρνησιν του τόπου, ως και εις την αδιάσειστον ισχυρογνωμίαν του, εις την ακάθεκτον επιθυμίαν του να συγκεντρώνει εις χείρας του πάσαν την εξουσίαν, ώστε και αυτή η διοίκησις των δήμων να εξαρτάται από της ιδίας αυτού θελήσεως, και επιτέλους εις την πολιτικήν μηδαμινότητα εις ην έφερε την Ελλάδα η συγγενική σχέσις της δοθείσης αυτώ υπό των τριών Δυνάμεων δυναστείας μετά μικρού Γερμανικού κράτους, το οποίον την Ελλάδα εθεώρησεν ως τιμάριον και από του οποίου η Ελλάς ουδέποτε ηδύνατο να περιμένη την ελαχίστην πολιτικήν συνδρομήν εις την διεκδίκησιν απαραγράπτων δικαιωμάτων του Ελληνικού έθνους. […] Αν και εις παν βήμα αυτού ο Έλλην εύρισκε πρόσκομμα το αυθαίρετον της ξενοκρατείας, ηδυνήθη μολοντούτο εν διαστήματι ολίγων ενιαυτών ν’ αναλάβη αρκούντως, ώστε σύσσωμον να εγερθή όπως θέση φράγμα εις τον χείμαρρον της αυθαιρεσίας όστις μη απαντών προσκόμματα ηπείλει νέας πάλιν καταστροφάς. […] Δυστυχώς ο επί του Θρόνου καθήμενος δεν ωφελήθη του δοθέντος αυτώ μαθήματος∙ είτε μη έχον αρκετόν νουν να εννοήση την θέσιν του, είτε ενδούς εις ξένας εισηγήσεις, είτε νομίσας νόθον την εκφρασθείσαν κατά την γ´ Σεπτεμβρίου εθνικήν θέλησιν, ενόμισεν ότι δια του Συντάγματος εις το οποίον ωρκίσθη ηδύνατο υπό την σκέπην του ανευθύνου να εξακολουθήση το κυβερνητικόν σύστημά του. Μικρόν προς μικρόν κατωρθώθη, ώστε να παραλύση πάσα εθνική ενέργεια, από του εσχάτου δήμου μέχρι της πρωτευούσης να μην υπάρχη η ελαχίστη ανεξαρτησία∙ αι παραβιάσεις των εκλογών ετελειοποιούντο κατά πάσαν βουλευτικήν εκλογήν, ώστε επί τέλους να μην αφίνηται πλέον ουδέ σκιά ελευθερίας εις τους έχοντας το δικαίωμα της ψήφου. […] Η παρούσα Δυναστεία εγένετο θύμα της κακώς από μέρους της εκτιμήσεως του Ελληνικού χαρακτήρος∙ (σ.10).
Κατά τραγική ιστορική ειρωνεία, ο Όθων φυγαδεύτηκε από την Ελλάδα με αγγλικό πλοίο (τη «Σκύλλα»), όπως με αγγλικό πλοίο είχε έλθει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η κωδικοποίηση και η απαρίθμηση των αιτιών της πτώσης του Όθωνα θα περιελάμβανε τις λέξεις: ξενοκρατία, απολυταρχία, αγγλική πολιτική, αντεθνική πολιτική εξωτερικώς, συγκέντρωσις πάσης εξουσίας, αυθαιρεσία, εκλογικές παραβιάσεις, καταπάτησις ελευθεριών, (παρ’ ολίγον) χρεωκοπία κ.ά.
Εάν θέλουμε να ζυγοσταθμίσουμε το ειδικό βάρος του κάθε αιτίου και να απομονώναμε ένα, αυτό θα ήταν η «κακή εκτίμησις του Ελληνικού χαρακτήρος». Ο Όθων δεν κατανόησε πλήρως το ελληνικό πλέγμα εξουσίας (στο οποίο οι ντόπιοι οπλαρχηγοί/λήσταρχοι διακατείχαν κομβικό ρόλο) και από τις αρχές του 1857 αποκόπηκε από τα κέντρα πολιτικής και κοινωνικής ισχύος.
Ο μόνος πολιτικός που εμπιστεύτηκε ο Βασιλεύς των Ελλήνων ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Όθων προσπάθησε να επιβάλει τα απολυταρχικά εξουσιαστικά του πιστεύω, τα οποία ήταν ο κανόνας στην κεντρική Ευρώπη μέχρι το 1848, σε μια χώρα που δεν είχε μοναρχική παράδοση, χωρίς να φροντίσει να διαμορφώσει ένα φιλομοναρχικό κόμμα ή μια βασιλόφρονα παράταξη.
Προσπάθησε συγκαταβατικά να ικανοποιήσει τα αλυτρωτικά και μεγαλοϊδεατικά οράματα ενός βαλκανικού λαού μέσα σε ένα εχθρικό διεθνές περιβάλλον, αντιμετωπίζοντας διαρκώς τις αντιρρήσεις της Αγγλίας. Αυτός όμως που τον έριξε ήταν ο τζουμπές Δ. Βούλγαρης σε συνεργασία με τον πρώην πρωτοπαλίκαρο του Κωλέττη, τον Θεοδωράκη Γρίβα, ο οποίος ξεσήκωσε τη Βόνιτσα.
Το όποιο θετικό έργο του (και ήταν αρκετό) παραβλέφθηκε, από τη στιγμή που με δική του επιλογή έμεινε χωρίς πολιτικο-κοινωνικά ερείσματα, βρισκόμενος αντιμέτωπος μόνος εναντίον όλων των πολιτικών αρχηγών. Η «Μεταπολίτευσις» του 1862 δεν έλυσε ωστόσο ούτε μετέβαλε ριζικά τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος. Κατά μία ερμηνεία, οι εξεγέρσεις του 1843 και του 1862 ήταν πρώτιστα διαμαρτυρίες κατά ενός αυταρχικού και συγκεντρωτικού τρόπου διακυβέρνησης και όχι κατά του ίδιου του θεσμού της μοναρχίας. Ο «Αιών» σημείωσε καίρια στις 20 Οκτωβρίου 1862:
Δοξάζοντες ήδη τον Ύψιστον ότι την κραταιάν αυτού χείρα εξέτεινε και πάλιν επί τη φίλης ημών πατρίδος εν δειναίς περιστάσεσιν, ας μη λησμονήσωμεν ότι αν το κρημνίζειν ήναι εύκολον, το ανοικοδομείν είναι έργον δύσκολον (σ.11).
Ο γνήσιος κοινοβουλευτισμός δεν καθιερώθηκε παρά το 1875, κατόπιν πιέσεων και αγώνων του Χαριλάου Τρικούπη. Σε αντίθεση με τον Όθωνα όμως, η δυναστεία των Γλύξμπουργκ ακολούθησε άλλη εξουσιαστική στρατηγική και κατόρθωσε να διατηρηθεί (με ασυνέχειες) στον ελληνικό Θρόνο για περισσότερο από έναν αιώνα (1864-1974).
Οι εστεμμένοι της δανέζικης δυναστείας ακολούθησαν τις αγγλικές παραινέσεις για επίδειξη «σύνεσης» στην εξωτερική πολιτική, έδειξαν έμπρακτα συναινετικό πνεύμα στο εσωτερικό, όταν το μεταρρυθμιστικό ρεύμα πλησίασε να λάβει αντιδυναστικές διαστάσεις το 1909, και προπαντός, τέθηκαν επικεφαλής, σαν κομματάρχες, μια μεγάλης πολιτικής παράταξης (των αντιβενιζελικών από το 1915 και της αντικομμουνιστικής Δεξιάς μεταπολεμικά), συνδεόμενοι έτσι οργανικά με καίριους αρμούς της ελληνικής πολιτικής ζωής και της κοινωνίας.
Η (μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου) αλαζονική και διχαστική συμπεριφορά απέναντι στους φυσικούς και παραδοσιακούς συμμάχους της οδήγησε σταδιακά τους Γλύξμπουργκ σε καθολική ρήξη με τις εγχώριες κοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις και κλόνισε ανεπανόρθωτα τα στηρίγματα της βασιλείας στην Ελλάδα. Η «σειρά μωριών της Εξουσίας» του Στέμματος είχε κατεξοχήν προσωπικό χαρακτήρα (αντιδικίας με ισχυρούς προέδρους κυβερνήσεων) τόσο το 1857 όσο και το 1963.
.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γαρδίκα, Κατερίνα και άλλοι, Η συγκρότηση του Ελληνικού κράτους: Διεθνές πλαίσιο, εξουσία και πολιτική τον 19ο αιώνα, Αθήνα 2008.
2. Dakin, Douglas, Η ενοποίηση της Ελλάδας: 1770-1923, Αθήνα 1998.
3. Δημάκης, Ιωάννης, Η πολιτειακή μεταβολή του 1843 και το ζήτημα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, Αθήνα 1991.
4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΙΕΕ) της Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΓ´, Αθήναι 1977.
5. Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862, Αθήνα 2005.
6. Petropoulos, John A., Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο 1833-1843, μετ. Νικηφόρος Διαμαντούρος, δύο τόμοι, Αθήνα 1985-1986.
Σημειώσεις/Παραπομπές
1. Εφ. Ελπίς αρ. 754 (8 Φεβρουαρίου 1854) σσ. 3087-3088.
2. Εφ. Αιών αρ. 1434 (9 Φεβρουαρίου 1854) σ. 1.
3. Εφ. Αιών αρ. 1435 (13 Φεβρουαρίου 1854) σ. 1.
4. Εφ. Αιών αρ. 1446 (24 Μαρτίου 1854) σ. 1.
5. Εφ. Αιών αρ. 1436 (17 Φεβρουαρίου 1854) σ. 1.
6. Εφ. Αιών αρ. 2004 (8 Φεβρουαρίου 1862) σ. 1.
7. Εφ. Αιών αρ. 2075 (12 Οκτωβρίου 1862) σ. 1.
8. Εφ. Αιών αρ. 2091 (27 Ιανουαρίου 1866) σ. 1.
9. Εφ. Αιών αρ. 1170 (25 Σεπτεμβρίου 1862) σ. 1.
10. Εφ. Αιών αρ. 1171 (20 Οκτωβρίου 1862) σ. 1.
11. Εφ. Αιών αρ. 1171 (20 Οκτωβρίου 1862) σ. 1.
.
Πηγή: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (αρχείο σε μορφή .doc)
Eικόνα: «O βασιλεύς της Ελλάδος Όθων με το έγγραφο ιδρύσεως της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», έργο του Νικηφόρου Λύτρα από τη Wiki

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html