Περί του Βάκχου Διονύσου και περί του ενιαυτού τέλους! [επεξηγηματικό κείμενο]
«Την ικεσία του λευκόμαλλου Αιώνος τραγουδώ και της Σεμέλης και του Διός τον έρωτα και το λαθραίο κρεβάτι –ἕβδομον ἱκεσίην πολιὴν Αἰῶνος ἀείδει καὶ Σεμέλην καὶ ἔρωτα Διὸς καὶ φώριον εὐνήν». (Νόννου «Διονυσιακά, ραψωδία Ζ’ σ. 1»). Τον Έρωτα που θα πάρει από τους ανθρώπους τον Σιδηρό Αιώνα και θα τους φέρει έναν νέο Αιώνα, τον Αιώνα Οίνο!
«Της Χώρας τούτης φωνάζω τον πολυούχο με το ολόχρυσο στέμμα, τον οίνωπα και εύιο Βάκχο, των Μαινάδων τον σύντροφο, να έρθει με δαυλούς πεύκου αναμμένους βαστώντας -τὸν χρυσομίτραν τε κικλήσκω, τᾶσδ᾽ ἐπώνυμον γᾶς, οἰνῶπα Βάκχον εὔιον, Μαινάδων ὁμόστολον πελασθῆναι φλέγοντ᾽ ἀγλαῶπι πεύκᾳ». (Σοφοκλής “Οιδίπους Τύραννος, σ. 209 – 215″).
“Τον Βάκχον τον περίστυλον επικαλούμαι, τον δωρητήν του κρασιού. ο οποίος περιελισσάμενος (περιστρεφόμενος) προς κάθε κατεύθυνσιν εις τα δώματα του
Κάδμου εστήριξε την γήν αφού απεμάκρυνε τους ισχυρούς κλονισμούς (σεισμούς), όταν ή αυγή, πού φέρει το πυρ ετάραξε όλην την γήν με τα ορμητικά σφυρίγματα του κεραυνού και εκείνος έτρεξεν επάνω ως σύνδεσμος (στήριγμα) όλων. Έλα μακάριε, βακχευτή, με χαρούμενες διαθέσεις. – Κικλήσκω Βάκχον περικιόνιον, μεθυδώτην, Καδμείοισι δόμοις ὃς ἑλισσόμενος πέρι πάντη ἔστησε κρατερῶς βρασμοὺς γαίης ἀποπέμψας, ἡνίκα πυρφόρος αὐγὴ ἐκίνησε χθόνα πᾶσαν πρηστῆρος ῥοίζοις· ὃ δ᾽ ἀνέδραμε δεσμὸς ἁπάντων. ἐλθέ, μάκαρ, βακχευτά, γεγηθυίαις πραπίδεσσιν“. (Ορφικός ύμνος Βάκχου περικιόνιου).
«Ήλιε ζωοδότη, της βλάστησης πατέρα και των καρπών βασιλιά, πότε θα θρέψουν τα αμπέλια κρασάτα σταφύλια;; – Ἠέλιε ζείδωρε, φυτηκόμε, κοίρανε καρπῶν, οἰνοτόκον πότε βότρυν ἀεξήσουσιν ἀλωαί;;;»
“Άκουσε με ώ πολυσέβαοτε τροφέα, πού φροντίζεις τον Βάκχο, συ πού είσαι ο υπεροχώτερος από τους Σιληνούς, τιμημένος μεταξύ όλων των θεών και των θνητών ανθρώπων κατά τις τριετείς τελετές, πού λατρεύεσαι με αγνές τελετές, συ ο σεβαστός, ο αρχηγός του ποιμενικού θιάσου· είσαι μανιώδης διασκεδαστής, σου αρέσει να άγρυπνης μαζί με τις καλλίζωνες τροφούς, και οδηγείς τις Ναιάδες και τις Βάκχες, πού είναι τυλιγμένες με κισσό έλα εδώ εις την κοινήν δι’ όλους τους θεούς τελετουργίαν μαζί με όλους τους Σατύρους, πού έχουν μορφήν θηρίου, και δόσε κραυγήν του άνακτος Βάκχου, συνοδεύων μαζί με τις Βάκχες τις σεμνές εορτές του ληνού (ο χώρος πού πατιώνται τα σταφύλια), πού φέρουν καρπούς. Φανερώνων εις τάς αγίας τελετάς μυστήρια, πού λάμπουν την νύκτα, διασκεδάζων, ώ φίλε του θύρσου. με τους θιάσους εν γαλήνη. – Κλῦθί μου, ὦ πολύσεμνε τροφεῦ, Βάκχοιο τιθηνέ, Σιληνῶν ὄχ᾽ ἄριστε, τετιμένε πᾶσι θεοῖσι καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν ἐπὶ τριετηρίσιν ὥραις, ἁγνοτελής, γεραρός, θιάσου νομίου τελετάρχα, εὐαστής, φιλάγρυπνε σὺν εὐζώνοισι τιθήναις, Ναΐσι καὶ Βάκχαις ἡγούμενε κισσοφόροισι· δεῦρ᾽ ἐπὶ πάνθειον τελετὴν Σατύροις ἅμα πᾶσι θηροτύποις, εὔασμα διδοὺς Βακχείου ἄνακτος, σὺν Βάκχαις Λήναια τελεσφόρα σεμνὰ προπέμπων, ὄργια νυκτιφαῆ τελεταῖς ἁγίαις ἀναφαίνων, εὐάζων, φιλόθυρσε, γαληνιόων θιάσοισιν“. (Ορφικός ύμνος Σιληνού, Σατύρου, Βακχών).
————————————————————————————————-
Σπονδή με κύπελλα προς τις Θεότητες!
«Ω Ζεύ, πάνταρχε θεών, πανεπόπτη, είθε συ να χαρίσεις στους κατοίκους ετούτης της γης, το σθένος που φέρνει την νίκη, το καρτέρι να φτάσουν στο τέλος και κυνήγι λαμπρό, κι η σεμνή κόρη, η Παλλάδα Αθηνά. Τον Απόλλωνα ακόμη ικετεύω, τον καλό κυνηγό, και την αδελφή του που συχνά κυνηγά τα γοργοπόδαρα ελάφια, με το ποικιλόχρωμο σώμα, για να έρθουν διπλοί αρωγοί στους πολίτες εδώ και σε τούτη τη γη. – Ἰὼ Ζεῦ, πάνταρχε θεῶν, παντόπτ᾽, ὤ, πόροις γᾶς τᾶσδε δαμούχοις σθένει ᾽πινικείῳ τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον, σεμνά τε παῖς Παλλὰς Ἀθάνα. Καὶ τὸν ἀγρευτὰν Ἀπόλλω, καὶ κασιγνήταν πυκνοστίκτων ὀπαδὸν ὠκυπόδων ἐλάφων, στέργω διπλᾶς ἀρωγὰς μολεῖν γᾷ τᾷδε καὶ πολίταις». (Σοφοκλής “Οιδίπους επί Κολωνώ, σ. 1085 – 1096″).
ὦ πέπον, κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον πᾶσιν, ὄφρ᾽ εὐξάμενοι Διὶ πατρὶ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον!
Ζηνὶ κελαινεφέϊ Κρονίδῃ σπείσομεν, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει : Διὶ τερπικεραύνῳ σπείσομεν, ὅς θ᾽ ἱκέτῃσιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ : «Ζεὺς μὲν ἀφίκτωρ ἐπίδοι προφρόνως»: «ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, Ζεῦ πολυτίμητε, Ζεῦ ἄφθιτε, πάνταρχε θεῶν, παντόπτ᾽, νεφεληγερέτα, Ὀλύμπιε μητίετα, ὕπατε κρειόντων, Ζεῦ κύδιστε, μέγιστε, κελαινεφὲς, αἰθέρι ναίων».
και εσύ «Ποσείδαον ἄνακτι, ἐνοσίχθων, ὕψιστε θεῶν, πόντιε, χρυσοτρίαινε Πόσειδον, γαιήοχ᾽, ἐγκύμον᾽ ἀν᾽ ἅλμαν: κλῦθι γαιήοχε, κυανοχαῖτα, ἐννοσίγαι᾽ εὐρυσθενές, μηδὲ μεγήρῃς ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα» και εμείς «ταύρους δώδεκα κεκριμένους ἱερεύσομεν», και εσύ «βοῶπις πότνια ῞Ηρη», και εσύ «Παλλάς Αθηναίῃ, Τριτογένεια, Ατρυτώνη, Κλῦθί μευ Γοργοφόνη, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος», και εσύ «Φοῖβε Ἀπόλλων», και εσύ «Ἄρτεμι, πότνα θεά, θύγατερ Διός», και εσύ «Ερμῆ Μαιάδος υἷει, Ἐριούνιε & Ἐριχθόνιε & χθόνιε, ἐϋσκόπε Ἀργεϊφόντῃ, πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη, σωτὴρ γενοῦ μας ξύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ»! Και εσείς «Νύμφαι Νηϊάδες, Νύμφαι κρηναῖαι, κοῦραι Διός, εἴ ποτ᾽ ὔμμ᾽ ἐπὶ μηρί᾽ ἔκηε, καλύψας πίονι δημῷ, ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων, τόδε μοι κρηήνατ᾽ ἐέλδωρ».
Παλλὰς Ἀθήνη σπείσομεν : «ὦ ἄνασσ᾽, κυδίστη & ἀγελείη Τριτογένεια, πότνι᾽ Ἀθηναίη, δῖα θεάων, κέκλυθι δράκαινα, κέκλυθι᾽ἄνασσα· πολύλλιστος δέ σ᾽ ἱκάνω χρειοῖ ἀναγκαίῃ· σὺ δὲ μείλιχον οὖας ὑπόσχες», και εμείς «ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν» και στους «Οὐρανίωνες θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, ῥέξομεν ἱερὰ καλά» και “ἕρδωμεν ἀγακλειτὰς τεληέσσας ἑκατόμβας».
Ω! Αθηνά, εσέ καλούμε, την αδάμαστη και αμείλικτη, την φιλόσοφο άμα και φιλοπόλεμο Θεά. Εσέ που συγκρατείς και πρυτανεύεις στις εντός του σύμπαντος αντιθέσεις – για αυτό και καλείσαι Αθηνά Νίκη! -, εσέ που σώζεις άχραντο τον άνακτα Βάκχο, εσέ που αντιμετωπίζεις τους Γίγαντες μαζί με τον πατέρα Δία, κινείς μόνη σου την Αιγίδα και φέρεις την κεφαλή της Μέδουσας! Πρόσελθε θεά κοντά μας, εσύ που κινείς την όλη ειμαρμένη και κατευθύνεις τις δημιουργίες αυτής! Πρόσελθε Θεά «ἵλεῴ» σε μας και δώσε μας άχραντη σοφία & νοητική δύναμη, χάρισέ μας Θεά τα Ολύμπια και ανάγωγα για τις ψυχές αγαθά, εξόρυξε μακριά από εμάς τα Γιγάντια και γενεσιουργά φαντάσματα, διέγειρε εντός μας τις καθαρές και αδιάφθορες σκέψεις για όλους τους θεούς και πέμψε μας το θεϊκό φως της νόησης σου! Ω εσύ που είσαι φωσφόρος θεός! Ανύψωσέ μας σώτειρα Θεά και ενίδρυσε μας στις καθολικές νοήσεις του μεγίστου Διός! Εσένα θεά καλούμε , που στα κύματα του Αιθέρα την καρδιά ανέπαφη του Άνακτα Βάκχου έσωσες από το χέρι των Τιτάνων που έγινε κομμάτια και στον πατέρα του την παρέδωσες. Και αυτός αναβίωσε, με την βουλή του που τον γέννησε με την Σεμέλη, και στην κορυφή του Κόσμου ανυψώθηκε, ο Διόνυσος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html