Τα πρώτα σημάδια σκοταδισμού στην εκπαιδευτική πολιτική.
Μέσα σε ένα τέτοιο φορτισμένο κλίμα, η πολιτική των ανακτόρων προσπαθεί να κινηθεί με τη λογική των ίσων αποστάσεων. Περί άρσης του Αυτοκεφάλου ούτε λόγος να γίνεται, μια και αυτό, όπως είχε ομολογήσει ο Μάουρερ, ήταν
θεμελιώδες για την υπόσταση του μοναρχικού κράτους. Μπορούσαν όμως να γίνουν κάποιες στρατηγικές -και άσχετες με την υπόθεση του Αυτοκεφάλου- παραχωρήσεις ώστε, να κατευναστούν οι φήμες περί πολέμου εναντίον της Ορθοδοξίας.
Με αυτόν τον τρόπο επήλθε η πρώτη ήττα των διαφωτιστικών ιδεών: δυό νέα βασιλικά διατάγματα, αυτό της 12 Ιουνίου 1836, που έφερε τον τίτλο «Περί των βιβλίων και των σχολείων των βιβλικών εταιρειών» και ένα άλλο της 31ης Δεκεμβρίου 1836 με τίτλο «Περί του Κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων» δρομολόγησαν μία άλλη εκπαιδευτική πολιτική, από εκείνη που ακολουθούσε ο Μάουρερ. Σύμφωνα με αυτή, εισαγόταν η υποχρεωτική διδασκαλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και της ορθόδοξης κατήχησης στο Ελληνικό σχολείο και γυμνάσιο, ενώ απουσίαζε πλέον κάθε μνεία για ελεύθερη επιλογή τού -κατά τα άλλα ομολογιακού- περιεχομένου της σχολικής θρησκευτικής διδασκαλίας. Επιπλέον, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου έπρεπε να διδάσκεται η Εβραϊκή γραμματική για όσους επιθυμούσαν να ακολουθήσουν θεολογικές σπουδές. Επίσης, καθιερώθηκε η υποχρεωτική καθημερινή ομαδική προσευχή πριν από την έναρξη των μαθημάτων, όπως και ο υποχρεωτικός σχολικός εκκλησιασμός των μαθητών. Καθοριζόταν επίσης ότι, οι δάσκαλοι έπρεπε να είναι αμέμπτου ηθικότητας και θρησκευτικότητας (9).
Μια δεύτερη ήττα των Διαφωτιστών ήλθε το 1838, όπου θεσμοθετείται η εθνική εορτή να γίνεται στις 25 Μαρτίου, την ημέρα δηλαδή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Με αυτόν τον τρόπο συνέβη, όχι απλώς μια παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας (η Επανάσταση είχε αρχίσει στις 21 Μαρτίου 1821) αλλά, επιχειρήθηκε να υποβαθμιστεί η ίδια η Επανάσταση ως γεγονός, σε σχέση με μία ασήμαντη έως τότε χριστιανική εορτή, που απλώς έτυχε να πέφτει εκεί κοντά. Σε τελική ανάλυση, να υποσκελιστεί ο Διαφωτισμός (που οδήγησε στην Επανάσταση) από την εκκλησία (που την είχε αφορίσει): «μια βαρυσήμαντη χειρονομία προς τον θρησκευόμενο ελληνισμό» (10).
Τον Μάϊο του 1839 γίνονται στην Αθήνα τα εγκαίνια του πρώτου Πανεπιστημίου της νεώτερης Ελλάδας, επίτευγμα και αυτό, της επίδρασης του Διαφωτισμού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κρύβει, ότι ενοχλείται από το γεγονός. Με το πρόσχημα του διορισμού του ως τακτικού καθηγητή της ελληνικής φιλολογίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο εισηγητής του Αυτοκέφαλου, απομακρύνεται από τη θέση του ως «Γραμματέως παρά τη Ιερά Συνόδω» του Ελληνικού Βασιλείου.
Στο μεταξύ ο πρωτεργάτης του Αυτοκεφάλου, ο Μάουρερ, είχε ανακληθεί στην Βαυαρία από το 1834. Το 1837 ανακλήθηκε και ο δεύτερός των αντιβασιλέων, ο Άρμανσμπερκ. Στο διάστημα αυτό προέκυψαν, όπως είδαμε και οι πρώτες παραχωρήσεις της μοναρχίας προς τους συντηρητικούς, ως οι πρώτοι καρποί των ρωσοπατριαρχικών μεθοδεύσεων. Ενώ κατά την διετία 1838-1839 η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική της χώρας έχει πλέον φτάσει στο σημείο να υπαγορεύεται, ουσιαστικά, από το φιλορωσικό κόμμα.
Ωστόσο η ορθόδοξη αντίδραση αισθάνεται πλέον τόσο ισχυρή ώστε, δεν ικανοποιείται με τις παραχωρήσεις του Όθωνα αλλά, σχεδιάζει την ανατροπή του πολιτεύματος.
Το Παρακράτος σε δράση
Το 1839 αποκαλύφθηκε η συνωμοσία της περιβόητης «Φιλορθοδόξου Εταιρείας». Η εταιρεία είχε ιδρυθεί την ίδια χρονιά. Κορυφαία μέλη της ήσαν επίσκοποι και ηγούμενοι από όλη την Ελλάδα, η πλειονότητα των μελών της Ιεράς Συνόδου, πολιτικοί, ο υπουργός παιδείας Γλαράκης, στρατιωτικοί, στελέχη του φιλορωσικού («ναπαίϊκου») κόμματος, και, φυσικά, ο πράκτορας Οικονόμος. Τα μέλη της μισθοδοτούνταν από τη Ρωσική κυβέρνηση. Είναι λοιπόν αυτονόητο από ποιούς δημιουργήθηκε και ποιών τους στόχους εξυπηρετούσε. Στους σκοπούς της (10) αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η απελευθέρωση της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, καθώς και η ενίσχυση της Ορθοδοξίας, η οποία θεωρείτο, ότι κινδύνευε.
Ωστόσο, πίσω από τα λαϊκίστικα απελευθερωτικά οράματα και την κινδυνολογία περί παραμερισμού της Εκκλησίας, ο πραγματικός σκοπός ήταν η άρση του Αυτοκεφάλου και η ενίσχυση, ακόμα και με χρήση βίας, του φιλορωσικού κόμματος. Επίσης η «μετατροπή της Ελλάδος σε κράτος δορυφόρο της Ρωσίας» (10). Στα σχέδιά της περιλαμβανόταν και η άσκηση πίεσης στον Όθωνα, για να αναγνωρίσει την Ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του κράτους αλλά και των διαδόχων του. Στην περίπτωση, που αυτός δεν συμμορφωνόταν, προεβλέπετο η τεχνητή αναζωπύρωση του φαινομένου της ληστείας στην ύπαιθρο, η υποκίνηση εξέγερσης στην Πελοπόννησο από οπλαρχηγούς, που είχε υπό τον έλεγχό της, ακόμα και η απαγωγή του Όθωνος.
Παρά την εξάρθρωσή της και τις εναντίον της διώξεις, η εταιρεία ανασυντάσσεται και συνεχίζει προσεκτικότερα τη δράση της για πολλά χρόνια ακόμη. Αλλά, ούτως ή άλλως, το φαινόμενο του παρακράτους είχε πλέον αποκτήσει τη δική του δυναμική στη νεοελληνική πραγματικότητα: οι παρακρατικοί είχαν επιτύχει να αγκιστρωθούν σε πολλά καίρια σημεία του κρατικού μηχανισμού και δεν εξαρτιόντουσαν τόσο από μία συνωμοτική οργάνωση για τον συντονισμό τους.
Την ίδια χρονιά αρχίζουν από την εκκλησία οι πρώτες διώξεις κατά του Διαφωτιστή Θεόφιλου Καΐρη, οι οποίες θα συνεχιστούν, σχεδόν αδιάκοπα, μέχρι την δολοφονία του, στις 9/1/1853. Τόσο η προαναφερθείσα μετακίνηση του Φαρμακίδη από τη θέση του Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου στο Πανεπιστήμιο, όσο και η έναρξη των διώξεων εναντίον του Καϊρη έχουν αποδοθεί στη δράση του παρακράτους.
Η επινόηση της ιδεολογίας του αλυτρωτισμού
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1840-1850 η Βασιλεία εγκαταλείπει προοδευτικά την πορεία οικοδόμησης ενός κράτους κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό, που πρωτίστως την ενδιέφερε ανέκαθεν είναι η επιβίωσή της μέσω της κοινωνικοπολιτικής ομαλότητας και της αποφυγής εσωτερικών συγκρούσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση η Μοναρχία δεν δίστασε να καταφύγει ακόμα και στην οικειοποίηση των λαϊκίστικων οραμάτων του παρακράτους και να πλάσει το εξίσου λαϊκίστικο ιδεολόγημα της «Μεγάλης Ιδέας».
Οι Έλληνες είχαν επίγνωση ότι, η διευθέτηση των συνόρων του πρώτου Ελληνικού κράτους ήταν άδικη. Σε συνδυασμό με τα πολλά προβλήματα του Ελληνικού λαού, η Μεγάλη Ιδέα χρησιμοποιήθηκε σαν ένα ανέξοδο όραμα προς εσωτερική κατανάλωση, το οποίο εύκολα υποκατέστησε εκείνο μιας ευνομούμενης σύγχρονης κοινωνίας. Επίσης χρησιμοποιήθηκε για την έντεχνη καλλιέργεια συνειρμικών συσχετισμών, όπως αυτή του τότε βασιλιά με τον υποτιθέμενο «μαρμαρωμένο βασιλιά» της Πόλης. Όπως παρατηρεί ο Π. Κιτρομηλίδης, «ενώ ο Διαφωτισμός έφθινε στην μετεπαναστατική ελληνική ζωή, τα σημάδια του ιδεολογικού αναπροσανατολισμού προς έναν νέο τύπο εθνικισμού ήσαν ολοφάνερα. Το πολιτισμικό και πνευματικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε ο νέος εθνικισμός, διέφερε πολύ από το κλίμα που παρήγαγε τον φιλελεύθερο εθνικισμό του Διαφωτισμού.»
Το μόνο σημείο, που φάνηκε ανυποχώρητη η βασιλεία ήταν το Αυτοκέφαλο, το οποίο όμως είχε απωλέσει το, οφειλόμενο στη διαφωτιστική επιρροή, αρχικό ριζοσπαστικό του περιεχόμενο και είχε μεταβληθεί αποκλειστικά και μόνο σε στήριγμά της (της Μοναρχίας). Από την άλλη στο Σύνταγμα του 1844, το πρώτο της νεώτερης Ελλάδας, οι συντηρητικοί δεν καταφέρνουν να περάσουν την άρση του Αυτοκέφαλου και άλλες ακραίες διατάξεις που θα μετέτρεπαν την Ελλάδα σε, χωρίς προσχήματα, θεοκρατία αλλά: στο άρθρο 1 διαβάζουμε, ότι «η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η της ανατολικής ορθοδόξου του Χριστού εκκλησίας, πάσα άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα τη λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων». Ο ακατανόητος όρος «επικρατούσα θρησκεία» κατατρέχει από τότε όλα τα Συντάγματα του Ελληνικού Κράτους. Σε συνδυασμό με την Μεγάλη Ιδέα, έβαλε τη χώρα σε τροχιά συνάντησης με την, υπό κατασκευήν, ιδεολογία ενός επινοημένου μεγαλειώδους παρελθόντος: του «Βυζαντίου».
Το Ελληνοχριστιανικό υβρίδιο
Το 1852 επινοείται ο όρος «ελληνοχριστιανικός» από τον επτανήσιο λόγιο Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο. Ο Ζαμπέλιος υπήρξε ο εισηγητής της σύνδεσης αρχαίας Ελλάδας - Βυζαντίου - νεώτερης Ελλάδας. Το Βυζάντιο, το οποίο θεωρείτο από τον Διαφωτισμό ως ολέθρια περίοδος οπισθοδρόμησης και ρήγματος στην πορεία του ελληνισμού, προβάλλεται τώρα ως το αντίθετο δηλαδή, ως το ιστορικό μόρφωμα, που διατήρησε τον ελληνισμό και τον πολιτισμό του (11). Αυτή την άποψη περί Ελληνικής Ιστορίας καθιέρωσε ο Παπαρρηγόπουλος ως επίσημη, στη νεοελληνική συνείδηση. Ενώ, επίσης το 1852, ακούγεται από τον Θ. Ζαΐμη στη Βουλή το ανιστόρητο ότι, «η εκκλησία διατήρησε την εθνική και πνευματική ενότητα του ελληνισμού [και] στα χρόνια της δουλείας» (10). «Τα σημάδια της αναβίωσης του θρησκευτικού πνεύματος, ήταν πολλαπλά και, πράγμα πιο σημαντικό, ήταν ανιχνεύσιμα σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας: στην επίσημη κρατική πολιτική, στη πνευματική ζωή και στη λαϊκή παράδοση […] Το κράτος αναγνώρισε επίσημα τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού ζητήματος με ειδικό νόμο το 1852, ο οποίος αναγόρευε τη σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος σε θεματοφύλακα της πνευματικής και εθνικής ενότητας.» (11).
Η αντίδραση του πνευματικού κόσμου
Το 1848 εξαναγκάζεται σε παραίτηση ο καθηγητής Γενικής Ιστορίας του πανεπιστημίου, Θ. Μανούσης. Ένας νεαρός κληρικός τον είχε καταγγείλει αόριστα για «ασέβεια» μέσα από τις στήλες της συντηρητικής εφημερίδας Αιών του Ι. Φιλήμονος. Το ζήτημα όμως βρισκόταν αλλού: τις παραδόσεις του Μανούση τις παρακολουθούσαν πολλοί φοιτητές (ακόμα και της Θεολογικής), ενώ του Παπαρρηγόπουλου ελάχιστοι…
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1840 ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Ιάκωβος Ρίζου Νερουλός είχε επισημάνει: «Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων»(12). Σε ένα ανώνυμο κείμενο, ο Μάρκος Ρενιέρης, μετέπειτα διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, γράφει προς όσους φοβούνται την πολιτισμική επίδραση της Δύσης: «Αν θέλετε, ω μικρόνοοες, να αντισταθείτε εις το μέγα της Δύσεως κύμα πρέπει να ανεγείρετε περί την Ελλάδα, της Κίνας το περιτείχισμα: πρέπει […] εις τα σχολεία να αντικαταστήσετε τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη δια της Βυζαντίδος, πρέπει έως και αυτόν της Δύσεως τον ιματισμόν να απεκδυθείτε, καθ’ ότι εις τας πτυχάς αυτού κρύπτονται της Δύσεως αι ιδέαι και αι αναμνήσεις»(12).
Ο Στέφανος Κουμανούδης στον ετήσιο Πανηγυρικό, που εκφώνησε στο πανεπιστήμιο το 1853, υπαινισσόμενος τους Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο, θα πει: «Άλλοι, γνωρίζωμεν, άλλα δοξάζουσι και νεωστί εξήνεγκον εις το μέσον τας ιδέας των […] Ημείς προτιμώμεν ν’ αποφεύγωμεν τα παράδοξα ταύτα και συντασσόμεθα μετά των οπαδών της παλαιάς των ιστορικών σχολής (σ.σ. δηλ. με την έως τότε επίσημη άποψη ότι το Βυζάντιο ήταν ο νεκροθάφτης του ελληνισμού)»(12).
Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, υπέρμαχος των διαφωτιστικών ιδεών, γράφει για τους Βυζαντινούς το 1857 στην εφημερίδα του Αθηνά, τα εξής λακωνικά: «εγώ νομίζω ότι, οι άνθρωποι αυτοί ήσαν προωρισμένοι να ευνουχίσουν τον ανθρώπινον νουν» (12).
Το 1868 ο Π. Καλλιγάς, συζητώντας σε ανεβασμένους τόνους με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, λέει ότι «δυό τίνα στοιχεία πρωτεύουν εν τη βυζαντινή κοινωνία, αμφότερα ολέθρια και καταστρεπτικά, όταν μάλιστα βεβαίως συγκρούονται και παρασύρονται εκ της ορμής των παθών, ο φανατισμός και η στρατοκρατία». (12)
Το 1854 η Εκκλησία εισβάλλει στο κοινοβούλιο. Υπουργική εγκύκλιος ορίζει να γίνεται εβδομαδιαίως ανάγνωση ακολουθιών, μηνιαίων και της Οκτωήχου (10).
Το σκοτάδι στην εκπαίδευση πυκνώνει
Εγκύκλιος της 17/1/1853 του υπουργού «επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίας εκπαιδεύσεως» Σταύρου Βλάχου, κάνει λόγο για την αναγκαιότητα του τακτικού εκκλησιασμού, όχι μόνο των μαθητών, αλλά και των διδασκόντων. Επίσης, μια άλλη υπουργική εγκύκλιος του 1854 διατάσσει την επαναφορά στα δημοτικά σχολεία της χρήσης βιβλίων, που ήδη τότε θεωρούνταν ξεπερασμένα, δίνοντας έμφαση στην Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Επίσης απαιτούνταν από τους μαθητές, εκτός από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες του εσπερινού του Σαββάτου και της θείας λειτουργίας της Κυριακής, να παρακολουθούνται και αυτές των εορτάσιμων ημερών. Με την εγκύκλιο του 1857 επιτρέπεται (!) στους μαθητές να εκκλησιάζονται στο ναό του τόπου κατοικίας τους και όχι απαραίτητα στο ναό, που επιλέγεται από το σχολείο (10).
Το 1874 εισάγεται στη Βουλή, το ισχύον και σήμερα, επαίσχυντο νομοσχέδιο βάσει του οποίου μπορεί ένας ιερέας να είναι και δημοδιδάσκαλος (10).
Άλλη μιά Ορθόδοξη προδοσία
Το 1854 ξεσπάει η ηπειροθεσσαλική εξέγερση. Ο Καρατάσος και οι δυνάμεις του πολεμούν στην περιοχή του Άθω. Οι αγιορείτες, συνεπείς στην τουρκόφιλη παράδοση της Ορθοδοξίας, με επιστολή τους τής 15/4/1854 προς τον Τούρκο Σερασκέρη, αποκήρυξαν την επανάσταση, ανανέωσαν την αφοσίωσή τους στον Σουλτάνο και ζήτησαν από τον τουρκικό στρατό να τους προστατέψει.
Διώξεις
Στις 9/1/1853 πεθαίνει στις φυλακές της Σύρου ο Θεόφιλος Καΐρης, ύστερα από πολυετείς διώξεις, που ξεκινούν από το 1839. Η κατηγορία ήταν, ότι ο -μοναχός- Καΐρης ίδρυσε «άλλη νεωστί αναφανείσα θρησκεία». Στην ουσία πρόκειται για αργή και προμελετημένη δολοφονία. Μια ημέρα μετά την ταφή του, κάποιοι ξέθαψαν το πτώμα του, άνοιξαν την κοιλιά του και τη γέμισαν με ασβέστη (χριστιανικό αποτρεπτικό για τον «διάβολο», μην τυχόν έλθει να κατοικήσει στον νεκρό…).
Το 1856 αφορίζεται ο συγγραφέας των «Μυστηρίων της Κεφαλλονιάς», Ανδρέας Λασκαράτος. Το 1859 καταδικάζεται ο ποιητής Παναγιώτης Συνοδινός για προσβολή της θρησκείας Το 1864 η εκκλησία αντιδρά στην επίσκεψη του Ερνέστ Ρενάν στην Αθήνα, συγγραφέα της περίφημης «Προσευχής επάνω στην Ακρόπολη». Το 1866 διώκεται ο Εμμανουήλ Ροΐδης, συγγραφέας της «Πάπισσας Ιωάννας». Το 1877 διώκεται ο διπλωματικός υπάλληλος Κλέων Ραγκαβής για το δραματικό του ποίημα «Ιουλιανός ο Παραβάτης», στο οποίο υποστηρίζεται το πνεύμα του Διαφωτισμού.
* * *
Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, στην εκατονταετή αναμέτρησή της με τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, η χριστιανορθόδοξη θεοκρατία μπορεί να αισθάνεται νικήτρια. Το Αυτοκέφαλο έμεινε κενό γράμμα και δεν μπόρεσε να την εμποδίσει από το να κατακτήσει ξανά ένα κράτος-υπηρέτη.
Έκτοτε οι πολιτικοί του την τρέμουν (βλ. «πολιτικό κόστος»). Τα εκπαιδευτικά προγράμματα δεν καταρτίζονται, αν δεν τεθούν προηγουμένως υπό την επίβλεψή της. Δεν υπάρχει σχεδόν καμμία μορφή δημόσιας συζήτησης, (π.χ. τηλεοπτικής) για σχεδόν οποιοδήποτε ζήτημα, στην οποία να μην συμμετέχει έστω ένας ιερωμένος και στην οποία να μην ζητηθεί παρακαλεστά η ετυμηγορία του. Κάθε δημιουργική δύναμη και κάθε άξιο λόγου πνεύμα σε αυτή τη χώρα, θα τη βρίσκει εμπόδιο στον δρόμο του. Έκτοτε θα ευλογεί όλες τις εξάρσεις οπισθοδρόμησης, όποτε εκδηλώνονται: από τους αφορισμούς κατά των εξεγερμένων του 1805 και του 1821 μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά το 1936-1941, την πλήρη εισαγωγή της χώρας στον εθνοσωτήριο γύψο της στρατιωτικής «επανάστασης» του 1967-1974, αλλά και μέχρι σήμερα, η ελληνοχριστιανική απάτη αποτελεί το μόνιμο θεωρητικό υπόβαθρο της δράσης του νεοβυζαντινού σκοταδισμού.
Σημειώσεις:
(9) Εμμανουήλ Περσελής, Εξουσία και θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2004
(10) Για περισσότερα βλ. Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΓ , Εκδοτική Αθηνών.
(11) Π. Κιτρομηλίδη «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», I.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999:
(12) Κ.Θ. Δημαράς, «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδ. «Ερμής».
Μέσα σε ένα τέτοιο φορτισμένο κλίμα, η πολιτική των ανακτόρων προσπαθεί να κινηθεί με τη λογική των ίσων αποστάσεων. Περί άρσης του Αυτοκεφάλου ούτε λόγος να γίνεται, μια και αυτό, όπως είχε ομολογήσει ο Μάουρερ, ήταν
θεμελιώδες για την υπόσταση του μοναρχικού κράτους. Μπορούσαν όμως να γίνουν κάποιες στρατηγικές -και άσχετες με την υπόθεση του Αυτοκεφάλου- παραχωρήσεις ώστε, να κατευναστούν οι φήμες περί πολέμου εναντίον της Ορθοδοξίας.
Με αυτόν τον τρόπο επήλθε η πρώτη ήττα των διαφωτιστικών ιδεών: δυό νέα βασιλικά διατάγματα, αυτό της 12 Ιουνίου 1836, που έφερε τον τίτλο «Περί των βιβλίων και των σχολείων των βιβλικών εταιρειών» και ένα άλλο της 31ης Δεκεμβρίου 1836 με τίτλο «Περί του Κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων» δρομολόγησαν μία άλλη εκπαιδευτική πολιτική, από εκείνη που ακολουθούσε ο Μάουρερ. Σύμφωνα με αυτή, εισαγόταν η υποχρεωτική διδασκαλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και της ορθόδοξης κατήχησης στο Ελληνικό σχολείο και γυμνάσιο, ενώ απουσίαζε πλέον κάθε μνεία για ελεύθερη επιλογή τού -κατά τα άλλα ομολογιακού- περιεχομένου της σχολικής θρησκευτικής διδασκαλίας. Επιπλέον, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου έπρεπε να διδάσκεται η Εβραϊκή γραμματική για όσους επιθυμούσαν να ακολουθήσουν θεολογικές σπουδές. Επίσης, καθιερώθηκε η υποχρεωτική καθημερινή ομαδική προσευχή πριν από την έναρξη των μαθημάτων, όπως και ο υποχρεωτικός σχολικός εκκλησιασμός των μαθητών. Καθοριζόταν επίσης ότι, οι δάσκαλοι έπρεπε να είναι αμέμπτου ηθικότητας και θρησκευτικότητας (9).
Μια δεύτερη ήττα των Διαφωτιστών ήλθε το 1838, όπου θεσμοθετείται η εθνική εορτή να γίνεται στις 25 Μαρτίου, την ημέρα δηλαδή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Με αυτόν τον τρόπο συνέβη, όχι απλώς μια παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας (η Επανάσταση είχε αρχίσει στις 21 Μαρτίου 1821) αλλά, επιχειρήθηκε να υποβαθμιστεί η ίδια η Επανάσταση ως γεγονός, σε σχέση με μία ασήμαντη έως τότε χριστιανική εορτή, που απλώς έτυχε να πέφτει εκεί κοντά. Σε τελική ανάλυση, να υποσκελιστεί ο Διαφωτισμός (που οδήγησε στην Επανάσταση) από την εκκλησία (που την είχε αφορίσει): «μια βαρυσήμαντη χειρονομία προς τον θρησκευόμενο ελληνισμό» (10).
Τον Μάϊο του 1839 γίνονται στην Αθήνα τα εγκαίνια του πρώτου Πανεπιστημίου της νεώτερης Ελλάδας, επίτευγμα και αυτό, της επίδρασης του Διαφωτισμού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν κρύβει, ότι ενοχλείται από το γεγονός. Με το πρόσχημα του διορισμού του ως τακτικού καθηγητή της ελληνικής φιλολογίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο εισηγητής του Αυτοκέφαλου, απομακρύνεται από τη θέση του ως «Γραμματέως παρά τη Ιερά Συνόδω» του Ελληνικού Βασιλείου.
Στο μεταξύ ο πρωτεργάτης του Αυτοκεφάλου, ο Μάουρερ, είχε ανακληθεί στην Βαυαρία από το 1834. Το 1837 ανακλήθηκε και ο δεύτερός των αντιβασιλέων, ο Άρμανσμπερκ. Στο διάστημα αυτό προέκυψαν, όπως είδαμε και οι πρώτες παραχωρήσεις της μοναρχίας προς τους συντηρητικούς, ως οι πρώτοι καρποί των ρωσοπατριαρχικών μεθοδεύσεων. Ενώ κατά την διετία 1838-1839 η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική της χώρας έχει πλέον φτάσει στο σημείο να υπαγορεύεται, ουσιαστικά, από το φιλορωσικό κόμμα.
Ωστόσο η ορθόδοξη αντίδραση αισθάνεται πλέον τόσο ισχυρή ώστε, δεν ικανοποιείται με τις παραχωρήσεις του Όθωνα αλλά, σχεδιάζει την ανατροπή του πολιτεύματος.
Το Παρακράτος σε δράση
Το 1839 αποκαλύφθηκε η συνωμοσία της περιβόητης «Φιλορθοδόξου Εταιρείας». Η εταιρεία είχε ιδρυθεί την ίδια χρονιά. Κορυφαία μέλη της ήσαν επίσκοποι και ηγούμενοι από όλη την Ελλάδα, η πλειονότητα των μελών της Ιεράς Συνόδου, πολιτικοί, ο υπουργός παιδείας Γλαράκης, στρατιωτικοί, στελέχη του φιλορωσικού («ναπαίϊκου») κόμματος, και, φυσικά, ο πράκτορας Οικονόμος. Τα μέλη της μισθοδοτούνταν από τη Ρωσική κυβέρνηση. Είναι λοιπόν αυτονόητο από ποιούς δημιουργήθηκε και ποιών τους στόχους εξυπηρετούσε. Στους σκοπούς της (10) αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η απελευθέρωση της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, καθώς και η ενίσχυση της Ορθοδοξίας, η οποία θεωρείτο, ότι κινδύνευε.
Ωστόσο, πίσω από τα λαϊκίστικα απελευθερωτικά οράματα και την κινδυνολογία περί παραμερισμού της Εκκλησίας, ο πραγματικός σκοπός ήταν η άρση του Αυτοκεφάλου και η ενίσχυση, ακόμα και με χρήση βίας, του φιλορωσικού κόμματος. Επίσης η «μετατροπή της Ελλάδος σε κράτος δορυφόρο της Ρωσίας» (10). Στα σχέδιά της περιλαμβανόταν και η άσκηση πίεσης στον Όθωνα, για να αναγνωρίσει την Ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του κράτους αλλά και των διαδόχων του. Στην περίπτωση, που αυτός δεν συμμορφωνόταν, προεβλέπετο η τεχνητή αναζωπύρωση του φαινομένου της ληστείας στην ύπαιθρο, η υποκίνηση εξέγερσης στην Πελοπόννησο από οπλαρχηγούς, που είχε υπό τον έλεγχό της, ακόμα και η απαγωγή του Όθωνος.
Παρά την εξάρθρωσή της και τις εναντίον της διώξεις, η εταιρεία ανασυντάσσεται και συνεχίζει προσεκτικότερα τη δράση της για πολλά χρόνια ακόμη. Αλλά, ούτως ή άλλως, το φαινόμενο του παρακράτους είχε πλέον αποκτήσει τη δική του δυναμική στη νεοελληνική πραγματικότητα: οι παρακρατικοί είχαν επιτύχει να αγκιστρωθούν σε πολλά καίρια σημεία του κρατικού μηχανισμού και δεν εξαρτιόντουσαν τόσο από μία συνωμοτική οργάνωση για τον συντονισμό τους.
Την ίδια χρονιά αρχίζουν από την εκκλησία οι πρώτες διώξεις κατά του Διαφωτιστή Θεόφιλου Καΐρη, οι οποίες θα συνεχιστούν, σχεδόν αδιάκοπα, μέχρι την δολοφονία του, στις 9/1/1853. Τόσο η προαναφερθείσα μετακίνηση του Φαρμακίδη από τη θέση του Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου στο Πανεπιστήμιο, όσο και η έναρξη των διώξεων εναντίον του Καϊρη έχουν αποδοθεί στη δράση του παρακράτους.
Η επινόηση της ιδεολογίας του αλυτρωτισμού
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1840-1850 η Βασιλεία εγκαταλείπει προοδευτικά την πορεία οικοδόμησης ενός κράτους κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό, που πρωτίστως την ενδιέφερε ανέκαθεν είναι η επιβίωσή της μέσω της κοινωνικοπολιτικής ομαλότητας και της αποφυγής εσωτερικών συγκρούσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση η Μοναρχία δεν δίστασε να καταφύγει ακόμα και στην οικειοποίηση των λαϊκίστικων οραμάτων του παρακράτους και να πλάσει το εξίσου λαϊκίστικο ιδεολόγημα της «Μεγάλης Ιδέας».
Οι Έλληνες είχαν επίγνωση ότι, η διευθέτηση των συνόρων του πρώτου Ελληνικού κράτους ήταν άδικη. Σε συνδυασμό με τα πολλά προβλήματα του Ελληνικού λαού, η Μεγάλη Ιδέα χρησιμοποιήθηκε σαν ένα ανέξοδο όραμα προς εσωτερική κατανάλωση, το οποίο εύκολα υποκατέστησε εκείνο μιας ευνομούμενης σύγχρονης κοινωνίας. Επίσης χρησιμοποιήθηκε για την έντεχνη καλλιέργεια συνειρμικών συσχετισμών, όπως αυτή του τότε βασιλιά με τον υποτιθέμενο «μαρμαρωμένο βασιλιά» της Πόλης. Όπως παρατηρεί ο Π. Κιτρομηλίδης, «ενώ ο Διαφωτισμός έφθινε στην μετεπαναστατική ελληνική ζωή, τα σημάδια του ιδεολογικού αναπροσανατολισμού προς έναν νέο τύπο εθνικισμού ήσαν ολοφάνερα. Το πολιτισμικό και πνευματικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε ο νέος εθνικισμός, διέφερε πολύ από το κλίμα που παρήγαγε τον φιλελεύθερο εθνικισμό του Διαφωτισμού.»
Το μόνο σημείο, που φάνηκε ανυποχώρητη η βασιλεία ήταν το Αυτοκέφαλο, το οποίο όμως είχε απωλέσει το, οφειλόμενο στη διαφωτιστική επιρροή, αρχικό ριζοσπαστικό του περιεχόμενο και είχε μεταβληθεί αποκλειστικά και μόνο σε στήριγμά της (της Μοναρχίας). Από την άλλη στο Σύνταγμα του 1844, το πρώτο της νεώτερης Ελλάδας, οι συντηρητικοί δεν καταφέρνουν να περάσουν την άρση του Αυτοκέφαλου και άλλες ακραίες διατάξεις που θα μετέτρεπαν την Ελλάδα σε, χωρίς προσχήματα, θεοκρατία αλλά: στο άρθρο 1 διαβάζουμε, ότι «η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η της ανατολικής ορθοδόξου του Χριστού εκκλησίας, πάσα άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα τη λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων». Ο ακατανόητος όρος «επικρατούσα θρησκεία» κατατρέχει από τότε όλα τα Συντάγματα του Ελληνικού Κράτους. Σε συνδυασμό με την Μεγάλη Ιδέα, έβαλε τη χώρα σε τροχιά συνάντησης με την, υπό κατασκευήν, ιδεολογία ενός επινοημένου μεγαλειώδους παρελθόντος: του «Βυζαντίου».
Το Ελληνοχριστιανικό υβρίδιο
Το 1852 επινοείται ο όρος «ελληνοχριστιανικός» από τον επτανήσιο λόγιο Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο. Ο Ζαμπέλιος υπήρξε ο εισηγητής της σύνδεσης αρχαίας Ελλάδας - Βυζαντίου - νεώτερης Ελλάδας. Το Βυζάντιο, το οποίο θεωρείτο από τον Διαφωτισμό ως ολέθρια περίοδος οπισθοδρόμησης και ρήγματος στην πορεία του ελληνισμού, προβάλλεται τώρα ως το αντίθετο δηλαδή, ως το ιστορικό μόρφωμα, που διατήρησε τον ελληνισμό και τον πολιτισμό του (11). Αυτή την άποψη περί Ελληνικής Ιστορίας καθιέρωσε ο Παπαρρηγόπουλος ως επίσημη, στη νεοελληνική συνείδηση. Ενώ, επίσης το 1852, ακούγεται από τον Θ. Ζαΐμη στη Βουλή το ανιστόρητο ότι, «η εκκλησία διατήρησε την εθνική και πνευματική ενότητα του ελληνισμού [και] στα χρόνια της δουλείας» (10). «Τα σημάδια της αναβίωσης του θρησκευτικού πνεύματος, ήταν πολλαπλά και, πράγμα πιο σημαντικό, ήταν ανιχνεύσιμα σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας: στην επίσημη κρατική πολιτική, στη πνευματική ζωή και στη λαϊκή παράδοση […] Το κράτος αναγνώρισε επίσημα τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού ζητήματος με ειδικό νόμο το 1852, ο οποίος αναγόρευε τη σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος σε θεματοφύλακα της πνευματικής και εθνικής ενότητας.» (11).
Η αντίδραση του πνευματικού κόσμου
Το 1848 εξαναγκάζεται σε παραίτηση ο καθηγητής Γενικής Ιστορίας του πανεπιστημίου, Θ. Μανούσης. Ένας νεαρός κληρικός τον είχε καταγγείλει αόριστα για «ασέβεια» μέσα από τις στήλες της συντηρητικής εφημερίδας Αιών του Ι. Φιλήμονος. Το ζήτημα όμως βρισκόταν αλλού: τις παραδόσεις του Μανούση τις παρακολουθούσαν πολλοί φοιτητές (ακόμα και της Θεολογικής), ενώ του Παπαρρηγόπουλου ελάχιστοι…
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1840 ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Ιάκωβος Ρίζου Νερουλός είχε επισημάνει: «Η βυζαντινή ιστορία είναι αλληλένδετος σχεδόν και μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων»(12). Σε ένα ανώνυμο κείμενο, ο Μάρκος Ρενιέρης, μετέπειτα διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, γράφει προς όσους φοβούνται την πολιτισμική επίδραση της Δύσης: «Αν θέλετε, ω μικρόνοοες, να αντισταθείτε εις το μέγα της Δύσεως κύμα πρέπει να ανεγείρετε περί την Ελλάδα, της Κίνας το περιτείχισμα: πρέπει […] εις τα σχολεία να αντικαταστήσετε τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη δια της Βυζαντίδος, πρέπει έως και αυτόν της Δύσεως τον ιματισμόν να απεκδυθείτε, καθ’ ότι εις τας πτυχάς αυτού κρύπτονται της Δύσεως αι ιδέαι και αι αναμνήσεις»(12).
Ο Στέφανος Κουμανούδης στον ετήσιο Πανηγυρικό, που εκφώνησε στο πανεπιστήμιο το 1853, υπαινισσόμενος τους Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο, θα πει: «Άλλοι, γνωρίζωμεν, άλλα δοξάζουσι και νεωστί εξήνεγκον εις το μέσον τας ιδέας των […] Ημείς προτιμώμεν ν’ αποφεύγωμεν τα παράδοξα ταύτα και συντασσόμεθα μετά των οπαδών της παλαιάς των ιστορικών σχολής (σ.σ. δηλ. με την έως τότε επίσημη άποψη ότι το Βυζάντιο ήταν ο νεκροθάφτης του ελληνισμού)»(12).
Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης, υπέρμαχος των διαφωτιστικών ιδεών, γράφει για τους Βυζαντινούς το 1857 στην εφημερίδα του Αθηνά, τα εξής λακωνικά: «εγώ νομίζω ότι, οι άνθρωποι αυτοί ήσαν προωρισμένοι να ευνουχίσουν τον ανθρώπινον νουν» (12).
Το 1868 ο Π. Καλλιγάς, συζητώντας σε ανεβασμένους τόνους με τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, λέει ότι «δυό τίνα στοιχεία πρωτεύουν εν τη βυζαντινή κοινωνία, αμφότερα ολέθρια και καταστρεπτικά, όταν μάλιστα βεβαίως συγκρούονται και παρασύρονται εκ της ορμής των παθών, ο φανατισμός και η στρατοκρατία». (12)
Το 1854 η Εκκλησία εισβάλλει στο κοινοβούλιο. Υπουργική εγκύκλιος ορίζει να γίνεται εβδομαδιαίως ανάγνωση ακολουθιών, μηνιαίων και της Οκτωήχου (10).
Το σκοτάδι στην εκπαίδευση πυκνώνει
Εγκύκλιος της 17/1/1853 του υπουργού «επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίας εκπαιδεύσεως» Σταύρου Βλάχου, κάνει λόγο για την αναγκαιότητα του τακτικού εκκλησιασμού, όχι μόνο των μαθητών, αλλά και των διδασκόντων. Επίσης, μια άλλη υπουργική εγκύκλιος του 1854 διατάσσει την επαναφορά στα δημοτικά σχολεία της χρήσης βιβλίων, που ήδη τότε θεωρούνταν ξεπερασμένα, δίνοντας έμφαση στην Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Επίσης απαιτούνταν από τους μαθητές, εκτός από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες του εσπερινού του Σαββάτου και της θείας λειτουργίας της Κυριακής, να παρακολουθούνται και αυτές των εορτάσιμων ημερών. Με την εγκύκλιο του 1857 επιτρέπεται (!) στους μαθητές να εκκλησιάζονται στο ναό του τόπου κατοικίας τους και όχι απαραίτητα στο ναό, που επιλέγεται από το σχολείο (10).
Το 1874 εισάγεται στη Βουλή, το ισχύον και σήμερα, επαίσχυντο νομοσχέδιο βάσει του οποίου μπορεί ένας ιερέας να είναι και δημοδιδάσκαλος (10).
Άλλη μιά Ορθόδοξη προδοσία
Το 1854 ξεσπάει η ηπειροθεσσαλική εξέγερση. Ο Καρατάσος και οι δυνάμεις του πολεμούν στην περιοχή του Άθω. Οι αγιορείτες, συνεπείς στην τουρκόφιλη παράδοση της Ορθοδοξίας, με επιστολή τους τής 15/4/1854 προς τον Τούρκο Σερασκέρη, αποκήρυξαν την επανάσταση, ανανέωσαν την αφοσίωσή τους στον Σουλτάνο και ζήτησαν από τον τουρκικό στρατό να τους προστατέψει.
Διώξεις
Στις 9/1/1853 πεθαίνει στις φυλακές της Σύρου ο Θεόφιλος Καΐρης, ύστερα από πολυετείς διώξεις, που ξεκινούν από το 1839. Η κατηγορία ήταν, ότι ο -μοναχός- Καΐρης ίδρυσε «άλλη νεωστί αναφανείσα θρησκεία». Στην ουσία πρόκειται για αργή και προμελετημένη δολοφονία. Μια ημέρα μετά την ταφή του, κάποιοι ξέθαψαν το πτώμα του, άνοιξαν την κοιλιά του και τη γέμισαν με ασβέστη (χριστιανικό αποτρεπτικό για τον «διάβολο», μην τυχόν έλθει να κατοικήσει στον νεκρό…).
Το 1856 αφορίζεται ο συγγραφέας των «Μυστηρίων της Κεφαλλονιάς», Ανδρέας Λασκαράτος. Το 1859 καταδικάζεται ο ποιητής Παναγιώτης Συνοδινός για προσβολή της θρησκείας Το 1864 η εκκλησία αντιδρά στην επίσκεψη του Ερνέστ Ρενάν στην Αθήνα, συγγραφέα της περίφημης «Προσευχής επάνω στην Ακρόπολη». Το 1866 διώκεται ο Εμμανουήλ Ροΐδης, συγγραφέας της «Πάπισσας Ιωάννας». Το 1877 διώκεται ο διπλωματικός υπάλληλος Κλέων Ραγκαβής για το δραματικό του ποίημα «Ιουλιανός ο Παραβάτης», στο οποίο υποστηρίζεται το πνεύμα του Διαφωτισμού.
* * *
Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, στην εκατονταετή αναμέτρησή της με τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, η χριστιανορθόδοξη θεοκρατία μπορεί να αισθάνεται νικήτρια. Το Αυτοκέφαλο έμεινε κενό γράμμα και δεν μπόρεσε να την εμποδίσει από το να κατακτήσει ξανά ένα κράτος-υπηρέτη.
Έκτοτε οι πολιτικοί του την τρέμουν (βλ. «πολιτικό κόστος»). Τα εκπαιδευτικά προγράμματα δεν καταρτίζονται, αν δεν τεθούν προηγουμένως υπό την επίβλεψή της. Δεν υπάρχει σχεδόν καμμία μορφή δημόσιας συζήτησης, (π.χ. τηλεοπτικής) για σχεδόν οποιοδήποτε ζήτημα, στην οποία να μην συμμετέχει έστω ένας ιερωμένος και στην οποία να μην ζητηθεί παρακαλεστά η ετυμηγορία του. Κάθε δημιουργική δύναμη και κάθε άξιο λόγου πνεύμα σε αυτή τη χώρα, θα τη βρίσκει εμπόδιο στον δρόμο του. Έκτοτε θα ευλογεί όλες τις εξάρσεις οπισθοδρόμησης, όποτε εκδηλώνονται: από τους αφορισμούς κατά των εξεγερμένων του 1805 και του 1821 μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά το 1936-1941, την πλήρη εισαγωγή της χώρας στον εθνοσωτήριο γύψο της στρατιωτικής «επανάστασης» του 1967-1974, αλλά και μέχρι σήμερα, η ελληνοχριστιανική απάτη αποτελεί το μόνιμο θεωρητικό υπόβαθρο της δράσης του νεοβυζαντινού σκοταδισμού.
Σημειώσεις:
(9) Εμμανουήλ Περσελής, Εξουσία και θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2004
(10) Για περισσότερα βλ. Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμος ΙΓ , Εκδοτική Αθηνών.
(11) Π. Κιτρομηλίδη «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», I.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999:
(12) Κ.Θ. Δημαράς, «Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός», εκδ. «Ερμής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html