(*) Προσφιλής έκφραση του μεγάλου ιστορικού, Κωνσταντίνου Σάθα.
Η χαμένη μάχη του νεοελληνικού Διαφωτισμού (1828-1870)
Η αναζήτηση των χαρακτηριστικών, που θα συνέθεταν μία σύγχρονη Ελληνική εθνική υπόσταση και φυσιογνωμία είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Προοδευτικά και μέχρι την έκρηξη της Επανάστασης η αναζήτηση αυτή πήρε τη μορφή ευθείας σύγκρουσης ανάμεσα στις πνευματικές δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (όπως αυτός εκφράστηκε στη νεοελληνική εκδοχή του) και σε αυτές της οπισθοδρομικής και τουρκόφρονoς χριστιανορθόδοξης Εκκλησίας.
Τα γνωστότερα –αλλά όχι και τα μόνα- κείμενα πολεμικής από την πλευρά του Διαφωτισμού, είναι η «Αδελφική διδασκαλία» του Αδαμάντιου Κοραή, οι «Κρίτωνος Στοχασμοί», ο «Ρωσοαγγλογάλλος», και, φυσικά, η περίφημη «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος.
Από την πλευρά της Εκκλησίας, γνωστότερα –και επίσης όχι τα μόνα- είναι η «Πατρική Διδασκαλία» του πατριάρχη Ιερουσαλήμ, Άνθιμου, η πατριαρχική εγκύκλιος του 1819 κατά της ονοματοδοσίας με Ελληνικά ονόματα, αλλά και οι κατ’ εξακολούθηση αφορισμοί της Επανάστασης, αλλά και προγενέστεροι (π.χ. ο πατριαρχικός αφορισμός των Κλεφτών του Μοριά το 1805, ο οποίος εκτόξευε εναντίον τους κατάρες τέτοιες, που «ράγιζαν και τις πέτρες»(1)) από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι αναφέρονται εδώ επειδή ενσωμάτωσαν, εκτός από τις αρές κατά των αγωνιστών και αρκετά στοιχεία, σημαντικά για την ιδεολογική θεμελίωσή τους. (Κατεβάστε δωρεάν από την Ενότητα ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ΔΩΡΕΑΝ το βιβλίο «Τα υβριστικά κατά των Ελλήνων επίσημα κείμενα της Ορθοδοξίας», στο οποίο περιέχονται τα πλήρη κείμενα των πατριαρχικών αφορισμών κατά της Επανάστασης, κατά του Ρήγα, κατά της Μπουμπουλίνας, κατά των «κακούργων Σουλιωτών» κ.ά.).
Κατά την προεπαναστατική περίοδο, εκτός από τα ένθεν κακείθεν ιδεολογικά βέλη, ή και λιβελογραφήματα, μια πιο σκληρή μορφή της διαμάχης ήταν και η αποπομπή (συνοδευόμενη πάντα από οργανωμένη δυσφήμηση και από μεθοδεύσεις επαγγελματικής, εξόντωσης) όσων διαφωτιστών διδασκάλων (π.χ. Κούμας, Μοισιόδαξ, κ.α.) δίδασκαν στις σχολές, που είχε στη σφαίρα επιρροής της η Εκκλησία –δηλαδή, ουσιαστικά, τις μόνες, που η τελευταία επέτρεπε να υπάρχουν εκείνη την εποχή.
Το τί ακριβώς πρέσβευε (και επισήμως εξακολουθεί να πρεσβεύει) η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει πλέον αποσαφηνισθεί από την επίσημη ιστοριογραφία: θεμελίωση μιας ανεθνικής ταυτότητας βασισμένης στον «ορθόδοξο» χριστιανισμό και παραμονή / επιστροφή σε καθεστώς Τουρκικής κατοχής, ή κάποιο, που θα της εξασφάλιζε παρόμοια προνόμια. Αυτή εξάλλου ήταν και παραμένει, ελλείψει επίσημης και ξεκάθαρης διάψευσης, η πάγια και αμετανόητη θέση της από το 1453, που άνοιξε τις κερκόπορτες στους Οθωμανούς.
Από την άλλη, ο Διαφωτισμός εξέφραζε την αναγεννημένη εμπιστοσύνη στη δύναμη του επιστημονικού ορθολογισμού, την ελευθερία του στοχασμού και την απόρριψη κάθε αυθεντίας και ειδικά της θεοκρατικής (στάση, που ποίκιλε από την λυσσαλέα κριτική στην Χριστιανική Εκκλησία, μέχρι την ολοκληρωτική απόρριψη του χριστιανισμού και της θρησκείας εν γένει, ή την εισαγωγή φιλοσοφικών-θεολογικών συστημάτων όπως π.χ. ο Ντεϊσμός, ή το Θεοσεβικό σύστημα του Θεόφιλου Καϊρη) (2). Τα προηγούμενα δεν αρκούν για να χρίσουν τον Διαφωτισμό διάδοχο –όπως έχει συχνά παρερμηνευτεί- του Ελληνικού Πνεύματος (μάλιστα από μία, όχι δυσμενώς διακείμενη, ιστοριογραφική τάση έχει χαρακτηριστεί ως ένα κίνημα με απλοϊκές και αρκετά ωφελιμιστικές αρχές (3)). Η μορφή, που έλαβε όμως στην Ελληνική εκδοχή του, διέθετε και το επιπλέον στοιχείο της δυναμικής ανάκλησης του προγονικού πνεύματος, κάτι που του προσέδιδε ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα (π.χ. ο Κοραής επιμελήθηκε στο Παρίσι μιας μνημειώδους επανέκδοσης των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, συνοδευόμενης από τα θρυλικά πλέον Προλεγόμενά του).
Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός επανακαθιέρωσε ύστερα από δεκαέξι αιώνες απαξίωσής της, την εθνική ονομασία «Έλλην» (αντί του «χριστιανού», «Ρωμηού» κ.α.(4)) και προπαρασκεύασε πνευματικά την έκρηξη της Επανάστασης του 1821. Αυτά από μόνα τους υπενθυμίζουν την, προς αυτόν, αιώνια οφειλή κάθε Έλληνα.
Η ιστορική του παρουσία όμως δεν εξαντλήθηκε εκεί. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός συμμετείχε ενεργά στον Αγώνα, αναδεικνύοντας ολοκληρωμένους ανθρώπους της δράσης, όπως ο προαναφερθείς Θεόφιλος Καϊρης από την Άνδρο, ο οποίος πολέμησε έχοντας στο χέρι πότε το τουφέκι και πότε τη γραφίδα, ως ένας από τους συντάκτες του Συντάγματος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, το 1823. Η επίδραση των διαφωτιστικών ιδεών, όχι μόνο στη διατύπωση των πρώτων Συνταγμάτων των εξεγερμένων αλλά και στις εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές αναζητήσεις και συγκρούσεις της εποχής, αν και φθίνουσα, έχει επισημανθεί από πολλούς ερευνητές ως κάτι παραπάνω από εμφανής.
Το πνεύμα του Διαφωτισμού γοήτευσε ακόμα και κάποιους λίγους ορθόδοξους κληρικούς, οι οποίοι, προς τιμήν τους, αγνόησαν επιδεικτικά την επίσημη εκκλησιαστική γραμμή και συντάχθηκαν με την Επανάσταση (μάλιστα πολλοί, όπως ο Αθανάσιος Διάκος, ο Γρηγόριος Δικαίος- Παπαφλέσσας κ.α. έλαβαν μέρος ως ένοπλοι). Οι ιερωμένοι αυτοί αποτελούν και το διάτρητο άλλοθι, που επικαλείται η Oρθόδοξη Eκκλησία όποτε στριμωχτεί για την συμπαράταξή της με την Oθωμανική Eξουσία. Αλλά και μετεπαναστατικά, όπως θα δούμε, κάποιοι μορφωμένοι κληρικοί, όπως ο μαθητής του Κοραή Θεόκλητος Φαρμακίδης, επάνδρωσαν τις τάξεις του Διαφωτισμού. Τους ανθρώπους αυτούς δεν θα πρέπει να τους καταχωρήσουμε ελαφρά τή καρδία, ως «διορατικούς», που, πονηρά σκεπτόμενοι, αποφάσισαν να δώσουν στη χριστιανική πίστη και Eκκλησία έναν «προοδευτικό» τόνο ώστε, αυτές να επιβιώσουν σε ένα μεταδιαφωτιστικό Eυρωπαϊκό περιβάλλον. Τα κίνητρά τους πήγαζαν από τις προτεραιότητες της κοινωνίας και όχι της Eκκλησίας. Ο προσανατολισμός τους ήταν πρωτίστως κοινωνικός: ενέτασσαν δηλαδή τον θρησκευτικό εκσυγχρονισμό στα πλαίσια ενός προαπαιτούμενου κοινωνικού.
Μετά την Επανάσταση
Με τον τερματισμό του ενόπλου αγώνα, το 1828, ένας άλλος αρχίζει. Ωστόσο δεν πρόκειται απλώς για αγώνα ανοικοδόμησης. Πρόκειται για μία χώρα, η οποία δεν έχει να επιστρέψει σε κάποια γνωστή και προσφάτως διακοπείσα προγενέστερη κατάσταση αλλά, πρέπει να αρχίσει τη νέα ζωή της από μηδενική βάση.
Ο Καποδίστριας, ο πρώτος (και μεταβατικός, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα) κυβερνήτης, εισάγει για πρώτη φορά στην Ελλάδα την καλλιέργεια του γεώμηλου (πατάτα), για να τραφεί γρήγορα και φθηνά ο λιμοκτονών πληθυσμός. Ανάπηροι πολεμιστές, αφημένοι σαν σκυλιά στη τύχη τους, περιφέρονται με καταρρακωμένη υπερηφάνεια, ζητιανεύοντας. Παιδιά σε πλήρη εγκατάλειψη, που ολόκληρο το σόϊ τους ξεκληρίστηκε στον πόλεμο, περιπλανώνται χωρίς αύριο και κοιμούνται μέσα σε ερείπια, ή στην ύπαιθρο, παντελώς απροστάτευτα και χωρίς μία, τρύπια έστω, κουβέρτα.
Στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρόσφυγες από τις, μή απελευθερωμένες τότε, βόρειες περιοχές εισρέουν στα περιορισμένα όρια του -στα χαρτιά μόνο- νεοδημιουργηθέντος κρατιδίου. Οι εξουσιαστικές φατρίες, ίδιες και απαράλλαχτες από τον καιρό της Τουρκοκρατίας (ίσως το μόνο πράγμα στην Ελλάδα, που είχε μείνει ίδιο, ντόπιοι κοτζαμπάσηδες, βυζαντινοαναθρεμένοι φαναριώτες, κάποιοι παραγκωνισμένοι πρώην αρματωλοί), οι οποίες είχαν συνδράμει την Επανάσταση μόνον όσο και όποτε τις συνέφερε, εξακολουθούν να συγκρούονται (όπως άλλωστε έκαναν και κατά τη διάρκεια του Αγώνα), πότε ένοπλα και πότε εντός των ορίων του πολιτικού παιχνιδιού, για το μοίρασμα της νέας εξουσιαστικής πίτας. Ένας λαός φαινομενικά μόνο νικητής αλλά, στην πραγματικότητα, σωματικά και ψυχικά, γονατισμένος, που βέβαια δεν είχε τον χρόνο να επεξεργαστεί, έστω και στοιχειωδώς, ζητήματα, όπως το ποιά μορφή μετεπαναστατικής κοινωνίας επιθυμούσε.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το ρήγμα της Τουρκικής κυριαρχίας, που και οι ίδιες συνέβαλλαν να δημιουργηθεί στην νοτιοανατολική Ευρώπη, για να μετατρέψουν προς όφελός τους τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς στις εξωτερικές τους πολιτικές. Αυτό το τελευταίο περιελάμβανε φυσικά και την ανάμιξή τους στην Ελληνική πολιτική κατάσταση μέσω των εν Ελλάδι κομμάτων-παραρτημάτων τους. Το πρόσχημα γι’ αυτήν την ανάμιξη τους είχε ήδη προσφερθεί διαρκούντος ακόμα του Αγώνος από τις ντόπιες εξουσιαστικές ομάδες, οι οποίες επιδίωκαν να αποκτήσουν ισχυρούς προστάτες στις μεταξύ τους έριδες.
Αλλά και ο κοινωνικός προμαχών του Διαφωτισμού, η Γαλλία, είχε προ πολλού υποκύψει στην εκφυλιστική ασθένειά του, τον βοναπαρτισμό. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο Διαφωτισμός παρέμενε, ωστόσο, ένας υπολογίσιμος ηττημένος. Είχε καταφέρει να «μολύνει» αμετάκλητα τις δυτικές κοινωνίες και να «διαφθείρει» ανεπανόρθωτα τις συνειδήσεις Έμοιαζε περισσότερο με βόμβα, που δεν είχε με βεβαιότητα εξουδετερωθεί, ή με ηφαίστειο, που δεν είχε σίγουρα σβήσει (έκτοτε, μάλιστα, μεταλλάχθηκε αρκετές φορές, κάτι, που μάλλον τον έχει καταστήσει ανίατη μάστιγα των απανταχού εξουσιαστών και, ίσως, όχι και τόσο «ηττημένο»). Παρόμοια ήταν και η θέση του στην Ελλάδα.
Αυτές ήσαν σε γενικές γραμμές οι δυσμενείς διεθνείς και εγχώριες συνθήκες υπό τις οποίες άρχισε ο Διαφωτισμός να δίνει την κρισιμότερη μάχη του στο Ελληνικό έδαφος.. Την μάχη για μία σύγχρονη ευνομούμενη κοινωνία εναντίον της επαναφοράς μιας νεοβυζαντινού τύπου θεοκρατίας.
Το Αυτοκέφαλο
Ως γνωστόν, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο ορθόδοξος κλήρος είχε αποσπάσει από τους Οθωμανούς πολλά προνόμια, που δεν τα είχε ούτε επί «Βυζαντινής» αυτοκρατορίας. Ένα από αυτά ήταν και η άσκηση της δικαστικής εξουσίας ως προς τις υποθέσεις μεταξύ ορθοδόξων, η οποία του απέφερε σημαντικά κέρδη. Γι’ αυτό, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ο κλήρος είχε προσπαθήσει να αποτρέψει στις απελευθερωμένες περιοχές την ίδρυση δικαστηρίων. Μια από τις πρώτες μετεπανασταστικές πολιτειακές ενέργειες, που αφορούσαν την εκκλησία ήταν και η απαγόρευση, που της επέβαλλε ο Καποδίστριας ως προς το να δικάζει αστικές υποθέσεις, πέραν των γάμων και των διαζυγίων. Ο Καποδίστριας, αν και συντηρητικός, φίλος του κλήρου και αντίπαλα διακείμενος προς τον Διαφωτισμό, προχώρησε επίσης και σε μία ατελέσφορη προσπάθεια καταγραφής της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς και σε τήρηση αρχείων γάμων, βαπτίσεων κ.λπ. για λόγους οικονομικού ελέγχου. Στόχος του δεν ήταν η αμφισβήτηση του ιδεολογικού ηγετικού ρόλου της Εκκλησίας αλλά η επείγουσα εξεύρεση χρημάτων. Βέβαια, οι ενέργειες αυτές του κυβερνήτη έβρισκαν σύμφωνους και τους υποστηρικτές των διαφωτιστικών ιδεών.
Αλλά η χάραξη των πρώτων δρόμων προς την συγκρότηση της φυσιογνωμίας του νέου κράτους και της διαμόρφωσης της σχέσης του με την Εκκλησία περνά μέσα από τις πολιτικές εκτιμήσεις και σκοπιμότητες της νεοφερμένης βαυαρικής (αντί)βασιλείας. Η οποία πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται, ότι η χριστιανορθόδοξη Εκκλησία με τους δεκαέξι αιώνες ισοπεδωτικής και αδιάκοπης κυριαρχίας της επί της ελληνικότητας και επί της συλλογικής εθνικής μνήμης έχει κατορθώσει να αποτελεί τον μόνο εναπομείναντα συνεκτικό ιδεολογικό παράγοντα στο νέο κράτος, ο οποίος μπορούσε να της χρησιμεύσει για την άσκηση, τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής της πολιτικής. Μπροστά στον οποίο, προαιώνιες εθνικές σταθερές, όπως η κοινή καταγωγή και ιστορική διαδρομή, τα -μασκαρεμένα σε χριστιανικά- πανάρχαια έθιμα, το, από κάθε άποψη, εκτυφλωτικό προγονικό παρελθόν, γι’ άλλη μια φορά απαξιώνονται και περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Ωστόσο οι Βαυαροί δεν ήσαν αφελείς, ώστε να εμπιστευτούν τυφλά την εκκλησία, υπογράφοντάς της μια λευκή επιταγή. Εξάλλου, με τη Χριστιανική Ορθοδοξία δεν είχαν καμμία συναισθηματική εξάρτηση. Δεν είχαν ανατραφεί με αυτή. Ούτε έβλεπαν σε αυτή τίποτε βαθύτερο, όπως αυτά που επιμένει να διακρίνει ένας πιστός της. Η κεφαλή της, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά το πομπώδες του ονόματός του, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας διοικητικός θεσμός του Οθωμανικού Κράτους, ο οποίος ποτέ δεν είχε παραιτηθεί από το να απεργάζεται την επαναπροσάρτηση της Ελλάδας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: ακόμα και μετά το στρατιωτικώς αίσιο πέρας του Αγώνα, δεν έπαψε να καλεί τους Έλληνες να επιστρέψουν μετανοημένοι σε αυτήν (5).
Οι Βαυαροί δεν ήθελαν βεβαίως Εκκλησία υπό(φιλό)τουρκη, που θα τους έβαζε τρικλοποδιές στην εξωτερική τους πολιτική και στις σχέσεις τους με το Οθωμανικό κράτος. Επιπλέον το Πατριαρχείο αποτελούσε ιδεολογικό προγεφύρωμα και πρόσχημα για την ανάμιξη της –ομόθρησκης- Ρωσίας στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, την τεράστια επιρροή της οποίας η αντιβασιλεία ήθελε να περιορίσει και να εξισορροπήσει με αυτές των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (η Αγγλία και η Γαλλία είχαν ταχθεί υπέρ του Αυτοκέφαλου για τον ίδιο λόγο). Αποφασισμένοι να έχουν το πάνω χέρι στη σχέση τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία, οι Βαυαροί προχώρησαν το 1833 στην διοικητική διάσπασή της και στην καθιέρωση του Αυτοκέφαλου (όπως αποκλήθηκε), της ελλαδικής συνιστώσας της.
Από ιδεολογικής πλευράς το έδαφος για την απεξάρτηση της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο είχε προλειανθεί από το Διαφωτισμό και συγκεκριμένα από την λιγότερο αδιάλλακτη απέναντι στον χριστιανισμό πλευρά του. Ο Κοραής, παρά την σκληρή αντικληρικαλιστική και αντιβυζαντινιστική γραμμή του, στα «Προλεγόμενά» του γράφει, ότι «ελευθέρων και αυτονόμων Γραικών κλήρος είναι απρεπέστατον να υπακούη εις προσταγάς Πατριάρχου εκλεγμένου από τύραννον και εξαναγκασμένου να προσκυνή τύραννον». Υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, το ζήτημα είχε επίσης τεθεί και κατά τις εργασίες των Εθνοσυνελεύσεων του Αγώνα. Όχι μόνο στη συνείδηση των προσκειμένων στον Διαφωτισμό αλλά και πλήθους άλλων, η πατριαρχική εξουσία είχε καταχωρηθεί ως αδιαχώριστη από την Οθωμανική. Αλλά, η ψυχική εξάρτηση του Ελληνικού λαού από την Εκκλησία, σε συνδυασμό με τη μορφωτική και βιοτική του εξαθλίωση, ήταν πολύ ισχυρή για να την αγνοήσει κανείς, έστω και μετεπαναστατικά. Οπότε, για τους Διαφωτιστές, ίσχυσε η συμβιβαστική και ρεαλιστική λογική του «μή χείρονος»: αν ένα ελεύθερο ελληνικό κράτος δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνυπάρξει με μία χριστιανική Εκκλησία, επιβαλλόταν, τουλάχιστον, να είναι και αυτή ελεύθερη από το υπότουρκο παρελθόν της. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που ο ένας εκ των τριών αντιβασιλέων, ο Λούντβιχ Γκέορκ Μάουρερ πείστηκε να προχωρήσει στην περί Αυτοκέφαλου απόφαση μετά από εισήγηση, που υπέβαλλε προς αυτόν ένας μαθητής του Κοραή και επιστήθιος φίλος του Καϊρη, ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης.
Βέβαια, όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η απόφαση αυτή της αντιβασιλείας δεν υπαγορεύθηκε από φιλελεύθερα κίνητρα, όπως αυτά των Διαφωτιστών αλλά, από την ανάγκη να ισορροπήσει και να εδραιώσει με μία κίνηση «ματ» την θέση της, σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, επικυρώνοντας μία -έστω και χαλκευμένη- προϋπάρχουσα ενοποιητική εθνική ιδεολογία και «ανακατασκευάζοντας» τον αντίστοιχο φορέα της. Γι’ αυτό έλαβαν μέριμνα και για την μορφωτική ισχυροποίηση του παροιμιωδώς αναλφάβητου ορθοδόξου κλήρου (6) (π.χ. ίδρυση σεμιναρίου ορθοδόξων κληρικών στον Πόρο). Όπως, άλλωστε, ομολογεί ο Μάουρερ, στο βιβλίο του «Ο Ελληνικός Λαός»: «η ανεξαρτησία της ελληνικής Εκκλησίας [ενν. από το Πατριαρχείο] ήταν απαραίτητη για την υπόσταση της ίδιας της μοναρχίας». Την ημέρα της επίσημης ανακήτυξης του Αυτοκεφάλου 24/8/1833), στο λιμάνι του Ναυπλίου πανηγύριζαν όλες οι ξένες διπλωματικές αποστολές και τα ναυτικά πληρώματα, πλην των Ρώσων.
Το Αυτοκέφαλο εξελήφθη και χαιρετίστηκε από αρκετούς ως νίκη των διαφωτιστικών ιδεών. Αντιθέτως, επικρίθηκε από μερίδα κληρικών, που ελέγχονταν από το Πατριαρχείο καθώς και από το σύνολο σχεδόν του ελλαδικού μοναχισμού. Η αντίδραση του τελευταίου οφειλόταν κυρίως στο ότι, η αντιβασιλεία την ίδια στιγμή καταπολεμούσε δραστικά το μακραίωνο κοινωνικοοικονομικό καρκίνωμα του καλογερισμού, κλείνοντας τα 378 από τα 524 μοναστήρια της τότε ελληνικής επικράτειας και επιχορηγώντας με την απαλλοτριωμένη μοναστηριακή περιουσία τα προγράμματα της δημόσιας εκπαίδευσης. Όλοι οι παραπάνω κληρικοί και καλόγεροι άρχισαν αμέσως να κινδυνολογούν περί θείας τιμωρίας, να δαιμονολογούν περί εμφανίσεως αιρέσεων κ.λπ..
Η εκπαιδευτική πολιτική επί Αντιβασιλείας (7)
Το έργο της εκπαίδευσης των Ελλήνων το ανέλαβε μετά την ανακήρυξη της Ελλάδας σε Βασίλειο, η πολιτεία, αφού το νομικό πλαίσιο, που καθόριζε τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας δεν επέτρεπε στην τελευταία να αναπτύξει εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Η αντιβασιλεία σύστησε επιτροπή «προς διοργανισμόν των σχολείων», στην οποία δεν συμμετείχαν εκπρόσωποι του κλήρου. Στις προτάσεις, που εισηγήθηκε η επιτροπή έγινε λόγος για την αναγκαιότητα της θρησκευτικής διδασκαλίας σε όλες τις βαθμίδες της σχολικής εκπαίδευσης. Το περίεργο για την εποχή είναι, ότι στις μεγαλύτερες τάξεις προτείνεται η διδασκαλία του μαθήματος της «θρησκείας» με τρόπο που θα ικανοποιεί τις βαθύτερες αναζητήσεις των διδασκομένων σχετικά με το ρόλο της, ενώ παράλληλα προτείνεται και η διδασκαλία της ιστορίας των άλλων θρησκειών, κάτι ριζοσπαστικό για εκείνη την εποχή –και όχι μόνο.
Η Αντιβασιλεία προχώρησε στη νομοθετική ρύθμιση περί εκπαίδευσης ξεκινώντας από τα δημοτικά σχολεία. Το βασιλικό διάταγμα του 1834 με τον τίτλο «Νόμος περί των δημοτικών σχολείων» καθόριζε, ένα από τα διδασκόμενα μαθήματα να είναι και η Κατήχηση, αλλά εναπέκειτο στην κρίση των γονέων το εάν τα παιδιά τους θα το παρακολουθούσαν. Επίσης στη νομαρχιακή επιτροπή, που ήταν αρμόδια για την επιθεώρηση των σχολείων θα έπρεπε, εκτός από έναν ορθόδοξο ιερέα, να συμμετέχει και ένας εκπρόσωπος της προτεσταντικής κοινότητας (στην Ελλάδα δρούσαν από την εποχή ήδη της Επανάστασης προτεσταντικές αποστολές, κυρίως ιδρύοντας σχολεία. Ας σημειωθεί, ότι οι προτεστάντες ιεραπόστολοι δίδασκαν στα σχολεία τους την Αγία Γραφή από τη μετάφραση που είχε εγκρίνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο). Το παραπάνω διάταγμα χαρακτηριζόταν από πνεύμα θρησκευτικής ανοχής και σεβασμού της ελευθερίας θρησκευτικής επιλογής και φανέρωνε την διάθεση του Μάουρερ για την ίση μεταχείριση των μαθητών στη σχολική θρησκευτική αγωγή αλλά και των ιδιωτικών σχολείων που διευθύνονταν από προτεστάντες. Το διάταγμα ακολουθούσε τα, καταφανώς επηρεασμένα από τον Διαφωτισμό, φιλελεύθερα Ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά πρότυπά της εποχής.
Προς τη δημιουργία του Παρακράτους
Θορυβημένη η Ρωσία, σε συνεργασία, φυσικά, με το κολοβωμένο Πατριαρχείο, ανέλαβε δράση. Άρχισε να στηρίζει τους αντιδρώντες στο Αυτοκέφαλο και κυρίως τα μοναστήρια, με γενναίες χρηματικές δωρεές και ακριβά δώρα, εκκλησιαστικά σκεύη κ.λπ.. Παράλληλα έστειλε στην Αθήνα τον πράκτορά της, κληρικό Κωνσταντίνο Οικονόμο «των εξ Οικονόμων» για να οργανώσει υπογείως την υπονόμευση της εφαρμογής του Αυτοκεφάλου..
[Παρέκβαση: το 1833 δεν είναι μόνο η χρονιά της νομοθετικής ρύθμισης περί Αυτοκεφάλου αλλά και του θανάτου του Κοραή. Είχε προηγηθεί μία, ματαιωμένη από τον οικουμενικό Πατριάρχη, απόπειρα αφορισμού του το 1831 «μήποτε δοθεί επιβλαβεστέρα επισημότης εις τας κενοφωνίας» του. Λίγο πριν πεθάνει, φανατικοί είχαν κάψει δημοσίως τα βιβλία του στο Ναύπλιο. Απαγορεύθηκε επίσης η τέλεση τριμήνου μνημοσύνου του στην Κωνσταντινούπολη. Το 1832 το Πατριαρχείο είχε απαγορεύσει την ανάγνωση των έργων του, ενώ καθ’ όλη την σαρακοστή του 1836, στις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης εκφωνούντο κηρύγματα εναντίον του.]
Ο Οικονόμος ανέπτυξε μία πολύπλευρη δραστηριότητα. Κατ’ αρχήν αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Ευαγγελική Σάλπιγξ, που εξέδιδε, αρχικά στο Ναύπλιο και αργότερα στην Αθήνα, ο ιερομόναχος Γερμανός. Η πολεμική του στρέφεται κυρίως εναντίον του Φαρμακίδη αλλά και άλλων, όπως ο πρόσφατα τεθνεώς Κοραής και ο Καϊρης. Στην Αθήνα θα σχετιστεί με εκκλησιαστικούς, πολιτικούς και δημοσιογραφικούς παράγοντες. Επίσης, ενίσχυσε την συντηρητική ομάδα εντός την Ιεράς Συνόδου, ώστε να καταστήσει την τελευταία υποχείριό των επιδιώξεών του. Ταυτόχρονα στρατολογούσε οπαδούς από τους χώρους της πολιτικής και του στρατού. Όλα τα παραπάνω γίνονταν με την απαραίτητη χρηματοδότηση («λάδι») αλλά και υποσχέσεις εύνοιας, δυό πράγματα, που μοίραζε αφειδώς με τους πράκτορές της η Ρωσική διπλωματική αποστολή στη Αθήνα.
Τα αποτελέσματα της δράσης του δεν άργησαν να φανούν. Το 1835, ένα μόλις έτος μετά τη κάθοδο του Οικονόμου από τη Ρωσία και δυό μετά την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου, ο Αλέξανδρος Σούτσος γράφει ότι «είναι σχεδόν εν έτος αφ’ ότου η επίδειξις της θεοσεβείας έγινεν συρμός της Ελλάδος, αφ’ ου αι γονυκλισίαι και νηστείαι μας επανήλθον σώαι και όχι μόνον οι Σταυροί του Σωτήρος, αλλά και οι προς τον Σωτήρα σταυροί και μετάνοιαι είναι εις μεγίστην τιμήν» (8).
Οι υποστηρικτές των διαφωτιστικών ιδεών δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια και εκθέτουν σε κοινή θέα τα «άπλυτα» των συντηρητικών: «Ένα κείμενο που έδωσε αφορμή βιαιοτάτων αντιδράσεων: μια εφημερίδα, τον ίδιο χρόνο πάντοτε, σχολιάζει δυσμενέστατα μία αναφορά [σ.σ.: βλ. «συμβουλές»] του πρώην Ευβοίας, Άνθιμου στον Όθωνα: οι σουλτάνοι εγνώριζαν από την πείραν ότι, για να τυραννούν ευκόλως τον ελληνικόν λαόν, είχον ανάγκην από την συνδρομήν της θρησκείας του. Σέβας εις τους πατριάρχας μας, υπεράσπισιν εις την εκκλησίαν και προνόμια εις τους αρχιερείς της προσέφερεν αδιακόπως η τουρκική κυβέρνησις»(8). Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκε και η προσκείμενη στους φιλελεύθερους εφημερίδα Αθηνά, του Εμμ. Αντωνιάδη. Στο φύλλο της της 16/5/1836 διαβάζουμε: «Ας ενθυμηθώμεν τί ήσαν επί της τουρκικής τυραννίας οι αρχιερείς μας. Εάν εξαιρέσουμε ολίγους τινάς, όλοι οι άλλοι ήσαν δεσπόται, τύραννοί των χριστιανών. Εψηφίζοντο αρχιερείς όχι κατ’ εκλογήν αρετής και παιδείας, αλλά με κολακείας ανδραποδώδεις και με παχείας προσφοράς χρημάτων. Αρπάζοντες δε ούτως την ποιμαντικήν ράβδον, εφορολογούσαν ασπλάχνως τα δυστυχή των ποίμνια, επωλούσαν καπηλικώς την ιεροδιακονίαν και την ιερωσύνην, τους εγκαινιασμούς, τους αγιασμούς, τας λειτουργίας και όλας τας υπέρ των χριστιανών γενομένας τελετάς, εξέδιδαν με βαρείαν χρηματικήν ποινήν τους σκληρούς και απανθρώπους εκείνους αφορισμούς […] επεριφρονούσαν την παιδείαν και κατέτρεχαν τους πεπαιδευμένους, οσάκις δεν έβρισκαν αυτούς κόλακάς της αρχιερατικής τραπέζης των και συνηγόρους των αυθαιρέτων και τυραννικών τους πράξεων»(8).
* * *
Αλλά, τα επιχειρήματα ελάχιστη ισχύ έχουν όταν ο σκοταδισμός καλά κρατεί: η Ευαγγελική Σάλπιγξ γράφει στις 14/11/1836 για τις συνέπειες τής, περί τα εκκλησιαστικά, κυβερνητικής πολιτικής στην καθημερινή ζωή ότι, «και τα μεν πολιτικά ήθη βλέπομεν καθ’ ημέραν ελεεινά. Των δε οικιακών και κοινωνικών εκδηλούνται κηλίδες και νοσήματα ανήκουστα, ή και μόλις ακουστά πριν της επαναστάσεως»…
Σημειώσεις:
(1) Τάκης Κανδηλώρος, «Ο Αρματωλισμός τής Πελοποννήσου», Αθήνα 1924, ανατύπωση: βιβλιοπωλείο Δ. Ν. Καραβιά.
(2) Σχετικά με τις στάσεις του Διαφωτισμού απέναντι στο θρησκευτικό ζήτημα και στην εκκλησία βλ. Π. Κιτρομηλίδη «Νεοελληνικός Διαφωτισμός»,Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999: «Το ζήτημα της θρησκευτικής κριτικής στον Ελληνικό Διαφωτισμό μπορεί να διευκρινιστεί με τους όρους μιας τυπολογίας θεωρητικών στάσεων […] Η νέα φιλοσοφία ανέπτυξε δυό άλλες προσεγγίσεις στο πρόβλημα της Εκκλησίας. Η μία ήταν εκείνη, που συνδεόταν με τον αντικληρικαλισμό του πολιτικού ουμανισμού, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις, προσπαθούσε να διασώσει τα βασικά στοιχεία του ορθόδοξου δόγματος και τόνιζε, ότι το μόνο που ζητούσε ήταν η αποκάθαρση της Εκκλησίας και η αναβίωση της γνήσιας ευαγγελικής πίστης. Η δεύτερη προσέγγιση ήταν εκείνη, την οποία εκπροσωπούν οι πιο τολμηροί επικριτές της θρησκείας η αρχική στάση των οποίων διαμορφωνόταν με βάση τα αξιώματα του Ευρωπαϊκού Δεϊσμού. Υπό την πίεση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης ωστόσο, οι Έλληνες δεϊστές μετατοπίστηκαν προς μία εσωτερική κριτική και απόρριψη των θεμελιωδών αρχών της θρησκευτικής πίστης – κάτι το οποίο οι εκπρόσωποι του πολιτικού αντικληρικαλισμού, έχοντας αίσθηση των απαιτήσεων της πολιτικής στρατηγικής, και ίσως θεωρητικά αβέβαιοι και οι ίδιοι σχετικά με τη θρησκεία, απέφυγαν προσεκτικά να πράξουν […] Οι διαβεβαιώσεις των συγγραφέων για την γνησιότητα της εμμονής τους στην ευαγγελική αλήθεια και την Ορθοδοξία δεν μπορούν να κρύψουν τις διάφανες δεϊστικές θρησκευτικές τους προτιμήσεις, οι οποίες αντανακλώνται στην πρόκριση μιας απλουστευμένης και εξορθολογισμένης θρησκείας. Από αυτή την άποψη θα ήταν εύλογο να υποστηρίξει κανείς ότι οι περί Ορθοδοξίας διακηρύξεις υπαγορεύονταν κατά πρώτο λόγο από τακτικές και σκοπιμότητες, συνδεδεμένες με την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής απήχησης για την επιχειρηματολογία τους, η οποία απευθυνόταν σε κοινό έντονα προσηλωμένο στη θρησκεία».
(3) Douglas Dakin, «Ο Αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833», εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα, 1999.
(4) Μάλιστα ο Κοραής είχε προτείνει την ακόμη αρχαιότερη ονομασία «Γραικός».
(5) Στίς 9/5/1828 ο πατριάρχης Αγαθάγγελος έστειλε στον Καποδίστρια αντιπροσωπεία από τέσσερεις μητροπολίτες, που του επέδωσαν θρασυτάτου περιεχομένου επιστολή (η οποία είχε ήδη δοθεί στη δημοσιότητα) με την οποία παροτρύνονταν οι Έλληνες να πειθαρχήσουν στον νόμιμο ηγεμόνα τους, τον… Σουλτάνο (βλ. «Πατριάρχης θα υποκινούσε εμφύλιο στην Ελλάδα» και Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, εκδόσεις Μ.Ι.Ε Τ. Αθήνα, 1999).
(6) Την παντελή αγραμματοσύνη του ελλαδικού χριστιανορθόδοξου κλήρου επισημαίνουν συνεχώς ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (Απομνημονεύματα, εκδόσεις Δρομεύς, Αθήνα 1996) και ο Γάλλος γιατρός Πουκεβίλ, (Ταξίδι στον Μορηά, εκδόσεις Αδελφών Τολίδη, Αθήνα 1976).
(7) Εμμανουήλ Περσελής, Εξουσία και θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνa, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2004
(8) Για περισσότερα βλ. Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΓ , Εκδοτική Αθηνών.
Συγχαρητήρια για την ανάρτηση. Δημοσιεύστε και άλλα παρόμοια μήπως και ξυπνήσουν τα αποχαυνωμένα πρόβατα.
ΑπάντησηΔιαγραφή