Η πολιορκία της Ρόδου (305-304)
Λόγω της θέσης της και του συσχετισμού των ναυτικών δυνάμεων, η Ρόδος ήταν λογικό να πρόσκειται στον Πτολεμαίο. Ευημερούσε εξαιρετικά και φρόντιζε να μη δίνει αφορμές στους λοιπούς Διαδόχους, και ειδικά στον Αντίγονο. Αλλ’ αυτός είχε αποφασίσει να την καταλάβει, επικαλέστηκε διάφορες προφάσεις κι έστειλε τον Δημήτριο εναντίον της. Οι Ρόδιοι
προσπάθησαν να εξευμενίσουν πατέρα και γιο αλλά μάταια. Ζήτησαν τότε βοήθεια από τους άλλους βασιλείς οπότε αυτόματα αναβίωσε ο εναντίον του Αντίγονου συνασπισμός.
Ο αγώνας θα ήταν για επιβίωση ή καταστροφή κ’ οι Ρόδιοι πήραν πρωτοφανή μέτρα. Οι ξένοι υποχρεώθηκαν να φύγουν εκτός απ’ αυτούς που δήλωσαν ότι θα πολεμούσαν. Όσοι δούλοι πολεμούσαν γενναία, θα εξαγοράζονταν από την πολιτεία, θα απελευθερώνονταν και θα πολιτογραφούνταν. Οι οικογένειες των νεκρών του πολέμου θα τρέφονταν από το κοινό ταμείο κ’ οι κόρες τους θα προικίζονταν από το κράτος. Όλοι συνεισέφεραν για την άμυνα.
Ο Δημήτριος αποβιβάστηκε και άρχισε την πολιορκία. Χτυπούσε τα τείχη με τις πολιορκητικές του μηχανές αλλά οι Ρόδιοι είχαν κι αυτοί μηχανές κι απαντούσαν. Επί πλέον, ήταν καλύτεροι ναυτικοί και έκαναν αρκετές ζημιές στον Δημήτριο βγαίνοντας από το λιμάνι με τα πλοία τους. Ο Δημήτριος κατασκεύασε ένα τερατώδες μηχάνημα, την Ελέπολη, και μ’ αυτήν προσπάθησε να καταστρέψει τα τείχη. Οι Ρόδιοι όμως αγωνίζονταν απεγνωσμένα, και με πλήθος επινοήσεων κατόρθωναν ν’ αποκρούουν τις επιθέσεις.
Τέλος ήρθαν άφθονα εφόδια από τον Πτολεμαίο αλλά κι από τους άλλους βασιλείς και πολλοί ουδέτεροι μεσολάβησαν για συμβιβαστική λύση, την οποία τελικά αποδέχτηκε ο Αντίγονος. Ο κυριότερος όρος ήταν : η Ρόδος να είναι σύμμαχος του Αντίγονου εκτός αν αυτός εκστρατεύσει κατά του Πτολεμαίου. Ο Δημήτριος αποσύρθηκε δωρίζοντας την Ελέπολη στους Ροδίους.
Τα μέχρι την Ιψό
Ο Δημήτριος ήρθε στην Ελλάδα κι απέκρουσε τον Κάσσανδρο που είχε αρχίσει να παίρνει πίσω τις πόλεις που του είχε αφαιρέσει ο Δημήτριος. Ύστερα ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου αυτός και οι Αθηναίοι συναγωνίζονταν ποιος να επιδείξει την πιο ελεεινή συμπεριφορά. Την άνοιξη του 303 ο Δημήτριος συνήλθε κάπως, πέρασε στην Πελοπόννησο κι άρχισε ν’ αφαιρεί πόλεις από τον Κάσανδρο, ενώ στον Ισθμό ανακηρύχτηκε ηγεμόνας των Ελλήνων, μιμούμενος τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα όπου εξώκειλε στην πιο αισχρή ασωτία κ’ οι Αθηναίοι στην πιο αηδιαστική κολακεία.[21]
Η πολιορκία της Ρόδου, οι επιχειρήσεις του Δημήτριου στην Ελλάδα κ’ η εν γένει στάση του Αντίγονου έδωσαν στους λοιπούς βασιλείς να καταλάβουν ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Κινήθηκαν πρώτοι αυτοί. Ο Λυσίμαχος της Θράκης πέρασε στην Ασία κι άρχισε να κυριεύει φρούρια και λιμάνια του Αντίγονου και να εξαγοράζει στρατηγούς του. Ο Σέλευκος ερχόταν από τα βάθη της Ασίας με μεγάλη στρατιά. Κι ο Πτολεμαίος μπήκε πάλι στην Συρία κι άρχισε να καταλαμβάνει τα οχυρά. Ο Αντίγονος έσπευσε ν’ ανακαλέσει τον Δημήτριο που υπέγραψε μια συνθήκη με τον Κάσανδρο, την οποία συνθήκη βέβαια κανείς τους δεν είχε σκοπό να τηρήσει.
Ιψός
Στην Ιψό της Φρυγίας συναντήθηκαν οι αντίπαλοι στρατοί το καλοκαίρι του 301. Ο Αντίγονος είχε εβδομήντα χιλιάδες πεζούς και δέκα χιλιάδες ιππείς και οι συνασπισμένοι βασιλείς εξήντα τέσσερις χιλιάδες πεζούς και δέκα χιλιάδες πεντακόσιους ιππείς. Αλλά ο Σέλευκος είχε τετρακόσιους ελέφαντες ενώ ο Αντίγονος μόνο εβδομήντα πέντε.[22] Θέλησε να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του μ’ ένα χτύπημα –ενώ έπρεπε να τους πολεμήσει ένα προς ένα– κι έτσι τώρα είχε ενωμένες τις δυνάμεις τους εναντίον του. Εκτός αυτού το ηθικό του ήταν πεσμένο τώρα, ενώ παλιά όταν πλησίαζε η μάχη γινόταν ενεργητικός και πνευματώδης, κ’ η κατήφεια διακρινόταν έντονη στο πρόσωπό του. Συγκέντρωσε τον στρατό κι ανακήρυξε τον Δημήτριο διάδοχό του, πράξη περιττή κι επιζήμια για το ηθικό του στρατού, κι άρχισε τις συσκέψεις για το σχέδιο της μάχης, πρωτοφανές για τον Αντίγονο που πάντα αποφάσιζε μόνος του και διέταζε.
Ο Δημήτριος διοικούσε την κύρια δύναμη του ιππικού του Αντίγονου και είχε απέναντί του τον γιο του Σέλευκου Αντίοχο. Όταν άρχισε η μάχη, ο Δημήτριος επιτέθηκε με μεγάλη ορμή –ιδιαιτέρως διακρίθηκε ο νεαρός Πύρρος, ο εκθρονισμένος βασιλιάς της Ηπείρου που πολεμούσε στο πλευρό του– κι ο Αντίοχος υποχώρησε αμέσως. Ο Δημήτριος ρίχτηκε σε καταδίωξή του θέλοντας να τον εξουδετερώσει τελείως. Αλλά οι ιππείς του Αντίοχου ήταν λίγοι κι αντί ν’ ακολουθούν τον αρχηγό τους έφευγαν στα πλάγια. Όταν μετά από ώρα ο Δημήτριος κατάλαβε ότι δεν κυνηγά κανένα κι ότι παρασύρθηκε από τον ελιγμό του αντιπάλου, έκανε μεταβολή και θέλησε να γυρίσει κοντά στον πατέρα του. Προσέκρουσε όμως στον συμπαγή όγκο των ελεφάντων.
Ο Σέλευκος με τα τετρακόσια θηρία του εξουδετέρωσε τους ελέφαντες του Αντίγονου, απέκλεισε την επιστροφή του Δημήτριου και ακινητοποίησε το υπόλοιπο ιππικό του αντιπάλου. Με το ακέραιο σχεδόν ιππικό του περικύκλωσε την φάλαγγα του Αντίγονου κι έκανε εκφοβιστικές επελάσεις, στέλνοντας έτσι μήνυμα που το έκανε σαφέστατο το ομαλόν του εδάφους κ’ η υπεροπλία του σε ιππείς και ελέφαντες : σας προτιμώ ζωντανούς. Οι πεζοί του Αντίγονου κατάλαβαν κι εγκατέλειψαν την μάχη. Πολλοί αυτομόλησαν κ’ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή. Ύστερα όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις του Σέλευκου ρίχτηκαν πάνω στον Αντίγονο που πολεμούσε απελπισμένα περιμένοντας τον Δημήτριο να τον σώσει. Αλλά είχε μαζί του μόνο ολιγάριθμο ιππικό. Δεν άντεξε κι έπεσε νεκρός στα ογδόντα ένα του χρόνια.
Μετά την Ιψό
Μετά την μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) το κράτος του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου διαμελίστηκε μεταξύ Λυσιμάχου, Σελεύκου και Πτολεμαίου. Ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα το 294, ο γιος του ηττημένου ηγεμόνα Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέλαβε το θρόνο της Μακεδονίας. Στον χάρτη σημειώνονται τα εδάφη των τεσσάρων βασιλείων, του Κασσάνδρου στη Μακεδονία, του Λυσιμάχου στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, του Σελεύκου στις ασιατικές περιοχές των αλεξανδρινών κτήσεων και του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο.[23]
Οι νικητές έθαψαν το σώμα του Αντίγονου με τιμές βασιλικές και μοιράστηκαν το κράτος του. Οι δύο βασιλείς που πολέμησαν, οΣέλευκος κι ο Λυσίμαχος, τα πήραν σχεδόν όλα. Λόγω της θέσης του κράτους του ο Κάσσανδρος δεν πήρε τίποτα, αλλά δόθηκε ηΚιλικία στον αδελφό του Πλείσταρχο που πολέμησε στη μάχη. Ούτε ο Πτολεμαίος πήρε τίποτα γιατί δεν είχε καμιά συμμετοχή στη μάχη. Ο Δημήτριος διασώθηκε με τέσσερις χιλιάδες ιππείς και πέντε χιλιάδες πεζούς. Από την Έφεσο μπήκε σε πλοία και ξεκίνησε για τον Πειραιά, την Αθήνα. Αλλά οι Αθηναίοι ξέχασαν τις κολακείες τους και του ζήτησαν να μη πλησιάσει στην πόλη. Του έδωσαν όμως τα πλοία του που βρίσκονταν στον Πειραιά κι ενώ οι φρουρές του διώχνονταν κ’ οι πόλεις προσχωρούσαν στονΚάσσανδρο ή στον Πτολεμαίο, άφησε στην Ελλάδα τον Πύρρο για να περισώσει ό,τι μπορούσε κι ο ίδιος πήγε στην Θρακική Χερσόνησο κι άρχισε τον ανταρτοπόλεμο εναντίον του Λυσίμαχου.
Τα πλοία του Δημήτριου του έδιναν υπολογίσιμη δύναμη. Ο Λυσίμαχος στερούνταν ναυτικού και το αναζήτησε στον Πτολεμαίο. Συμμάχησε μαζί του κι έφερε δυο κόρες του Πτολεμαίου στην Θράκη, την μία για τον ίδιο και την άλλη για τον γιο του.
Αλλά ούτε ο Σέλευκος είχε ναυτικό. Και είδε ξαφνικά ότι βρέθηκε μεταξύ δύο συμμάχων αδύναμος κατά θάλασσαν. Έψαξε λοιπόν κι αυτός για σύμμαχο με ναυτικό και τον βρήκε στο πρόσωπο του Δημήτριου. Ζήτησε την κόρη του Στρατονίκη για γυναίκα του. Ο Δημήτριος δέχτηκε πρόθυμα κι έπλευσε με την κόρη του προς τον Σέλευκο. Καθ’ οδόν επέδραμε στην Κιλικία του Πλείσταρχου που αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει.
Έτσι ο Δημήτριος βρέθηκε βασιλιάς ενός διασκορπισμένου βασιλείου που περιλάμβανε την Κιλικία, την Φοινίκη, την Κύπρο κι όσα φρούρια του έμεναν στην Ελλάδα. Αλλά όλα του τα εδάφη τα επιβουλεύονταν ο Κάσσανδρος, ο Πτολεμαίος, ακόμη κι ο γαμπρός του ο Σέλευκος. Ο Δημήτριος ήθελε να έχει δική του την Αθήνα αλλά αυτή την κρατούσε ο Λάχαρης, άνθρωπος του Κάσανδρου. Διέτρεξε τότε την Πελοπόννησο, τραυματίστηκε, ανακατέλαβε μερικές πόλεις, ήρθε στην Αθήνα με ενισχυμένο στόλο –τριακόσια πλοία– και την απέκλεισε απειλώντας την με λιμοκτονία. Ο Λάχαρης έφυγε τελικά κι ο Δημήτριος μπήκε πάλι στην Αθήνα. Δεν τιμώρησε τους Αθηναίους που του είχαν ζητήσει να μη πλησιάσει την πόλη τους μετά την Ιψό, αντίθετα μάλιστα τους εφοδίασε με τρόφιμα. Αλλά για να μη ξαναγίνουν τα ίδια εγκατέστησε φρουρές σε τρία σημεία (296).
Αυτά στην Ελλάδα. Ο Λυσίμαχος εν τω μεταξύ στην Ασία κυρίευε τις πόλεις του Δημήτριου και ο Πτολεμαίος πήρε πάλι όλη την Κύπρο.
Μακεδονία
Το 297 πέθανε ο Κάσσανδρος και πολύ σύντομα πέθανε και ο μεγαλύτερός του γιος που τον είχε διαδεχτεί. Οι άλλοι δύο γιοι του φιλονίκησαν για την εξουσία κι ο μεγαλύτερος σκότωσε την μητέρα τους Θεσσαλονίκη, την αδελφή του Αλέξανδρου, επειδή είχε ενεργήσει να μοιραστεί το βασίλειο και δεν το πήρε όλο αυτός. Έφυγε μετά ο μητροκτόνος στον πεθερό του Λυσίμαχο κι επειδή απειλούσε να επανέλθει, ο άλλος γιος, ο Αλέξανδρος, κάλεσε σε βοήθεια τον Πύρρο –που είχε εν τω μεταξύ ανακτήσει το βασίλειό του– και τον Δημήτριο.
Ο Πύρρος έσπευσε πρώτος και έναντι της μελλοντικής βοήθειας προσάρτησε ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας στο κράτος του. Όταν ο Δημήτριος έφτασε στο Δίον ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Αλέξανδρου, ο τελευταίος υπαναχώρησε και του ζήτησε να φύγει, σχεδιάζοντας να τον δολοφονήσει. Ο Δημήτριος το έμαθε και πρόλαβε αυτός να σκοτώσει τον Αλέξανδρο. Την άλλη μέρα, κι ενώ το στρατόπεδο του Αλέξανδρου περίμενε επίθεση του Δημήτριου, αυτός ζήτησε να του επιτρέψουν να δώσει εξηγήσεις. Μα μόλις άρχισε να μιλά οι Μακεδόνες τον ζητωκραύγασαν βασιλιά.
Ο Δημήτριος βασιλιάς της Μακεδονίας
Έτσι, αναπάντεχα σχεδόν, το 294, ο Δημήτριος βρέθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας. Αλλά ενώ κέρδιζε στην Ευρώπη, έχανε λίγο-λίγο τα εδάφη του στην Ασία από τον Λυσίμαχο και τον Πτολεμαίο. Επειδή δεν είχε δυνάμεις για μακρινές εκστρατείες, αρκέστηκε σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα και κατά των ευρωπαϊκών εδαφών του Λυσίμαχου. Είχε τώρα κι ένα ακόμη αντίπαλο, τον παλιό του συμπολεμιστή της Ιψού, τον βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο, ο οποίος άρχισε να έχει ενεργό ανάμιξη στα ελληνικά πράγματα.
Στην βασιλεία του αυτή ο Δημήτριος επέδειξε πρωτοφανή έλλειψη σοβαρότητας. Η συμπεριφορά του προς του υπηκόους του, τους συμμάχους, τους πρέσβεις ήταν αχαρακτήριστη. Ο γιος του Αντίγονος (ο επονομασθείς Γονατάς), τελείως αντίθετος χαρακτήρας από τον πατέρα του, προσπαθούσε να τον συγκρατήσει αλλά μάταια.
Συγκρότησε ένα τεράστιο στρατό από ενενήντα χιλιάδες πεζούς και δώδεκα χιλιάδες ιππείς, αμφιβόλου όμως αξίας και επισφαλούς πίστεως καθώς κι ένα επίσης τεράστιο στόλο. ΟιΣέλευκος, Λυσίμαχος και Πτολεμαίος, νιώθοντας ότι απειλούνται ανέθεσαν στον Πύρρο να τον χτυπήσει από τα δυτικά ενώ ο Λυσίμαχος εισέβαλε από την Θράκη. Ο Δημήτριος ξεκίνησε ν’ αντιμετωπίσει τον Λυσίμαχο αλλά έμαθε ότι ο Πύρρος κατέλαβε την Βέροια. Γύρισε πίσω εσπευσμένα αλλά όταν πλησίασε στον Πύρρο υπέστη τις συνέπειες της συμπεριφοράς του. Οι Μακεδόνες, απαυδησμένοι από τις αλαζονεία και την επιπολαιότητά του, άρχισαν να τον εγκαταλείπουν και σε λίγο ξέσπασε η ανταρσία. Τότε ο Δημήτριος έβγαλε τα λαμπρά του βασιλικά φορέματα, φόρεσε μια ταπεινή χλαμύδα και δραπέτευσε απαρατήρητος (287).
Πύρρος
Ο βασιλιάς των Μολοσσών Πύρρος καταγόταν από τον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο που ήρθε και βασίλεψε στην Ήπειρο. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη κι όταν αυτός εκθρονίστηκε ο Πύρρος κατέφυγε, νήπιο τότε, στον βασιλιά των Ιλλυριών Γλαυκία που τον κράτησε μακριά από την επιβουλή του Κάσσανδρου. Όταν ο Πύρρος έγινε δώδεκα χρόνων ο Γλαυκίας τον εγκατέστησε στον θρόνο της Ηπείρου αλλά στα δεκαεφτά του εκθρονίστηκε κι αυτός και κατέφυγε στον Δημήτριο που είχε παντρευτεί την αδελφή του Δηιδάμεια.[24] Είδαμε ότι πολέμησε στην Ιψό και μετά πήγε όμηρος του Δημήτριου στον Πτολεμαίο. Στην Αίγυπτο συνδέθηκε με την βασιλική οικογένεια και πήρε γυναίκα του την κόρη της βασίλισσας Βερενίκης από πρώτο γάμο. Πήρε επίσης προίκα στρατό και χρήματα κι έτσι μπόρεσε να επανέλθει στον θρόνο του.[25]
Μετά την φυγή του Δημήτριου και προκειμένου να συγκρουσθεί με τον επερχόμενο Λυσίμαχο, αρκέστηκε σε όσα είχε πάρει και δεν επέμεινε στον θρόνο της Μακεδονίας.
Το τέλος του Δημήτριου
Η γυναίκα του Δημήτριου, Φίλα, (μία από τις πολλές και ταυτόχρονες γυναίκες δηλαδή, η πιο επίσημη πάντως, κόρη του Αντίπατρου), το άκρον αντίθετο του άντρα της, το υπόδειγμα της αρετής και η προσωποποίηση της σύνεσης, αυτοκτόνησε όταν έμαθε την εκθρόνιση του Δημήτριου. Αυτός κατέβηκε προς την Αθήνα συγκεντρώνοντας όσες φρουρές του έμεναν πιστές. Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν κι ο Δημήτριος άφησε τον γιο του Αντίγονο με λίγο στρατό στην Ελλάδα κι ο ίδιος με ένδεκα περίπου χιλιάδες πέρασε στην Ασία. Μόλις αποβιβάστηκε στην Μίλητο φρόντισε να παντρευτεί μιαν ανεψιά της Φίλας, κόρη της αδελφής της και του Πτολεμαίου.
Στην αρχή είχε μερικές επιτυχίες κατά του Λυσίμαχου αλλά ύστερα άρχισε να περιπλανάται κυνηγημένος, χωρίς εφόδια και χωρίς προοπτική. Αναγκάστηκε να καταφύγει στον Σέλευκο. Αυτός τον δέχτηκε καλά στην αρχή αλλά ύστερα, σκεφθείς ωριμότερον, τον έστειλε σε μιαν άνετη εξορία.
Ο Δημήτριος κατάλαβε ότι όλα τελείωσαν. Έγραψε στον Αντίγονο και στους φρουράρχους του στην Ελλάδα να κρατήσουν τις πόλεις, να αγνοήσουν οποιαδήποτε νεώτερη διαταγή του και νεκρό να τον θεωρήσουν.[26] Ύστερα παραδόθηκε πάλι στην κραιπάλη και το 283, ύστερα από τρία χρόνια αιχμαλωσίας, αρρώστησε και πέθανε στα πενήντα τέσσερά του.[27][28]
Λυσίμαχος
Οικτρότερο ήταν το τέλος του Λυσίμαχου. Σκότωσε τον γιο και διάδοχό του Αγαθοκλή, ένα λαμπρό νέο, παρασυρμένος, στα ογδόντα του, από τις διαβολές της γυναίκας του, Αρσινόης, και του αδελφού της Πτολεμαίου του Κεραυνού. Αυτόν τον τελευταίο («Κεραυνός» λόγω του κακού χαρακτήρα του), που ήταν και πρωτότοκος, τον είχε εξορίσει από την Αίγυπτο ο ίδιος ο πατέρας του, ο Πτολεμαίος ο Λάγου, για τον απαίσιο χαρακτήρα του. Ο Αγαθοκλής ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον στρατό και πολλοί που αποδοκίμασαν το έγκλημα θανατώθηκαν κι αυτοί. Όσοι πρόλαβαν κατέφυγαν στον Σέλευκο, η γυναίκα του Αγαθοκλή με τα παιδιά της, ο άλλος γιος του Λυσίμαχου κι ο θησαυροφύλακας Φιλέταιρος με εννιά χιλιάδες τάλαντα που βρίσκονταν στην Πέργαμο.[29]
Ήταν φανερό ότι το βασίλειο του Λυσίμαχου κατέρρεε. Ο Σέλευκος άρχισε να προελαύνει παίρνοντας τις πόλεις χωρίς αγώνα. Στο Κόρου Πεδίο νίκησε τον Λυσίμαχο που έπεσε στη μάχη (281).
Σέλευκος
Ο Σέλευκος πλησίασε όσο κανείς άλλος στην πραγματοποίηση του οράματος της μονοκρατορίας. Ήταν ο μόνος εν ζωή στρατηγός του Αλέξανδρου (ο Πτολεμαίος Α΄ ο Λάγου είχε πεθάνει το 283), ο μόνος επιζών των Διαδόχων, αυτός που εξουδετέρωσε τον Περδίκκα, τον Αντίγονο, τον Δημήτριο, τον Λυσίμαχο. Ήταν κύριος όλης της Ασίας και της Θράκης, του μεγάλου μέρους της Μακεδονίας που είχε καταλάβει ο Λυσίμαχος και θα έπαιρνε βέβαια όλη την Ελλάδα, όπου οι αυτόνομες πόλεις και ο αδύναμος Αντίγονος δεν θα μπορούσαν να του αντισταθούν.[30] Μετά σειρά είχε ο μόνος βασιλιάς που υπήρχε ακόμη, ο Πτολεμαίος Β΄.
Αλλά ο Σέλευκος είχε κάνει το σφάλμα να δεχτεί τον Πτολεμαίο τον Κεραυνό, που κατέφυγε κι αυτός στην αυλή του όταν ο Λυσίμαχος ανακάλυψε την σκευωρία που οδήγησε στη θανάτωση του γιου του. Υπολόγιζε ο Σέλευκος ότι ο Πτολεμαίος θα του χρησίμευε σαν αντιπολίτευση τόσο στην Θράκη όσο και στην Αίγυπτο. Τώρα προχωρούσε προς την Μακεδονία έχοντάς τον μαζί του. Αλλά ο Πτολεμαίος, μοναδικός στις δολοπλοκίες, συνωμότησε και δολοφόνησε τον τελευταίο των Διαδόχων.[31]
Οι Γαλάτες
Έτσι βρέθηκε ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός βασιλιάς της Μακεδονίας. ‘Όχι όμως για πολύ, γιατί τότε έγινε η φοβερή επιδρομή τωνΓαλατών. Φυλή ολόκληρη, άγρια και πολεμική, εισέβαλε στη Θράκη, στη Μακεδονία και στην Ιλλυρία. Ο Πτολεμαίος θέλησε να τους αντιμετωπίσει αλλά νικήθηκε και σκοτώθηκε (280). Ακολούθησαν δύο ασήμαντες βασιλείες συγγενών του και την κατάσταση έσωσε ένας Μακεδόνας ευπατρίδης, ο Σωσθένης της Μακεδονίας, που κατόρθωσε να απωθήσει τους Γαλάτες στην Παννονία, αρκούμενος στο αξίωμα του στρατηγού.
Από την Παννονία οι Γαλάτες ενισχυμένοι με νέα πλήθη ομοφύλων τους, κατέβηκαν πάλι προς νότον (279). Λεηλάτησαν πάλι την μακεδονική ύπαιθρο (ευτυχώς για τις πόλεις, αγνοούσαν την πολιορκητική τέχνη) και προχώρησαν προς την Θεσσαλία. Οι πόλεις της Στερεάς συγκρότησαν συμμαχία, ο Αντίγονος κι ο Αντίοχος του Σέλευκου έστειλαν βοήθεια, αλλά οι Γαλάτες τους υπερφαλάγγισαν και κατευθύνθηκαν προς τους Δελφούς με στόχο τους θησαυρούς τους. Εκεί όμως υπέστησαν καταστροφή από μια φοβερή θεομηνία κι από τις επιθέσεις των κατοίκων της περιοχής. Υφιστάμενοι πολλές απώλειες καθ’ οδόν, έφτασαν κι εγκαταστάθηκαν στην Θράκη κι αργότερα πέρασαν στην Μικρά Ασία.[32]
Ο Αντίγονος στην Μακεδονία – Ο Πύρρος στην Ιταλία
Όταν πέθανε ο στρατηγός Σωσθένης, αυτός που είχε απωθήσει τους Γαλάτες, η Μακεδονία βρέθηκε ακέφαλη. Ο Αντίγονος είχε εδραιώσει ικανοποιητικά την θέση του, στην Πελοπόννησο κυρίως, και είχε καλλιεργήσει το έδαφος στην Μακεδονία. Συνετός κι ενάρετος, επικράτησε εύκολα και κάθησε στον θρόνο που κάποτε κατείχε ο πατέρας του και τον έχασε από την επιπολαιότητά του (278).
Στον Πύρρο εν τω μεταξύ είχε ανοιχτεί πεδίον δόξης λαμπρόν. Οι κάτοικοι του Τάραντα της Κάτω Ιταλίας, πιεζόμενοι από τους Ρωμαίους, ζήτησαν την βοήθειά του. Ο Πύρρος έσπευσε (281), νίκησε τους Ρωμαίους σε δύο μάχες καταπλήσσοντάς τους με τους ελέφαντες, αλλά οι απώλειές του ήταν τρομερές. «Άλλη μια τέτοια νίκη και χαθήκαμε» είπε μετά την δεύτερη μάχη, γιατί οι δυνάμεις του είχαν εξαντληθεί, εφεδρείες δεν είχε κ’ οι σύμμαχοί του έδειχναν απρόθυμοι να συνεχίσουν. Για ν’ απαγκιστρωθεί πέρασε στην Σικελία όπου τον κάλεσαν ελληνικές πόλεις κατά των Καρχηδονίων.
Αλλά εκεί, ενώ είχε στρατιωτικές επιτυχίες, πολιτεύτηκε τόσο άσχημα που οι Έλληνες τον εγκατέλειψαν κι αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ιταλία. Στην Τρίτη του μάχη με τους Ρωμαίους, οι τελευταίοι εξανάγκασαν τους ελέφαντες του Πύρρου σε υποχώρηση και σκόρπισαν την σύγχυση και τον πανικό στο στρατόπεδό του. Επέστρεψε στην Ήπειρο το 274.
Πύρρος και Αντίγονος
Στερούμενος τελείως χρημάτων, ο Πύρρος άρχισε να παρενοχλεί τον Αντίγονο στην Μακεδονία. Σημείωσε μερικές επιτυχίες αλλά θεώρησε σαν ευκαιρία μια πρόσκληση από ένα επίδοξο σφετεριστή του θρόνου της Σπάρτης κι έσπευσε σε βοήθειά του.
Απέτυχε όμως και ξεκίνησε για το Άργος όπου κι εκεί τον κάλεσε ένας συνωμότης. Είχε όμως πίσω του τους Σπαρτιάτες που τον κυνηγούσαν και μπροστά του τον Αντίγονο που κατέφτασε γιατί κατάλαβε πως έπρεπε να τελειώνει μαζί του. Μια νύχτα οι συνωμότες άνοιξαν μία πύλη, ο Πύρρος μπήκε με τον στρατό του αλλά οι ελέφαντες ξύπνησαν τους Αργείους που πήραν τα όπλα και κάλεσαν τον Αντίγονο. Η επιχείρηση απέτυχε οικτρά κι ο Πύρρος είχε ένα μάλλον άδοξο θάνατο : μια Αργεία που παρακολουθούσε την μάχη από την στέγη του σπιτιού της, του έριξε μια κεραμίδα στον τράχηλο, ζαλίστηκε αυτός, έπεσε από το άλογο και τρεις στρατιώτες του Αντίγονου που τον αναγνώρισαν, τον αποτελείωσαν (272).
Τα μετέπειτα
Από το 281 π.Χ., από την νίκη δηλαδή του Σέλευκου επί του Λυσίμαχου, οι γενικευμένοι πόλεμοι έπαψαν και από την ανάρρηση του Αντίγονου στον θρόνο της Μακεδονίας η κατάσταση σταθεροποιήθηκε.
Διαμορφώθηκαν τέσσερα ανεξάρτητα ελληνιστικά βασίλεια, κυβερνώμενα, μέχρι την υποταγή τους στους Ρωμαίους, από τους απογόνους των Διαδόχων (πλην αυτού της Περγάμου) :
των Αντιγονιδών στην Μακεδονία και κεντρική Ελλάδα, μέχρι το 168 π.Χ.
των Ατταλιδών στην Πέργαμο, ιδρυμένο από τον θησαυροφύλακα του Λυσίμαχου Φιλέταιρο, μέχρι το 133 π.Χ.
των Σελευκιδών στην Συρία και Μεσοποταμία, μέχρι το 64 π.Χ.
των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, μέχρι 30 π.Χ.
Εκτός αυτών ελληνιστικά βασίλεια, παραφυάδες του κράτους των Σελευκιδών, ήταν και
το Ελληνο-Βακτριανό βασίλειο
το Ινδοελληνικό βασίλειο
Τελευταίος μονάρχης, απόγονος των Διαδόχων, ήταν η Κλεοπάτρα Ζ' της Αιγύπτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html