«Ο λαός της Ιωνίας απεκήρυξεν αναξίους εαυτού εντολοδόχους, περιβληθέντας το αξίωμα του βουλευτού»
εφ. Πρόοδος (Κωνσταντινούπολη) 2/12/1910
εφ. Πρόοδος (Κωνσταντινούπολη) 2/12/1910
H Επανάσταση των Νεότουρκων τον Ιούλιο του 1908 θεωρείται τομή στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διότι σηματοδότησε την απαρχή του πολιτικού ριζοσπαστισμού τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου βίαιων και αμοιβαία απορριπτικών εθνικισμών που τελικά είχαν ως αποτέλεσμα την
κατάρρευση του οθωμανικού κράτους και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923.
κατάρρευση του οθωμανικού κράτους και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923.
Σε πολιτικό επίπεδο η επιτυχία της επανάστασης έφερε στο προσκήνιο δύο κόμματα, τα οποία είχαν αρχίσει να σχηματίζονται ήδη από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του νεοτουρκικού κινήματος, τους Φιλελεύθερους και τους Ενωτικούς. Και οι δύο μοιράζονταν την ιδεολογία του Οθωμανισμού, αλλά διέφεραν στον τρόπο που την ερμήνευαν και στα μέσα εφαρμογής της.
Οι Φιλελεύθεροι (Φιλελεύθερη Συμμαχία ή Κόμμα Ελευθερίας και Συνεννόησης, Hürriyet ve İtilaf Fırkası) προσέβλεπαν σε ένα αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης και στη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού οθωμανικού κράτους, όπου οι διαφορετικές εθνοθρησκευτικές κοινότητες (μιλλέτ, millet) θα διατηρούσαν τα κοινοτικά τους δικαιώματα και θα αυτοδιοικούνταν από τοπικές κυβερνήσεις υπό κρατική εποπτεία.
Από την άλλη μεριά η Επιτροπή Ενώσεως και Προόδου (İttihad ve Terakki Cemiyeti, εφεξής ΕΕΠ ή Ενωτικοί), η οποία αποτελούνταν κυρίως από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς του στρατού και μια αναδυόμενη τάξη διανοουμένων, επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα οθωμανικό έθνος δομημένο σε αυστηρά κοσμικές αρχές, όπου η ισότητα των Οθωμανών πολιτών -ανεξάρτητα από την εθνότητα και τη θρησκεία τους- σε συνδυασμό με κρατικά ελεγχόμενες εκπαιδευτικές και οικονομικές πολιτικές θα υιοθετούνταν ως τα μέσα για την επίτευξη της οθωμανικής ενότητας.
Συνεπώς τα κοινοτικά δικαιώματα και προνόμια που εξασφάλιζαν την πολιτική, πολιτισμική και οικονομική αυτονομία των μη μουσουλμάνων στην αυτοκρατορία μεταφράζονταν από τους μεν Φιλελεύθερους ως στοιχείο κοινωνικής συνοχής, από τους δε Ενωτικούς ως στοιχείο κοινωνικής διάλυσης (Kamouzis 2013, σ. 26).
Συγχρόνως η επανάσταση επέτρεψε την ανάδυση δύο ανταγωνιστικών κληρικολαϊκών ηγετικών ομάδων στο εσωτερικό του ελληνορθόδοξου (ρωμαίικου, rum) μιλλέτ.
Η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως (εφεξής Ο.Κ.) η οποία ιδρύθηκε στην οθωμανική πρωτεύουσα το 1908 από τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη, έναν αξιωματικό του ελληνικού στρατού με εμπειρία στον Μακεδονικό Αγώνα, και υποστηρίχτηκε τελικά από τις ελληνικές διπλωματικές αρχές -συμπεριλαμβανομένου και του Ιωνος Δραγούμη- εξέφραζε τους εθνοκεντρικούς κύκλους της ηγεσίας των Ρωμιών, τους αυτοαποκαλούμενους εθνικόφρονες (Μπούρα 1983, σ. 77).
ΑΘ. ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ-ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, «ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ» (Αθήνα 1984) | ΙΝΕ/ΕΙΕ
Οπως μαρτυρά και το όνομά τους, οι εθνικόφρονες στήριξαν τις αρχικές διακηρύξεις των Νεότουρκων για ισότητα και οθωμανική «αδελφοσύνη» καθώς θεωρούσαν ότι με τον τρόπο αυτό θα ενισχυόταν η αυτονομία του ρωμαίικου έθνους, που στην περίπτωση αυτή σήμαινε τους ελληνορθόδοξους της αυτοκρατορίας. Αλλωστε τόσο ο Σουλιώτης-Νικολαΐδης όσο και ο Δραγούμης είχαν εκφραστεί υπέρ του εξελληνισμού του οθωμανικού κράτους εκ των έσω.
Υπό εκκλησιαστικό πρίσμα, η ομάδα αυτή στήριζε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄(Kamouzis 2013, σ. 26-9).
Ο Παύλος Καρολίδης, ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, ο Βασίλειος Ορφανίδης και μερικοί ακόμα Οθωμανοί Ελληνες βουλευτές μαζί με ιεράρχες και λαϊκούς που ανήκαν κυρίως στο αντι-Ιωακειμικό στρατόπεδο συγκρότησαν την αντιπολίτευση στους εθνοκεντρικούς κύκλους.
Γνωστοί και ως Αντεθνικοί, μια υποτιμητική ονομασία που τους απέδωσαν οι αντίπαλοί τους λόγω της συνεργασίας τους με την ΕΕΠ, εκπροσωπούσαν μία περισσότερο συντηρητική, συμβιβαστική και νομιμόφρονα πολιτική στάση.
Κατηγορίες που κυμαίνονταν από καιροσκοπισμό και προσωπικό συμφέρον έως δουλικότητα ακόμα και προδοσία, οι οποίες καλλιεργήθηκαν από την Ο.Κ., τις ελληνικές διπλωματικές αρχές στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη αλλά και από τον κωνσταντινουπολίτικο, σμυρναϊκό και αθηναϊκό Τύπο στιγμάτισαν περαιτέρω τα μέλη της ομάδας αυτής καθιστώντας τους μη δημοφιλείς στην πλειονότητα των Ρωμιών (Kamouzis 2013, σ. 27,29,31˙ Καρολίδης 1913˙ εφ. «Πρόοδος», 30/11/1910, 2 & 5/12/1910).
Αλληλοτροφοδοτούμενοι εθνικισμοί
Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών
Μετά τις εκλογές του 1908, η ΕΕΠ έγινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην αυτοκρατορία. Αμέσως έθεσαν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα συγκεντρωτισμού και εκκοσμίκευσης, θεσπίζοντας σειρά νόμων που αμφισβητούσαν τα δικαιώματα και τα προνόμια των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων.
Η εθνοκεντρική φατρία της ελληνορθόδοξης ηγεσίας θεωρούσε τα συγκεκριμένα μέτρα ως μια ξεκάθαρη εθνικιστική πολιτική εκτουρκισμού. Οπως έγραψε το μέλος των Φιλελεύθερων και της Ο.Κ. Γεώργιος Κλ. Σκαλιέρης (Σκαλιέρης χ.χ., σ. 17):
«Και ου μόνον τούτο, αλλά και εφαντάσθησαν [οι Ενωτικοί], ότι η Μεταπολίτευσις εγένετο αποκλειστικώς χάριν των Τούρκων, ότι το Σύνταγμα απετέλει ετεροβαρές, χαριστικόν, συμβόλαιον, παρέχον ωφελείας και δικαιώματα μεν εις τους Τούρκους [...] υποχρεώσεις δ’εις τους λοιπούς, τους μη Τούρκους. Παραδόσεις, ήθη και έθιμα, γλώσσα, θρησκευτικαί δοξασίαι, κοινοτικαί περιουσίαι, εκκλησιαστικά ιδρύματα, δίκαια [...] περιεφρονήθησαν, κατεπατήθησαν, παρεγνωρίσθησαν».
Ως εκ τούτου ο Πατριάρχης Ιωακείμ με την υποστήριξη και την ενθάρρυνση της Ο.Κ. αντιστάθηκε στον περιορισμό της δικαιοδοσίας του αναφορικά με τα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ζητήματα των Ρωμιών και τον Ιούνιο του 1909 έστειλε στην κυβέρνηση το πρώτο από μια σειρά υπομνημάτων διαμαρτυρίας (τακρίρι, takrir) (Σουλιώτης-Νικολαΐδης 1984, σ. 118-29).
Οπως υποστήριζε το Πατριαρχείο «την εκπαιδευτικήν αυτού ταύτην αυτοδιοίκησιν [...] το Ρωμαϊκόν εθεώρησε και θεωρεί μετά της θρησκευτικής τοιαύτης, ως ζήτημα υπάρξεως της διανοητικής και ηθικής αυτού υποστάσεως».
Το υπουργείο Παιδείας απέρριψε κάθετα τα αιτήματα του Πατριάρχη:
«Αν η ιδέα του Πατριαρχείου συνίσταται επί της αξιώσεως, όπως ιδιαζόντως εν τοις ζητήμασι της Παιδείας και των εις την Ελληνορθόδοξον Κοινότητα ανηκουσών σχολών αποκτήση τύπον Κράτους αυτονόμου και ανεξαρτήτου εν τω οθωμανικώ Κράτει, μίαν τοιαύτην αξίωσιν ουδόλως επιβάλλει, ως φαντάζεται, η πνευματική ύπαρξις και ο εθνικός βίος της Ελληνικής Κοινότητος, ουδέ είναι δυνατόν να γίνη παραδεκτή αύτη από απόψεως της υπάρξεως ολοκλήρου του Οθωμανικού Εθνους» (Σουλιώτης-Νικολαΐδης 1984, σ. 126).
Στις 12 Αυγούστου 1910 (παλαιά ημερομηνία) η πλειοψηφία των Ελλήνων βουλευτών υπέβαλε ένα ακόμα επίσημο υπόμνημα διαμαρτυρίας στον αναπληρωτή πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου Σεϊχουλισλάμη Μουσά Καζήμ:
«Ολα ταύτα εδραιούσιν εις την συνείδησιν του Ελληνικού Εθνους την βεβαιότητα, ότι όχι μόνον έχει και τώρα, όπως και επί απολυταρχίας, θέσιν ενός κρατουμένου, του οποίου η εν ήσσονι μοίρα συγκράτησις είναι εις των σκοπών της εσωτερικής πολιτικής της Κυβερνήσεως, συνεπιφέρων την δυσπιστίαν προς αυτό και την παρεμπόδισιν της αναπτύξεώς του, αλλά και ότι τώρα βαθύτερον ή πριν, υπάρχει τάσις να χρησιμοποιηθή ο εν τω Συντάγματι αναφερόμενος όρος "Οθωμανικός Εθνισμός", όπως επιβληθή εις αυτό ο Τουρκικός Εθνισμός» (στο ίδιο, σ. 112-18).
Η απάντηση του υπουργείου Παιδείας και το υπόμνημα των βουλευτών ήταν ενδεικτικά ενός ολοένα εντεινόμενου πολιτικού ριζοσπαστισμού που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη σύγκρουση των διαφορετικών εθνικισμών και εθνικών οραμάτων των πληθυσμών της αυτοκρατορίας.
Οσο περισσότερο η ΕΕΠ εξίσωνε πολιτικά και στον δημόσιο λόγο την οθωμανική με την τουρκική ταυτότητα, τόσο περισσότερο οι εθνικόφρονες ταύτιζαν τη ρωμαίικη με την ελληνική.
«Ψευδέλληνες» και «Ραγιάδες»
Τον Νοέμβριο του 1910 δεκαέξι μέλη της Ο.Κ. ανεξαρτητοποιήθηκαν από την ομάδα των είκοσι τεσσάρων Ελλήνων βουλευτών που είχαν εκλεγεί στην Οθωμανική Βουλή του 1908 και σχημάτισαν την «Ελληνική Ομάδα» (εικ. 6), ένα ελληνοκεντρικό κόμμα το οποίο λάμβανε οδηγίες από τον Ελληνικό Πολιτικό Σύνδεσμο Κωνσταντινουπόλεως(εφεξής ΕΠΣΚ) –το πολιτικό όργανο της Ο.Κ.– και την Ελληνική Πρεσβεία (εφ. «Πρόοδος», 3/11/1910 & 24/12/1910˙ εφ. «Πολιτική Επιθεώρησις», 7 & 21/11/1910).
Ο Σουλιώτης-Νικολαΐδης επέκρινε ορισμένους από τους βουλευτές που δεν είχαν προσχωρήσει στην Ο.Κ., υποστηρίζοντας ότι ήθελαν να επωφεληθούν από τις σχέσεις τους με τους Ενωτικούς και να χειραγωγήσουν τους Ελληνες βουλευτές. Χαρακτηρίζοντας τη στάση τους απέναντι στην οργάνωση «εχθρική» σημείωνε αναφερόμενος κυρίως στον Καρολίδη ότι «δεν είχον να δείξουν άλλο δρόμο από την ραγιάδικη πολιτική των τερτιπιών, της πονηρίας, της κολακείας προς τους Τούρκους, της κλάψας και της εγκαρτέρησης» (Σουλιώτης-Νικολαΐδης 1984, σ. 83).
Αντιστοίχως οι Ενωτικοί Ελληνες βουλευτές κατηγορούσαν τα μέλη του ΕΠΣΚ ως «υπερπατριώτες», «θορυβοποιά στοιχεία», «συκοφάντες» και «τρομοκράτες», ενώ ο Καρολίδης απαντώντας εντέχνως στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό «αντεθνικοί»έγραφε σχετικά με την αποσχιστική ενέργεια των δεκαέξι βουλευτών και τη σύσταση της Ελληνικής Ομάδας, την οποία αποκαλούσε «ψευδελληνικόν κόμμα» :
«Η συγκρότησις Ελληνικού πολιτικού κόμματος ην πράξις ατυχεστάτη, απερίσκεπτος και κατά βάθος αντεθνική διαιρέσασα την ηθικώς και εθνικώς ηνωμένην ομάδα και ένεκα των αντεθνικώς έσωθεν και έξωθεν αναρριπισθέντων παθών αρχομανίας, πλεονεξίας, αισχροκερδείας, και της εντεύθεν παραχθείσης φαυλοκρατίας και τρομοκρατίας φαυλοκρατικής εξευτελίσασα και εκμηδενίσασα ηθικώς και πολιτικώς το Ελληνικόν τμήμα της Βουλής και μεταδούσα το ηθικόν τούτο μίασμα και εις ευρύτερον κοινωνικόν, εθνικόν και Εκκλησιαστικόν έτι κύκλον» (Καρολίδης 1913, σ. 222).
Τον Ιανουάριο του 1911, ο ΕΠΣΚ ήλθε σ’ επαφή με βουλευτές από άλλες εθνοτικές ομάδες -συμπεριλαμβανομένων των Βουλγάρων και των Σέρβων- για να επιτύχει έναν συνασπισμό ενάντια στο ενωτικό καθεστώς, μια πολιτική που υποστηρίχτηκε και από τους επίσημους εκπροσώπους του ελληνικού κράτους.
Η Ελληνική Ομάδα επέκρινε δημοσίως τις πολιτικές της ΕΕΠ και κατέληξε σε συμφωνία με τους Φιλελεύθερους για τις εκλογές του Απριλίου του 1912, αγνοώντας τη συμβουλή του Καρολίδη ότι το Φιλελεύθερο Κόμμα δεν είχε τη συνοχή και την πολιτική οργάνωση για να κερδίσει τις εκλογές.
Η συντηρητική φατρία υποστήριξε ότι στην αυτοκρατορία η εξουσία και η ένοπλη δύναμη ανήκαν στους Τούρκους και οποιαδήποτε προσπάθεια για μια κοινοβουλευτική επικράτηση των χριστιανών θα ήταν μάταιη.
Επίσης κατηγόρησαν την Ο.Κ. ότι με τις ενέργειές της εκμηδένισε οποιεσδήποτε πιθανότητες συνεργασίας ανάμεσα στην ΕΕΠ και το Πατριαρχείο σχετικά με τον καταρτισμό του καταλόγου των υποψήφιων Οθωμανών Ελλήνων βουλευτών.
Οι βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 1912 υπογράμμισαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο παρατάξεις της ρωμαίικης ηγεσίας. Οι συντηρητικοί κατηγόρησαν τον ΕΠΣΚ και εμμέσως την Ελληνική Πρεσβεία ότι ουσιαστικά επέβαλαν στο Πατριαρχείο και την Ιερά Σύνοδο τους υποψηφίους τους, διαιρώντας με τον τρόπο αυτό τους Ελληνες βουλευτές σε Ενωτικούς/αντεθνικούς και μη Ενωτικούς/εθνικόφρονες.
Από την άλλη μεριά, ο ΕΠΣΚ αναφερόταν στον Καρολίδη και τους υπόλοιπους Ενωτικούς βουλευτές ως «ραγιάδες» και «δημιουργήματα» της ΕΕΠ.
Τελικά η ΕΕΠ κέρδισε τις εκλογές χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα -θεμιτά και αθέμιτα- με αποτέλεσμα από τους δεκαοκτώ Ελληνες βουλευτές που εξελέγησαν στην οθωμανική Βουλή δώδεκα ήταν Ενωτικοί και μόλις έξι ανήκαν στον ΕΠΣΚ (Kamouzis 2013, σ. 30-1).
Η εποχή των διωγμών
Η ήττα του ΕΠΣΚ στις εκλογές του 1912 και η έκρηξη του Α' Βαλκανικού Πόλεμου έδωσαν τέλος στις δραστηριότητες των εθνικοφρόνων, ενώ παράλληλα ο θάνατος του Ιωακείμ ένα μήνα αργότερα σήμανε την πτώση των υποστηρικτών του -της «Ιωακειμικής κλίκας» όπως τους ονόμαζαν οι αντίπαλοί τους- από την εξουσία στο Φανάρι.
Πράγματι οι αντι-Ιωακειμικοί επωφελήθηκαν των νέων συνθηκών και τον Ιανουάριο του 1913 κατάφεραν να εκλέξουν ως Πατριάρχη τον Γερμανό Ε΄, τον κύριο εκπρόσωπο της παράδοσης του γεροντισμού, μιας εκκλησιαστικής πρακτικής διατήρησης χαμηλού πολιτικού προφίλ, συμβιβασμού και εθελούσιας υποταγής στο οθωμανικό κράτος. Κατά συνέπεια στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η αντι-Ιωακειμική/φιλοενωτική παράταξη αποτελούσε πλέον τη νέα θρησκευτική και λαϊκή ηγεσία της κοινότητας.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (Οκτώβριος 1912 - Αύγουστος 1913) το ιδεώδες μιας οθωμανικής κοσμικής συλλογικής ταυτότητας αποδείχτηκε εύθραυστο και ο τουρκικός εθνικισμός άρχισε να κερδίζει έδαφος ανάμεσα στις άλλες αυτοκρατορικές πολιτικές της εποχής.
Η ΕΕΠ εξέλαβε τους πολέμους ως την τελική απόδειξη της πίστης των μη μουσουλμάνων στις ξένες δυνάμεις και της απροθυμίας τους να συμμετάσχουν στο υπό διαμόρφωση οθωμανικό έθνος. Ως εκ τούτου από το πραξικόπημα του Babıâli Baskını του Ιανουαρίου του 1913 και ύστερα το κράτος, κάτω από την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της ΕΕΠ, θα υφίστατο μια διαδικασία εκτουρκισμού με έναν διπλό στόχο: τον αποκλεισμό των μη μουσουλμάνων από το έθνος υπό κατασκευή και την ομογενοποίηση του μουσουλμανικού πληθυσμού με βάση τον τουρκισμό, το οποίο σήμαινε ουσιαστικά την αφομοίωση των μη Τούρκων μουσουλμάνων.
Η φυσική βία –κυρίως γενοκτονικές πολιτικές, εθνοκαθάρσεις και βίαιοι εκτοπισμοί– με σκοπό τον «εξαγνισμό» της Μικράς Ασίας από τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε συνδυασμό με δομική βία πολιτικής και οικονομικής μορφής όπως η εφαρμογή των μέτρων της Εθνικής Οικονομίας (Milli Iktisat) σε βάρος των μη μουσουλμάνων –κυρίως Ρωμιών και Αρμενίων- αποτέλεσαν τις κύριες μεθόδους εκτέλεσης του εθνικιστικού προγράμματος των Ενωτικών (Kamouzis 2017).
Η πιο συνεπής και ουσιαστική προσπάθεια του Πατριάρχη Γερμανού Ε΄ να διαμαρτυρηθεί ενάντια στις βίαιες πολιτικές πρακτικές της ΕΕΠ πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον Φεβρουάριο του 1914 και τον Ιούνιο του 1915 με την αποστολή υπομνημάτων προς τον Σουλτάνο Μεχμέτ Ρεσάτ Ε΄, τον Μεγάλο Βεζίρη Σαΐντ Χαλίμ Πασά και τον υπουργό της Δικαιοσύνης και των Θρησκευμάτων Ιμπραήμ Μπέη (Μαύρη Βίβλος, σ. 319-50).
Σε όλες αυτές τις επιστολές ο Πατριάρχης τόνιζε τον θεσμικό του ρόλο στη διοικητική δομή του Οθωμανικού κράτους σε μια προσπάθεια να ασκήσει πίεση στην Υψηλή Πύλη, σημειώνοντας ότι η απροθυμία της κυβέρνησης να βάλει ένα τέλος στις διώξεις αποτελούσε παραβίαση του Συντάγματος, των αυτοκρατορικών διαταγμάτων των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ (το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και εκδυτικισμού της αυτοκρατορίας) και των νόμων, υπονομεύοντας όχι μόνο την εξουσία, αλλά και την ίδια την ύπαρξη του Πατριαρχείου ως θεσμού του κρατικού μηχανισμού.
Μάλιστα στις 27 Μαΐου 1914 (π.η.) ο Γερμανός κήρυξε την Εκκλησία σε κατάσταση πένθους, κλείνοντας όλους τους ναούς και τα σχολεία ως τον υπέρτατο τρόπο διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβερνητική βία.
Οι αρχές από τη μεριά τους αρνήθηκαν ή σε κάποιες περιπτώσεις υποβάθμισαν τη σοβαρότητα των γεγονότων, απέφυγαν να αναλάβουν την ευθύνη για οποιαδήποτε βιαιοπραγία αποδίδοντας τους εκτοπισμούς των ελληνορθόδοξων πληθυσμών στις αναπόφευκτες συνέπειες του πολέμου ή σε έξωθεν –ειδικότερα ελληνικές– υποκινήσεις και έδωσαν επανειλημμένως υποσχέσεις για επαναφορά της τάξης, οι οποίες παρέμειναν ανεκπλήρωτες, απορρίπτοντας πρακτικά τις αξιώσεις του Πατριαρχείου.
Οι απαντήσεις τους στα υπομνήματα του Γερμανού αναφορικά με τους βίαιους εκτοπισμούς στην περιοχή του Μαρμαρά και της Θρακικής χερσονήσου αποσκοπούσαν στην πολιτική αποδυνάμωση του Πατριάρχη, στην έμπρακτη αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του στις υποθέσεις των Ρωμιών και τελικά στην εκμηδένιση του θεσμικού ρόλου του ως την αναγνωρισμένη αντιπροσωπευτική αρχή των ελληνορθόδοξων της αυτοκρατορίας.
Ανήμπορος να αντιδράσει και μάλλον επηρεασμένος και από τις απροκάλυπτες κρατικές διώξεις εναντίον του Αρμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και την καταδίκη σε εξορία του Αρμένιου Πατριάρχη Ζαβέν Ντερ Γιεγκχιαγιάν στη Μοσούλη το καλοκαίρι του 1916, ο Γερμανός ανέπτυξε σταδιακά μια σχέση συμφέροντος με την κυβέρνηση, παρά τη δυσαρέσκειά του για τις ενέργειές της σε βάρος του ποιμνίου του.
Εμπόλεμη νομιμοφροσύνη
Παρομοίως, οι Ρωμιοί βουλευτές στην Οθωμανική Βουλή, όλοι τους εκλεγμένοι με την ΕΕΠ στις εκλογές του 1914, υποχρεώθηκαν να λειτουργήσουν μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ειδικά μετά τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, τον Ιούνιο του 1917.
Ανίκανοι να εναντιωθούν ανοιχτά στις πολιτικές της κυβέρνησης, οι περισσότεροι επέλεξαν τον δρόμο της σιωπής και της αυτολογοκρισίας. Ορισμένοι, όπως ο βουλευτής Αϊδινίου Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης και ο βουλευτής Σμύρνης Συμεών Συμεώνογλου, εξέφρασαν δημόσια την ανησυχία τους για μια σειρά μέτρων που είχαν στόχο τούς μη μουσουλμάνους όπως οι εκτοπισμοί, η λογοκρισία του Τύπου, το στρατιωτικό αντισήκωμα, η άδικη φορολογία και οι οικονομικοί αποκλεισμοί (μποϊκοτάζ), ωστόσο οι ομιλίες και τα επιχειρήματά τους αντιμετωπίστηκαν με κενές υποσχέσεις, περιφρόνηση και ανοιχτή εχθρότητα τόσο εντός όσο και εκτός Βουλής.
Λίγοι, όπως το πιστό μέλος της ΕΕΠ και βουλευτής Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειος Ορφανίδης συνεργάστηκαν με τις αρχές και ανέλαβαν τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στο Πατριαρχείο και την κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τον Εμμανουηλίδη, στις σπάνιες περιπτώσεις που οι Ελληνες βουλευτές αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν συλλογικά αναφορικά με τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς και τις διώξεις σε βάρος των Ρωμιών, οι προσπάθειές τους εμποδίστηκαν την τελευταία στιγμή από τον Πατριάρχη Γερμανό, ο οποίος υποστήριζε αντιθέτως μια έμμεση προσέγγιση παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων με τις αρχές (Εμμανουηλίδης 1924, σ. 290-2, 309-327, 331, 339-66, 372-4).
Ο ίδιος συνδυασμός συναίνεσης, ο οποίος προσέφερε ένα ορισμένο επίπεδο προστασίας και πρόσβασης στις αρχές, και παρέμβασης υπέρ του ελληνορθόδοξου πληθυσμού, όταν και αν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, μπορεί να εντοπιστεί και σε σχέση με τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι για τις κοινοτικές υποθέσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής συμπεριφοράς αποτελεί η Επιτροπή υπέρ των Απόρων Ρωμιών, η οποία συγκροτήθηκε το 1917 κατόπιν άδειας της κυβερνήσεως, με σκοπό την προστασία των άστεγων και άπορων Ρωμιών και την περίθαλψη ορφανών και εγκαταλελειμμένων παιδιών.
Η πρωτοβουλία σύστασης της επιτροπής ανήκε στους Ενωτικούς βουλευτές Βασίλειο Ορφανίδη, Κ. Σαββόπουλο, Δημήτριο Φύτο, I. Γεβενίδη και Αναστάσιο Μιχαηλίδη και μεταξύ των δεκαοκτώ μελών συγκαταλέγονταν ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Γρηγόριος, ο οποίος τοποθετήθηκε ως πρόεδρος, και ο Αλέξανδρος Παντζίρης, σημαντικός κοινοτικός παράγοντας.
Εχοντας εξασφαλίσει τη συνεργασία τόσο του Πατριαρχείου όσο και των αρχών η επιτροπή κατόρθωσε στο σύντομο χρονικό διάστημα λειτουργίας της (Απρίλιος 1917-Δεκέμβριος 1918) να φροντίσει περίπου διακόσια παιδιά σε ορφανοτροφείο υπό την εποπτεία της και να υποστηρίξει οικονομικά έντεκα συσσίτια σε διάφορες γειτονιές της Κωνσταντινούπολης (Πρόγραμμα Ανθέμιον, ΣΤ. 25-26).
Οι μαρτυρίες της εποχής που αναφέρονται στον Γερμανό και τους νομιμόφρονες κληρικούς, βουλευτές και κοινοτικούς παράγοντες διίστανται ως προς το αν η υιοθέτηση μίας μάλλον συμμορφούμενης πολιτικής στάσης και η καλή σχέση με το ενωτικό καθεστώς αποτέλεσε μια συνειδητή και υπολογισμένη στρατηγική για να διατηρηθούν στην εξουσία του ρωμαίικου μιλλέτ ή σταδιακά και αναπόφευκτα εξελίχθηκε σε μια αναγκαστική επιλογή στην προσπάθεια προστασίας του ελληνορθόδοξου πληθυσμού κατά τη διάρκεια της σκληρής εμπόλεμης περιόδου. Το ένα δεν αποκλείει απαραίτητα το άλλο.
Ο Γερμανός ισορροπούσε μεταξύ της υποχρεωτικής συνεργασίας, μιας απρόθυμης αναγνώρισης της αναγκαιότητας, και της εθελοντικής συνεργασίας ως μέσου αξιοποίησης αυτής της αναγκαιότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι καταπιεστικές συνθήκες του πολέμου δεν άφησαν στον Γερμανό αρκετό χώρο για μια περισσότερο διεκδικητική πολιτική. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Γερμανός κατάφερε να περιθωριοποιήσει αποτελεσματικά την αντιπολίτευση μέσα στο Πατριαρχείο (Μαυρόπουλος 1960, σ. 86-91).
Παράλληλα, όπως υποδηλώνει και το παράδειγμα της Επιτροπής υπέρ των Απόρων Ρωμιών είχε αναπτυχθεί μια σχέση δούναι και λαβείν ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΕΕΠ και τις κοινοτικές αρχές της περιόδου.
Εφόσον η θρησκευτική και λαϊκή ηγεσία δεν εμπλέκονταν με ζητήματα «εθνικής σημασίας» όπως οι εκτοπισμοί και οι διωγμοί στις επαρχίες, η κυβέρνηση ήταν πρόθυμη να τους επιτρέψει ή ακόμη και να τους βοηθήσει στην αντιμετώπιση ζητημάτων που θεωρούνταν ακίνδυνα όπως τα ορφανά παιδιά και οι άποροι στην Κωνσταντινούπολη.
Το τέλος των εθνικοφρόνων
Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το φθινόπωρο του 1918 σε συνδυασμό με την έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια για την ήπια πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τη διάρκεια του πολέμου έδωσαν τη δυνατότητα στους εθνικόφρονες να ανατρέψουν τον Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ λίγες μέρες πριν από την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918) και να αναλάβουν τα ηνία της διακυβέρνησης του μιλλέτ.
Η ηγετική ελίτ των Ρωμιών, με την παράλληλη ενθάρρυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου, υιοθέτησε τη μεγαλοϊδεατική αλυτρωτική πολιτική του ελληνικού κράτους, θεωρώντας ότι το νέο πολιτικό πλαίσιο δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός εθνικιστικού προγράμματος ευρείας κλίμακας.
Ο κύριος στόχος της νέας ηγεσίας έγινε η διακοπή των δεσμών με τις οθωμανικές αρχές και η συστηματική και δημόσια εκδήλωση της επιθυμίας τους για ένωση με την Ελλάδα.
Η αποτυχία του Βενιζέλου όμως στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και κυρίως η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου το καλοκαίρι του 1922 έθεσαν τέρμα στις εθνικές τους προσδοκίες. Υπό τον φόβο αντιποίνων από τους Τούρκους εθνικιστές, οι υποστηρικτές του ελληνικού αλυτρωτισμού διέφυγαν στην Ελλάδα στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1922 (Καμούζης 2011).
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 το κράτος αναθέτει ουσιαστικά τις υποθέσεις της ελληνορθόδοξης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης σε σημαντικές και επιβεβαιωμένα συνεργάσιμες φυσιογνωμίες της αντι-Ιωακειμικής συντηρητικής παράταξης, οι οποίοι είχαν διατηρήσει ένα χαμηλό προφίλ κατά τη διάρκεια της συμμαχικής κατοχής της πόλης, περιόδου ολοκληρωτικής αλλά και πρόσκαιρης επικράτησης των εθνικοφρόνων.
Για παράδειγμα στις 6 Δεκεμβρίου 1923 ο Γρηγόριος Ζερβουδάκης, Μητροπολίτης Χαλκηδόνος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής υπέρ των Απόρων Ρωμιών, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Η υποψηφιότητά του είχε εγκριθεί από την τουρκική κυβέρνηση που θεωρούσε τον Γρηγόριο αξιόπιστο άτομο.
Στις 18 Ιανουαρίου 1924 η ελληνική κωνσταντινουπολίτικη εφημερίδα «Ημερήσια Νέα» απηύθυνε δημόσια έκκληση στα πρώην μέλη της Επιτροπής Βασίλειο Ορφανίδη και Αλέξανδρο Παντζίρη να ηγηθούν της διαδικασίας αναδιοργάνωσης του κοινοτικού συστήματος αυτοδιοίκησης, καθώς δεν ήταν στιγματισμένοι ως εθνικόφρονες, αλλά αντιθέτως είχαν διατηρήσει μια μετριοπαθή στάση κατά τα κρίσιμα έτη 1908-1922 και έχαιραν της εμπιστοσύνης των αρχών. Μάλιστα ο πρώην ενωτικός βουλευτής Ορφανίδης ορίστηκε από την τουρκική κυβέρνηση ως μέλος της επιτροπής που απεμπόλησε επισήμως τον Νοέμβριο του 1925 το Αρθρο 42 των μειονοτικών δικαιωμάτων της Συνθήκης της Λωζάννης, ενώ ο Παντζίρης ήταν μέλος της επιτροπής που είχε αναλάβει το σχεδιασμό του νέου καταστατικού χάρτη αυτοδιοίκησης της μειονότητας τον Φεβρουάριο του 1927 (Kamouzis 2013, σ. 108-13).
Εν κατακλείδι η σύγκρουση εθνικοφρόνων και αντεθνικών άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στη ζωή της εναπομείνασας ελληνορθόδοξης μειονότητας στην Τουρκία.
Από τη μια μεριά η μη αναγνώριση της νομικής υπόστασης της μειονότητας, οι κατά καιρούς παρεμβάσεις της τουρκικής εξουσίας στα ζητήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι δημεύσεις των κοινοτικών περιουσιών, τα Σεπτεμβριανά του 1955 και οι απαγορεύσεις και απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων μπορούν δυνάμει να συσχετιστούν με τη στερεότυπη τουρκική θεώρηση των Ρωμιών ως μιας διαφορετικής, αποκλίνουσας και απειλητικής για τη χώρα και την ενότητα του τουρκικού έθνους πληθυσμιακής ομάδας, θεώρηση στην κατασκευή της οποίας συνέτεινε καθοριστικά με τη στάση της η ελληνοκεντρική κληρικολαϊκή ηγεσία κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα 1908-1912 και 1918-1922.
Από την άλλη μεριά η δυναμική επανεμφάνιση και τοποθέτηση των εκπροσώπων της απόλυτης υπακοής στο κράτος σε θέσεις-κλειδιά για τη διαχείριση των υποθέσεων της μειονότητας μετά το 1923 μαρτυρά πολλά για τη συνέχεια ανάμεσα στο καθεστώς της ΕΕΠ και την Τουρκική Δημοκρατία αναφορικά με την ισότητα των πολιτών και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Εάν αποδεχτούμε ως αρχή ότι η σύμπραξη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα πολιτικών στάσεων από τον φόβο και την ανοχή ενός τυραννικού καθεστώτος μέχρι την εθελοντική και ανοιχτή υποστήριξη, τότε οι Ρωμιοί που παρέμειναν πιστοί στην οθωμανική κυβέρνηση καθ’ όλη την περίοδο των Νεότουρκων σίγουρα εμπίπτουν σε αυτό το φάσμα.
Σε κάθε περίπτωση, η αφοσίωση των «αντεθνικών» στο ενωτικό καθεστώς λειτούργησε όχι μόνο ως τεκμήριο αθωότητας και πολιτικής σύνεσης, αλλά αποτέλεσε και μια σαφή ένδειξη ότι η συμμόρφωση και η πίστη σε ένα αυστηρά εθνικό τουρκικό κράτος -ανεξάρτητα από τις συνέπειες για την ίδια τη μειονότητα- παρέμεινε μια από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για να είναι κάποιος ανεκτός ως μη Τούρκος στη σύγχρονη Τουρκία.
*Ιστορικός – Ερευνητής Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών
Διαβάστε
► Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 1924, Τύποις Γ. Καλλέργη).
► Δημήτρης Καμούζης, «Από “σωτήρας της φυλής”, “ευεργέτης των Τούρκων”: Ο Βενιζέλος και η εθνικιστική ηγετική ομάδα των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, 1918-1930», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Τόμος 17 (2011), σ. 151-193.
► Dimitris Kamouzis, «Elites and the formation of national identity: The case of the Greek Orthodox millet, mid-19th century to 1922» και «A minority in a state of flux: Greek self-administration and education in post-Lausanne Istanbul, ca. 1923-1930», σε Benjamin C. Fortna, Stefanos Katsikas, Dimitris Kamouzis & Paraskevas Konortas (επιμ.), State-Nationalisms in the Ottoman Empire, Greece and Turkey: Orthodox and Muslims, 1830-1945 (Oxon 2013, εκδ. SOAS/ Routledge Studies on the Middle East), σ. 13-46 & 101-131.
► Dimitris Kamouzis, «Out of Harm's Way? Structural Violence and the Greek Orthodox Community of Istanbul during World War I», Journal of the Ottoman and Turkish Studies Association 4,1 (2017), σ. 189-211.
► Παύλος Καρολίδης, Λόγοι και Υπομνήματα. Τόμος Α' (Αθήνα 1913, Τυπογραφείον Π.Α. Πετράκου).
► Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), (Κωνσταντινούπολη 1919, Πατριαρχικόν Τυπογραφείον).
► Δημήτριος Μαυρόπουλος, Πατριαρχικαί σελίδες: Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον από 1878-1949(Αθήνα 1960, εκδ. Πετσάλης).
► Κατερίνα Μπούρα, «Οι βουλευτικές εκλογές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Ελληνες βουλευτές 1908-1918», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Τόμος 4 (1983), σ. 69-85.
► Γεώργιος Κλεάνθους Σκαλιέρης, Τα Δίκαια των Εθνοτήτων εν Τουρκία (1453-1921) (Αθήνα χ.χ., Τύποις Κίμωνος Ι. Θεοδωροπούλου).
► Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως (επιμ. Θάνος Βερέμης & Κατερίνα Μπούρα, Αθήνα 1984, εκδ. Δωδώνη).
◽ Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
http://www.efsyn.gr/arthro/ethnikofrones-kai-antethnikoi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html