Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Ολυμπιάδες Ελλήνων : Δημιουργία Τέλεση και Σημασία 1


Αθλητικοί αγώνες από την προϊστορία 

Ο Ιππίας από την Ηλεία, σοφιστής του 5ου αιώνα π.α.χ.χ. ., συγκρότησε τον πρώτο κατάλογο νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Σύμφωνα με αυτόν, το πρώτο αγώνισμα, ο δρόμος, διοργανώθηκε στην Ολυμπία για πρώτη φορά το 776 π.α.χ.χ. . προς τιμήν του Ολύμπιου Δία. Από μεταγενέστερες αρχαίες πηγές γίνεται γνωστή η μεγάλη σημασία που απέκτησε σταδιακά ο θεσμός των Ολυμπιακών

Αγώνων, ενώ ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα π.α.χ.χ. συγκαταλεγόταν στις μεγαλύτερες και πιο γνωστές πανελλήνιες διοργανώσεις...

Ωστόσο, οι Ολυμπιακοί δεν ήταν οι πρώτοι αγώνες στην ιστορία της Μεσογείου. Στην αρχαία Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία έχουν βρεθεί ανάγλυφα σκαλισμένα σε τάφους βασιλέων και ευγενών που φέρουν αθλητικές σκηνές, από τα οποία φαίνεται ότι οι λαοί αυτών των περιοχών είχαν τη δική τους παράδοση αθλητικών αγώνων. Δεν είχαν όμως καθιερώσει τακτικές εκδηλώσεις και, όταν συνέβη αυτό, πιθανότατα τις παρακολουθούσαν μόνο οι βασιλείς και η ανώτερη τάξη. Δεν είχαν λοιπόν την έννοια των αγώνων αλλά ...«για να περνάει η ώρα» των ανώτερων τάξεων ή για γυμναστική ή για επίδειξη,  όπως το κυνήγι των αγρίων ζώων , για αυτό βρίσκουμε αρκετές σκηνές στην γλυπτική από τα μέρη αυτά

Στη Μινωική Κρήτη ιδιαίτερη μέριμνα δινόταν στη γυμναστική. Τα Ταυροκαθάψια και οι πτώσεις ήταν τα αγαπημένα αθλήματα των Μινωιτών, όπως φανερώνουν οι νωπογραφίες που διακοσμούν τα παλάτια τους. Άλλα αθλήματα ήταν οι αγώνες στίβου, πάλης και πυγμαχίας, όμως τέτοιες δραστηριότητες τελούνταν μάλλον σε τοποθεσίες κοντά στο παλάτι, πιθανόν από μέλη της τάξης των ευγενών.

Όλα τα Μινωικά αγωνίσματα των Κρητών υιοθετήθηκαν από τους συνεχιστές τους Μυκηναίους που εισήγαγαν τις αρματοδρομίες και ορισμένα άλλα αγωνίσματα στίβου. Το άρμα ήταν εξαιρετικά σημαντικό στο Μυκηναϊκό κόσμο, αφού χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στον πόλεμο και στο κυνήγι, αλλά και σε θρησκευτικές και ταφικές τελετές.

Οι πρώτες γραπτές ενδείξεις αθλητικών αγώνων στον υπόλοιπο Ελληνικό κόσμο βρίσκονται στα Ομηρικά έπη. Ο Όμηρος, στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, παραθέτει ζωηρές περιγραφές των αγώνων που διοργανώθηκαν είτε ως μέρος, για παράδειγμα, των ταφικών τελετών για το νεκρό ήρωα Πάτροκλο είτε με άλλη αφορμή. Η εμφάνιση των πρώτων πόλεων-κρατών οδήγησε στη ραγδαία ανάπτυξη του αθλητισμού. Πολλοί τοπικοί αγώνες θεσμοθετήθηκαν στις πόλεις και τελούνταν κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών.

Ο αθλητισμός έγινε θεσμός, παρέχοντας στα μέλη της πόλης το πρόσχημα για τακτικό συναγωνισμό. Η Ολυμπία αποτέλεσε σύντομα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, όπου διοργανωνόταν μια σειρά αθλητικών αγώνων, οι οποίοι θα εξελίσσονταν σε σύμβολο της πολιτικής και πολιτιστικής ενότητας των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων.

Αίγυπτος και Μεσοποταμία


Ο αθλητισμός και το αθλητικό πνεύμα υπήρχαν στη Μεσόγειο πολύ πριν θεσμοθετηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα τον 8ο αιώνα π.α.χ.χ. Ορισμένες λογοτεχνικές και εικονογραφικές πηγές από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, που χρονολογούνται περίπου από την 3η χιλιετία π.α.χ.χ., μαρτυρούν την ύπαρξη αθλητικών δραστηριοτήτων. Σε αυτές τις περιοχές διοργανώνονταν τακτικά αθλητικές συναντήσεις, σε μερικές από τις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η σίτιση των αθλητών. Ωστόσο, είναι ελάχιστες οι ενδείξεις ότι στόχος αυτών των εκδηλώσεων ήταν η αναγνώριση εκείνων που είχαν ιδιαίτερες επιδόσεις.


Οι Φαραώ της Αιγύπτου και οι βασιλείς της Μεσοποταμίας κατέγραψαν το ενδιαφέρον τους για τις αθλητικές δραστηριότητες (Σ.Σ. βέβαια άλλο αθλητικές δραστηριότητες και άλλο Αγώνες με τελετές, αιτία διαδικασίες και οργάνωση και τόσα άλλα που προσέφεραν οι Έλληνες στον αθλητισμό ) στους ναούς και τους τάφους τους. Τα αθλήματα στην Αίγυπτο περιλάμβαναν την πάλη, τις ραβδομαχίες, την πυγμαχία, το κυβίστημα (ακροβασία), την τοξοβολία, την ιππασία, την κωπηλασία και διάφορα αγωνίσματα με μπάλα. Τα παλαιότερα ανάγλυφα με παραστάσεις πάλης, όπου οι παλαιστές αναπαρίστανται γυμνοί, χρονολογούνται στο 2400 π.α.χ.χ. και διακοσμούσαν τους τάφους του Φθαχοτέπ και του Αχεθοτέπ.
Στο Μπένι Χασάν βρέθηκαν πάνω από 4.000 αναπαραστάσεις σκηνών πάλης, χρονολογημένες στο 2000 π.α.χ.χ., όπου απεικονίζονται πλήθος από αθλητικές κινήσεις ή/και στάσεις αθλητών σε ζεύγη. Για παράδειγμα, διακρίνονται παλαιστές με ζώνες, οι οποίοι επιχειρούν να ρίξουν ανάσκελα τον αντίπαλό τους.

Σ' ένα ανάγλυφο του 12ου αιώνα π.α.χ.χ. από το ναό του Ραμσή Γ' στο Μαντινέ Χαμπού απεικονίζονται Αιγύπτιοι και ξένοι να συναγωνίζονται στην πάλη και τη ραβδομαχία ενώπιον του Φαραώ. Υπάρχει σκηνή ανακήρυξης νικητή, μία άλλη που απεικονίζει τη μεσολάβηση ενός αξιωματούχου και ακόμη μία στην οποία ένας Αιγύπτιος παλαιστής με λαβή πνιγμού εξουδετερώνει τον αντίπαλό του και πανηγυρίζει. Μια επιγραφή συνοδεύει την παράσταση και προειδοποιεί: "Πρόσεξε καλά! Ο Φαραώ είναι κοντά".
Οι παραστάσεις πάλης ήταν δημοφιλείς και στη Μεσοποταμία. Σκηνές πάλης, σκαλισμένες σε σφραγίδες και ανάγλυφα όλων των περιόδων, εικονίζουν παλαιστές με ζώνες που αρπάζουν τους αντιπάλους τους από τις δικές τους. Κείμενα σφηνοειδούς γραφής από την ίδια περιοχή αναφέρονται σε διάφορες στάσεις και λαβές. Σύμφωνα με μια άποψη, η πάλη με ζώνες είχε κυρίαρχη θέση στη ζωή ενός πολεμιστή-ήρωα. Στο γνωστό έπος του Γκιλγκαμές, ο ομώνυμος ήρωας αντιμετωπίζει τον Ενκίντου σε έναν αγώνα πάλης, όπου αρπάζουν ο ένας τον άλλον σαν εκπαιδευμένοι παλαιστές.
Πιθανότατα, οι αθλητικές διοργανώσεις περιορίζονταν στη βασιλική αυλή και ο αθλητισμός απασχολούσε κυρίως τα μέλη της ανώτερης τάξης. Τα Αιγυπτιακά κείμενα αποκαλύπτουν τη σπουδαιότητα της φυσικής αγωγής για τον Φαραώ και τον περίγυρό του. Έτσι, γίνεται γνωστό ότι ο Τούθμωσης Γ' στην τοξοβολία ικανοποιούσε τους οπαδούς του με τις εντυπωσιακές επιδόσεις του και τον αριθμό των νικών του, ενώ αλλού γίνεται αναφορά στο βασιλιά της Μεσοποταμίας, ο οποίος επέδειξε την κυνηγετική του δεινότητα ενώπιον των ευγενών του.
Μια επιγραφή για το Φαραώ Αμένοφη B' περιγράφει πώς προκάλεσε άλλους ευγενείς να τον συναγωνιστούν στην τοξοβολία και σε μια στήλη από την Γκίζα αναγράφεται ότι "τέτοιον άθλο ποτέ κανείς δεν έκανε... μονάχα ο βασιλιάς, ο δοξασμένος".

Μινωική Κρήτη

Ο πρώτος πολιτισμός στο Αιγαίο που μας παρέχει άφθονες εικονογραφικές πληροφορίες για την αθλητική πλέον δραστηριότητα την εποχή του Χαλκού είναι ο Μινωικός. Από τις απεικονίσεις αθλημάτων σε πέτρινα αγγεία, νωπογραφίες και σφραγιδόλιθους φαίνεται ότι οι Μινωίτες ασχολούνταν με την πυγμαχία, την πάλη, τα Ταυροκαθάψια και τα ακροβατικά.

Το Ρυτό της Αγίας Τριάδας.Αγώνες για θρησκευτικούς λόγους ,όπως  έκαναν και οι υπόλοιποι Έλληνες για τους αθλητικούς αγώνες 

Το γνωστό ανάγλυφο Ρυτό της Αγίας Τριάδας, που χρονολογείται στο 16ο αιώνα π.α.χ.χ., χωρίζεται σε ζώνες με αναπαραστάσεις πάλης, Ταυροκαθαψίων και πυγμαχίας. Αν και οι ακριβείς κανόνες της πυγμαχίας και της πάλης δεν είναι γνωστοί, οι στάσεις του σώματος υποδηλώνουν κάποιες συνήθειες. Oι αγώνες γίνονταν πιθανόν ανά ζεύγη, ενώ απουσιάζει η παρέμβαση οποιουδήποτε κριτή, γεγονός που μάλλον αποδίδεται στους περιορισμούς της εικονογράφησης.

Και στα δύο αθλήματα όσοι συμμετέχουν διαθέτουν περίτεχνες κομμώσεις και φορούν σανδάλια και περιδέραια. Οι παλαιστές χρησιμοποιούν ένα ειδικό κράνος με καλύπτρες στα μάγουλα, ενώ οι πυγμάχοι έχουν το κεφάλι ακάλυπτο. Ο νικητής αναπαρίσταται με σηκωμένο το αριστερό χέρι, πιθανότατα σε μια χειρονομία θριάμβου. Ο ηττημένος παρουσιάζεται σε διάφορες στάσεις, είτε γονατιστός είτε καθώς προσπαθεί να αποφύγει τα χτυπήματα του αντιπάλου του.


Οι σωζόμενες παραστάσεις υποδεικνύουν την εντατική προπόνηση και την πολύ αναπτυγμένη αθλητική ικανότητα. Η πασίγνωστη νωπογραφία από τη Θήρα (περίπου 1600 -1550 π.α.χ.χ.) που παρουσιάζει δύο νεαρά αγόρια να πυγμαχούν αποδεικνύει ότι η προπόνηση ήταν βασικό μέλημα από τη νεαρή ηλικία. Κάθε αγόρι φοράει ζώνη και γάντι πυγμαχίας στο δεξί χέρι μόνο. Οι σκηνές από τα Ταυροκαθάψια φανερώνουν ότι οι αθλητές είχαν απόλυτη ακρίβεια στην κίνηση και μεγάλη εξοικείωση με τους κινδύνους που συνόδευαν τη σωματική επαφή με το ζώο.
Οι ακροβατικές ασκήσεις και οι σκηνές πάλης δείχνουν εξασκημένα κορμιά, με στενή μέση και δυνατούς μύες. Η ακρίβεια στην κίνηση -που φανερώνουν όλες οι παραστάσεις- δείχνει ότι οι αθλητικοί αγώνες ήταν οργανωμένες δραστηριότητες τακτικού χαρακτήρα στους Μινωικούς χρόνους.
Με βάση τα παραπάνω, είναι δυνατόν να αποδοθεί ένας θρησκευτικός χαρακτήρας στις αθλητικές δραστηριότητες της Μινωικής Κρήτης. Φαίνεται ότι αυτές αποτελούσαν είτε μέρος του τυπικού μιας τελετουργικής μύησης (τελετουργία ενηλικίωσης) των νεαρών ευγενών είτε ένα είδος θρησκευτικού θεάματος, που οργανωνόταν από το παλάτι. Τέτοια θεάματα πιθανότατα να παρακολουθούσε μεγάλος αριθμός του πληθυσμού της περιοχής.

Ταυροκαθάψια

Επρόκειτο για ένα περίπλοκο και επικίνδυνο ακροβατικό παιχνίδι, κατά το οποίο κυρίως νέοι και νέες εκτελούσαν θεαματικά άλματα στη ράχη ταύρων που έτρεχαν. Η χρήση των ζώων βέβαια προϋπέθετε τη σύλληψη και το δαμασμό τους. Αν και τα παιχνίδια με ταύρους είναι γνωστά και από άλλους προϊστορικούς πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ανατολής, στη Μινωική Κρήτη έφτασαν σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας. Ως βάση για την εξέλιξη των Ταυροκαθαψίων θεωρείται το κυβίστημα, που αποτελεί μία μορφή ακροβασίας και κατάγεται από την Αίγυπτο. Οι κυβιστήρες ήταν νέοι που εκτελούσαν με εξαιρετική ευλυγισία θεαματικά γυμνάσματα, ενίοτε και ανάμεσα σε ξίφη.

Τα Ταυροκαθάψια έχουν μελετηθεί πολύ από τους ειδικούς και, με βάση τις παρατηρήσεις του J. C. Younger σε ένα δείγμα 54 παραστάσεων Ταυροκαθαψίων, έχουν διακριθεί τρεις διαφορετικές τεχνικές όσον αφορά τα άλματα. Στην πρώτη, ο αθλητής έπιανε τον ταύρο που κάλπαζε από τα κέρατα, αναποδογύριζε το σώμα του πάνω από το κεφάλι του, πατούσε πάνω στην πλάτη του και μετά γύριζε στον αέρα και προσγειωνόταν πίσω του.

Στη δεύτερη, ο αθλητής πηδούσε -κατά προτίμηση από μια ανυψωμένη θέση- πάνω από το κεφάλι του ταύρου, έπεφτε με τα χέρια πάνω στην πλάτη του ζώου, μετά γυρνούσε στον αέρα και προσγειωνόταν στο έδαφος πίσω από αυτό. Στην τρίτη, η οποία απεικονίζεται σε μία και μόνο παράσταση, ο Ταυροκαθάπτης διακρίνεται πάνω από την ουρά του ταύρου, πιθανόν αφού τον έχει πλησιάσει από το πλάι.

Ίσως η τελευταία αυτή παράσταση να μην αποδίδει μια ρεαλιστική τεχνική, αλλά να υπαγορεύτηκε από τις ανάγκες της εικονογραφίας του σφραγιδόλιθου που απεικονίζεται. Οι περίφημες νωπογραφίες από την Κνωσό, που χρονολογούνται περίπου στα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ., φαίνεται ότι αποτελούν ένα συνδυασμό των δύο πρώτων τεχνικών. Οι Ταυροκαθάπτες, όπως απεικονίζονται στις διάφορες παραστάσεις φέροντας πλούσια ενδυμασία, περίτεχνη κόμμωση και κοσμήματα, φαίνεται ότι μάλλον ανήκαν στις τάξεις των ευγενών, βέβαια θα μπορούσαν να είναι ενδεδυμένοι  ωσαύτως  για την περίσταση ,εφόσον επρόκειτο και για θρησκευτική εορτή.

Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, τα Ταυροκαθάψια τελούνταν στο πλαίσιο θρησκευτικών τελετών για την ανάδειξη των ικανότερων αθλητών και ο θρησκευτικός τους χαρακτήρας φαίνεται κυρίως στη χρήση του ταύρου, του ιερού ζώου της Κρήτης. Θεωρείται πλέον πιθανότερο ότι το αγώνισμα αυτό παρουσιαζόταν σε ειδικά περιφραγμένους χώρους στη γύρω περιοχή των ανακτόρων -όπως στα Μάλια όπου υπάρχει ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος στα βορειοδυτικά του συγκροτήματος- παρά στις κεντρικές αυλές τους.

Μυκηναϊκή Ελλάδα

Στη Μυκηναϊκή Ελλάδα (1700-1100 π.α.χ.χ), όπως και στη Μινωική Κρήτη, οι αθλητικοί αγώνες αποτελούσαν αναπόσπαστο στοιχείο των θρησκευτικών τελετών και των τελετών γονιμότητας.
Οι Μυκηναίοι (τους Έλληνες εκείνης τησ εποχής) διέφεραν(;) από τους Μινωίτες στην αγάπη τους για τον πόλεμο και την έφεσή τους στο κυνήγι, που αποτελούσε ένα είδος αγωνίσματος. Έτσι, ενώ υιοθέτησαν από την Κρήτη το κυβίστημα, τα Ταυροκαθάψια, την πυγμαχία και την πάλη, πρόσθεσαν σε αυτά το δρόμο και την αρματοδρομία.
Το κυβίστημα δεν κατάφερε να γίνει ιδιαίτερα αγαπητό στην  Ελλάδα την Μυκηναϊκή περίοδο και τα Ταυροκαθάψια -όπως φαίνεται από απεικονίσεις σε σφραγιδόλιθους, τοιχογραφίες καθώς και στην πήλινη λάρνακα από την Τανάγρα- απέκτησαν το χαρακτήρα ενός ταφικού αγωνίσματος.
Αντίθετα, η πυγμαχία και η πάλη αναδείχτηκαν τα πιο δημοφιλή αγωνίσματα για τους Μυκηναίους, που με τη σειρά τους τα μετέδωσαν στην Κύπρο σίγουρα κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή, ίσωσ και παλαιότερα .
 Ένα μυκηναϊκό αγγείο από την Κύπρο φέρει παραστάσεις πυγμαχίας, μαζί με την πρώτη αναπαράσταση αγώνα δρόμου, όπου οι δρομείς απεικονίζονται γυμνοί φορώντας κοσμήματα στο κεφάλι.
Το άρμα στους Μυκηναίους (τους Έλληνες εκείνης τησ εποχής)  αρχικά χρησιμοποιούνταν ευρέως ως μέσο επικοινωνίας από τα μέλη των ανώτερων κοινωνικά τάξεων.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε στις πομπές διαφόρων τελετών, στο κυνήγι, στη μετάβαση πολεμιστών στα πεδία μαχών και στις αρματοδρομίες.
Είναι πολύ πιθανόν ότι κατά τη Μυκηναϊκή εποχή οι αρματοδρομίες τελούνταν στο πλαίσιο θρησκευτικών και κυρίως ταφικών τελετών.


Για παράδειγμα, η πρωιμότερη παράσταση άρματος (που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα) στη μυκηναϊκή τέχνη βρίσκεται στις λίθινες επιτύμβιες στήλες του ταφικού κύκλου Α στις Μυκήνες, που χρονολογείται το 16ο αιώνα π.α.χ.χ. Επίσης, στη λάρνακα της Τανάγρας, σημαντικό ταφικό μνημείο του 13ου αιώνα π.α.χ.χ., απεικονίζονται -εκτός από παραστάσεις πάλης και ταυροκαθαψίων- και παράσταση αρματοδρομίας.
Η άποψη ότι οι Μυκηναίοι καθιέρωσαν τους αγώνες προς τιμήν ενός επιφανούς νεκρού, τα λεγόμενα "επιτάφια άθλα", στηρίζεται κυρίως στην Ιλιάδα του Ομήρου, όπου τα αγωνίσματα φαίνεται να αποτελούν σημαντικό τμήμα των ταφικών εθίμων. Αυτό υποδηλώνεται από την περιγραφή των αθλητικών αγώνων που διοργανώθηκαν για να τιμηθεί ο νεκρός ήρωας Πάτροκλος.

Ομηρική εποχή

Τα δύο μεγάλα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, συνθέσεις της Γεωμετρικής περιόδου (8ος-αρχές 7ου αι. π.α.χ.χ.), προσφέρουν μια πλήρη περιγραφή όλων των αθλητικών αγώνων, όπως είναι γνωστοί στην ιστορική περίοδο: αρματοδρομίες, πυγμαχία, πάλη, δρόμος, οπλομαχία, δισκοβολία, τοξοβολία και ακόντιο. Μολονότι αντικατοπτρίζουν έθιμα της Μυκηναϊκής περιόδου που είχαν διατηρηθεί από την παράδοση, τα συγκεκριμένα έπη περιγράφουν επίσης τις συνήθειες και τις αξίες των ανώτερων τάξεων της Γεωμετρικής περιόδου.

Στην Ιλιάδα γίνεται εκτενής αναφορά στους επιτάφιους άθλους που οργάνωσε ο Αχιλλέας, για να τιμήσει το νεκρό αγαπημένο του φίλο Πάτροκλο.Στην Οδύσσεια οι αγώνες διενεργούνται σε μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα, ως μέρος ενός ψυχαγωγικού θεάματος που οργάνωσαν οι Φαίακες προς τιμήν του φιλοξενούμενού τους Οδυσσέα, με την άφιξή του στο νησί τους.

Στην Ομηρική κοινωνία, η αθλητική διάκριση είναι για τον ήρωα το μέσο για να επιδείξει την αρετή του και να κερδίσει την κοινωνική αναγνώριση. Με την άσκηση και το συναγωνισμό ο αθλητής δείχνει όχι μόνο τη σωματική του ρώμη, αλλά και τη γενναιότητα και την ευφυΐα του, και επομένως την αρετή του.
"Αλήθεια, ξένε, δε μου φαίνεσαι να νιώθεις απ' αγώνες, αγωνιστής δε δείχνεις"
(Οδύσσεια, θ 159, μτφ. N. Kαζαντζάκη - I. Kακριδή) λέει ο Ευρύαλος στον Οδυσσέα και εκείνος, θεωρώντας τα λόγια του μεγάλη ταπείνωση και προσβολή της αρετής του, επιβεβαιώνει την υπεροχή του στη δισκοβολία.

Από πολλές απόψεις, το αθλητικό πνεύμα είναι ισοδύναμο με το ηρωικό πνεύμα. Κάθε ήρωας είναι σαν ένας αθλητής που προσπαθεί να ξεπεράσει τους άλλους και να κερδίσει. Η κοινωνία της εποχής περιβάλλει με μεγάλη εκτίμηση τους αθλητές που ασκούνται για την υπεροχή, όπως φαίνεται από τους Φαίακες, που επιβραβεύουν τον Οδυσσέα αναγνωρίζοντας την αξία του δημοσία. Η αρετή και η κοινωνική αναγνώριση αποτελούν τις σημαντικότερες όψεις της ταυτότητας του αθλητή στα ομηρικά χρόνια.

Αγώνες στην Iλιάδα και την Οδύσσεια

Στην Ιλιάδα ο Αχιλλέας οργανώνει τους επιτάφιους αγώνες, για να τιμήσει το νεκρό του φίλο Πάτροκλο. Ορίζει πρώτα τα βραβεία για τους νικητές: όμορφες σκλάβες, άλογα, βόδια, ημιόνους, τρίποδες, λέβητες, χρυσό και σίδηρο. Οι αγώνες γίνονται κοντά στον τάφο του Πατρόκλου. Το κοινό συμμετέχει ενεργά, φωνάζοντας και βάζοντας στοιχήματα υπέρ ορισμένων αθλητών. Οι πρώτες λεπτομερείς και ζωντανές περιγραφές αφορούν στην αρματοδρομία. Καταγράφονται τα ονόματα των πέντε ηνιόχων, όλοι τους Αχαιοί ήρωες που πολεμούσαν στην Τροία.

Από τη συμβουλή του Νέστορα προς το γιο του Αντίλοχο μαθαίνουμε τους κανόνες, αλλά και τα μυστικά που έπρεπε να κατέχει ένας αθλητής, για να αποφεύγει τα λάθη. Με την εκκίνηση, οι ήρωες σηκώνουν ένα σύννεφο σκόνης και φωνάζουν για να παρακινήσουν τα άλογά τους να τρέξουν πιο γρήγορα, ενώ το κοινό στοιχηματίζει υπέρ του πιθανού νικητή. Ο αναγνώστης της Ιλιάδας παρακολουθεί με συγκίνηση τον καλύτερο αθλητή να χάνει την ευκαιρία, καθώς του σπάει το άρμα, αλλά και τον αντικανονικό ελιγμό του Αντιλόχου σε βάρος του Μενελάου. Ο μεταξύ τους διάλογος μετά τον αγώνα αποτελεί την πρώτη δημόσια απολογία για παράβαση κανόνων.

Η πυγμαχία είναι ο επόμενος αγώνας. Ο Αχιλλέας ανακοινώνει τα βραβεία και παλεύουν γι' αυτά δύο ήρωες, φορώντας δέρματα λιονταριού. Ο αγώνας τελειώνει με ένα καλό χτύπημα του νικητή, του Επειού, ο οποίος σπεύδει να σηκώσει τον αντίπαλό του αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα. Σειρά έχει η πάλη, στην οποία συμμετέχουν ο Οδυσσέας και ο Αίαντας. Νικητής θα είναι αυτός που θα καταφέρει να ρίξει τον άλλον στο έδαφος. Περιγράφονται οι διάφορες τεχνικές για τη ρίψη του αντιπάλου, όπως το να βάζει ο ένας τα γόνατά του ανάμεσα στα πόδια του άλλου, έτσι ώστε αυτός να χάσει την ισορροπία του. Ο αγώνας διακόπτεται ξαφνικά από τον Αχιλλέα, ο οποίος αναγνωρίζει την αρετή και των δύο και τους ανακηρύσσει ισόπαλους.

Στο αγώνισμα του δρόμου ο Οδυσσέας θα αντιμετωπίσει πάλι τον Αίαντα, αλλά και τον Αντίλοχο. Νικητής θα αναδειχτεί ο Οδυσσέας, γιατί έτρεχε πιο ανάλαφρα, σηκώνοντας τα χέρια και τα πόδια πιο ψηλά. Η οπλομαχία, το πιο επικίνδυνο από όλα τα αγωνίσματα, γίνεται μεταξύ του Αίαντα και του Διομήδη, που και οι δύο φορούν πανοπλία. Εδώ, οι θεατές επιχειρούν να παρέμβουν, όταν ο αγώνας γίνεται επικίνδυνος για τη ζωή των αθλητών. Οι αγώνες τελειώνουν με δισκοβολία, τοξοβολία με στόχο και ρίψη ακοντίου. Τελικά, ο αγώνας ακοντίου δεν πραγματοποιείται, γιατί ο Αχιλλέας αναγνωρίζει την αρετή του Αγαμέμνονα και τον ανακηρύσσει νικητή εκτός συναγωνισμού.

Στην Οδύσσεια, ο Αλκίνοος, βασιλιάς των Φαιάκων, ανακοινώνει τους αγώνες προς τιμήν του φιλοξενούμενού του Οδυσσέα. Πριν αρχίσουν, τρώνε και πίνουν, ακούγοντας το Δημόδοκο να τραγουδάει για τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Μετά αρχίζουν οι αγώνες του δρόμου, της πάλης, της αρματοδρομίας, της δισκοβολίας και της πυγμαχίας. Αυτή τη φορά συμμετέχουν και Φαίακες, αλλά δεν απονέμονται έπαθλα. Γίνεται μάλιστα γνωστό ότι οι Φαίακες είναι πολύ καλοί στο δρόμο, το χορό, καθώς και εξαιρετικοί ναυτικοί, υστερούν όμως στα άλλα αθλήματα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πιθανή ένδειξη αθλητικής εξειδίκευσης.

Οι Αθλητικοί Αγώνες ως Ταφικό Έθιμο

Ο ταφικός χαρακτήρας της αρματοδρομίας είναι εμφανής σε παραστάσεις αγγείων του 8ου αιώνα π.α.χ.χ., συχνά στις δύο ή τρεις διακοσμητικές ζώνες του ίδιου αμφορέα, όπου προσφιλές θέμα αποτελούν οι μοιρολογήτρες συνοδευόμενες από άρματα.
Αν και αυτή την περίοδο τα αθλήματα δεν ήταν αποκλειστικά μέρος των ταφικών εθίμων, παραμένει αντικείμενο υποθέσεων το πώς συνδέθηκαν με αυτά. Οι διάφορες απόψεις που προσφέρουν εναλλακτικές ερμηνείες για την προέλευση του εθίμου εστιάζουν την προσοχή τους πρώτα στον κληρονόμο του νεκρού πολεμιστή, ο οποίος επιλεγόταν αρχικά με βάση το αποτέλεσμα των αθλητικών αγώνων.

Τέτοιοι αγώνες, που διοργανώνονταν αμέσως μετά το θάνατο του αρχηγού, επέτρεπαν όχι μόνο την έγκυρη επιλογή του διαδόχου, μέσω του ευγενούς συναγωνισμού, αλλά και επέβαλλαν την παύση των εχθροπραξιών, δηλαδή την εκεχειρία. Ο ειρηνικός πλέον συναγωνισμός ίσως ξεπήδησε από ανάγκες που υπαγόρευε ο στρατιωτικός ανταγωνισμός.
Επιπλέον, οι αγώνες που γίνονταν στη μνήμη των νεκρών λειτουργούσαν ως τελετές μύησης, καθορίζοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωντανών και νεκρών και αποκαθιστώντας τη συνοχή της κοινότητας. Κατ' αυτή την έννοια, οι αγώνες συμβόλιζαν την αναγέννηση της ζωής.

Αθλητισμός και Πόλις

Από τον 8ο αιώνα π.α.χ.χ., η εμφάνιση των πρώτων πόλεων-κρατών επηρέασε και την εξέλιξη στον αθλητισμό. Διάφορα συστήματα άθλησης αναπτύχθηκαν σε κάθε πόλη-κράτος, τα οποία περιλάμβαναν γυμναστικές ασκήσεις, μουσική εκπαίδευση, γραφή και ανάγνωση.
Όσο υπήρχαν αριστοκρατικά καθεστώτα, η εκπαίδευση αποσκοπούσε στο να αναδειχθούν τα νεαρά μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών. Η εκπαίδευση των νέων προσανατολιζόταν αφενός στην ανάπτυξη του σώματος και του νου και αφετέρου στην κατάκτηση της αρμονίας. Η σωματική άσκηση συνοδευόταν από μουσική που, όπως ο χορός και ο αθλητισμός, βοηθούσε στην πραγμάτωση της αρμονικής ισορροπίας σώματος και νου.

Κατά την Αρχαϊκή περίοδο, οι νεοϊδρυθείσες πόλεις-κράτη διοργάνωναν ένα πλήθος τοπικών γιορτών, οι οποίες παρείχαν τη δυνατότητα για συναγωνισμό και την ευκαιρία στους κατοίκους να επιδείξουν δημόσια τις αρετές τους και να αγωνιστούν για να αριστεύσουν. Σταδιακά, οι μουσικοί και οι αθλητικοί αγώνες εξελίχθηκαν σε οργανωμένους τοπικούς εορτασμούς που λάμβαναν χώρα σε τακτική βάση. Τέτοιοι αγώνες συνδέονταν άμεσα με τις λατρείες των θεών ή των ηρώων, τονίζοντας έτσι το θρησκευτικό χαρακτήρα τους.
Κατά τη διάρκεια των αγώνων αθλητές από διάφορες περιοχές συγκεντρώνονταν για να επιδείξουν τις σωματικές και ηθικές τους αρετές, τιμώντας την τοπική θεότητα ή κάποιον ήρωα. Επιδεικνύοντας τη σωματική του αλκή, κάθε αθλητής ικανοποιούσε το συγκεντρωμένο πλήθος, κέρδιζε την αναγνώριση και δόξαζε την πόλη του. Η νίκη του γιορταζόταν με προσφορές τριπόδων και ειδωλίων στον τοπικό θεό, μία σαφή ένδειξη της σημασίας που είχε για τον αθλητή και την πατρίδα του.

Η Επιλογή της Ολυμπίας

Για αιώνες, οι Ολυμπιακοί Αγώνες θεωρούνταν η πλέον σημαντική πανελλήνια γιορτή. Οι διάφοροι μύθοι που αναφέρονται σε αυτούς δε βοηθούν στην ακριβή καταγραφή των λόγων που οδήγησαν στην επιλογή της Ολυμπίας για τη διεξαγωγή των αγώνων ούτε βεβαίως εξηγούν την πορεία της εξέλιξής της σε έναν τόσο σημαντικό ιερό χώρο για τον Ελληνικό κόσμο. Σε αυτή τη διαδικασία πολύτιμος αρωγός είναι η αρχαιολογία.
Με βάση, επομένως, τη μυθολογία, την ιστορία και την αρχαιολογία φαίνεται ότι ήδη από το 10ο αιώνα π.α.χ.χ. η Ολυμπία ήταν τόπος λατρείας, γνωστός στην αριστοκρατία της δυτικής Πελοποννήσου. Ο χαρακτήρας των παλαιότερων αφιερωμάτων (ζωόμορφα ειδώλια) αποκαλύπτει αγροτικά και κτηνοτροφικά ενδιαφέροντα, ενώ ειδώλια αλόγων και αρμάτων αντικατοπτρίζουν τα ενδιαφέροντα πλουσιότερων ανθρώπων.

Προφανώς η Ολυμπία εξελίχθηκε σε περιφερειακό λατρευτικό κέντρο για ανθρώπους διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης και ποικίλων συμφερόντων. Σε μια περιοχή που ήταν χωρισμένη σε μικρές τοπικές εδαφικές μονάδες, τα ουδέτερα θρησκευτικά κέντρα λειτουργούσαν ως τόποι συνάντησης της αριστοκρατίας της περιοχής.

Προς το τέλος του 8ου αιώνα π.α.χ.χ, προστέθηκε ένας μεγαλύτερος αριθμός πόλεων-κρατών στον κύκλο εκείνων που συμμετείχαν στις λατρευτικές δραστηριότητες στην Ολυμπία. Η ευρύτερη περιοχή της Ήλιδας, όπου βρίσκεται και η Ολυμπία, κατοικήθηκε ξανά (750-700 π.α.χ.χ.) και πολλές σκόρπιες εγκαταστάσεις σχηματίστηκαν στην περιοχή. Απ' αυτή την περίοδο και εξής, το ιερό αναπτύχθηκε σταδιακά σε τόπο γιορτής μείζονος σημασίας, που ενέπνεε το σεβασμό και αποτελούσε πόλο έλξης για πολυάριθμους επισκέπτες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας καθ' όλη την περίοδο της Αρχαιότητας.

Μύθοι για τους Πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι πρώτοι αγώνες στην Ολυμπία διοργανώθηκαν από ήρωες και θεούς. Στην πρώτη Ολυμπιακή Ωδή του, χρονολογημένη στον 5ο αιώνα π.α.χ.χ., ο Πίνδαρος κάνει αναφορά στον Πέλοπα, τον ιδρυτή των αγώνων. Ο Πέλοπας, γιος του Ταντάλου, ήρθε από τη Μικρά Ασία για να συμμετάσχει σε μια αρματοδρομία που είχε οργανώσει ο Οινόμαος, βασιλιάς της Πίσας, στην Πελοπόννησο.

Ο Οινόμαος έλαβε ένα χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο ο γάμος της κόρης του Ιπποδάμειας θα προκαλούσε το θάνατό του. Έβαλε, λοιπόν, να σκοτώσουν όλους τους μνηστήρες που ήρθαν για να πάρουν μέρος στον αγώνα.  Ο Πέλοπας, όμως, με δόλο σκότωσε τον Οινόμαο κατά τη διάρκεια της αρματοδρομίας και παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια. Ως βασιλιάς της περιοχής οργάνωσε πρώτος τους αγώνες για να εξαγνιστεί ή, κατά μία άλλη εκδοχή, για να ευχαριστήσει τους θεούς για τη νίκη του.
Η διοργάνωση της αρματοδρομίας αποτυπώθηκε στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία, τον 5ο αιώνα π.α.χ.χ. Η Ιπποδάμεια λέγεται ότι για τους ίδιους λόγους θεσμοθέτησε τα Ηραία προς τιμήν της Ήρας. Επρόκειτο για αγώνες δρόμου που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια με τη συμμετοχή μόνο γυναικών παρθένων.

Ο Ιδαίος Ηρακλής είναι άλλη μια ηρωική φιγούρα που έχει συνδεθεί με τους πρώτους αγώνες. Ο Ηρακλής ήρθε με τους αδερφούς του, τους Κουρήτες, από την Κρήτη, καθόρισε το μήκος του Σταδίου στην Ολυμπία, οργάνωσε έναν αγώνα δρόμου και στεφάνωσε το νικητή με στεφάνι αγριελιάς. Ο Πίνδαρος επίσης καταγράφει ότι ο Θηβαίος Ηρακλής, γιος του Δία, έφερε την αγριελιά από τις υπερβόρειες χώρες, καθιέρωσε τον αγώνα δρόμου, εισήγαγε τη λατρεία του Δία και καθόρισε τα όρια της Ιερής Άλτης.

Ο ιστορικός Στράβωνας αναφέρει ότι οι αγώνες οργανώθηκαν για πρώτη φορά από τους Ηρακλείδες, μετά την κάθοδο των αιτωλοδωρικών φύλων στην Πίσα. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, τη λατρεία του Ολύμπιου Δία εισήγαγαν οι ομάδες Αιτωλών που κατέλαβαν την Πίσα υπό τον αρχηγό τους Όξυλο και εγκαταστάθηκαν εκεί κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, περίπου το 1200-1100 π.α.χ.χ. Αυτή η κατοχή οδήγησε σε συγκρούσεις με τους αυτόχθονες, όπως υποδηλώνει ο μεταγενέστερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους Ηλείους που μετανάστευσαν από την Αιτωλία και τους Πισαίους. Σύμφωνα με ένα μύθο των Ηλείων, ο Δίας ανέλαβε τον έλεγχο του ναού και ίδρυσε τους αγώνες.


Αρχαιολογικές Ενδείξεις

Η αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι η περιοχή της Ολυμπίας κατοικήθηκε ήδη από την εποχή του Χαλκού. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής κατασκεύασαν ένα μεγάλο τύμβο, που οριζόταν από έναν περίβολο φτιαγμένο με μεγάλες ποταμίσιες πέτρες.

Μέχρι πρότινος θεωρούνταν μνημείο μυκηναϊκής προέλευσης αφιερωμένο στον ήρωα Πέλοπα, αλλά σήμερα οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ανάγεται στα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.α.χ.χΔεν είναι γνωστό ούτε πού κατοικούσαν οι δημιουργοί του ούτε γιατί κάποια στιγμή εγκατέλειψαν τη θέση. Αργότερα, περίπου το 2000 π.α.χ.χ., κατοίκησαν σε αψιδωτά σπίτια στη βόρεια πλευρά της περιοχής, χτισμένα πιθανότατα όχι με βάση κάποιο σχέδιο, τα οποία περιείχαν ταφικά πιθάρια και άλλα κεραμικά ευρήματα.

Μέχρι περίπου το 1600 π.α.χ.χ., όπως μαρτυρούν οι Μυκηναϊκοί τάφοι που βρέθηκαν εκεί που σήμερα έχει ανεγερθεί το Μουσείο της Ολυμπίας, κατοικούσαν στην περιοχή Μυκηναίοι. Ενδείξεις για την ύπαρξη βωμού αφιερωμένου στον Πέλοπα ή λατρευτικών παραδόσεων για την περιοχή της Ολυμπίας σε αυτές τις πρώιμες περιόδους δεν υπάρχουν. Η απόδοση της ίδρυσης των αγώνων σε κάποιο θεοποιημένο ήρωα ήταν συχνό φαινόμενο στη Γεωμετρική περίοδο, καθώς η λατρεία ενός ήρωα ήταν ένα από τα συνηθισμένα μέσα καθορισμού της ταυτότητας της τοπικής κοινότητας.

Αφιερώματα; στην Ολυμπία Φωτ: Υπ Πολιτισμού 
Είναι βέβαιο ότι η Ολυμπία έγινε θρησκευτικό κέντρο κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο. Από τότε, πολλοί άνθρωποι επισκέπτονταν την περιοχή και αφιέρωναν πήλινα και χάλκινα ειδώλια στις θεότητές της. Τα αναθήματα αυτά έχουν ανασκαφεί σ' ένα εκτεταμένο στρώμα στάχτης, χρονολογημένο στο 12ο-8ο αιώνα π.α.χ.χ. Μεταξύ των ευρημάτων από την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο συγκαταλέγονται αγγεία, ζωόμορφα ειδώλια (ταύροι και άλογα), άρματα με δύο άλογα καθώς και ηνίοχοι, πολεμιστές με λόγχη, ασπίδα και κράνος και, τέλος, δίφροι, αντικείμενα που συνήθως απονέμονταν στους νικητές ως έπαθλα.

Τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν μέσα σε στρώμα που είχε ισοπεδωθεί κατά τη διάρκεια του καθαρισμού και της αναδιοργάνωσης της θέσης, στις αρχές του 8ου αιώνα π.α.χ.χ. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι προσφορές αυτές συνδέονται αποκλειστικά με τη λατρεία του Δία, πολλές από τις οποίες μάλιστα δεν μπορούν ν' αποδοθούν σε συγκεκριμένες θεότητες. Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πιθανό η λατρεία του Δία να εμφανίστηκε στην Ολυμπία κάποια στιγμή μετά το 12ο αιώνα π.α.χ.χ.

Ολυμπιακή Φλόγα

Η Ολυμπιακή Φλόγα είναι ένα σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι αναπαράσταση της κλοπής της φωτιάς του Δία από τον Προμηθέα, και οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα, όπου μια φωτιά κρατούνταν άσβεστη κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Φλόγα επανήλθε κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928, ενώ η λαμπαδηδρομία εισήχθη κατά τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936.


Αφή της Φλόγας

Η Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας γίνεται στο χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας. Για πρώτη φορά έγινε το 1936 για την Ολυμπιάδα του Βερολίνου με τη βοήθεια κοίλου κατόπτρου, το οποίο ανήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε κατασκευαστεί στη Γερμανία. Επιστημονικός υπεύθυνος αυτής της πρώτης αφής ήταν ο καθηγητής φυσικής Σαλτερής Περιστεράκης.
Σύμφωνα με το τελετουργικό που έχει καθιερωθεί την αφή κάνει η Πρωθιέρεια στο χώρο του ναού της Ήρας (Ηραίου), που βρίσκεται απέναντι από το ναό του Δία, στο αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Εκεί η Πρωθιέρεια ζητά τη βοήθεια του θεού του ήλιου Απόλλωνα ώστε να ανάψει η δάδα απαγγέλοντας την ακόλουθη επίκληση:

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Ιερά σιωπή!

Να ηχήσει όλος ο αιθέρας, η γη, η θάλασσα και οι πνοές των ανέμων.
Όρη και Τέμπη σιγήστε.
Ήχοι και φωνές πουλιών παύσατε.
Γιατί μέλλει να μας συντροφεύσει ο Φοίβος, ο Φωσφόρος Βασιλεύς.
Απόλλωνα, θεέ του ήλιου και της ιδέας του φωτός,
στείλε τις ακτίνες σου και άναψε την ιερή δάδα
για τη φιλοξενη πόλη της ...(όνομα της διοργανώτριας πόλης).
Και συ, ω Δία, χάρισε ειρήνη σ' όλους τους λαούς της Γης
και στεφάνωσε τους νικητές του Ιερού Αγώνα.

Μετά την αφή η Πρωθιέρεια παραδίδει ανάβει με τη φλόγα τη δάδα του πρώτου λαμπαδηδρόμου, ενώ παράλληλα φυλάει άσβηστη τη φλόγα σε όλη τη διάρκεια της ολυμπιακής τετραετίας σε ειδικό χώρο. Ακολουθεί λαμπαδηδρομία σε πολλές πόλεις της Ελλάδας πριν τελικά παραδοθεί στους εκπροσώπους της διοργανώτριας χώρας.
Η λαμπαδηδρομία συνεχίζεται και η φλόγα φτάνει στο στάδιο τη βραδιά της τελετής έναρξης των αγώνων.





Γενικά

"Πολλά ενοχλητικά και κουραστικά πράγματα
υπάρχουν στη ζωή· και στους Ολυμπιακούς Αγώνες
δεν είναι το ίδιο άσχημα τα πράγματα;
Δε σε ψήνει η ζέστη; Δε σε τσαλαπατάει το πλήθος;
Δεν είναι δύσκολο να πλυθείς;
Η βροχή δε σε μουσκεύει ως το κόκαλο;
Δε σε πειράζει ο θόρυβος, η φασαρία και οι άλλες ενοχλήσεις;
Κι όμως, μου φαίνεται πως άνετα,
μετά χαράς μάλιστα, τ' ανέχεσαι όλα αυτά
μόλις σκεφτείς το μοναδικό θέαμα
που θ' αντικρίσεις".
Επίκτητος, 1ος αιώνας μ.α.χ.χ

Οι Ολυμπιακοί ήταν οι αρχαιότεροι και σημαντικότεροι από όλους τους Ελληνικούς αγώνες και η σπουδαιότερη θρησκευτική γιορτή προς τιμήν του Ολύμπιου Δία, του πατέρα των θεών. Η φήμη του ιερού της Ολυμπίας διαδόθηκε σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο, ενώ σύντομα οι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το σύμβολο της πανελλήνιας ενότητας.

Το έτος 776 π.α.χ.χ. σηματοδοτεί την αφετηρία των Ολυμπιακών Αγώνων, στην αρχαία Ολυμπία, προς τιμήν του θεού Δία. Από τότε, οι αγώνες πραγματοποιούνταν κάθε τέσσερα πλήρη χρόνια, δηλαδή ήταν πεντετηρικοί, την πρώτη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Μάλιστα, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τις Ολυμπιάδες ως μονάδα μέτρησης του χρόνου.

Ο όρος Ολυμπιάς χρησιμοποιούταν τόσο για τους ίδιους τους αγώνες όσο και για το χρονικό διάστημα από τη λήξη των αγώνων έως την αρχή των επόμενων. Αρχικά, κρατούσαν μία ημέρα αλλά κατέληξαν στις πέντε, καθώς αυξάνονταν τα αθλήματα. Πρώτος Ολυμπιονίκης στέφθηκε ο Κόροιβος ο Ηλείος, ο οποίος νίκησε στο μοναδικό - αρχικά - αγώνισμα του σταδίου στα 192 μέτρα.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνδέονταν έντονα με τη θρησκευτική λατρεία των Αρχαίων Ελλήνων και για το λόγο αυτό ήταν η πιο σημαντική διοργάνωση. Ο Πίνδαρος, στην πρώτη Ολυμπιακή ωδή του, τραγουδά: «Όπως το νερό είναι το πολυτιμότερο από τα στοιχεία και όπως ο χρυσός προβάλλει σαν το πιο ακριβό ανάμεσα σε όλα τα αγαθά και όπως, τέλος, ο ήλιος φωτοβολεί περισσότερο από κάθε άλλο άστρο, έτσι και η Ολυμπία λάμπει σκιάζοντας κάθε άλλον αγώνα».

Με το πέρασμα του χρόνου η θέση και η σημασία της Ολυμπίας διευρύνθηκαν. Από απλός χώρος λατρείας εξελίχθηκε σε ένα ιερό γεμάτο περίτεχνους ναούς -ο μεγαλύτερος από τους οποίους ήταν του Δία- κοσμικά κτήρια και αγάλματα. Νέα αγωνίσματα προστέθηκαν στους Αγώνες και καινούργιες εγκαταστάσεις χτίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τους αθλητές που συμμετείχαν σε αυτούς.

Τα Ολύμπια τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια κατά τη διάρκεια των πιο ζεστών ημερών του καλοκαιριού. Στις περίπου πέντε ημέρες που διαρκούσαν, αφιερώνονταν στους βωμούς των θεών θυσίες, με πιο μεγαλειώδη εκείνη των εκατό βοδιών στο βωμό του Δία. Αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν στο Στάδιο και τον Ιππόδρομο, μπροστά σε χιλιάδες θεατές από όλες τις πόλεις του γνωστού ελληνικού κόσμου. Οι νικητές βραβεύονταν με ένα στεφάνι αγριελιάς, τον κότινο, και απολάμβαναν ιδιαίτερες τιμές από την πατρίδα τους.

Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων διεξάγονταν διάφορα αγωνίσματα, όπως το στάδιο, η πάλη, η πυγμαχία, το παγκράτιο, τα ιππικά αγωνίσματα και το πένταθλο (άλμα, δρόμος, ακόντιο, δίσκος, πάλη). Όσοι συμμετείχαν ακολουθούσαν κοινούς κανόνες και συμβάσεις, που είχαν καθιερωθεί για την καλύτερη οργάνωση των αγώνων.

Όλες οι πόλεις ήταν υποχρεωμένες να σταματήσουν τις εχθροπραξίες κατά τη διάρκειά τους και επιτρεπόταν η συμμετοχή μόνο στους Έλληνες πολίτες. Επίσης, υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες που ρύθμιζαν τόσο τη διαδικασία της προγύμνασης όσο και της διεξαγωγής των αγώνων.

Ολυμπιακοί Αγώνες και Ιδεολογία του Αθλητισμού στην Αρχαία Ελλάδα

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες υπήρξαν θεσπέσιο λατρευτικό-αθλητικό θέσμιο των αρχαίων Ελλήνων, με σύνδρομο ποιοτικό-ηθικό βίωμα, πριν ήδη από την μάχη του Μαραθώνος και τη μάχη των Πλαταιών.

Χαρακτήριζε τους ΄Έλληνες, ήδη στον όγδοο π.α.χ.χ. αιώνα, η εύτολμη και δημιουργική δράση και η συναίσθηση χρέους προς τον άθλο και την άμιλλα, ιδιαίτερα τους πρωτοπόρους μεταξύ τους όπως και η έξοχη μυθολογία τους υπαγόρευε, καίριο στοιχείο του πολιτισμού τους, έργο θαυμαστής ποιητικής φαντασίας, εμψυχωτικής του εξωανθρώπινου κόσμου, εξυψωτικής του ανθρωπίνου βίου. Τα έπη του Ομήρου, διάσπαρτα έστω ακόμη, λάξευαν τη συνείδηση των Ελλήνων προς ηρωικό ήθος. Από τους στίχους της Ιλιάδας ηχούσε το βαρύηχο παράγγελμα «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων».

Ο ηθικά ωραιότερος ήρωας του Ομήρου, δεν καταδεχόταν να ζει ως «άχθος αρούρης», δηλαδή να επιζεί απλώς χωρίς να μεγαλουργεί. Από τους στίχους της Οδύσσειας αντηχούσε η ρητή έξαρση της αξίας του αθλητισμού και η αξιολογική αντιδιαστολή του προς την ενασχόληση αποκλειστικά σε κερδοφόρα εμποροναυτική δράση _ από τον Αλκίνοο (θ 103) και τον Λαοδάμα (θ 147-148) και από τον Ευρύαλο (θ 159-164).

Στην ηθικο-ποιητική αυτή ατμόσφαιρα και ως οιονεί συμπλήρωμα θρησκευτικής λατρείας θεσπίστηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα όπως και οι άλλοι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες, «Ίσθμια», «Νέμεα», «Πύθια». Μάλιστα, ο ιερός χώρος της Ολυμπίας υπήρξε χώρος όχι μόνο αθλητικών αγώνων, αλλά και μαντείου επίσης. Η λειτουργία μαντείου όμως ατόνησε με το πέρασμα του χρόνου και πολύ ενωρίς αναδείχτηκε η Ολυμπία ως χώρος της κορυφαίας αθλητικής πανηγύρεως των Ελλήνων.

Η θέσπιση των Ολυμπιακών αγώνων είναι αδύνατον να ενταχθεί με ακρίβεια σε ορισμένη στιγμή του ιστορικού χρόνου, καθώς είναι βυθισμένη στην αχλύ των θρύλων, με θεούς και ημιθέους φερόμενους ως ιδρυτές και πρώτους Ολυμπιονίκες. Αντανακλούν άλλωστε οι θρύλοι αυτοί και τις πολιτικές περιπέτειες της περιοχής της Ολυμπίας, καθώς η κυριαρχία της εναλλασσόταν μεταξύ των Ηλείων και των Πισατών προπάντων, και μόνο από το 570 π.α.χ.χ. εμπεδώθηκε οριστικά η υπαγωγή της Ολυμπίας στην εξουσία των Ηλείων.

Το πιθανότερο λοιπόν είναι, ότι θεσπίστηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες από τους Ηρακλείδες, ύστερα από την «κάθοδο» τους και την επέκταση της παρουσίας των αιτωλοδωρικών φύλων έως την Πισάτιδα. Επικράτησε τότε και η λατρεία του Διός στην Ολυμπία. Και πλάστηκε τότε, φαίνεται, και ο θρύλος, ότι ίδρυσε του Ολυμπιακούς αγώνες ο Ηρακλής, ο Ιδαίος, με τους συνοδούς του από την Κρήτη Κουρήτες. Ως ιδρυτής, εξ άλλου, των Ολυμπιακών αγώνων στην ιστορική πραγματικότητα φέρεται ο βασιλεύς των επήλυδων αυτών αιτωλο-δωρικών φύλων Όξυλος.

Καίρια όμως φαίνεται υπήρξε η ανακαίνισή τους από τον απόγονό του Ίφιτο, καθώς με αυτήν συνδέεται και η θέσπιση της σύνδρομης των αγώνων πανελλήνιας εκεχειρίας, επιτελεσμένη, με την επέμβαση και του Ιερού των Δελφών, από τον Ίφιτον αυτόν και τον βασιλέα της Σπάρτης Λυκούργο και τον βασιλέα της Πίσας Κλεοσθένη.

Χρονική αφετηρία, κάπως στερεή, για την παρακολούθηση της ιστορίας των Ολυμπιακών αγώνων παρέχει το έτος 776 π.α.χ.χ., δεκτό συμβατικά ως χρονολογία των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων, εναρκτήρια και της πρώτης Ολυμπιάδας. Μοναδικό αγώνισμα τότε ήταν ο δρόμος ενός σταδίου, 129,27 μέτρων, και ολυμπιονίκης υπήρξε ο Ηλείος Κόροιβος, ενώ η διάρκεια των αγώνων ήταν μια ημέρα μόνο.

Από τους δέκατους τέταρτους Ολυμπιακούς αγώνες, το 724 π.α.χ.χ., άρχισε η τέλεση και άλλων αγωνισμάτων, ώστε να γίνουν στους κλασσικούς χρόνους δέκα οκτώ, και η διεξαγωγή τους να διαρκεί πέντε ημέρες, από την 77η Ολυμπιάδα, το 472 π.α.χ.χ και ύστερα . Διαδοχικά είχαν ενταχθεί ο δίαυλος, δηλαδή ο δρόμος δύο σταδίων, το 724 π.α.χ.χ., ύστερα η πάλη και το πένταθλο το 708 π.α.χ.χ., ύστερα η πυγμαχία το 688 π.α.χ.χ., και ύστερα άλλα ακόμη.

Διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί αγώνες ανά τετραετία και σε θερινή εποχή πάντοτε, συγκεκριμένα το πενθήμερο από επόμενη του θερινού ηλιοστασίου πανσέληνο. Από την έβδομη Ολυμπιάδα έπαθλο των νικητών καθιερώθηκε, μετά χρησμό του Δελφικού Μαντείου, ο κότινος, δηλαδή στεφάνι από κλαδί της ιερής αγριελιάς, της βλαστημένης έξω από τον οπισθόδομο του ναού του Διος, της «καλλιστεφάνου ελαίας». Τα κλαδιά της έκοβε «παις αμφιθαλής».

Η σύνδρομη των Ολυμπιακών αγώνων «εκεχειρία», διάρκειας αρχικά ενός μηνός, ύστερα δύο και τελικά τριών μηνών, άρχιζε με την αναγγελία των αγώνων και συνεχιζόταν και ύστερα από τη λήξη τους, ώστε να γίνεται ακίνδυνα η προσέλευση των αθλητών και των συγγενών τους και των θεατών και η επιστροφή στις πατρίδες τους.

Η αναγγελία των αγώνων γινόταν από τους «σπονδοφόρους», δηλαδή πολίτες Ηλείους, στεφανωμένους με κλαδιά ελιάς, περιερχόμενους τις πόλεις με ραβδί κήρυκα στο χέρι. Στη διάρκεια της «εκεχειρίας» απαγορεύονταν οι μεταξύ Ελλήνων εχθροπραξίες, η διακίνηση οπλοφόρων στην Ηλεία και η εκτέλεση θανατικής ποινής, και αντίστροφα επιτρεπόταν η διέλευση των αθλητών και των άλλων προς και από την Ολυμπία διαμέσου του εδάφους και πόλεων εμπόλεμων προς την πατρίδα τους.

Και ξεκινούσαν τότε από τις διάφορες περιοχές παρουσίας των Ελλήνων, έως και από την Κάτω Ιταλία και Σικελία και τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου και τη Βόρειο Αφρική, αθλητές και συνοδοί τους και θεατές, για να μετάσχουν ή να παρευρεθούν στους Ολυμπιακούς αγώνες και να ζήσουν ολίγες ημέρες, στη μεγαλειώδη αυτή πανήγυρη των Ελλήνων, ενωμένων σε ηθική έξαρση και σε ατμόσφαιρα εορταστική, με υπερνίκηση των μεταξύ τους συγκρούσεων.

Και προσέρχονταν, εκτός από το πλήθος των ανεπισήμων θεατών, και αντιπρόσωποι επίσημοι των πόλεων, οι «θεωροί», αλλά και πανελλήνιες προσωπικότητες διάσημες, ρήτορες, ποιητές και μουσικοί. Η επιτόπια διαμονή, σε ώρα μάλιστα καύσωνα, ενείχε πολλή δυσκολία. Το προς και από την Ολυμπία ταξίδι επίσης ήταν επίπονο ή και πολυήμεο, καθώς γινόταν με ίππους είτε ιπποκίνητες άμαξες ή και πεζή. Φαντάζεσθε, τι ζήλος και τι πίστη εμψύχωνε όσους μετείχαν στον πανελλήνιο αυτό συναγερμό.

Οι αθλητές, Έλληνες μόνο και με παρελθόν άψογο ηθικά, όφειλαν να φθάσουν ένα μήνα πριν από την έναρξη των αγώνων και να προπονηθούν και να δοκιμασθούν επί τόπου στη διάρκεια του μηνός, αλλά και να έχουν υποβληθεί σε προπόνηση προηγουμένως επί δέκα μήνες τουλάχιστον.

Την φροντίδα για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων είχαν οι «Ελλανοδίκες». Το αξίωμά τους αρχικά ήταν ισόβιο, και μάλιστα κληρονομικό, ενωρίς όμως είχε γίνει αιρετό και με κλήρο, ενώ η θητεία τους περιορίσθηκε για μια Ολυμπιάδα. Ο τίτλος τους υποδηλώνει την αποστολή τους και το εθνικό εύρος των αγώνων. Σαν να εκτεινόταν η δικαιοδοσία τους επί τους πανέλληνες. Και σαν να ήταν για ολίγες ημέρες η Ολυμπία οιονεί πρωτεύουσα της Ελλάδος.

Εξ άλλου, ο ιερός χώρος της Ολυμπίας είχε ίσως και ορισμένα μυθικής πηγής δικαιώματα προβαδίσματος προς τις άλλες περιοχές της Πελοποννήσου τουλάχιστον. Ας μη λησμονούμε, ότι με τον χώρος της Ολυμπίας συνδεόταν η δράση του θρυλικού Πέλοπος και ότι η ονομασία ολόκληρης της νοτίως του Ισθμού χερσονήσου υποσήμαινε περιέλευσή της κάπως υπό την κυριαρχία του: Πέλοπος νήσος, Πελοπόννησος.

Οι Ελλανοδίκες, τελικά δέκα, εκλέγονταν μεταξύ των Ηλείων πολιτών, και υποβάλλονταν σε δεκάμηνη εκπαίδευση, ώστε να εκμάθουν τους κανονισμούς των αγώνων και γενικά ν’ αποκτήσουν τα προσόντα για την ορθή και αυστηρή προπόνηση ων αθλητών, για την άψογη διεύθυνση των αγωνισμάτων και ανάδειξη των νικητών, ή και για τη μη άμετρη επιβολή ποινών. Είχαν βοηθούς τον αλυτάρχη και τους αλύτες, αλλά και μαστιγοφόρους και ραβδούχους. Υπό την εποπτεία τους υπηρετούσε και άλλο πολλαπλό προσωπικό για την προετοιμασία και στη διάρκεια των αγώνων.

Η επιτυχία των Ολυμπιακών αγώνων ήταν κύριο μέλημα των υπεύθυνων για τη διακυβέρνηση της Ήλιδας. Η μεγαλοπρεπέστατη σ’ αυτούς εκπροσώπηση των πόλεων, και προπάντων η νίκη των αθλητών κάθε μιας, ήταν μέλημα έντονο των αρχόντων και του λαού της. Η Σπάρτη, από 720π.α.χ.χ. έως 586 π.α.χ.χ είχε επιτύχει, ώστε από τους 81 γνωστούς ολυμπιονίκες οι 46 να είναι Σπαρτιάτες.

Άρχιζαν οι Ολυμπιακοί αγώνες με ιεροτελεστία και με την ορκωμοσία των αθλητών εμπρός στο άγαλμα του Ορκίου Διός. Ορκίζονταν οι αθλητές ότι θα αγωνισθούν τίμια. Ορκίζονταν επίσης και οι γυμναστές, καθώς και οι πατέρες είτε οι πρεσβύτεροι αδελφοί των αθλητών, ότι είχαν αυτοί προπονηθεί επί δέκα μήνες. Αλλά και οι Ελλανοδίκες ορκίζονταν, ότι θα είναι αμερόληπτοι, όπως και ότι δεν θα αποκαλύψουν τους λόγους των αποφάσεών τους. Ακολουθούσε η διεξαγωγή των αγωνισμάτων, ενώ την τρίτη ημέρα γινόταν, ως πράξη λατρείας του Διός, θυσία εκατό βοδιών.


Χάλκινη ενεπίγραφη πλάκα από το κτήριο της Λέσχης των Αθλητών του ιερού του Διός.Αναγράφονται μέλη της Λέσχης από τον 

1οι π.α.χ.χ και . 4 αι μ.α.χ.χ  

Τελευταίο το όνομα του Αθηναίου Ζωπύρου Ολυμπιονίκη της Λέσχης στο Παγκράτιον παίδων κατά την 291η Ολυμπιάδα το 385 μ.α.χ.χ  . 

Οι επιδόσεις των αθλητών ήταν συχνά εξαίρετες. Ότι όμως ενδιέφερε, ήταν προπάντων η άμιλλα και η Νίκη, όχι και οι επιδόσεις καθ’ εαυτές, όπως και όσο ενδιαφέρουν στην εποχή μας. Άλλωστε δεν υπήρχαν και χρονόμετρα, ώστε να είχαν μετρηθεί με ακρίβεια οι επιδόσεις των δρομέων. Έχουν όμως περισωθεί περιγραφές είτε αφηγήσεις για επιβλητικές επιτεύξεις αθλητών, ενδεικτικές του θαυμασμού των θεατών γι’ αυτές, και άρα της μεγαλοσύνης των επιδόσεών τους.

Προπάντων εξ άλλου, έως και τους κλασσικούς χρόνους τουλάχιστον, γνήσια και βαθιά ήταν η βίωση των Ολυμπιονικών, ότι μιμούνταν κάπως τους άθλους θεών και ημίθεων, των πρώτων εκείνων ολυμπιονικών του θρύλου, ευφρόσυνα και δοξαστικά για τη γενιά τους. Μαρτυρούν και οι Ολυμπιακοί ύμνοι του Πινδάρου, αριστουργήματα ποιητικά, εξυμνητικά όχι μόνο του Ολυμπιονίκη, αλλά και της γενιάς του και της πατρίδας του, σε τόνο μεταρσιωτικό προς τον κόσμο του μύθου.

Μέγιστο υπήρξε για τους Έλληνες το κύρος των Ολυμπιακών αγώνων και σχεδόν ιστορικά υπερβατό. Τι άλλο σημαίνει, ότι και σε περίοδο πολέμου, του φοβερού αυτού σπασμού της Ιστορίας, ίσχυε η προκήρυξη και μόνη των Ολυμπιακών Αγώνων για να παύσουν οι πολεμικές μεταξύ Ελλήνων επιχειρήσεις;

Τι άλλο σημαίνει, ότι από το 400 π.Χ. περίπου, ο ιστορικός χρόνος άρχισε να μετριέται και η χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων να επιτελείται με βάση τις διαδοχικές Ολυμπιάδες, ονομασμένες η κάθε μια και με το ένδοξο ήδη όνομα του πρόσφατου ολυμπιονίκη στο αγώνισμα του ενός σταδίου; Είναι δυο ηθικοί τίτλοι εξαίσιοι των Ολυμπιακών αγώνων, ότι με την προκήρυξή τους έπαυαν οι μεταξύ Ελλήνων εχθροπραξίες και ότι με αναφορά σ’αυτούς προσδιοριζόταν η χρονολογία των Ελλήνων.

Από τους δύο αυτούς ηθικούς τίτλους φαίνεται ήδη, πόσο ήταν σπουδαίο στοιχείο του Ελληνικού πολιτισμού οι Ολυμπιακοί αγώνες, ως κορυφαία πανηγυρική αναγνώριση της συμβολής του αθλητισμού στην ευόδωση της Ελληνικής παιδείας ή και της επιβολής του αγωνιστικού ήθους στη διάπλαση της Ελληνικής βιοτροπίας-έστω και αν η πανηγυρική αυτή αναγνώριση ενείχε και στοιχεία θρησκευτικά.

Εκφραστικώτατη για την καταξίωση του αθλητισμού στη συνείδηση του λαού των Ελλήνων της κλασικής εποχής είναι η περίφημη πρόσρηση προς τον Διαγόρα, Ολυμπιονίκη από τη Ρόδο και πατέρα Ολυμπιονικών, «Κάτθανε, Διαγόρα, ουκ ες Όλυμπον αναβήσει», ότι υποσημαίνει εξάντληση των ορίων της προσιτής για τον άνθρωπο ευδαιμονίας, από το γεγονός των νικών πατέρα και υιών στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Εξ άλλου, ο Πίνδαρος στον ύμνο του για τον Διαγόρα δεν παραλείπει να εξάρει και το σεμνό ήθος του Ρόδιου αυτού ευπατρίδη ως χάρισμά του, έκγονο και της ανατροφής του με την ορθοφροσύνη ενάρετων πατέρων, προφυλακτικής του από τον κίνδυνο της αλαζονείας: «ύβριος εχθράν οδόν ευθυπορεί, σάφα δαής ά τε οι πατέρων ορθαί φρένες εξ αγαθών έχρεον» (Ολυμπιονίκος Ζ΄ 165-168).

Δηλωτικό της ευρύτατης επιβολής του αγωνιστικού ήθους στον βίο των Ελλήνων είναι ότι ακόμη και οι παραστάσεις τραγωδιών, των πνευματικών αυτών μεγαλουργημάτων, ήταν συνυφασμένες με «αγώνα» μεταξύ των ποιητών, ενώ είχαν εξ άλλου και χαρακτήρα «διδασκαλίας». Μάλιστα, πολύ πριν από τον Φρύνιχο και τον Αισχύλο, τους πρώτους μεγάλους ποιητές δράματος, ο ποιητής Ησίοδος φέρεται να έχει νικήσει με ποίημά του και να έχει βραβευθεί στους αγώνες για τον νεκρό βασιλέα της Χαλκίδας Αμφιδάμαντα.

Νομίσματα με αφιέρωση στα Πύθια όπου διακρίνονται μήλα σε τράπεζα  και ήταν το έπαθλο των αγώνων αυτών 

Και τα περίφημα όμως «Πύθια» στην αρχική περίοδό τους ήταν μουσικοί «αγώνες» και μόνο από το 582 π.α.χ.χ. έγιναν και αθλητικοί, όταν αναδιοργανώθηκαν με την επέμβαση του Σικυώνιου άρχοντα Κλεισθένους, πάππου εκ μητρός του μεγάλου πολιτικού των Αθηνών Κλεισθένους.

Είχαν επίγνωση, άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες της αξίας του αγωνιστικού ήθους, με συνέπεια και να λάβει πλαστική μορφή η αφηρημένη έννοια του Αγώνος, δηλαδή να στηθεί άγαλμα του Αγώνος στην Ολυμπία τα πρώτα χρόνια του πέμπτου π.α.χ.χ. αιώνος.

Η ανά τετραετία συνάθροιση πλήθους Ελλήνων στην Ολυμπία και από τις πιο μακρινές Ελληνικές πόλεις για να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς αγώνες έμοιαζε κάποτε και να λειτουργεί ως οιονεί Εθνική Συνέλευση των Πανελλήνων, με παρουσία ή και με απεύθυνση προς αυτή διάσημων ανδρών του πνεύματος και της πολιτικής. Το 476 π.α.χ.χ. παρευρέθηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες, και συγκέντρωσε την προσοχή και τις επευφημίες του πλήθους υπέρ οιονδήποτε πρωταθλητή, ο πιο ένδοξος τότε πολιτικός της Ελλάδος, ο Αθηναίος Θεμιστοκλής, ο πρωτουργός της νίκης των Ελλήνων στης ναυμαχία της Σαλαμίνας πριν τέσσερα χρόνια.


Στην Ολυμπιάδα του 416 π.α.χ.χ. είχε παραστεί με λάμψη πολλή ως «Αχιθέωρος» των Αθηναίων ο ανερχόμενος τότε πολιτικός Αλκιβιάδης. Στην Ολυμπιάδα του 408 
π.α.χ.χ. ή του 392 π.α.χ.χ., εκφώνησε λόγο έξοχο, έκκληση για την ένωση των Ελλήνων, ο μέγας σοφιστής και ρήτωρ Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας. Στην Ολυμπιάδα του 388 π.α.χ.χ  εκφώνησε λόγο σφοδρό με άμετρο πολιτικό πάθος ο ρήτωρ Λυσίας. Με προορισμό να εκφωνηθεί στην επικείμενη Ολυμπιάδα έγραψε ο Ισοκράτης, ο Αθηναίος μέγας διδάσκαλος της ρητορικής, τον περίφημο «Πανηγυρικόν», θερμή παραίνεση των Ελλήνων προς ομόνοια.

Χρειάζεται όμως ίσως και να μη αγνοήσουμε, ότι και στην ίδια την Ελλάδα των χρόνων της ακμής της υπήρξαν και αντιδράσεις προς την απόδοση μεγάλων, θεωρημένων ως υπέρμετρων, τιμών στους νικητές αθλητικών αγώνων ή και προς τη μονομέρεια της ασχολίας επαγγελματικά με τον αθλητισμό. Η κριτική αυτή συντρέχει με κάποια ρήξη γενικότερα του κύρους του παραδοσιακού πολιτισμού των Ελλήνων, αλλά και με φαινόμενα εκφυλισμού του γνήσιου και αγνού αθλητισμού.

Ο Ξενοφάνης, κριτικός φιλόσοφος, πρόσφυγας στη Σικελία και την Ιταλία, επικριτής και των θεολογικών μύθων των εθνικών ποιητών, πικραμένος και από τη μη αναγνώριση κοινωνικά της σοφίας του, ή και από τις οικονομικές του δυσχέρειες, επικρίνει έντονα την υπερτίμηση της αξίας των αθλητικών νικών. Ο Ευριπίδης, ο κριτικότατος επίσης μέγας τραγικός ποιητής, πικραμένος και αυτός από τη μη επάξια τίμηση του έργου του, αλλά και απογοητευμένος από την εμφάνιση αθλητικού επαγγελματισμού και τον τρόπο ζωής των επαγγελματιών αθλητών, έφθασε να δώσει έκφραση και στην άμετρη γνώμη: «κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα, ουδέν κάκιον εστί αθλητών γένος».

Ο Πλάτων, αντίθετα, Νεμεονίκης ο ίδιος, εξαίρει την παιδευτική αξία του αθλητισμού, ως απαραιτήτου μάλιστα και για την ηθική διάπλαση του ανθρώπου προς καρτερία και θεληματικότητα, εκφράζει όμως την αποδοκιμασία του και αυτός για τη μονομέρεια της παιδείας αποκλειστικά με τον αθλητισμό.

Οι επικρίσεις αυτές και οι επιφυλάξεις με αντικείμενο τον αθλητισμό, σύνδρομες ευρύτερης κριτικής στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού των Ελλήνων, δεν ίσχυσαν να εξαφανίσουν το κύρος και το γόητρο των Ολυμπιακών Αγώνων. Παρά τις αλλοιώσεις του Ελληνικού πολιτισμού στην Ελληνιστική εποχή και στα πρώτα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων συνεχίζει τη λειτουργία του, έστω και αν υπέχει κάποιες τροποποιήσεις, έκγονες του ήθους και του ύφους των καιρών.

Αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στους άλλοτε καθαρά Ελληνικούς Ολυμπιακούς αγώνες και οι Ρωμαίοι, μάλιστα και αυτοκράτορες της Ρώμης, όπως ο Τιβέριος και ο Νέρων, αφού πριν ο Ρωμαίος ηγέτης Σύλλας είχε λεηλατήσει το ιερό της Ολυμπίας και είχε αποπειραθεί να μεταφέρει τους Ολυμπιακούς αγώνες στη Ρώμη. Από τις αρχές του τρίτου μ.Χ. αιώνα, με την επέκταση της ιδιότητας Ρωμαίου πολίτη σε πλήθος λαών της Αυτοκρατορίας, διευρύνθηκε η συμμετοχή μη Ελλήνων στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Κάτι καταλυτικό της αρχαίας φυσιογνωμίας τους, αλλά και προμηνυτικό του κατακτημένου στην εποχή μας οικουμενικού χαρακτήρα τους. Έως ότου, με Διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, απαγορευτικό γενικά των ειδωλολατρικών ιερών, το 393 μ.α.χ.χ., επέρχεται και η επίσημη κατάργηση του θεσμού των Ολυμπιακών αγώνων, μετά υπερχιλιετή λειτουργία του.

Υπήρξε κάπως συμβολική για την αλλαγή των καιρών, με τον εμβαπτισμό των παραμεσογειακών λαών στο νάμα της χριστιανικής πνευματικότητας, η επίσημη αυτή κατάλυση των Ολυμπιακών αγώνων, ύστερα από ιστορικά βαρυσήμαντη λειτουργία τους επί 1168 χρόνια. Οι 293 ολυμπιάδες, από το 776 π.α.χ.χ., έως το 393 μ.α.χ.χ, είχαν αποθέσει τη σφραγίδα τους ανεξίτηλη στην Ιστορία.

Ο Πλάτων, μέγιστος φιλόσοφος και της παιδείας προβαίνει, με ικανά εφόδια και από την εμπειρία, την αποκτημένη στην αθλητική περίοδο του βίου του, σε καίρια και πολύ εμπεριστατωμένη έκθεση της ουσίας και αποτίμηση της αξίας του αθλητισμού. Στο κύριο έργο του Πολιτεία γράφει: «Μετά δη μουσικήν γυμναστική θρεπτέοι οι νεανίαι» (403 c), δηλαδή πρέπει να ανατρέφονται οι νέοι όχι μόνο με καλλιέργεια πνευματική, αλλά και με άσκηση αθλητική. Προσθέτει μάλιστα:«Δει μεν δη ταύτη ακριβώς τρέφεσθαι εκ παίδων δια βίου», δηλαδή πρέπει να αρχίζει η αθλητική άσκηση του ανθρώπου στην παιδική ηλικία του και να συνεχίζεται σε όλη τη ζωή του».

Δεν περιορίζεται ο Πλάτων να επικυρώσει με τον λόγο της φιλοσοφίας την αξία της «γυμναστικής» στη ζωή του ανθρώπου, κάτι σύμφωνο με την πρακτική ήδη των Ελλήνων πριν από αιώνες, αλλά και διερμηνεύει την έκταση της συμβολής της για την ευεξία του ανθρώπου. Προς το σκοπό αυτό υποβάλλει σε κριτική τη γνώριμη στην εποχή του, αλλά και στην εποχή μας, σχηματική αντιπαράθεση της «γυμναστικής» προς τη «μουσική», όπως αντίστοιχα του σώματος προς την ψυχή, ωσάν δηλαδή η «γυμναστική» να επιδρά μόνο στο σώμα, ενώ η «μουσική» επιδρά στην ψυχή.

Χαρακτηρίζει επιπόλαιη τη σχηματική αυτή αντιπαράθεση και τονίζει ότι και η «γυμναστική», όχι μόνο η «μουσική», λειτουργεί ψυχοπλαστικά_ δηλαδή, ότι ο αθλητισμός, εκτός από την έκδηλη και πανθομολογουμένη ευεργετική επενέργεια στη σωματική διάπλαση και στην υγεία του ανθρώπου, έχει επίσης πολύτιμη επενέργεια στην ψυχική του διάπλαση, και ειδικότερα στο θυμικό στοιχέιο του, καθώς τον προικίζει με καρτερία και θεληματικότητα, και με ικανότητα να υπομένει ανθεκτικά τις αντιξοότητες και να επιμένει δυναμικά στην προσπάθεια, εφόδιο χρησιμότατο για την επιτυχία στον αγώνα της ζωής.

Ύστερα όμως από την έξαρση της θετικής αξίας του αθλητισμού και για την ψυχική διάπλαση του ανθρώπου, σπεύδει ο Πλάτων να επισημάνει και τον κίνδυνο για τον χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μονομέρεια της αγωγής του με τη γυμναστική τυχόν μόνο, εξ’ ίσου βλαπτική προς τη μονομέρεια της αγωγής του με τη «μουσική» μόνο τυχόν.

Εξηγεί ότι «οι μεν γυμναστική ακράτω χρησάμενοι αγριότεροι του δέοντος αποβαίνουσιν, οι δε μουσική μαλακώτεροι αυ γίγνονται η ως κάλλιον αυτοίς» (410 d), δηλαδή όποιος έχει επιδοθεί αποκλειστικά στον αθλητισμό, χωρίς καθόλου καλλιέργεια του πνεύματος, κινδυνεύει να γίνει άνθρωπος «αγροίκος», ώστε ακαλαίσθητος, σκληροτράχηλος και βίαιος, αλλά και όποιος έχει επιδοθεί αποκλειστικά στην καλλιέργεια του πνεύματος, χωρίς καθόλου αθλητική άσκηση, κινδυνεύει να γίνει άνθρωπος «δειλός».

Ώστε και υπερευαίσθητος, άβουλος και άτολμος_ καθώς ο πρώτος εκτρέφει υπέρμετρα το «άγριον» στοιχείο της ψυχής, τη βουλητική δύναμη, ο δεύτερος εκτρέφει υπέρμετρα το «ήμερον» στοιχείο της ψυχής, την πνευματική ευαισθησία. Και, αφού περιγράψει και αποδοκιμάσει τις δύο αυτές ακρότητες, προτείνει ως παιδευτικό ιδανικό την όχι άμετρη και όχι αναρμόνιστη επίδοση του ανθρώπου και στην αθλητική άσκηση και στην καλλιέργεια του πνεύματος, ώστε ν’ αποκτήσει εναρμονισμένες και τις δύο κύριες ηθικές αρετές: και την ανδρεία και τη σωφροσύνη.

Δεν αγνοούσε ο Πλάτων κάποιες κρίσεις αρνητικές για τον αθλητισμό, και ιδιαίτερα για την απονομή τιμών υπέρμετρων στους πρωταθλητές, ή και γενικά για την αξία των ειδικά χαρακτηρισμένων αθλητών. Οι κρίσεις αυτές άλλωστε ήταν εκφρασμένες από διάσημους Έλληνες, και οι πιο γνωστές από τον ποιητή-φιλόσοφο Ξενοφάνη και από τον φιλοσοφημένο ποιητή Ευριπίδη. Εξ’ άλλου και γνώριζε ο Πλάτων, από άμεση εμπειρία, κάποιες τάσεις άμετρες στη «δίαιτα», δηλαδή στον τρόπο διατροφής και ζωής των αθλητών.

Με τη συνθετική, λοιπόν εκπαιδευτική πρότασή του, εναρμονιστική της «γυμναστικής» προς την «μουσικήν», απαντάει έμμεσα και στους δύο διάσημους ποιητές και αυστηρούς κατηγόρους του αθλητισμού, και προσπαθεί όμως να διορθώσει τον άμετρο μάλλον τρόπο ζωής κάποιων αθλητών και προπάντων να εντάξει τον αθλητισμό στην ακέραιη τροχιά της «ορθής παιδείας».

Προς τον σκοπό αυτό δεν παραλείπει και τις ρητές συμβουλές προς τους αθλητές να αποφεύγουν ότι δεν ταιριάζει γι’ αυτούς και συγκεκριμένα τη «μέθην» (403 e) και την εκζητημένη διατροφή και «δίαιταν», δεκτική του χαρακτηρισμού «υπνώδης….και σφαλερά προς υγιείαν» (403e-404a), αλλά και τα υπερεύχυμα φαγητά και υπερεύγεστα γλυκίσματα και τις ερωτικές τρυφηλότητες (404 cd).

Διαλέπει ο Πλάτων κίνδυνο εκφυλισμού του αθλητισμού από ότι ονομάζει «ποικιλίαν»- σε αντίθεση προς την «απλότητα»- δηλαδή εκτός άλλων από τις επιτηδεύσεις προς θεαματικότητα, και αξιώνει πειστικά να παραμείνει ο αθλητισμός απέριττος και γνήσια υπηρετικός της ανθρωπιστικής παιδείας, «απλή που και επιεικής γυμναστική» (404 b).
Πόσο οι σοφές αυτές παραινέσεις του Πλάτωνος ηχούν επίκαιρα

Ο Αριστοτέλης, ο μέγας σοφός, μαθητής, μεγαλοφυής του Πλάτωνος, διδάσκει για την αθλητική άσκηση τα ίδια περίπου με τον απαράμιλλο διδάσκαλό του, αλλά με ιδιαίτερη φροντίδα να αποτρέψει τις βλαπτικές συνέπειες από καταχρήσεις της «γυμναστικής». Αποδοκιμάζει την πρόωρη άσκηση των παιδιών με αθλήματα βαριά, ως επιζήμια για την ομαλή σωματική τους ανάπτυξη, αλλά και για την αισθητική τους διάπλαση_ και συνιστάει να υποβάλονται σε αθλήματα ελαφρά τα παιδιά, έως ότου εισέλθουν στην εφηβική τους ηλικία.

Ως επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής, προβάλλει ότι μόλις δύο ή τρεις υπήρξαν Ολυμπιονίκες ως παιδιά και ως άνδρες, ότι δηλαδή κατά κανόνα όσοι έγιναν Ολυμπιονίκες στην παιδική τους ηλικία, δεν άνθεξαν ώστε να συνεχίσουν την πρωταθλητική τους επίδοση, αλλά με την πρόωρη υπερπροπόνησή τους και άκαιρη καταπόνηση του οργανισμού τους αχηστεύθηκαν για τα επόμενα χρόνια τους.
Και προτείνει ως ορθή παιδεία την ακόλουθη:
''Αφού έχει προηγηθεί στην παιδική ηλικία επίδοση μόνο σε αθλήματα ελαφρά, χωρίς εξαναγκαστικά επιβεβλημένη δίαιτα και δίχως υπέρμετρη καταβολή μόχθου, ήδη με την είσοδο στην εφηβεία επί τρία χρόνια να επακολουθήσει επίδοσή τους σε άλλα μαθήματα, εκθρεπτικά δηλαδή της διάνοιας και της ευαισθησίας, και μόνο ύστερα από την παρεμβολή της τρίχρονης αυτής μαθητείας σε λογισμό και ποίηση και μουσική, με ολοκληρωμένη σχεδόν πια τη σωματική ανάπτυξη, αλλά και με απαρτισμένη σε κάποιο βαθμό την πνευματική διάπλαση, να επιτελείται η ανεμπόδιστη επίδοση και σε αθλήματα βαριά, καθώς και η σύστοιχή της υποβολή σε αναγκαστική δίαιτα''. (Πολιτικά 1338b4-1339a10).

Επιδιώκει ο Αριστοτέλης να αποφεύγεται η μονομέρεια της γυμναστικής αγωγής με παραμέληση της διανοητικής όπως και της αισθητικής αγωγής, θεωρεί μη συμβιβάσιμη της ταυτόχρονη καλλιέργεια του πνεύματος και άσκηση του σώματος («εμποδίζων ο μεν του σώματος πόνος την διάνοιαν, ο δε ταύτης το σώμα», 1339α9-10), ανησυχεί για την πρόωρη δηλαδή σε ηλικία παιδική, πρωταθλητική υπερπρόπονηση, και γενικά είναι πιο συγκρατημένος στην αποτίμηση της αξίας του αθλητισμού και ιδιαίτερα επιφυλακτικός προς την καταχρηστική λειτουργία του σε κοινωνίες στρατοκρατίας, και την υποτιθέμενη συμβολή του για τη διάπλαση ανθρώπων ανδρείων.

Απιδοκιμάζει και ο Αριστοτέλης τον αθλητισμό, αλλά και διαβλέπει οξύτερα κάποιες εκτροπές του παρ’ όσον ο Πλάτων ή και ο Δημόκριτος ίσως. Αυτό εξηγείται και από το επικρατέστερο ήθος της εποχής του Αριστοτέλους. Είναι η εποχή της απαρχής του μετακλασικού Ελληνισμού. Το αγωνιστικό ήθος, το εναρμόνιο με την κοινωνία, στις κυριότερες εκδηλώσεις της εμφανίζεται μειωμένο στην Ελλάδα του Αριστοτέλους. Πολλές άλλες αξίες έχουν τότε προβληθεί στην κοινωνία, ξένες προς το αγωνιστικό ήθος. Η αλκή του σώματος και της ψυχής δεν είναι πια κύρια κοινωνική αξία.

Δεν έχει εκλείψει ακόμη ο αθλητισμός από τη ζωή των Ελλήνων, αλλά δεν έχει πια ο πρωταθλητισμός όποιο γόητρο είχε στους περασμένους αιώνες. Άλλοτε η στέψη ου ολυμπιονίκη συμβόλιζε ή και σήμαινε κάτι σαν μετάληψη αθανασίας όπως εκείνη των μυθικών πρώτων ολυμπιονικών, θεών και ηρώων. Έως τον έκτο ακόμη ή και τον πέμπτο αιώνα π.α.χ.χ. οι αθλητικοί αγώνες ήταν σύμφυτοι με την θρησκευτική λατρεία.

Στο πρώτο ήμισυ του πέμπτου π.α.χ.χ. αιώνα, θρησκεία και αθλητισμός και ποίηση και τέχνη αποτελούσαν οργανική ενότητα ζωής. Οι πόλεις γκρέμιζαν μέρος από τα τείχη τους για να εισέλθουν σ’ αυτές οι Ολυμπιονίκες σαν ημίθεοι. Ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης υμνούσαν Ολυμπιονίκες ή πυθιονίκες. Ο Μύρων ο αγαλματοποιός αποθανάτιζε την κίνηση του δισκοβόλου. Ο ομότεχνός του Πολύκλειτος θέσπιζε με το άγαλμα του δορυφόρου τον «κανόνα» του πλαστουργημένου από την άθληση ανθρώπινου σώματος.

Όταν φιλοσοφούσε ο Αριστοτέλης για τον αθλητισμό, δεν υπήρχαν πια η θρησκευτική βίωση και η ποιητική έξαρση των ανθρώπων, οι σύνδρομες των αθλητικών αγώνων. Άρα εξηγείται γιατί ο Αριστοτέλης στην πολιτειολογία του πραγματεύεται για τον αθλητισμό νηφάλια και πρακτικά, δίχως αναφορά σε θρησκευτικά στοιχεία του και χωρίς ποιητικούς εξωραϊσμούς του. Ότι όμως ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει σήμερα, είναι ότι και ο ύστατος αυτός φιλόσοφος της κλασσικής Ελλάδος καταφάσκει την έμμονη αξία του αθλητισμού στην καθαρή υπόστασή του ως θεσμού πολύτιμου για την παιδεία, κοινωνική λειτουργία καίρια για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου.

Σε τέτοια έννοια ο αθλητισμός, αποκομμένος από τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, αποτελεί σήμερα θεσμό υπερπολύτιμο για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Εξ’ άλλου, και σήμερα ο αθλητισμός, ο οικουμενικός ήδη, επιβάλλεται να εμπνέεται από την ηθική ευγένεια του αρχαίου ελληνικού αθλητισμού.

Η Γέννηση

Διάφορες μυθολογικές ιστορίες διεκδικούν τη γέννησή τους. Σύμφωνα με την πρώτη ιστορία, ο Ηρακλής καθιέρωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες προς τιμή του πατέρα του, μετά τη νίκη του πέμπτου άθλου του. Ο Ηρακλής, μάλιστα, φέρεται να έφερε την αγριελιά από τη χώρα των Υπερβορείων, την οποία φύτεψε στο Ιερό, καθορίζοντας τα όρια της ιεράς Αλτεως.

Άλλος μύθος, αποδίδει την καθιέρωση των Αγώνων στον Πέλοπα. Ο βασιλιάς Οινόμαος της Πίσας διοργάνωσε αγώνες αρματοδρομίας με σκοπό να παντρέψει την κόρη του, Ιπποδάμεια, με το νικητή. Ωστόσο, οι διαγωνιζόμενοι θα είχαν αντίπαλό τους τον ίδιο και όσοι έχαναν στον αγώνα, θα έχαναν και τη ζωή τους. Ο Πέλοπας, πρίγκιπας της μικρασιατικής Λυδίας, κατάφερε με τη βοήθεια του ηνίοχού του Μυρτίλου να ανατρέψει το άρμα του Οινόμαου και τελικά να τον σκοτώσει. Ο νικητής Πέλοπας για να γιορτάσει τη νίκη του και το γάμο του με την Ιπποδάμεια, καθιέρωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η γυναίκα του ίδρυσε γυναικείους αγώνες προς τιμήν της Ήρας, τα λεγόμενα Ηραία.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτοι που αγωνίστηκαν στην Ολυμπία ήταν οι θεοί. Ο Δίας νίκησε τον Κρόνο στην πάλη, ο Απόλλωνας τον Ερμή στο δρόμο και τον Άρη στην πυγμή.

Τέλος, ο Στράβων θεωρεί ότι τους Αγώνες οργάνωσε ο Όξυλλος, βασιλιάς των Ηρακλειδών, μετά την κάθοδό τους στην Ηλεία, το 1200 π.α.χ.χ

Ιστορικά, υποστηρίζεται ότι το 884 π.Χ. υπήρξε συμφωνία μεταξύ του Ηρακλείδου Ιφίτου, ηγεμόνος της Ήλιδος, του βασιλιά και νομοθέτη της Σπάρτης, Λυκούργο και του βασιλιά της Πίσας, Κλεισθένη. Η συμφωνία αναγνώριζε την Ήλιδα ως ιερό και απρόσβλητο χώρο και επίσης θέσπιζε την εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Από την άλλη, ο Παυσανίας αναφέρει ότι το 776 π.α.χ.χ. υπήρξε ανασύσταση και όχι έναρξη των αγώνων.

H Θέσπιση των Αγώνων

Με την πάροδο του χρόνου, ο θεσμός της Ολυμπιακής εκεχειρίας και των Ολυμπιακών αγώνων έγιναν όλο και πιο δημοφιλής σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Ενώ αρχικά στους αγώνες έπαιρναν μέρος μόνο κάτοικοι της Ήλιδας, σταδιακά διευρύνθηκε ο κανονισμός, ώστε να επιτρέπονται αθλητές από την Αρκαδία, την Λακεδαίμονα και την Μεσσηνία, ακόμα και από όλη την Πελοπόννησο και τα Μέγαρα. Ακολούθησαν οι εκτός Πελοποννήσου πόλεις των Αθηνών και της Ιωνίας.

Μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. όπου και σημειώνεται το τέλος των Ολυμπιακών αγώνων, η συρροή των αθλητών από όλα τα μέρη ήταν μεγάλη. Από τις Αποικίες στην Σικελία και την Μικρά Ασία, την Ρόδο, από την Αίγυπτο (ιδίως την Αλεξάνδρεια), την Κυρήνη και την Φοινίκη, αλλά και από την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έρχονταν αθλητές για να αγωνιστούν στην Ολυμπία. Τελευταίος Ολυμπιονίκης ήταν ο Αρμένιος Αρσακιάδης Artavazd (ή Varaztad).

Από την 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ.) αρχίζουν να παίρνουν μέρος έφηβοι. Ο έφηβος Δαμίσκος από την Μεσσηνία κερδίζει στην 103η Ολυμπιάδα (368 π.Χ.) τον αγώνα δρόμου σε ηλικία δώδεκα ετών. Η παρακολούθηση των αγώνων επιτρεπόταν σε όλους, ελεύθερους και δούλους, ακόμα και βάρβαρους. Μονάχα απαγορευόταν αυστηρά στις γυναίκες, ίσως γιατί ορισμένοι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί. Για όποια μάλιστα τολμούσε να παραβεί τη διαταγή αυτή, υπήρχε η ποινή του θανάτου.

Ωστόσο, μία γυναίκα που ανήκε σε σπουδαία αθλητική οικογένεια και λαχταρούσε να καμαρώσει νικητές μέσα στο στάδιο τους δικούς της, δε δίστασε να ντυθεί άντρας και να περάσει μέσα στους θεατές των αγώνων. Ήταν η Καλλιπάτειρα, κόρη του περίφημου Ρόδιου Ολυμπιονίκη Διαγόρα, αδελφή και μητέρα επίσης νικητών στις Ολυμπιάδες. Αυτή ακριβώς η συγγένειά της με ξεχωριστούς αθλητές έκανε ίσως τους Ελλανοδίκες να της συγχωρήσουνε την παράβαση και να της επιτρέψουνε τιμητικά να παρακολουθήσει τους αγώνες.

Επίσης σημειώνεται μεμονωμένα και τίμηση γυναικών, πράγμα που δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο, αφού η συμμετοχή ήταν καθαρά ανδρικό προνόμιο. Στα ιππικά αθλήματα της αρματοδρομίας και της ιππασίας όμως το βραβείο πήγαινε στον ιδιοκτήτη του αλόγου, που δεν ήταν αναγκαστικά ο ίδιος ο ιππέας που έπαιρνε μέρος. Έτσι έχουμε την Σπαρτιάτιδα Κυνίσκα, θυγατέρα του Αρχίδαμου και αδερφή του Αγησίλαου, που τιμήθηκε με το κλαδί ελιάς και στην οποία έκτισαν ηρώο και αφιέρωσαν ανδριάντες.

Συχνά μπορούσε κάποιος ν' ανακηρυχθεί Ολυμπιονίκης χωρίς να αγωνιστεί έγκαιρα στο στάδιο ή δίσταζε να λάβει μέρος από φόβο μη νικηθεί. Τέλος, σε περίπτωση που ο αριθμός των αγωνιστών σε κάποιο άθλημα ήτανε περιττός, απόμενε μετά την κλήρωση των ζευγαριών ένας αθλητής που λεγόταν έφεδρος. Αυτός περίμενε με ακμαίες τις σωματικές του δυνάμεις να συναγωνιστεί μ' εκείνον που ύστερα από αλλεπάλληλους αγώνες θα είχε καταβάλει τους άριστους από κάθε ζεύγος αθλητών.

Σημασία των Ολυμπιακών Αγώνων

Η εμφάνιση των πόλεων-κρατών στον Ελληνικό κόσμο συνοδεύτηκε από την εξάπλωση των οργανωμένων αθλητικών δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονταν με άλλες γιορτές τοπικού ή πανελλήνιου χαρακτήρα. Μεταξύ αυτών των αθλητικών εκδηλώσεων εξείχαν οι Ολυμπιακοί αγώνες, οι οποίοι προσέλκυαν ανθρώπους από όλες σχεδόν τις Ελληνικές πόλεις.

Οι εχθροπραξίες διακόπτονταν κατά τη διάρκεια των Ολυμπίων, γεγονός που πρόσθεσε αίγλη στους αγώνες και εδραίωσε τη φήμη τους σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Κάθε πόλη-κράτος φιλοδοξούσε να υπερηφανεύεται για τους περισσότερους Ολυμπιονίκες και αυτό είχε αποτέλεσμα την κύρωση πολλών νόμων που ενθάρρυναν τον αθλητισμό. Ο Λουκιανός, γύρω στο 170 μ.Χ., πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ότι:

Παρακινούμε τους πολίτες να γυμνάζουν το σώμα τους όχι μόνο για τους αγώνες, για να είναι σε θέση να κερδίσουν τα έπαθλα -άλλωστε πολύ λίγοι απ' αυτούς πηγαίνουν εκεί-, αλλά και για να κερδίσουν ένα μεγαλύτερο καλό απ' αυτό για ολόκληρη την πόλη και για τους εαυτούς τους. Πάνω από όλα, όμως, η Ολυμπιάδα ήταν μια θρησκευτική γιορτή και όχι απλώς μια σειρά αθλητικών εκδηλώσεων, όπως συμβαίνει σήμερα.

Η Νίκη ως το Σύμβολο του Πνεύματος και της Ενότητας

Αρχικά, η νίκη αποτελούσε ένα σοβαρό κατόρθωμα, που τιμούσε όχι μόνο τον αθλητή αλλά και την πόλη του. Λίγα χρόνια μετά την Ομηρική εποχή, τα προσωπικά κατορθώματα δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά χωρίς τη συνεισφορά και την αναγνώριση της πόλης του αθλητή. Η νίκη του αθλητή συνδέθηκε άρρηκτα με τη νίκη της πόλης, η οποία συνιστούσε έτσι το μόνο συλλογικό σώμα με δικαίωμα να αποδίδει δόξα και τιμές.

Επίσης, εκείνο που είχε μεγάλη σημασία ήταν η αναγνώριση του προσωπικού κατορθώματος και η πλατιά αναγνώριση της σωματικής και ηθικής αρετής του αθλητή. Η "καρτερία" που επιδείκνυε κατά τη μακρά περίοδο προπόνησης και προσπάθειάς του θεωρούνταν εξαιρετική αρετή. Η ικανότητά του δηλαδή να υποφέρει σιωπηρά και να δείχνει υπομονή στην προπόνηση και την εξάσκηση ήταν μια από τις πιο σημαντικές αρετές που μπορούσε να κατακτήσει και ν' αναπτύξει στα αθλητικά χρόνια της ζωής του.

"Κέρδισα στην πυγμαχία τρεις φορές με την ικανότητα και την αντοχή των χεριών μου" περηφανεύεται ένας πυγμάχος στην επιγραφή που παρήγγειλε προς τιμήν του. Ο Κικέρων σημειώνει ότι συχνά πρόθυμοι, αλλά όχι καλά εκπαιδευμένοι, πυγμάχοι μπορούσαν να υποφέρουν τα χτυπήματα περισσότερο απ' όσο τη ζέστη της Ολυμπίας. Ο κύριος στόχος, ωστόσο, όσων συναγωνίζονταν δεν ήταν ν' αναπτύξουν μια συγκεκριμένη σωματική ικανότητα εις βάρος των άλλων, αλλά να επιτύχουν μια ισορροπημένη ανάπτυξη τόσο των σωματικών όσο και των ηθικών αξιών.

Επιπλέον, η ηθική ανταμοιβή ήταν αυτό που έκανε τη νίκη να αξίζει όλες τις προσπάθειες και το σωματικό πόνο. Οι Ολυμπιονίκες μοιράζονταν το μεγαλείο και την αιώνια δόξα των πρώτων μυθικών ηρώων. Η νίκη ήταν η υψηλότερη τιμή που μπορούσε να πετύχει ένας θνητός, γιατί αποκτούσε φήμη αθάνατη, χάρη στους θεούς που τον ευνόησαν και τον βοήθησαν να κερδίσει. Η εύνοια των θεών και η πλατιά αναγνώριση που απολάμβανε ο νικητής από την πόλη του αποτελούσαν το υψηλότερο έπαθλο για το οποίο άξιζε να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια στον αγώνα, προκειμένου να κερδηθεί.

Η πρόκληση, τέλος, που αντιμετώπιζε ο Ελληνικός κόσμος ήταν να προάγει τη συνεργασία και να επιδείξει πολιτική ενότητα. Χάρη στην εκεχειρία, όλες οι Ελληνικές πόλεις μπορούσαν να στέλνουν τις επίσημες αποστολές τους, τις θεωρίες, να παρακολουθήσουν τους αγώνες. Οι πόλεις έδιναν μεγάλη σημασία στο ιερό, όπως φαίνεται από τις αποστολές που έστελναν και τους Θησαυρούς που ανέγειραν στην περιοχή.

Εκεί, επίσης, διάβαζαν τα έργα τους οι διάσημοι Έλληνες φιλόσοφοι, ποιητές και ιστορικοί ενώπιον του κοινού. Αυτές οι εθνικές συναντήσεις εξελίχθηκαν σε ονομαστές πανελλήνιες γιορτές και αποτέλεσαν το μέσο για να προαχθεί η πολιτιστική συνείδηση και να ενδυναμωθεί η Ελληνική ταυτότητα.

Αλλαγές στο Αθλητικό Πνεύμα

Η εξάπλωση του Ελληνιστικού πολιτισμού και οι καινούργιες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου προκάλεσαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο αθλητικό πνεύμα και το ιδεολογικό περιεχόμενο των αγώνων.

Ο αριθμός αθλητικών εκδηλώσεων και θεσμών αυξήθηκε στα Ελληνιστικά κέντρα. Νέοι αγώνες καθιερώθηκαν στις διάφορες πόλεις-κράτη του Ελληνιστικού κόσμου, όπως τα Πτολεμαία στην Αλεξάνδρεια, τα Νικηφόρια στην Πέργαμο, τα Ηράκλεια στη Χαλκίδα. Ο αριθμός επαγγελματιών αθλητών που προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια και την Ανατολή αυξήθηκε και γενικεύθηκε η απόδοση χρηματικών επάθλων.

Ο αθλητισμός έγινε ένα σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής και της εκπαίδευσης. Οι Έλληνες που ζούσαν στην Ανατολία και την Αίγυπτο, στην προσπάθειά τους να μη χαθεί ο πολιτισμός τους, έχτισαν αθλητικές εγκαταστάσεις και διατήρησαν τις αθλητικές παραδόσεις τους. Το γυμνάσιο δεν ήταν μόνο χώρος άσκησης για τους Έλληνες, αλλά και ένας τόπος όπου η Ελληνική γλώσσα και τα Ελληνικά έθιμα παρέμεναν ζωντανά.

Ο δεσμός ανάμεσα στη θρησκεία και το αθλητικό ιδεώδες έπαψε να υπάρχει και οι αγώνες εξελίχθηκαν σε κοσμικά γεγονότα. Η νίκη συνδέθηκε περισσότερο με τις προσωπικές προσπάθειες του αθλητή παρά με τη βοήθεια των θεών.

Στη Ρωμαϊκή περίοδο το αθλητικό ιδεώδες άλλαξε για άλλη μια φορά. Για τους Ρωμαίους οι αγώνες ήταν θεάματα, παραστάσεις (ludi) και όχι συναγωνισμός ανάμεσα σε όλους τους πολίτες. Συνήθως οι αθλητές ήταν δούλοι ή μονομάχοι. Οι Ρωμαίοι της υψηλότερης τάξης ήταν απρόθυμοι να επιδεικνύονται δημόσια, γεγονός που φανερώνει ένα αρνητικό πνεύμα απέναντι στον αθλητισμό. Η Ολυμπία έπαψε να είναι το κέντρο του αρχαίου κόσμου και οι αγώνες ως θεσμός τιμούσαν πλέον το Ρωμαίο αυτοκράτορα.

Θρησκευτικός Χαρακτήρας

H πίστη των Ελλήνων, ότι πρώτοι αγωνοθέτες, αλλά και αθλητές ήταν οι θεοί και οι ήρωες, εξηγεί για ποιο λόγο οι αγώνες διεξάγονταν μέσα στους ιερούς περιβόλους των θρησκευτικών κέντρων, της Ολυμπίας, των Δελφών κ.λπ. Oι αγώνες δεν ήταν διασκέδαση, αλλά καθήκον που οι θεοί είχαν υπαγορεύσει στον άνθρωπο για να τον ενισχύουν στην προσπάθειά του να αναπτύξει ισόρροπα λες τις ψυχοσωματικές ικανότητές του, ώστε να γίνει «καλός και αγαθός» πολίτης.

Tη βαθιά πεποίθηση στην ευεργετική επίδραση των αγώνων στη γενική ευεξία, την ειρηνική συνύπαρξη και πρόοδο των μικρών τότε κοινωνιών, μαρτυρούν οι ίδιοι οι αρχαίοι συγγραφείς. Xαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Παυσανία (V 4, 5), σχετική με την αφορμή για αναδιοργάνωση των αγώνων στην Oλυμπία:

«...Eπειδή η Eλλάδα πάθαινε τότε μεγάλες καταστροφές απ εμφύλιους πολέμους και λοιμώδη αρρώστια, ο Iφιτος, βασιλιάς της Hλιδος, σκέφτηκε να συμβουλευτεί το δελφικό θεό για τον τρόπο απαλλαγής από τις συμφορές. Kαι λένε πως η Πυθία πρόσταξε τον Iφιτο και τους Hλείους να ανανεώσουν τους Oλυμπιακούς αγώνες».

H σημασία της μαρτυρίας αυτής, καθώς και άλλων συναφών, είναι προφανής. Tο ελιξίριο που προτείνει η Πυθία, τόσο για την ειρήνευση μεταξύ των Eλλήνων, όσο και για την απαλλαγή τους από το λοιμό, δεν είναι άλλο παρά η οργάνωση, ή, πιο ορθά, η αναδιοργάνωση των αγώνων στην Oλυμπία. Eπίσης αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο δελφικός χρησμός αναγνωρίζει τον πανελλήνιο χαρακτήρα του Iερού της Oλυμπίας και της Hλιδος.

Την Ήλιδα αποκαλούσαν οι αρχαίοι γείτονα Διός, ενώ την Ολυμπία, που είχε τεθεί υπό την προστασία του θεού, θεωρούσαν ως το αρχαιότερο ιερό και τόσο σεβαστό ώστε να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να πρωτοστατεί στην αντιμετώπιση προβλημάτων ολόκληρου του Ελληνικού κόσμου. Μάλιστα η εκεχειρία, δηλ. η κατάπαυση κάθε εχθροπραξίας κατά τη διάρκεια των αγώνων, που καθιέρωσε ο Ίφιτος από κοινού με τον βασιλιά της Σπάρτης Λυκούργο, έγινε απ’ όλες τις ελληνικές πόλεις - κράτη ομόφωνα αποδεκτή.

Hδη στη Μινωική Κρήτη αγωνίσματα όπως τα Ταυροκαθάψια και το κυβίστημα, καθώς και αγώνες στίβου, όπως η πάλη, η πυγμή, ο δρόμος κ.ά. ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Tα αγωνίσματα αυτά, προορισμένα να διασκεδάζουν τους ανθρώπους στις εορταστικές συναθροίσεις τους, είχαν, τα περισσότερα, ως στόχο την επίδειξη δεξιότητας και ακροβατικής ικανότητας και βέβαια αντοχής και ρώμης.

Για τους Μυκηναίους ήρωες η νίκη στους αγώνες δεν συνεπαγόταν μόνο την ισόβια δόξα, αλλά και την μετά θάνατον υστεροφημία. Tο έπαθλο των νικητών ήταν υλικά αγαθά, ζώα, λέβητες κ.λπ.

Όταν, κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, πέρασαν τα αγωνίσματα αυτά από την Κρήτη στην κυρίως Ελλάδα, άρχισαν να διεξάγονται βάσει αυστηρών κανονισμών. Στα αγωνίσματα δρόμου, πάλης και πυγμής θα προστεθούν νέα, η οπλομαχία, η τοξοβολία, το ακόντιο και η αρματοδρομία, το κατ’ εξοχήν ευγενές αγώνισμα, προνόμιο των διογενών, Μυκηναίων βασιλιάδων.

Στη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων η πίστη στη μετά θάνατον ζωή ήταν ευρέως διαδεδομένη. Ο νεκρός ήταν ιερός, κατά τον Πλούταρχο «και γαρ όσιον τους μεθεστώτας ιερούς νομίζειν». Όπως παρατηρεί ο καθ. Ν. Μπεζαντάκος: «τις περισσότερες φορές οι αγώνες διεξάγονταν για να τιμηθεί κάποιος νεκρός».

Έχοντας, λοιπόν, υπόψιν μας ότι: «στην αρχαία ελληνική θρησκεία ήταν σημαντική η λατρεία των νεκρών, δηλαδή των προγόνων, που ένωνε τους ζωντανούς με τα μέλη της φυλής που είχαν φύγει, η σύνδεση των αγώνων με τα θρησκευτικά ήθη και έθιμα υπήρξε θεμελιακή». Στην περίπτωση των επιφανών νεκρών ήταν συνηθισμένο να διοργανώνονται αθλητικοί αγώνες στα πλαίσια της απόδοσης ιδιαίτερων τιμών.

Οι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν προς τιμή των θεών στους χώρους γύρω από τα ιερά τους και ήταν κατά βάση θρησκευτικοί. Τέτοιοι ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που διοργανώνονταν χάριν του Ολυμπίου Διός, τα Νέμεα χάριν του Δία πάλι και ήταν συνδεδεμένοι με ταφικούς αγώνες όπου οι ελλανοδίκες φορούσαν πένθιμο ένδυμα, τα Πύθια χάριν του Απόλλωνα στους Δελφούς, και τα Ίσθμια στην Κόρινθο χάριν του Ποσειδώνα.

Η ευαρέσκεια των Θεών για τους αγώνες και η παρέμβασή τους με τρόπο αόρατο, αποτέλεσε πίστη που εκφράστηκε και στα ομηρικά έπη. Οι θεοί, σύμφωνα με τον Όμηρο, όπως στις μάχες έτσι και στους αγώνες βοηθούν ή εμποδίζουν τους ήρωες. Την ίδια στην ουσία άποψη εκφράζει και ο Πίνδαρος, όταν τοποθετεί την θεϊκή εύνοια και βοήθεια πρώτες ανάμεσα στους τρεις βασικούς παράγοντες της νίκης, στους γνωστούς του επίνικους.

Η έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων ακολουθούσε ένα θρησκευτικό τυπικό, που περιλάμβανε προκαθορισμένες τελετές με θυσίες και δεήσεις στο ιερό του Δία. Η σημασία της φλόγας και η πανελλήνια εκεχειρία τελούσαν υπό το θεϊκό κύρος. Πλήθος αναθηματικών τιμητικών μνημείων και αφιερωμάτων με άμεσες θρησκευτικές αναφορές, ανδριάντες με ενεπίγραφες βάσεις από νικητές αθλητές, οικογένειες και νικήτριες πόλεις, τοποθετούνταν στους περιβόλους του ναού και στους γύρω χώρους του σταδίου.

Για να έχουμε την πραγματική εικόνα θα πρέπει να φανταστούμε πως θα ήταν, αν σήμερα διοργανώνονταν πανελλήνιοι αγώνες γύρω από κάποιο θρησκευτικό κέντρο, όπου θα συνέρεαν χιλιάδες θεατών για να προσκυνήσουν τα θεία, να συμμετάσχουν στις τελετές και να παρακολουθήσουν τους αγώνες, τοποθετώντας γύρω από την εκκλησία τα αφιερώματά τους.

Έτσι, η σταδιακή παρακμή των αγώνων, από τον 4ο π.Χ., αιώνα και μετά, πρέπει να θεωρείται συνδεδεμένη με την ταυτόχρονη θρησκευτική παρακμή, που παρατηρείται την ίδια εποχή, αφού το έλλειμμα πίστης άμβλυνε και την ηθική προσήλωση των αθλητών απέναντι στον όρκο και την ισχύ των ηθικών αξιών.

Tο Αγωνιστικό Πνεύμα

H επανακαθιέρωση των Ολυμπιακών αγώνων δεν ήταν μια απλή επανάληψη των παλαιότερων, που είχαν για κάποιο λόγο διακοπεί. Hταν μάλλον μια ανακαίνιση και συμπλήρωσή τους, τόσο ως προς το πνεύμα, όσο και ως προς το χαρακτήρα τους. Γιατί μετά τον πρώτο χρησμό που έδωσε η Πυθία στον Ίφιτο, ακολούθησε και δεύτερος χρησμός που όριζε το βραβείο της νίκης να μην είναι, όπως παλιά, μηλίτης ή χρηματίτης (ζώα ή άλλα υλικά αγαθά), αλλά στεφανίτης, δηλ. το απέριττο κλαδί της αγριελιάς.

H ευγενέστερη και ιδεαλιστική αυτή αντίληψη των αναδιοργανωμένων αγώνων τότε σηματοδοτεί και την αλλαγή των στόχων τους. H έννοια του άθλου δεν εξαντλείται πια με την πραγμάτωση του ιδανικού των Μυκηναίων ηρώων «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων». Δεν περιορίζεται δηλ. στην αριστεία που ικανοποιεί τη δίψα του Μυκηναίου ήρωα για αναγνώριση και τιμές. O άθλος πλέον αποτελεί για τον άνθρωπο μέσον ανάπτυξης των σωματικών αλλά και των ψυχικών του δυνάμεων προπάντων για χάρη της κοινότητας.

Εισηγητής του νέου αυτού ιδανικού, είναι ο Ηρακλής. Oι άθλοι του, πέραν των απλών πράξεων ανδρείας, αποτελούν προσφορά στον άνθρωπο· τον ευεργετούν και τον καθοδηγούν στο «μη θηριωδώς ζην» (Iσοκρ. Πανηγ. 6, 28).

O Ηρακλής εξοντώνει άγρια θηρία και θηριόμορφους ανθρώπους, υποτάσσοντας τις χαοτικές δυνάμεις της αδάμαστης φύσης στους νόμους και τη θέληση των θεών και της κοινωνικής ζωής. Στο τέλος των μόχθων του γίνεται δεκτός στον Όλυμπο. Αντίθετα, ο κατ’ εξοχήν ήρωας των Μυκηναϊκών χρόνων, ο Αχιλλεύς, γίνεται μετά το θάνατό του, βασιλιάς των σκιών στον Aδη.

Ομφαλός του Ελληνισμού

Εκτός από τους άριστους της αθλούμενης νιότης του Ελληνισμού και τους αναρίθμητους φιλοθεάμονες προσκυνητές έρχονταν και φιλόσοφοι, ποιητές και καλλιτέχνες, ο αιθέρας των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών. Στη θαυμαστή αυτή ευκαιρία της πανελλήνιας σύναξης είχαν την ευκαιρία οι Έλληνες να δουν τα έργα των καλλιτεχνών τους και να ακούσουν τους ποιητές και προπάντων τους σοφούς της Ελλάδος και τους παρορμούσαν σε ομόνοια και ένωση, αφυπνίζοντας και καλλιεργώντας τη συνείδηση ότι τα στοιχεία που τους συνέδεαν –ίδια γλώσσα, θρησκεία και τρόπος ζωής, ίδια ιδανικά– ήταν πολύ περισσότερα από τις διαφορές που τους χώριζαν.

Και στην Ολυμπία ήταν που χαλκεύθηκε, περισσότερο από κάθε άλλο κέντρο η συνείδηση αυτή. Aν οι Δελφοί υπήρξαν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, ομφαλός της γης, ήταν η Ολυμπία ο ομφαλός του Ελληνισμού. Εκεί χτυπούσε η καρδιά της Ελλάδος.

Kατά τον 5ον αι. π.X., εποχή της μέγιστης ακμής του ελληνικού πνεύματος σε όλους τους τομείς, φθάνουν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην πλήρη τους άνθηση. Tο ιερό της Ολυμπίας αποκτά και αυτό τότε τη λαμπρή του εικόνα. Στο μέσον της Άλτεως του κυρίως ιερού χώρου δεσπόζει ο περίφημος ναός του Διός, ο «κανόνας» της δωρικής ναοδομίας, με τις επιβλητικές και πολυσήμαντες γλυπτές διακοσμήσεις των δύο αετωμάτων του και το ονομαστό χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός στο σηκό του, έργο του Φειδίου.

Γύρω από το ναό του Διός, άλλοι ναοί και μικρά ιερά, κτίρια διάφορα και ανάμεσά τους, διάσπαρτα χιλιάδες αγάλματα, ανδριάντες και λοιπά αναθήματα, έργα αντιπροσωπευτικά όλων των φάσεων της ελληνικής τέχνης. Mε τον πολλαπλασιασμό των κτιρίων στο Ιερό , κρίθηκε αναγκαία για την εξοικονόμηση χώρου η μετατόπιση του Σταδίου, που έως τα μέσα του 5ου αι. π.X. ήταν μέσα στο Ιερό ανατολικότερα, εκτός του ιερού περιβόλου, στη θέση που βρίσκεται σήμερα. O ελεύθερος χώρος που δημιουργείται καταλαμβάνεται τότε από νέα, περίτεχνα οικοδομήματα και λαμπρά αφιερώματα.

Οικουμενικοί

H εκστρατεία του M. Αλεξάνδρου στην Ανατολή, είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του Ελληνισμού και τη μεταλαμπάδευση του Ελληνικού πνεύματος ως τα βάθη της Ασίας. O Ισοκράτης, πρώτος αυτός, διακηρύσσει τότε ότι Έλληνες δεν είναι μόνο οι εκ καταγωγής, αλλά όλοι οι μετέχοντες της Ελληνικής παιδείας.

Oταν αργότερα ενσωματώνεται η Ελλάδα στη Ρώμη, οι κατακτητές και προπάντων οι αξιωματούχοι και οι αυτοκράτορες που είχαν Ελληνική παιδεία και πίστευαν τι η καταγωγή τους ήταν κοινή με των Ελλήνων, παίρνουν συχνά μέρος στους αγώνες της Ολυμπίας. Oταν μάλιστα το 212 μ.X. ο Καρακάλλας παρέχει το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους του απέραντου Ρωμαϊκού κράτους, αποκτούν πλέον όλοι το δικαίωμα να διαγωνίζονται στην Ολυμπία. Έκτοτε στους καταλόγους των Ολυμπιονικών εμφανίζονται συχνά και Αιγύπτιοι, Iσπανοί, Σύριοι, Καππαδόκες, Αρμένιοι κ.α. Oι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν γίνει πια Οικουμενικοί.

Η Ολυμπία ανά τους Αιώνες

Η Ολυμπία βρίσκεται σε απόσταση 10 χλμ. από τη θάλασσα στην περιοχή της Ηλείας, στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, πολύ κοντά στη συμβολή των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου.

Η Πελοπόννησος θεωρούνταν το νησί του μυθικού ήρωα Πέλοπα, ο οποίος κατά την παράδοση σχετιζόταν με τη Ολυμπία. Κοντά στο σημείο συμβολής των δύο ποταμών υπήρχε ένας χαμηλός λόφος από πεύκα, ο Κρόνιος, που όφειλε το όνομά του στον πατέρα του Δία, τον Κρόνο. Ο λόφος υψωνόταν στη βόρεια πλευρά του ιερού, την ονομαζόμενη Άλτη, που σημαίνει άλσος στην Ηλειακή διάλεκτο. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι η Άλτη ήταν γεμάτη ελαιόδεντρα.

Στην Ολυμπία οι Έλληνες τιμούσαν σε βωμούς που είχαν ανεγερθεί στην Άλτη το Δία, τον Κρόνο, τη Ρέα, τη Γαία, την Ειλείθυια, τη Θέμιδα, τον Ιδαίο Ηρακλή και άλλες θεότητες. Από τον 6ο αιώνα π.Χ., ναοί, περίτεχνοι βωμοί και αγάλματα κοσμούσαν την Άλτη, που ήταν το κέντρο όλων των θρησκευτικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Η Ολυμπία εξελίχτηκε, με το πέρασμα των αιώνων, από τοπικό λατρευτικό κέντρο σε πανελλήνιο ιερό. Στη Γεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδο (10ος-6ος αι. π.Χ.) το ιερό αναμορφώθηκε, για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες των επισκεπτών. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. χτίστηκε ο πρώτος ναός, αφιερωμένος στην Ήρα. Μια σειρά Θησαυρών αφιερώθηκε στο ιερό από διάφορες ελληνικές πόλεις, ανάμεσά τους και πλούσιες αποικίες.

Στην Κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) το συγκρότημα του ιερού αναδιοργανώθηκε για να περιλάβει το μεγαλοπρεπέστερο ναό της Ολυμπίας, εκείνον του Δία, με το διασημότερο λατρευτικό άγαλμα του πατέρα των θεών, έργο του γλύπτη Φειδία. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν νεοσύστατα κοσμικά κτήρια και αθλητικές εγκαταστάσεις.

Στα Ύστερα Κλασικά χρόνια και κατά την Ελληνιστική περίοδο, η Ολυμπία διακοσμήθηκε με κτήρια που αφιέρωσαν ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και άλλοι εύποροι δωρητές. Ανεγέρθηκαν καινούργιοι εξελιγμένοι χώροι προπόνησης, όπως το Γυμνάσιο και η Παλαίστρα.

Το Φιλιππείον κομψό κυκλικό κτίριο της Άλτεως,επινίκειο
μνημείο του βασιλέως μετά την μάχη της Χαιρώνειας 338 π.Χ.

Τη Ρωμαϊκή περίοδο το ιερό απέκτησε διεθνή φήμη και απολάμβανε αυτοκρατορικά προνόμια. Δεν μπόρεσε όμως να αντισταθεί στο γενικότερο κλίμα της πολιτικής κρίσης που χαρακτήριζε τα Υστερορωμαϊκά χρόνια και έτσι η παρακμή του επιταχύνθηκε. Το 393 μ.Χ. ο Θεοδόσιος Α', αυτοκράτορας της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Η Ολυμπία κατά το 10ο-8ο αι. π.Χ.

Εκτεταμένα στρώματα καταστροφής, γεμάτα αναθήματα από το ιερό της Ολυμπίας, καταδεικνύουν την ύπαρξη μιας πρώιμης λατρευτικής παράδοσης, που ανάγεται στο 10ο αιώνα π.Χ. και εξής. Καθώς δε σώζονται κτήρια από τη συγκεκριμένη περίοδο, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αυτές οι παλαιότατες προσφορές τοποθετούνταν κατευθείαν στους βωμούς ή επιδεικνύονταν σε ανοιχτούς χώρους.

Η Ήλιδα διοργάνωσε τα πρώτα Ολύμπια τον 8ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ολυμπιακοί Αγώνες τελέστηκαν για πρώτη φορά το 776 π.Χ. και περιλάμβαναν ένα και μοναδικό αγώνισμα, το στάδιο, στο οποίο κέρδισε ο Κόροιβος ο Ήλειος, ο πρώτος γνωστός ολυμπιονίκης. Γύρω στο 700 π.Χ. το ιερό αναμορφώθηκε, το έδαφος ισοπεδώθηκε και πολλά πηγάδια ανοίχτηκαν προς τα ανατολικά. Έγιναν αλλαγές και στο βορινό άκρο του ιερού. Σταδιακά, το πρόγραμμα των Αγώνων επεκτάθηκε και περιέλαβε και αγωνίσματα παίδων.

Η Ολυμπία κατά τον 7ο-6ο αι. π.Χ.

Η εξουσία και η ισχύς της Ήλιδας είχαν εξασθενήσει τον 7ο αιώνα π.X., μετά από μια σειρά συγκρούσεων με τους γείτονές της, ιδιαίτερα με τους Πισαίους στο νότο. Οι τελευταίοι κατέλαβαν το ιερό λίγο αργότερα και από το 676 π.Χ., που απέκτησαν τον έλεγχό του, μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. οργάνωναν τους αγώνες.

Οι πρώτες ενδείξεις οικοδομικής δραστηριότητας στην Ολυμπία ανάγονται στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Τότε εμφανίζεται η λατρεία της Ήρας στην Ολυμπία και χτίζεται ο μεγάλος Δωρικός ναός αφιερωμένος σ' αυτή. Σύμφωνα με την παράδοση, ανεγέρθηκε στην Άλτη περίπου το 600 π.Χ. και δωρητές του ήταν οι Σκιλλούντιοι, σύμμαχοι των Πισαίων που είχαν τον έλεγχο του ιερού εκείνη την εποχή.

Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα δείγματα περίπτερου ναού στην Ελλάδα, με μακρόστενη κάτοψη, 6 κίονες στη στενή πλευρά και 16 στη μακριά. Στο σηκό, που διαιρούνταν σε τρία κλίτη, υπήρχαν τα λίθινα αγάλματα του Δία και της Ήρας. Ο Παυσανίας, που επισκέφτηκε την περιοχή το 2ο αιώνα π.Χ., αναφέρει ότι ένας κίονας στον οπισθόδομο του ναού ήταν κατασκευασμένος από ξύλο. Προφανώς, οι κίονες ήταν αρχικά ξύλινοι και αντικαταστάθηκαν σταδιακά με λίθινους.

Το Πελόπιο βρισκόταν νότια του Ηραίου και αποτελούσε το κενοτάφιο του μυθικού ιδρυτή των αγώνων Πέλοπα. Ο τύμβος διαμορφώθηκε γύρω στο 1100 π.Χ. και ανακαινίστηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. με την προσθήκη ενός περιβόλου, όπου οι πιστοί τιμούσαν τον ήρωα θυσιάζοντας ένα μαύρο κριάρι. Οι Θησαυροί, που χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, ήταν ναόσχημα κτήρια πάνω σε άνδηρο, κατασκευασμένα από τους αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων που συμμετείχαν στους αγώνες, με σκοπό τη φύλαξη πολύτιμων αναθημάτων.

Είχαν χτιστεί στη βόρεια πλευρά του ιερού, στους πρόποδες του Κρονίου λόφου. Η Σικυώνα ήταν η πρώτη που αφιέρωσε Θησαυρό, ενώ οι άλλες πόλεις που ακολούθησαν το παράδειγμά της -με τη σειρά των σωζόμενων κτισμάτων και με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά- ήταν: Συρακούσες, Επίδαμνος, Βυζάντιο, Σύβαρη, Κυρήνη, Σελινούντας, Μεταπόντιο, Μέγαρα και Γέλα.

Επίσης, κατασκευάστηκαν κοσμικά μνημεία και αθλητικές εγκαταστάσεις. Το Βουλευτήριο ήταν η έδρα του ανώτατου συμβουλίου, υπεύθυνου για όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με το ιερό και τους Αγώνες. Αποτελούνταν από δύο επιμήκη κτήρια με εσωτερικές κιονοστοιχίες. Εκεί κοντά ήταν ο βωμός και το άγαλμα του Ορκίου Δία, όπου ορκίζονταν οι αθλητές την πρώτη ημέρα των αγώνων.

Το Στάδιο κατασκευάστηκε περίπου το 560 π.Χ. Ήταν ένας απλός δρόμος, χωρίς επιχώσεις, στη νότια πλαγιά του Κρονίου λόφου. Η αφετηρία του, τοποθετημένη στη στενή, δυτική του πλευρά, έβλεπε το μεγάλο βωμό του Δία. Σύντομα αντικαταστάθηκε από νέο Στάδιο, που χτίστηκε περίπου το 500 π.Χ. και σχεδόν στο ίδιο σημείο με το προηγούμενο, αλλά με μια μικρή μετατόπιση προς τα ανατολικά, προκειμένου να υπάρξει χώρος για λατρεία ανατολικά του βωμού του Δία. Η ανάπλασή του μαρτυρά τον αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών στο ιερό αυτή την περίοδο.

Την ίδια εποχή εισήχθησαν στο Ολυμπιακό πρόγραμμα η αρματοδρομία και άλλα ιππικά αγωνίσματα -πιθανόν σε ανάμνηση της νίκης του Μυκηναίου ήρωα Πέλοπα επί του Οινομάου-, που αποτελούσαν παράδοση στη γειτονική Πίσα. Στα 580 π.Χ., η Ήλιδα, συμμαχώντας με τη Σπάρτη, κατέλαβε την Πίσα και απέκτησε ξανά τον έλεγχο του ιερού, τον οποίο και διατήρησε μέχρι τους τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το χρονικό διάστημα από το 580 π.Χ. έως τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελεί την πιο ειρηνική περίοδο για την περιοχή.

Η Ολυμπία κατά τον 5ο αι. π.Χ.

Μετά τους Περσικούς πολέμους, η Ολυμπία έφτασε στο απόγειο της δόξας της. Τα πολυάριθμα αναθήματα που βρέθηκαν εκεί συνηγορούν για το μεγάλο αριθμό συμμετοχών από όλες τις Ελληνικές πόλεις. Στις Ολυμπιάδες αυτού του αιώνα κυριάρχησαν αθλητές από τη Σπάρτη και τον Κρότωνα στην Κάτω Ιταλία. Η νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών ενδυνάμωσε την εθνική τους συνείδηση και σύντομα το ιερό έγινε σύμβολο της ενότητάς τους.

Στην Ολυμπία ανεγέρθηκαν νέα κοσμικά και λατρευτικά κτήρια. Ο διάσημος ναός του Δία και τα περίτεχνα αγάλματα που τοποθετήθηκαν στην Άλτη πρόσθεσαν αίγλη στο ιερό. Χτισμένος στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., ο ναός αποτέλεσε το πιο μεγαλοπρεπές μνημείο του ιερού, σύμβολο των θρησκευτικών και φυλετικών δεσμών των Ελλήνων. Ήταν αφιερωμένος στον Ολύμπιο Δία και είχε διακοσμηθεί με φορητά γλυπτά και ανάγλυφα.

Το διασημότερο λατρευτικό άγαλμα της Αρχαιότητας και ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου βρισκόταν στον κύριο χώρο του ναού. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία ήταν δημιουργία του διάσημου γλύπτη Φειδία και παρίστανε το θεό ως κύριο του κόσμου. Ο Ζευς καθόταν ένθρονος, κρατώντας ένα σκήπτρο στο αριστερό χέρι, ενώ μια Νίκη στεκόταν στο δεξιό του.

Την ίδια περίοδο χτίστηκαν νέες αθλητικές εγκαταστάσεις, όπως το Στάδιο και ο Ιππόδρομος. Πρόκειται για την τρίτη και τελευταία φάση του Σταδίου. Ο στίβος μετακινήθηκε 75 μέτρα ανατολικότερα και ήταν φτιαγμένος από πατημένο χώμα, ενώ η απόσταση από τις αφέσεις -τις λίθινες σειρές πλακών για την εκκίνηση και τον τερματισμό- ήταν 186 μ.

Ειδικές θέσεις δεν είχαν κατασκευαστεί, εκτός από εκείνες για τους επόπτες, τους επίσημους καλεσμένους και την ιέρεια της Δήμητρας Χαμύνης, τη μόνη γυναίκα που της επιτρεπόταν να παρακολουθεί τους αγώνες. Ο βωμός της θεάς βρισκόταν στο βόρειο πρανές του Σταδίου, ακριβώς απέναντι από την εξέδρα των Ελλανοδικών.

Στον Ιππόδρομο, που καταλάμβανε μια έκταση μήκους περίπου 780 μ. στα νότια του Σταδίου, διεξάγονταν τα ιππικά αγωνίσματα. Δύο στύλοι, τοποθετημένοι στα δύο άκρα του, έδειχναν αντίστοιχα την αφετηρία/τέρμα και το σημείο στροφής. Ο κυρίως στίβος χωριζόταν στα δύο από έναν πέτρινο ή ξύλινο τοίχο μήκους 390 μ., το έμβολον. Τα άρματα έπρεπε να ανέβουν από τη μια μεριά, να κάνουν στροφή και να επιστρέψουν από την άλλη, διανύοντας έτσι μια συνολική διαδρομή 1.200 μ. Ο ακριβής αριθμός των αρμάτων που συμμετείχαν σε μια αρματοδρομία στην Ολυμπία δεν είναι γνωστός, ωστόσο στα Πύθια, που διοργανώνονταν στους Δελφούς, γνωρίζουμε ότι διαγωνίζονταν δέκα.

Το Πρυτανείο βρισκόταν στα βορειοανατολικά του χώρου και χτίστηκε το 470 π.Χ. Αρχικά ήταν μικρό σε μέγεθος, αλλά με τις σταδιακές ανακαινίσεις, μετασκευές και μεταγενέστερες προσθήκες μεγάλωσε. Εκεί οργανωνόταν η τακτική προσφορά θυσιών στους βωμούς από τους πρυτάνεις, τα μέλη του ιερατείου που ήταν υπεύθυνα για τη λειτουργία του ιερού. Στο Πρυτανείο βρισκόταν κι ο βωμός της Εστίας.

Η Ολυμπία κατά τον 4ο αι. π.Χ.

Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στη ζωή και τις αξίες των Ηλείων. Η Ήλιδα έπαψε να είναι εύπορη και οι κάτοικοί της έγιναν προσωρινά σύμμαχοι διαφόρων πόλεων-κρατών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος προκάλεσε την παρακμή πολλών ηθικών αξιών που εξέφραζαν οι αγώνες.

Αυτές οι αλλαγές είναι ιδιαίτερα εμφανείς και στη χωροθέτηση του ιερού: από εδώ και στο εξής το κύριο ιερό διαχωρίζεται από το χώρο διεξαγωγής των αγώνων και το Στάδιο. Η ανέγερση της στοάς της Ηχούς σημείωσε το διαχωρισμό του θρησκευτικού κέντρου από το Στάδιο, το οποίο μεταφέρθηκε ανατολικότερα. Ονομάστηκε στοά της Ηχούς, λόγω της ακουστικής της, και Ποικίλη από τις τοιχογραφίες που την κοσμούσαν εσωτερικά.

Οι αθλητές που γίνονταν αντιληπτοί να παραβαίνουν τους κανόνες κατέβαλλαν πρόστιμο, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την ανέγερση των Ζανών. Πρόκειται για αγάλματα του Δία, τα οποία στήνονταν για να θυμίζουν την τιμωρία αυτών που δε συμμορφώνονταν στους κανόνες των αγώνων.

Στους Ύστερους Κλασικούς χρόνους ανεγέρθηκαν το Μητρώο και ορισμένες Στοές. Χτισμένο το 400 π.Χ. κοντά στους Θησαυρούς, το Μητρώο ήταν ένας ναός αφιερωμένος στη μητέρα των θεών, την Κυβέλη. Ο βωμός της βρισκόταν στη δυτική του είσοδο. Αργότερα, το Μητρώο χρησιμοποιήθηκε για τη λατρεία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Η Νότια Στοά ιδρύθηκε στο νότιο άκρο του ιερού και η αρχική Ιερά Οδός περνούσε μπροστά της. Άλλες στοές χτίστηκαν ως προσόψεις του Βουλευτηρίου και άλλων κτηρίων. Αυτή την εποχή το μήκος του Σταδίου έφτανε τα 212,50 μ., ενώ μεγάλωσε η απόσταση από τις αφέσεις στα 192,28 μ. Η χωρητικότητά του ήταν 45.000 θεατές, οι οποίοι κάθονταν στο χώμα.

Η Ολυμπία κατά  περίοδο (3ος-1ος αι. π.Χ.)

Στον  4ο αιώνα π.Χ., μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), ο Φίλιππος Β' ανήγειρε στην Ολυμπία το οικογενειακό του μνημείο, το Φιλιππείο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς και αργότερα ο γιος του, Αλέξανδρος Γ' ο Μέγας, τίμησαν το ιερό προσφέροντας πλούσια δώρα και αφιερώματα.

Το ψηλότερο κτήριο από όλα, το Λεωνίδαιο, ανεγέρθηκε στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού. Αφιερωμένο στον Ολύμπιο Δία από τον αρχιτέκτονα Λεωνίδα το Νάξιο, χρονολογείται γύρω στο 330 π.Χ. και προοριζόταν για τη φιλοξενία των επίσημων επισκεπτών. Εξωτερικά το κοσμούσαν τέσσερις ιωνικές κιονοστοιχίες με 138 κίονες. Στο εσωτερικό του υπήρχε ένα κεντρικό δωρικό περιστύλιο με 44 κίονες.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες άρχισαν να γίνονται αθλητικό γεγονός μείζονος σημασίας την εποχή των Επιγόνων, των διαδόχων του Αλεξάνδρου. Χτίστηκαν πρόσθετες αθλητικές εγκαταστάσεις, όπως η Παλαίστρα, το Γυμνάσιο και τα Λουτρά, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες των πολυάριθμων αθλητών που συγκεντρώνονταν εκεί για να συναγωνιστούν.

Χτισμένη τον 3ο αιώνα π.Χ., η Παλαίστρα πιθανότατα αφιερώθηκε από κάποιον Ελληνιστικό ηγεμόνα. Υπήρξε ο χώρος άσκησης για χιλιάδες πυγμάχους, παλαιστές και άλτες. Το σχεδόν τετράγωνο εσωτερικό της περιβαλλόταν από κιονοστοιχίες όπου στεγάζονταν αποδυτήρια, ελαιοθέσια, το κονιστήριο, λουτρά και αίθουσες με πάγκους για τη διδασκαλία των αθλητών.

Το Γυμνάσιο ανεγέρθηκε το 2ο αιώνα π.Χ. στη βορινή πλευρά της Παλαίστρας. Κι εδώ ο κεντρικός ανοιχτός χώρος περιβαλλόταν από τέσσερις μακριές κιονοστοιχίες. Η διπλή του κιονοστοιχία από βορρά προς νότο, μήκους 220 μέτρων, χρησιμοποιούνταν μάλλον για προπόνηση. Εδώ, οι αθλητές ασκούνταν στο ακόντιο, το δίσκο και το δρόμο. Η μνημειακή του είσοδος, με τη μορφή αμφιπρόστυλου Κορινθιακού προπύλου, βρισκόταν στη νοτιοανατολική γωνία.

Τα Λουτρά χτίστηκαν το 300 π.Χ. κοντά στον ποταμό Κλαδέο (Κλάδεο ή Κλάδαο στις πηγές), αντικαθιστώντας τα παλαιότερα λουτρά της Κλασικής εποχής. Το 200 π.Χ. ανεγέρθηκε μία καμαροσκεπής δίοδος για να ενώσει την είσοδο του Σταδίου με την περιοχή της Άλτης και το 100 π.Χ. τα Λουτρά ανακαινίστηκαν.

Η Ολυμπία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (1ος αι. π.Χ.-4ος αι. μ.Χ.)

Η οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, καθώς και η πολιτική σταθερότητα της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας, προσέδωσαν στον αθλητισμό διεθνή χαρακτήρα. Όταν δόθηκε η Ρωμαϊκή υπηκοότητα σε όλους τους κατοίκους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αθλητές από πολλές περιοχές της, Αιγύπτιοι, Λύκιοι κλπ., μπορούσαν να συμμετάσχουν και να νικήσουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκτεταμένες επισκευές στο ναό του Δία και άλλα μνημεία έγιναν υπό την αιγίδα των αυτοκρατόρων.

Νέα αφιερωματικά κτίσματα και αθλητικές εγκαταστάσεις ανεγέρθηκαν στην Ολυμπία. Το Νυμφαίο ή Εξέδρα χτίστηκε από τον Ηρώδη τον Αττικό το 150 μ.Χ., για να τιμήσει τη γυναίκα του Ρήγιλλα, ενώ πρόσφερε ταυτόχρονα ένα σημαντικό υδρευτικό έργο για το ιερό. Δύο μέρη αποτελούσαν το κτήριο, μία ορθογώνια δεξαμενή και πίσω της μία ημικυκλική που περιβαλλόταν από μία διώροφη, επίσης ημικυκλική, εξέδρα αποτελούμενη από έντεκα κόγχες. Εκεί, τοποθετήθηκαν αγάλματα της οικογένειας των Αντωνίνων, καθώς και του ίδιου του Ηρώδη και της συζύγου του.

Η Εξέδρα του Ηρώδη του Αττικού στην Ολυμπία 

Το 100 μ.Χ. χτίστηκαν νέα Λουτρά, για ν' αντικαταστήσουν τα παλαιότερα, ενώ δημιουργήθηκαν σε διάφορα σημεία και άλλες εγκαταστάσεις λουτρών. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. δυνατοί σεισμοί προκάλεσαν καταστροφές στην Ολυμπία και χρειάστηκε να γίνουν εκτεταμένες επισκευές και αναστηλώσεις. Οι επιδρομές βαρβαρικών φύλων το 267 μ.Χ., που ερήμωσαν πολλές πόλεις στην Ελλάδα, είχαν αποτέλεσμα την οχύρωση του κεντρικού τμήματος του ιερού με τη χρήση υλικού από τα κατεστραμμένα μνημεία.

Τον 4ο αιώνα μ.Χ., μεγάλες φυσικές καταστροφές προκάλεσαν την κατάρρευση πολλών μνημείων. Παρά το γεγονός αυτό, οι Ολυμπιάδες συνεχίστηκαν, όπως φαίνεται από το όνομα του τελευταίου Ολυμπιονίκη, του Αρμένιου πρίγκιπα Βαρασδάτη. Το 393 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε η τελευταία Ολυμπιάδα, η 293η.

Το εργαστήριο του Φειδία μαζί με τα ερείπια Βασιλικής 

Ο Θεοδόσιος Α' απαγόρευσε τους αγώνες, ενώ με διάταγμα του Θεοδοσίου Β', το 426 μ.Χ., η Άλτη γκρεμίστηκε. Χριστιανοί κατοίκησαν τη θέση μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. και το εργαστήρι του Φειδία μετατράπηκε σε Βασιλική. Το νέο χωριό που χτίστηκε πάνω στα αρχαία ερείπια καταστράφηκε, πιθανότατα από τους Αβάρους, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Η Ολυμπία θάφτηκε κάτω από τις επιχώσεις των δύο ποταμών μέχρι τη στιγμή της ανακάλυψής της από τους αρχαιολόγους στα τέλη του 19ου αιώνα.

Oι Αγώνες

Tο νέο αγωνιστικό πνεύμα που εισήγαγε ο Ηρακλής υιοθέτησε λοιπόν ο Ίφιτος κατά την αναδιοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Και είναι σημαντικό ότι το πρώτο και μοναδικό αγώνισμα που καθιερώνεται το 776 π.X. στην πρώτη Ολυμπιάδα, είναι ο δρόμος ενός σταδίου και όχι το αριστοκρατικό άθλημα των Μυκηναίων, η αρματοδρομία. Μάλιστα ο νικητής του πρώτου αυτού αγωνίσματος, ο Κόροιβος, ήταν, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, μάγειρος.

Αγώνες δρόμου ήταν και τα αγωνίσματα που προστέθηκαν διαδοχικά: το 724 π.X. (14η Ολυμπιάδα) ο δίαυλος (δύο στάδια) και το 720 π.X. (15η Ολυμπιάδα) ο δόλιχος (δώδεκα ή εικοσιτέσσερα στάδια). Tο 708 π.X. (18η Ολυμπιάδα) εισάγεται το πένταθλο και η πάλη, το 688 π.X. (23η Ολυμπιάδα) προστίθεται η πυγμή.

Μόλις κατά το 680 π.X. (25η Ολυμπιάδα) θα καθιερωθεί η αρματοδρομία και στις επόμενες Ολυμπιάδες οι υπόλοιποι ιππικοί αγώνες. O τελικός αριθμός των διάφορων αγωνισμάτων, αυξομειούμενων κατά καιρούς, έφθασε τα είκοσι τρία. Oι Ολυμπιάδες συνεχίσθηκαν ως το τέλος του αρχαίου κόσμου και ως την απαγόρευση της τέλεσής τους, το 393 μ.X. απ το Θεοδόσιο A΄, αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

Στους Ολυμπιακούς αγώνες μόνο Έλληνες πολίτες είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν· αποκλείονταν ωστόσο όσοι βαρύνονταν με πράξεις ασέβειας, φόνο ή σύληση του ναού και παραβίαση της ιερής εκεχειρίας.

Oι Έλληνες που κατέκλυζαν το ιερό της Ολυμπίας προέρχονταν όχι μόνο απ την κυρίως Ελλάδα και τα νησιά της, αλλά και απ τις μακρινές αποικίες της, απ τις Ηράκλειες Στήλες (σημ. Γιβραλτάρ) και τη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία) και Σικελία, ως τη Μαύρη Θάλασσα και την Κριμαία.

Η Ολυμπιάδα

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου, και διαρκούσαν τέσσερις έως πέντε μέρες τους Κλασικούς χρόνους, αν και στη μακραίωνη ιστορία τους υπήρξαν αυξομειώσεις στη διάρκειά τους.

Μέχρι την 24η Ολυμπιάδα (684 π.Χ.) διεξάγονταν σε μία μόνο μέρα, ενώ άλλες τρεις προστέθηκαν στην 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ.). Με το πέρασμα των αιώνων, οι αγώνες εξελίσσονταν και νέα αγωνίσματα προσθέτονταν στο πρόγραμμά τους. Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής τους, οι Έλληνες θυσίαζαν στο Δία και τους άλλους θεούς του ιερού, πραγματοποιούνταν διάφοροι αθλητικοί αγώνες και η διοργάνωση τελείωνε με μεγάλες εορταστικές τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα.

Χρόνος διεξαγωγής των Ολυμπιάδων

Οι Ολυμπιάδες, όπως και οι άλλοι πανελλήνιοι αγώνες, τελούνταν μια φορά στα τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με το ελληνικό οκταετές ημερολόγιο. Οι ακριβείς ημερομηνίες των αγώνων υπολογίζονταν με βάση το σεληνιακό 28ήμερο μήνα. Οι αγώνες γίνονταν την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, που σήμερα συμπίπτει με τα μέσα Ιουλίου. Αυτή ήταν η πιο ζεστή εποχή του χρόνου και πολλοί αθλητές έβρισκαν τη ζέστη αφόρητη.

Ο όρος "Ολυμπιάδα" χρησιμοποιούνταν επίσης για να περιγράψει το χρόνο που μεσολαβούσε μεταξύ δύο Ολυμπιακών Αγώνων. Στο διάστημα ανάμεσα σε δύο Ολυμπιάδες, οι Έλληνες συγκεντρώνονταν στις πανελλήνιες γιορτές που τελούνταν σε άλλα ιερά. Η σειρά των γιορτών ήταν η ακόλουθη:

 Έτος                                                 Εποχή                                               Αγώνες

540 π.Χ.                                    Τέλος Καλοκαιριού                               55η Ολυμπιάδα
539 π.Χ.                                           Καλοκαίρι                                               Νέμεα
538 π.Χ.                                              Άνοιξη                                                 Ίσθμια
537 π.Χ.                                           Καλοκαίρι                                               Νέμεα
536 π.Χ.                                              Άνοιξη                                                 Ίσθμια
536 π.Χ.                                    Τέλος Καλοκαιριού                               56η Ολυμπιάδα

Οι Ολυμπιάδες αποτελούσαν τη βάση ενός εθνικού συστήματος χρονολόγησης και ονομάζονταν σε κάθε διοργάνωσή τους από το νικητή στο αγώνισμα της σταδιοδρομίας. Αργότερα, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., ο σοφιστής Ιππίας ο Ήλειος αρίθμησε όλες τις Ολυμπιάδες σε σχέση με την πρώτη, το 776 π.Χ. Ο κατάλογος των Ολυμπιάδων συμπληρώθηκε αργότερα από τον Αριστοτέλη, τον Ερατοσθένη, το Φλέγονα τον Τραλλέα και τον Ιούλιο τον Αφρικανό.

Η Περίοδος πριν τους Αγώνες

Όσοι ήθελαν να λάβουν επίσημα μέρος στην Ολυμπιάδα έπρεπε να προπονηθούν στην πατρίδα τους τουλάχιστον δέκα μήνες πριν τους αγώνες. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, οι αθλητές έπρεπε να φτάσουν στην Ήλιδα τουλάχιστον ένα μήνα πριν για περαιτέρω προπόνηση και για να γίνουν οι απαραίτητες διατυπώσεις που απαιτούνταν για τη συμμετοχή τους στους αγώνες.

Η αναγγελία των αγώνων γινόταν από τους σπονδοφόρους, πολίτες της Ήλιδας που στεφανωμένοι με κλαδιά ελιάς και κρατώντας το ραβδί του κήρυκα περιόδευαν ως εγγυητές της ιερής εκεχειρίας σε όλες τις ελληνικές πόλεις, ανακηρύσσοντας την κατάπαυση των εχθροπραξιών για τρεις μήνες.

Δύο ημέρες πριν την επίσημη έναρξη των αγώνων, μια πομπή αθλητών και ελλανοδικών ξεκινούσε από την Ήλιδα. Ακολουθώντας την Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ολυμπία, σταματούσαν στην πηγή Πιέρα για μια τελετουργική θυσία και διανυκτέρευαν στους Λετρίνους. Το επόμενο πρωί την πομπή υποδεχόταν το θορυβώδες και ζωηρό πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο ιερό της Ολυμπίας.

Εισαγωγή των Αγωνισμάτων στο Ολυμπιακό Πρόγραμμα

1η 776 π.Χ. Στάδιο (αγώνας μονής διαδρομής)
14η 724 π.Χ. Δίαυλος (αγώνας διπλής διαδρομής, 400 μ.)
15η 720 π.Χ. Δόλιχος (αγώνας αντοχής, 2.000 μ.)
18η 708 π.Χ. Πένταθλο και Πάλη
23η 688 π.Χ. Πυγμαχία
25η 680 π.Χ. Τέθριππο (αρματοδρομία τεσσάρων αλόγων)
33η 648 π.Χ. Ιπποδρομία και Παγκράτιο (ελεύθερη πάλη)
37η 632 π.Χ. Βάδην και Πάλη παίδων
38η 628 π.Χ. Πένταθλον παίδων (έγινε μόνο μια φορά)
41η 616 π.Χ. Πυγμαχία παίδων
65η 520 π.Χ. Οπλίτης δρόμος
70η 500 π.Χ. Απήνη (αρματοδρομία δύο ημιόνων)
93η 408 π.Χ. Συνωρίδα δύο αλόγων
96η 396 π.Χ. Διαγωνισμός αυλητών και κηρύκων
99η 384 π.Χ. Τέθριππο για τέλεια άλογα (άλογα ενός έτους)
128η 268 π.Χ. Αρματοδρομία για δύο τέλεια άλογα (άλογα ενός έτους)
131η 256 π.Χ. Ιπποδρομία για τέλεια άλογα (άλογα ενός έτους)
145η 200 π.Χ. Παγκράτιο παίδων

Προπόνηση στην Πόλη του Αθλητή

Ο αθλητής άρχιζε να προπονείται από την παιδική του ηλικία στην πατρίδα του. Η προπόνηση στόχευε στην ανάπτυξη των σωματικών ικανοτήτων, καθώς και στη βελτίωση της τεχνικής. Οι εκπαιδευτές ανήκαν σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες: τους παιδοτρίβες (που γύμναζαν το σώμα), τους γυμναστές (προπονητές για αθλητικές ασκήσεις, οι οποίοι και ζητούσαν υψηλές αμοιβές) και τους αλείπτες. Δουλειά των τελευταίων ήταν να αλείφουν με λάδι το σώμα των αθλητών, για να κάνουν μασάζ στους μύες.

Το επάγγελμα του προπονητή γνώρισε μεγάλη εξειδίκευση στους αρχαίους χρόνους. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι οι Έλληνες διαφωνούν περισσότερο για την πλοήγηση των πλοίων παρά για την προπόνηση, γιατί η τεχνική πλοήγησης είναι λιγότερο εξελιγμένη από την προπόνηση. Εάν ένας αθλητής δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα της προπόνησης, ώστε να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η πόλη του αναλάμβανε την ευθύνη να προσλάβει προπονητή για να τον επιβλέπει.

Πρώτη και Δεύτερη Μέρα των Αγώνων

Η επίσημη έναρξη των αγώνων γινόταν την πρώτη μέρα. Οι αγώνες άρχιζαν με την εγγραφή των αθλητών και την αναφώνηση του επίσημου όρκου των αγωνιζομένων και των κριτών στο Βουλευτήριο. Στο βωμό του Ορκίου Δία ορκίζονταν πρώτα οι αγωνιζόμενοι ότι γυμνάστηκαν τους προηγούμενους δέκα μήνες και ότι θα ακολουθούσαν τους κανόνες κατά τη διάρκεια των αγώνων και στη συνέχεια οι κριτές ότι θα έκριναν δίκαια. Έπειτα γινόταν η εγγραφή των αθλητών στα ιππικά αγωνίσματα κατά ζεύγη. Ένας λευκός πίνακας, το Λεύκωμα, με τα ονόματα των αγωνιζομένων στηνόταν έξω από το Βουλευτήριο, για να πληροφορεί τους επισκέπτες για το πρόγραμμα των αγώνων.

Πρώτα διαγωνίζονταν οι σαλπιγκτές και οι κήρυκες. Οι νικητές αυτού του διαγωνισμού είχαν την τιμή να εκφωνούν τα ονόματα των Ολυμπιονικών και να σαλπίζουν κατά τη διάρκεια των αγώνων. Μετά πραγματοποιούνταν οι δημόσιες και οι ιδιωτικές θυσίες των αποστολών από τις διάφορες πόλεις στους θεούς προστάτες τους.

Οι θυσίες γίνονταν μπροστά στους βωμούς των περισσοτέρων θεοτήτων, στον Ίππιο Ποσειδώνα, την Ιππία Ήρα, τον Ίππιο Άρη, την Ιππία Αθηνά, τους Διόσκουρους, την Τύχη, τον Ταράξιππο και άλλους. Το απόγευμα, το ζωηρό πλήθος σκόρπιζε στην περιοχή και επισκεπτόταν όλους τους ναούς και τους βωμούς για να συναντηθεί με φίλους και να συζητήσει, να διηγηθεί ιστορίες για παλιούς ολυμπιονίκες ή να ακούσει συγγραφείς και ποιητές να απαγγέλλουν τα έργα τους.

Τη δεύτερη μέρα ξεκινούσαν οι αγώνες, με πρώτο αγώνισμα τη σταδιοδρομία παίδων. Ο κήρυκας καλούσε τους αθλητές που συμμετείχαν και οι ελλανοδίκες έπαιρναν θέση, για να αποφευχθούν τυχόν παρατυπίες στη διάρκεια της κλήρωσης. Ο κριτής πρόσφερε την κάλπη και οι δρομείς έβλεπαν τη σειρά τους διαλέγοντας ένα όστρακο με το ψηφίο που την καθόριζε. Το όνομα του νικητή ανακοινωνόταν από τον κήρυκα, ο οποίος και του απένειμε το φοίνικα. Η πρώτη ουσιαστικά αγωνιστική μέρα ήταν αφιερωμένη στους παίδες, οι οποίοι διαγωνίζονταν στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιο μέχρι αργά το απόγευμα. Ακολουθούσαν πολύωροι πανηγυρισμοί για τους νικητές.

Τρίτη έως Πέμπτη Μέρα των Αγώνων

Η τρίτη ημέρα ανήκε στα ιππικά αγωνίσματα και στο πένταθλο. Τα ιππικά αγωνίσματα, που ήταν από τα πιο δημοφιλή των Ολυμπιακών Αγώνων, εντάχθηκαν με την εξής σειρά στο αγωνιστικό πρόγραμμα:


Νωρίς το απόγευμα γινόταν στο Στάδιο ο αγώνας του πεντάθλου, ενός συνδυασμού πέντε διαφορετικών αγωνισμάτων, του άλματος, του δρόμου, του ακοντίου (από τα ελαφρά αγωνίσματα), του δίσκου και της πάλης (από τα βαριά). Η μέρα τελείωνε με τελετές προς τιμήν του Πέλοπα, του μυθικού ιδρυτή των Αγώνων, μπροστά στο Πελόπιο.

Η τέταρτη μέρα ξεκινούσε με τη μεγάλη τελετή, την εκατόμβη, προς τιμήν του Δία, όπου εκατό βόδια, προσφορά των Ηλείων, θυσιάζονταν μπροστά στο βωμό του θεού. Η πομπή που ξεκινούσε από το Πρυτανείο αποτελούνταν από αντιπροσώπους των πόλεων, ιερείς, αθλητές και μέλη της κάθε αποστολής. Ύστερα ακολουθούσαν οι αγώνες δρόμου, με τους δρομείς να διαγωνίζονται στο στάδιο (αγώνας μιας διαδρομής), στο δίαυλο (αγώνας διπλής διαδρομής) και στο δόλιχο (αγώνας αντοχής), καθώς και οι αγώνες πάλης, πυγμαχίας, παγκρατίου και οπλίτη δρόμου.

Την πέμπτη μέρα γινόταν η επίσημη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Μπροστά στους διαφόρους βωμούς γίνονταν θυσίες στις θεότητες της Ολυμπίας. Όλοι οι νικητές συγκεντρώνονταν στο ναό του Δία για την απονομή των στεφάνων από τον πρεσβύτερο των Ελλανοδικών. Το όνομα και η πόλη από την οποία προέρχονταν ανακοινώνονταν από τον κήρυκα ενώπιον όλων. Στο Πρυτανείο, έδρα των αξιωματούχων του ιερού, παρέθεταν οι Ηλείοι γεύμα για να τιμήσουν τους νικητές. Μετά τους πανηγυρισμούς, οι ολυμπιονίκες γυρνούσαν στην πατρίδα τους, όπου τους δέχονταν με ιδιαίτερες τιμές.

Η Απονομή των Βραβείων

Οι νικητές των αγώνων, φορώντας μια κόκκινη μάλλινη ταινία στο κεφάλι και κρατώντας ένα κλαδί φοίνικα στο δεξί χέρι, εισέρχονταν στο ναό του Δία. Η μάλλινη ταινία χρησιμοποιούνταν συνήθως για να κοσμήσει ιερά αντικείμενα και το κλαδί φοίνικα ήταν μνεία στο Θησέα, που ίδρυσε τους αγώνες στη Δήλο, στους οποίους οι νικητές στεφανώνονταν μ' ένα κλαδί φοινικιάς. Μέσα στο ναό υπήρχαν στεφάνια από αγριελιά, οι λεγόμενοι κότινοι, τοποθετημένα πάνω σε ένα χρυσελεφάντινο τραπέζι.

Περιγραφική αναπαράσταση από τον Παυσανία τράπεζας βραβείων στην Ολυμπία 

Ο χάλκινος τρίποδας, πάνω στον οποίο έβαζαν τα στεφάνια σε παλαιότερους χρόνους, φυλασσόταν μέσα στο ναό. Οι νικητές των Ολυμπίων στεφανώνονταν με το πολύτιμο αυτό έπαθλο. Μάλιστα, επικρατούσε η άποψη ότι το στεφάνι προσέδιδε μαγικές ικανότητες στον αθλητή. Ο νικητής γινόταν ο ευνοούμενος των θεών, γιατί είχε κερδίσει με τη βοήθειά τους. Αυτή η τελετή συμβόλιζε τη μυστική επικοινωνία ανάμεσα στη θεότητα και τον άνθρωπο.

Σύμφωνα με την παράδοση, το στεφάνι από αγριελιά πρωτοκαθιερώθηκε ως έπαθλο από τον Ίφιτο, ακολουθώντας ένα χρησμό των Δελφών. Το κλαδί κοβόταν πάντοτε από την ίδια πανάρχαια αγριελιά, την Καλλιστέφανο, που βρισκόταν κοντά στο ναό του Δία. Και οι άλλοι πανελλήνιοι αγώνες ήταν στεφανήτες, στους νικητές δηλαδή δινόταν ως έπαθλο στεφάνι από δάφνη στα Πύθια, από πεύκο στα Ίσθμια και από σέλινο στα Νέμεα.

Ειδικές Τιμές

Με την επιστροφή στην πατρίδα τους οι ολυμπιονίκες δέχονταν χρηματικά βραβεία και τιμητικούς τίτλους. Λέγεται ότι μερικές πόλεις έδιναν στους νικητές για έπαθλο πέντε τάλαντα, αλλά το ποσό διέφερε από πόλη σε πόλη. Οι ολυμπιονίκες ταυτίζονταν με τους ήρωες και τους ημίθεους και δέχονταν πολλές τιμητικές διακρίσεις και προνόμια, τα οποία ποίκιλλαν από περιοχή σε περιοχή. Συνήθως η είσοδός τους στη πόλη ήταν εορταστική και ένδοξη, με το συγκεντρωμένο πλήθος να πετάει λουλούδια και φύλλα δέντρων.

Ο Ολυμπιονίκης εισερχόταν στην πόλη πάνω σε τέθριππο και σε ορισμένες περιπτώσεις γκρεμιζόταν ένα τμήμα του τείχους για την είσοδό του ως ένδειξη ότι τα τείχη δεν ήταν πια αναγκαία για την υπεράσπισή της, αφού διέθετε τέτοιους ήρωες. H υποδοχή των νικητών ήταν ανάλογη με αυτή που επιφυλασσόταν σε στρατηγούς, οι οποίοι επέστρεφαν νικητές από εκστρατείες. Ο Ολυμπιονίκης επισκεπτόταν το ναό του προστάτη θεού της πόλης, θυσίαζε σε αυτόν και του πρόσφερε το στεφάνι του.

Την τελετή ακολουθούσε γιορτή. Οι νικητές είχαν το δικαίωμα να δειπνούν δωρεάν για την υπόλοιπη ζωή τους στο Πρυτανείο. Τους προσφερόταν μια τιμητική θέση στους δημόσιους αγώνες και, μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., εξαιρούνταν από την πληρωμή φορολογίας. Το όνομά τους χαρασσόταν σε στήλες σε δημόσιους χώρους. Στη Σπάρτη οι Ολυμπιονίκες είχαν το δικαίωμα να πολεμούν μαζί με τους βασιλιάδες στον πόλεμο, μια ιδιαίτερα τιμητική διάκριση. Στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, τα προνόμια αυξήθηκαν και οι Ρωμαίοι νικητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες μπορούσαν να γίνουν μέλη της Βουλής.

Ο Ολυμπιονίκης διατηρούσε τη φήμη του για πάντα. Στον ιερό χώρο της Ολυμπίας οι νικητές έστηναν τ' αγάλματα με τ' όνομά τους, τ' όνομα της οικογένειάς τους και της πόλης τους. Τα επινίκια, σύνθεση διάσημων ποιητών κατά παραγγελία του νικητή, εξασφάλιζαν την αθάνατη φήμη του.


Οι Κανονισμοί των Αγώνων 

Οι Ηλείοι κατάφεραν να διατηρήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον όλων των Ελλήνων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, χάρη σε ένα σύνολο κανόνων που ρύθμιζαν την οργάνωση, τη συμμετοχή και την εκγύμναση κατά τη διάρκειά τους.
Μεταξύ των κανόνων σημαντικότεροι ήταν οι εξής:

  • Επιβολή εκεχειρίας.
  • Δικαίωμα συμμετοχής μόνο στους Έλληνες πολίτες.
  • Ειδικοί κανόνες για τις διαδικασίες προπόνησης και διεξαγωγής των αγώνων.
Οι Ελλανοδίκες

"Εκεί, η μέθοδος προγύμνασης και το είδος των ασκήσεων αποφασίζεται από άλλους κι ο ελλανοδίκης, και όχι ο προπονητής, με δική του πρωτοβουλία και χωρίς κανέναν περιορισμό οργανώνει τα πάντα, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες συνθήκες που ισχύουν κάθε φορά. Και ο ελλανοδίκης έχει το μαστίγιο στη διάθεσή του, όχι μόνο για τον αθλητή αλλά και για τον προπονητή, και το χρησιμοποιεί σε κάθε περίπτωση ανυπακοής στις διαταγές του. Και όλοι είναι υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται με τις διαταγές των ελλανοδικών, καθώς αυτοί που τις παραβιάζουν μπορούν να αποβληθούν από τους αγώνες αμέσως".

Αυτοί ήταν οι Ελλανοδίκες, δηλαδή οι δικαστές των Ελλήνων. Αρχικά, η θέση τους ήταν κληρονομική. Μετά το 584 π.Χ., όλοι οι πολίτες της Ήλιδας μπορούσαν ν' αναλάβουν αυτή τη θέση. Ο αριθμός τους κυμαινόταν από δύο (584 π.Χ.) σε εννέα (480 π.Χ.), δώδεκα (368 π.Χ.) και μετά μειώθηκε σε δέκα (348 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια των αγώνων κατοικούσαν στο Ελλανοδικείο, ένα μεγάλο κτήριο στην αγορά της πόλης, και φορούσαν πορφυρούς χιτώνες για να ξεχωρίζουν.

Ήταν υπεύθυνοι για την απονομή των επάθλων στους νικητές και την επιβολή τιμωρίας και προστίμων στους παραβάτες των κανονισμών. Για να προάγουν τους αγώνες και να εξασφαλίσουν ένα άψογο τελικό θέαμα, επέβλεπαν τους αθλητές το μήνα της προπόνησης, επέλεγαν αυτούς που είχαν προετοιμαστεί ικανοποιητικά και απέρριπταν εκείνους με τις χαμηλές επιδόσεις. Η κρίση τους δεν αφορούσε μόνο το ζήτημα της σωματικής επίδοσης, αλλά και το χαρακτήρα και το ήθος των αθλητών.

Κανόνες Συμμετοχής

Κατά τη διάρκεια της Κλασικής περιόδου στους Ολυμπιακούς αγώνες μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι οι Έλληνες, από διάφορες πόλεις-κράτη της κυρίως Ελλάδας και των αποικιών της, που εκτείνονταν από το Γιβραλτάρ και τη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία και Σικελία) έως τη Μαύρη Θάλασσα. Η συμμετοχή των δούλων και των "βαρβάρων" απαγορευόταν αυστηρά, όπως και όσων είχαν διαπράξει εγκλήματα ή είχαν κλέψει κάποιο ναό. Την Ελληνιστική περίοδο οι αγώνες έγιναν διεθνείς.

Οι Έλληνες που συμμετείχαν ήταν κυρίως επαγγελματίες αθλητές που κατάγονταν από την Αντιόχεια στην Ανατολή έως την Αλεξάνδρεια στο Νότο και μετακινούνταν από πόλη σε πόλη για να κερδίσουν μεγάλα χρηματικά έπαθλα. Αργότερα, στη Ρωμαϊκή περίοδο, καθώς παρήκμαζε το αθλητικό πνεύμα, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αγωνίζονταν στην Ολυμπία, ενώ στους δούλους επιτρεπόταν να συμμετέχουν στους αγώνες που γίνονταν σε άλλες πόλεις.

Σύμφωνα μ' έναν πολύ αυστηρό κανόνα, εκτός του ότι απαγορευόταν η συμμετοχή γυναικών ως αθλητριών, απαγορευόταν ακόμη και η είσοδος στο Στάδιο των παντρεμένων γυναικών, οι οποίες δεν μπορούσαν έτσι να παρακολουθήσουν τ' αγωνίσματα. Αυτό διαρκούσε μόνο για την περίοδο των αγώνων. Στη μόνη γυναίκα που επιτρεπόταν η είσοδος ήταν η ιέρεια της Δήμητρας Χαμύνης, που παρακολουθούσε τους αγώνες καθισμένη στο βωμό της θεάς, απέναντι από τις θέσεις των κριτών. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους αυτή την τιμητική θέση κατείχε η Ρήγιλλα, σύζυγος του Ηρώδη του Αττικού.

Αν μια γυναίκα τολμούσε να παραβεί το νόμο, η τιμωρία ήταν σκληρή: την έριχναν από το Τυπαίο όρος, όπως καταγράφει ο Παυσανίας. Η μόνη γυναίκα που κατάφερε να παραβεί το νόμο και να μείνει ατιμώρητη ήταν η Καλλιπάτειρα, κόρη, αδερφή και μητέρα Ολυμπιονικών.

Η Καλλιπάτειρα έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα στην ανατροφή και την εκγύμναση του γιου της Πεισίδωρου, γι' αυτό η επιθυμία της ήταν να τον δει να αγωνίζεται στους αγώνες. Ντυμένη μ' αντρικά ρούχα μπήκε στο Στάδιο για να παρακολουθήσει το γιο της να τρέχει. Μετά τη νίκη εκείνου, στην προσπάθειά της να εισέλθει στο αγωνιστικό χώρο, έπεσαν τα ρούχα της αποκαλύπτοντας το φύλο της. Οι Ελλανοδίκες, ωστόσο, δεν την τιμώρησαν, τιμώντας έτσι τα μέλη της οικογένειάς της, που ήταν όλοι Ολυμπιονίκες.

Παραδόξως, υπήρχαν ειδικοί αγώνες δρόμου για τις νέες κοπέλες, οι οποίοι γίνονταν στην Ολυμπία προς τιμήν της θεάς Ήρας κάθε τέσσερα χρόνια. Στα Ηραία, όπως ονομάζονταν, έπαιρναν μέρος νέες γυναίκες παρθένοι, που χωρίζονταν ηλικιακά σε κατηγορίες -κορασίδες, νεάνιδες και γυναίκες- ντυμένες με κοντό χιτώνα και έχοντας γυμνό το δεξί ώμο μέχρι το στήθος.

Η νικήτρια στεφανωνόταν με κλαδί ελιάς, αποκτούσε το δικαίωμα να αναθέσει γλυπτή εικόνα με το όνομά της στο Ηραίο και της προσφερόταν μερίδιο από την αγελάδα που είχε θυσιαστεί στην Ήρα. Σύμφωνα με την παράδοση, οι αγώνες αυτοί είχαν καθιερωθεί είτε από την Ιπποδάμεια προς τιμήν του συζύγου της Πέλοπα και της νίκης του επί του πατέρα της Οινομάου είτε από τις δεκαέξι γυναίκες της Ήλιδας που ύφαιναν τον πέπλο της θεάς.

Στους Ολυμπιακούς αγώνες οι γυναίκες είχαν δικαίωμα συμμετοχής μόνο ως ιδιοκτήτριες στα ιππικά αγωνίσματα, όπου βραβευόταν ο ιδιοκτήτης του αλόγου και όχι ο αναβάτης. Χάρη σ' αυτόν το θεσμό, πολλές γυναίκες ανακηρύχθηκαν ολυμπιονίκες. Πρώτη γυναίκα Ολυμπιονίκης υπήρξε η Κυνίσκα, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Aρχίδαμου, της οποίας τα άλογα νίκησαν στο τέθριππο (396 π.Χ.). Η Βελεστίχη από τη Μακεδονία, η Τιμαρέτα και η Θεοδότα από την Ηλεία νίκησαν επίσης σε ιππικά αγωνίσματα.

Προετοιμασία και Διεξαγωγή των Αγώνων

Ένα σύνολο κανόνων, που κοινοποιούνταν την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, ρύθμιζε την οργάνωση των αγωνισμάτων. Βασικός περιορισμός αφορούσε τους μη Έλληνες, τους δούλους και τις γυναίκες, στους οποίους απαγορευόταν η συμμετοχή. Όσον αφορά τους αθλητές που επιθυμούσαν να συμμετάσχουν υποχρεούνταν να προσέλθουν στην Ήλιδα ένα μήνα πριν τους αγώνες και να προπονηθούν υπό την επίβλεψη των Ελλανοδικών (κατά λέξη, των κριτών των Ελλήνων).

Αυτό ήταν ένα είδος προκαταρκτικής ή δοκιμαστικής προπόνησης, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κριτές ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν όσους είχαν προπονηθεί καλά. Επίσης, οι αθλητές έπρεπε να αποδείξουν ότι προπονούνταν συστηματικά τους τελευταίους δέκα μήνες πριν τους αγώνες.

Με την άφιξή τους στην Ήλιδα οι αθλητές συνέχιζαν την προπόνηση. Εκεί υπήρχαν δύο Γυμνάσια που οι αθλητές μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για προπόνηση πριν τους αγώνες: ο Ξυστός για τους δρομείς και τους πενταθλητές και το Τετράγωνο για τους παλαιστές και τους πυγμάχους. Το Γυμνάσιο που προοριζόταν για την προπόνηση των παίδων ονομαζόταν Μαλθώ. Για την εκγύμανση των αθλητών στην Ήλιδα υπήρχε και μια παλαίστρα.

Επιπλέον, ένα από τα κύρια καθήκοντα των Ελλανοδικών ήταν να κρίνουν την ηλικία των αθλητών που θα συμμετείχαν στους αγώνες και ανάλογα με αυτή να τους κατατάξουν σε διαφορετικές ομάδες. Οι πολύ μικροί δε γίνονταν δεκτοί, ενώ όσοι είχαν ενηλικιωθεί μπορούσαν να συμμετέχουν στους αγώνες ανδρών και οι παίδες στα ειδικά αγωνίσματα που διεξάγονταν τη δεύτερη μέρα των αγώνων.

Όσοι ήθελαν να λάβουν μέρος και γίνονταν δεκτοί δεν μπορούσαν να παραιτηθούν ή να αποσυρθούν. Επίσης, χάρη στον κανόνα της εφεδρείας, οι αθλητές που έμεναν χωρίς αντίπαλο είχαν το δικαίωμα να αγωνιστούν με το νικητή του δεύτερου γύρου. Έτσι λοιπόν ο έφεδρος, εκείνος που περίμενε, είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει στους αγώνες.

Οι Ελλανοδίκες, συνεπικουρούμενοι από τους αλυτάρχες, επέβαλλαν σε όσους δεν υπάκουαν στους κανόνες ποινές, που περιλάμβαναν σωματική τιμωρία, χρηματικό πρόστιμο έως και αποκλεισμό από τους αγώνες. Οι σωματικές ποινές εκτελούνταν από τους ραβδούχους και τους μαστιγοφόρους. Αν ένας αθλητής δεν μπορούσε να πληρώσει το πρόστιμο, το κατέβαλε η πόλη του, για να μην αποκλειστεί από τους αγώνες. Τα έσοδα από τα πρόστιμα χρησιμοποιούνταν για να κατασκευαστούν τα αγάλματα του Δία, οι Ζάνες, που τοποθετούνταν στο χώρο του ιερού.

Η Εκεχειρία κατά τη Διάρκεια των Αγώνων

Πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων κηρυσσόταν η Εκεχειρία, κατά την οποία όλες οι Ελληνικές πόλεις έπαυαν τις εχθροπραξίες για μια ορισμένη περίοδο. Ο θεσμός της Εκεχειρίας πρωτοκαθιερώθηκε με την αναδιοργάνωση των Αγώνων κατά τον 8ο αι. π.Χ. Υπεύθυνοι γι' αυτό θεωρούνται οι βασιλείς της Ηλείας, της Πίσας και της Σπάρτης, Ίφιτος, Κλεοσθένης και Λυκούργος αντίστοιχα, οι οποίοι σύναψαν συνθήκη με διαρκή ισχύ, τη λεγόμενη Ιερή Εκεχειρία.

Ο αρχικός στόχος ήταν να σταματήσουν οι πόλεμοι ανάμεσα στους λαούς της Πελοποννήσου, ουσιαστικά όμως επρόκειτο για μία συνθήκη σεβαστή από όλους τους Έλληνες. Αρκετοί μελετητές συνδέουν την Εκεχειρία των Αγώνων με ανάλογες περιπτώσεις, γνωστές κυρίως από τα Ομηρικά έπη, όπου σταματούσαν οι εχθροπραξίες προκειμένου να περισυλλεγούν οι νεκροί του πολέμου, να ενταφιαστούν και να τελεστούν αγώνες προς τιμήν τους. Επρόκειτο για συνθήκη σεβαστή και από τις δύο πλευρές.

Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι όταν επισκέφτηκε την Ολυμπία το 2ο αι. μ.Χ. είδε να φυλάσσεται στο ναό της Ήρας, μαζί με άλλα ιερά αντικείμενα, ο χάλκινος δίσκος, ο λεγόμενος του Ιφίτου, όπου είχε αναγραφεί το κείμενο της εκεχειρίας. Σύμφωνα με αυτό, οι περιοχές της Ήλιδας και της Ολυμπίας κηρύσσονταν ιερές και απαγορευόταν στο εξής η παρουσία στρατευμάτων στα χώματά τους.

Η Εκεχειρία αναγγελλόταν σε όλο τον Ελληνικό κόσμο και υποχρέωνε τις πόλεις που συμμετείχαν με αθλητές στους Αγώνες και είχαν αποδεχτεί τις ιερές σπονδές να απέχουν από πολεμικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκειά της. Η περίοδος αυτή διαρκούσε από ένα μήνα έως τρεις, όσο δηλαδή χρειαζόταν για τους αθλητές και τους επισκέπτες να φτάσουν ανενόχλητοι στο ιερό της Ολυμπίας, να παρακολουθήσουν τα αγωνίσματα και να επιστρέψουν στις πόλεις τους ασφαλείς. Χάρη στο θεσμό αυτό, οι Ολυμπιακοί Αγώνες κέρδισαν μεγάλη φήμη στις Ελληνικές πόλεις.

Η περιοχή μάλιστα της Ηλείας, όπου ανήκε η Ολυμπία, γνώρισε μεγάλα πλούτη και αύξηση του πληθυσμού της. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των ετών που διοργανώθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις παραβίασης της ιερής εκεχειρίας. Το 420 π.Χ. η Σπάρτη αποκλείστηκε από τους Αγώνες με πρόστιμο 2.000 μνων, επειδή επιτέθηκε στο Λέπρεο, ενώ το 362 π.Χ. οι Ηλείοι πολέμησαν εναντίον των Πισατών μέσα στον ίδιο το χώρο του ιερού.
Συνοπτικά οι όροι της εκεχειρίας ήταν οι ακόλουθοι:

  • Όλες οι εχθροπραξίες σταματούσαν, ενώ το κράτος των Ηλείων ανακηρυσσόταν ουδέτερο και προσβάσιμο σε όλους. 
  • Οι αθλητές και οι επισκέπτες από πόλεις που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση μπορούσαν να ταξιδέψουν με ασφάλεια μέσα από εχθρικές περιοχές.
  • Στρατός και όπλα απαγορεύονταν στα εδάφη της Ηλείας.
  • Κατά τη διάρκεια της Εκεχειρίας αναστελλόταν η εκτέλεση θανατικής ποινής.

Το Πρόγραμμα Διεξαγωγής των Ολυμπιακών αγώνων

Αρχικά οι Ολυμπιακοί αγώνες διαρκούσαν μια ημέρα μόνο. Αργότερα, το πρόγραμμα διευρύνθηκε και εμπλουτίστηκε με πλήθος αθλημάτων και πανηγυρικών εκδηλώσεων που συνόδευαν την εορτή, διαρκείας πέντε ημερών, στην οποία συνέρρεε πλήθος αθλητών και θεατών. Ο Παυσανίας αναφέρει ως αιτία την διεξαγωγή των 77ών Ολυμπιακών αγώνων (472 π.Χ.), όταν η αρματοδρομία και το πένταθλο είχαν αργοπορήσει τόσο πολύ, που το παγκράτιο άρχισε καθυστερημένα και διήρκεσε μέχρι τις νυκτερινές ώρες, με αποτέλεσμα να νικήσει ο Αθηναίος Καλλίας.

Τότε αποφασίστηκε η πολυήμερη διεξαγωγή των αγώνων και καθιερώθηκε το πενθήμερο πρόγραμμα ως εξής. Οι τελετές άρχιζαν την 11η ημέρα του μήνα και διαρκούσαν μέχρι την 15η ημέρα, έτσι ώστε η νύχτα της τέταρτης μέρας των αγώνων να λούζεται στο φως της πανσέληνου. Σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο η έναρξη των αγώνων γίνονταν περίπου στα τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου.

Στο διάστημα της προετοιμασίας των αθλητών στην πόλη της Ήλιδας, οι Ελλανοδίκες τους χώριζαν, ανάλογα με την ηλικία τους, σε κατηγορίες (ανδρών και παίδων). Δύο ημέρες πριν την έναρξη των αγώνων, αθλητές, κριτές και επίσημοι ξεκινούσαν σε πομπή από την Ήλιδα και έφταναν στην Ολυμπία διανύοντας την Ιερά Οδό.

Πρώτη ημέρα. Την πρώτη ημέρα το πρωί γινόταν η τελετή ορκωμοσίας για την τήρηση των κανόνων εκ μέρους των αθλητών, των συγγενών τους και των κριτών στο Βουλευτήριο, μπροστά στο άγαλμα του Ορκίου Διός. Στη συνέχεια γινόταν η καταγραφή των αθλητών, ο χωρισμός τους κατά αγωνίσματα, και η κλήρωσή τους κατά ζεύγη ή τη σειρά που θα αγωνίζονταν. Έπειτα, κοντά στην είσοδο του σταδίου πραγματοποιούνταν οι αγώνες των κηρύκων και των σαλπιγκτών. Το απόγευμα τελούνταν θυσίες στην ιερή Άλτη και χρησμοδοσίες. Επίσης φιλόσοφοι, ιστορικοί και ποιητές απήγγειλλαν λόγους και γίνονταν διάφορες συναθροίσεις.

Δεύτερη ημέρα. Το πρωί όλοι οι αθλητές και οι Ελλανοδίκες σε πομπή πήγαιναν στο στάδιο, όπου τους περίμενε συγκεντρωμένο το πλήθος. Οι αγώνες άρχιζαν με το αγώνισμα του σταδίου δρόμου, ακολουθούσε η πάλη παίδων, η πυγμή και το παγκράτιο.

Τρίτη ημέρα. Το πρωί διεξάγονταν οι αρματοδρομίες και τα ιππικά αγωνίσματα στον ιππόδρομο. Το απόγευμα στο στάδιο γινόταν το αγώνισμα του πεντάθλου (άλμα, δίσκος, δρόμος, ακόντιο, πάλη). Το βράδυ της ίδιας μέρας έκαναν θυσίες προς τιμήν του Πέλοπα και ακολουθούσαν εορταστικά δείπνα.

Τέταρτη ημέρα. Όλοι οι αθλητές, οι Ελλανοδίκες, οι θεωρίες σε πομπή που ξεκινούσε από το γυμνάσιο έφτανε στο μεγάλο βωμό του Διός, όπου έκαναν θυσία 100 ζώων (εκατόμβη). Μετά το τέλος της λαμπρής αυτής τελετής, γίνονταν οι αγώνες δρόμου των ανδρών, της πάλης, της πυγμής και του παγκρατίου. Η μέρα τελείωνε με την οπλιτοδρομία.

Πέμπτη ημέρα. Η τελευταία μέρα ήταν αφιερωμένη στην βράβευση των αθλητών. Οι νικητές πήγαιναν προς το ναό του Διός, όπου τους στεφάνωναν οι Ελλανοδίκες. Ακολουθούσε επίσημο γεύμα στο πρυτανείο και εορταστικές εκδηλώσεις που διαρκούσαν μέχρι το βράδυ.



Αγωνίσματα των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αρχαιότητας περιλάμβαναν ένα σημαντικό αριθμό αγωνισμάτων. Πολλά από αυτά είναι πρόγονοι των σύγχρονων ολυμπιακών αθλημάτων και είχαν όρους και κανόνες όχι άγνωστους στους σύγχρονους αθλητές. Τα αρχαία Ολυμπιακά αγωνίσματα ήταν τα εξής:


Αγώνες Κηρύκων και Σαλπιγκτών


Στην Ολυμπία διακρίνονταν, εκτός από τους αθλητές, οι Κήρυκες και οι Σαλπιγκτές. Αυτοί συμμετείχαν σε αγώνες που εισήχθησαν στην 96η Ολυμπιάδα, το 396 π.X., και οι νικητές είχαν προνομιακό ρόλο κατά την τέλεσή τους. Πιο συγκεκριμένα, επειδή πολλοί ικανοί κήρυκες και σαλπιγκτές διεκδικούσαν την τιμή να αναγγέλλουν τα αγωνίσματα και τους νικητές ή να σαλπίζουν στον ιππόδρομο, καθιερώθηκαν και γι' αυτούς αγώνες. Έτσι, όσοι νικούσαν αποκτούσαν το προνόμιο να σαλπίζουν και να ανακοινώνουν τους αθλητές κατά την Ολυμπιάδα.

Το Ακόντιο

Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν να ασκούνται συχνά στη ρίψη του ακοντίου, αφού αυτό αποτελούσε το βασικό επιθετικό τους όπλο.Στην Ιλιάδα αναφέρεται ότι στις περιόδους ανάπαυλας από τις μάχες οι Αχαιοί έριχναν ακόντιο και δίσκο, ενώ στην Οδύσσεια πληροφορούμαστε ότι οι μνηστήρες της συζύγου του Οδυσσέα, Πηνελόπης, διασκέδαζαν ρίχνοντας ακόντιο και δίσκο σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο.

Ο Εξοπλισμός του Ακοντισμού

Το ακόντιο που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές ήταν ένα ξύλινο κοντάρι, μήκους 1,5 έως 2 μ., με τη μία του άκρη μυτερή και ελαφρύτερο από εκείνο που χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές. Δεν είναι βέβαιο αν το ακόντιο είχε απλώς μυτερή άκρη ή μεταλλική αιχμή, όπως αυτή που χρησιμοποιούσε ο στρατός. Ο Ησύχιος αναφέρει ότι αυτό το είδος του ακοντίου ονομαζόταν Αποτομάς. Και οι δύο τύποι απαντούν σε διακοσμήσεις αγγείων. Το ακόντιο με μυτερή άκρη ήταν αναγκαίο στην άσκηση με στόχο, για να μπορεί να καρφώνεται σε αυτόν.

Ωστόσο, από αναφορές του ρήτορα Αντιφώντα φαίνεται ότι συνέβαιναν ατυχήματα με αυτό το ακόντιο, όπως στην περίπτωση του θανάτου ενός παιδιού από ρίψη ακοντίου κατά τη διάρκεια ασκήσεων. Ο Ξενοφών, στο έργο του Περί Ιππικής, προκειμένου να αποφεύγονται τέτοιου είδους συμβάντα, πρότεινε να καλύπτεται το ακόντιο με μία σφαίρα Όταν το ακόντιο δεν είχε πρόσθετη αιχμή, τοποθετούνταν στην άκρη του ένα μεταλλικό δαχτυλίδι, για να είναι το κέντρο βάρος του προς τα εμπρός, δίνοντάς του ακρίβεια και σταθερότητα στην πορεία.

Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στο αρχαίο και το σύγχρονο ακόντιο είναι ότι οι αθλητές της αρχαίας Ελλάδας προσάρμοζαν την αγκύλη, μια δερμάτινη λωρίδα σαν θηλιά, που δενόταν στο κέντρο βάρους του ακοντίου και όπου ο αθλητής περνούσε το δείκτη και το μέσο δάκτυλο. Κάθε αθλητής έδενε την αγκύλη στο σημείο που τον εξυπηρετούσε περισσότερο, ενώ στα πολεμικά ακόντια οι αγκύλες ήταν τοποθετημένες σε σταθερό σημείο.

Η αγκύλη υποβοηθούσε τη ρίψη με δύο τρόπους:

- Αύξανε τη δύναμη της βολής, γιατί έκανε ασφαλέστερη τη λαβή.
- Επέτρεπε στο ακόντιο μια περιστροφική κίνηση γύρω από τον άξονά του, σταθεροποιώντας την πορεία του και προωθώντας το μακρύτερα.

Κανόνες του Ακοντισμού

Οι αθλητές του αγωνίσματος συναγωνίζονταν στον εκηβόλο (βολή σε μήκος) και στο στοχαστικό ακοντισμό (βολή σε προκαθορισμένο στόχο).

Α. Εκηβόλος Ακοντισμός

Η ρίψη ακοντίου γινόταν στο Στάδιο και στις απεικονίσεις αγγείων φαίνεται ότι ο αθλητής ξεκινούσε από κάποιο σταθερό σημείο, πιθανόν από τη βαλβίδα του στίβου, κάνοντας μερικά βήματα πριν το πετάξει. Το ακόντιο έπρεπε να πέσει μέσα σε μια περιοχή που ήταν καθορισμένη από τις τρεις πλευρές και η προσπάθεια του αθλητή ήταν άκυρη εάν κατέληγε έξω από αυτήν. Οι ρίψεις σημειώνονταν με ένα μικρό πάσσαλο.

Η τεχνική ρίψης του ακοντίου είναι όμοια με αυτή που χρησιμοποιούν οι αθλητές σήμερα, με μόνη διαφορά την αξιοποίηση της αγκύλης. Ο αθλητής έδενε την αγκύλη στο ακόντιο, όσο πιο σφιχτά μπορούσε, τη δοκίμαζε αρκετές φορές και περνούσε από τη θηλιά το δείκτη και το μεσαίο του δάχτυλο. Πριν ξεκινήσει την προσπάθειά του, έσπρωχνε το ακόντιο πίσω με το αριστερό του χέρι, για να τεντώσει η αγκύλη, την οποία ο ακοντιστής έσφιγγε με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού.

Μετά, κρατώντας το ακόντιο, ο αθλητής έστρεφε το σώμα στην κατεύθυνση της ρίψης και έπαιρνε φόρα. Μερικά βήματα πριν τη ρίψη, τραβούσε το δεξί του χέρι πίσω, έστρεφε το σώμα και το κεφάλι προς τα δεξιά, έβαζε το δεξί πόδι μπροστά από το αριστερό και τραβούσε το αριστερό του χέρι πίσω για να βοηθήσει τη στροφή. Μετά, λυγίζοντας ελαφρά τα γόνατα, τέντωνε το αριστερό του πόδι μπροστά, για να σταματήσει τη φορά του, ώστε να μείνει πίσω από την καθορισμένη γραμμή ρίψης, και το ακόντιο εκσφενδονιζόταν.

Β. Στοχαστικός ακοντισμός

Η ρίψη ακοντίου σε στόχο γινόταν συνήθως από άλογο. Σε αυτό το αγώνισμα, ενώ το άλογο κάλπαζε, ο αναβάτης έπρεπε να ρίξει το ακόντιο σε ένα στρογγυλό στόχο, πιθανότατα ασπίδα. Η κίνηση του αλόγου επηρέαζε τη σταθερότητα του αναβάτη και περιόριζε τον έλεγχο που είχε στις κινήσεις του. Ο αναβάτης έπρεπε να μπορεί να πετύχει απόλυτο συντονισμό, ανάμεσα στο ρυθμό καλπασμού του αλόγου και την κίνηση του χεριού του, ενώ πάντα κρατούσε τα μάτια καρφωμένα στο στόχο. Ο στοχαστικός ακοντισμός ή έφιππος ήταν ένα από τα κύρια αγωνίσματα των Παναθηναίων και των Ηραίων.

Ο Ακοντιστής

Ο αθλητής έτρεχε μια μικρή απόσταση κρατώντας το ακόντιο οριζόντια και στο ύψος του κεφαλιού, όπως και σήμερα, και το εκσφενδόνιζε μόλις πατούσε στη βαλβίδα. Στο στοχαστικό ακοντισμό, όπου ο αθλητής σημάδευε έφιππος, απαιτούνταν σταθερό μάτι, δυνατό χέρι και η ευλυγισία ενός έμπειρου αναβάτη.

Άλμα

Στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες το άλμα διεξαγόταν στο πλαίσιο κυρίως του πεντάθλου και σπανιότατα ως ξεχωριστό αγώνισμα. Υπάρχει μία αναφορά σε αυτό ως ανεξάρτητο άθλημα σε μία αναθηματική επιγραφή στον αλτήρα του αθλητή Επαίνετου από την Ελευσίνα. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στο άλμα στην Οδύσσεια του Ομήρου, στους αγώνες που δόθηκαν από τους Φαίακες προς τιμήν του Οδυσσέα.

Δεν είναι γνωστό εάν το άλμα εις μήκος ήταν απλούν, διπλούν ή τριπλούν. Θεωρούνταν πάντως ιδιαίτερα επίπονο, επειδή απαιτούσε ταυτόχρονα συντονισμό των μελών του αθλητή και συγχρονισμό των κινήσεών του. Για αυτό και κατά καιρούς συνοδευόταν από έναν αυλητή, του οποίου οι ήχοι υπογράμμιζαν το ρυθμό και τη μουσική ροή ενός καλά εκτελεσμένου άλματος.

Ο Εξοπλισμός του Άλτη

Αντίθετα με το σύγχρονο άλμα, όπου ο μόνος εξοπλισμός του άλτη είναι τα αθλητικά του παπούτσια, στους αρχαίους Ολυμπιακούς χρησιμοποιούσαν λίθινα ή μολύβδινα βάρη, τους αλτήρες. Τα βασικά αυτά εξαρτήματα κατασκευάζονταν σε διάφορα σχήματα και οι κυριότεροι τύποι τους ήταν οι μακροί και οι σφαιροειδείς, που ήταν σε χρήση τον 6ο και 5ο αι. π.Χ.

Ορισμένοι αλτήρες είχαν το σχήμα απλών κώνων με κοιλώματα, ώστε να μπορεί να τους πιάνει καλά ο αθλητής. Το βάρος τους ποίκιλλε ξεκινώντας από τα 1.616 γραμμάρια, ενώ υπάρχουν παραδείγματα αφιερωμάτων που έφταναν έως και τα 4.629 γραμμάρια. Η χρήση των αλτήρων επέτρεπε στους άλτες να επιτύχουν καλύτερες επιδόσεις.

Κανόνες του Άλματος

Το αγώνισμα διεξαγόταν σε σκάμμα μήκους περίπου 50 ποδών, γεμάτο μαλακό χώμα ώστε να φαίνονται τα αποτυπώματα των ποδιών των αθλητών. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι εάν δεν υπήρχε το αποτύπωμα και των δύο ποδιών το άλμα θεωρούνταν άκυρο. Στη μία πλευρά του σκάμματος υπήρχε ένα σταθερό σημείο, ο βατήρας, απ' όπου ξεκινούσαν οι αθλητές και μετριόνταν

Ο Άλτης

Μια διαφορά ανάμεσα στον άλτη των αρχαίων και των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων είναι ότι ο πρώτος αποκτούσε επιτάχυνση χρησιμοποιώντας τους αλτήρες. Δεν έχει εξακριβωθεί απόλυτα εάν οι αθλητές έτρεχαν για να επιτύχουν μεγαλύτερη επιτάχυνση πριν το άλμα. Ωστόσο, από παραστάσεις αγγείων φαίνεται ότι ο αθλητής, κρατώντας τους αλτήρες, έτρεχε μέχρι το βατήρα και αιωρώντας τους πίσω εμπρός επιχειρούσε το άλμα του με τεντωμένα μπροστά τα χέρια. Λίγο προτού προσγειωθεί στο σκάμμα, με τα πόδια κλειστά, πετούσε τους αλτήρες προς τα πίσω.

Δίσκος

Ο δίσκος συγκαταλέγεται στα αγωνίσματα που η αφετηρία τους δε σχετίζεται με στρατιωτικά γυμνάσια ή αγροτικές εργασίες. Οι πρώτες περιγραφές αυτού του αγωνίσματος βρίσκονται στην Ιλιάδα του Oμήρου και στους επιτάφιους αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμήν του νεκρού του φίλου Πατρόκλου. Εκεί, στο αγώνισμα του δίσκου νικητής αναδείχθηκε ο Πολυποίτης, που έλαβε ως έπαθλο το σόλο, την ακατέργαστη δηλαδή μάζα από σίδηρο, που ο ίδιος έριξε.

Στην Οδύσσεια, στους αγώνες των Φαιάκων προς τιμήν του Οδυσσέα, στο δίσκο κέρδισε ο ίδιος ο Ιθακήσιος ήρωας. Στην Ελληνική μυθολογία, ο δίσκος έχει συνδεθεί με διαφόρους θανάτους από ατύχημα, όπως, για παράδειγμα, εκείνον του Υακίνθου τον οποίο ο φίλος του Απόλλωνας σκότωσε κατά λάθος με το δίσκο, όταν το φύσημα του Ζεφύρου τον έβγαλε από την πορεία του.

Ο Εξοπλισμός του Δισκοβόλου

Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι οι δίσκοι ήταν αρχικά φτιαγμένοι από πέτρα και αργότερα από χαλκό κυρίως, αλλά και από σίδηρο ή μολύβι. Ο δίσκος, όπως και σήμερα, αποτελούνταν από δύο κυρτές καμπύλες με μεγάλη περιφέρεια και ποίκιλλε από περίπου 17 έως 32 εκατοστά σε διάμετρο και από 1,3 έως 5,7 κιλά σε βάρος. Ωστόσο, έχουν βρεθεί και μεγαλύτεροι δίσκοι που το πιθανότερο ήταν αφιερώματα, όπως εκείνος του Πόπλιου στην Ολυμπία, ενώ συχνά έφεραν εγχάρακτη διακόσμηση με αθλητικές παραστάσεις, όπως ο δίσκος του Βερολίνου.

Ο Παυσανίας αναφέρει ότι, προκειμένου οι δισκοβόλοι να αγωνίζονται "επί ίσοις όροις", τρεις ισομεγέθεις δίσκοι φυλάσσονταν στην Ολυμπία, στο Θησαυρό των Σικυωνίων.

Κανόνες Ρίψης δίσκου

Η ρίψη του δίσκου γινόταν ως εξής: αφού πρώτα ο δισκοβόλος είχε τρίψει τα χέρια και το δίσκο του με άμμο, ώστε να μη γλιστρούν, στεκόταν στη βαλβίδα με το αριστερό του πόδι μπροστά και έριχνε το βάρος του σώματος στο δεξί, εφόσον επρόκειτο για δεξιόχειρα αθλητή. Ο δίσκος, τον οποίο ο αθλητής κρατούσε με το δεξί του χέρι, αιωρούνταν πάνω κάτω μερικές φορές. Όταν ο δίσκος ήταν πάνω από το ύψος του ώμου, χρησιμοποιούσε και το αριστερό του χέρι για να τον στηρίξει.

Κάθε φορά που ο δίσκος αιωρούνταν προς τα κάτω και πίσω, ο δισκοβόλος έστρεφε το σώμα του ελαφρά προς τα δεξιά. Στη συνέχεια, λυγίζοντας ελαφρά τα πόδια, μετέφερε το βάρος του από το δεξί στο αριστερό και σκύβοντας προς τα εμπρός εκσφενδόνιζε με δύναμη το δίσκο. Δεν είναι γνωστό εάν οι δισκοβόλοι εκτελούσαν βήματα φοράς ή περιστροφή, όπως συμβαίνει σήμερα.

Μικροί ξύλινοι πάσσαλοι ή καρφιά σημάδευαν το σημείο πτώσης του δίσκου, ενώ το μήκος της ρίψης μετριόταν με κοντάρια.

Ο Δισκοβόλος

Οι φυσικές κινήσεις του αθλητή ρίψης δίσκου δεν έχουν αλλάξει σημαντικά από την Αρχαιότητα έως σήμερα. Μάλιστα, η τεχνική ήταν πολύ κοντά σε αυτή της σημερινής τεχνικής ελεύθερης ρίψης. Για να πετάξει καλά το δίσκο, ο αθλητής έπρεπε να τον κρατήσει ψηλά με το ένα χέρι και να τον συγκρατήσει με το άλλο. Μετά, έπρεπε να τον στρέψει με δύναμη προς τα κάτω και μπροστά ή προς το πλάι και μπροστά. Η κίνηση αυτή αξιοποιούσε τους μύες του ώμου, του στήθους και των πλευρών.

Η ρίψη του δίσκου απαιτούσε ρυθμό, ακρίβεια και δύναμη. Αντίθετα από τις μυθολογικές αναφορές, δεν υπάρχουν πληροφορίες για ατυχήματα κατά τη διάρκεια των αγώνων, γιατί οι θεατές κάθονταν στα αναχώματα.

Γνωστοί δισκοβόλοι ήταν ο Φάυλλος από τον Κρότωνα, που λέγεται ότι έριξε το δίσκο του 28,10 μέτρα, και ο Φλεγύας που μπορούσε να στέλνει το δικό του από τη μία όχθη του Αλφειού στην άλλη, στο πλατύτερο σημείο του.

Δρόμος

Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα αγωνίσματα. Η πρώτη αναφορά σε αυτό γίνεται στον Όμηρο, στην Ιλιάδα, όπου νικητής ανακηρύχθηκε ο Οδυσσέας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιδαίος Ηρακλής, πρόγονος του γενάρχη των Ηλείων, ήταν εκείνος που πρώτος οργάνωσε το άθλημα του δρόμου. Επιπλέον, όρισε το μήκος του σταδίου (600 πόδια) στην Ολυμπία, έβαλε τους αδελφούς του Κουρήτες να αγωνιστούν και στεφάνωσε το νικητή με στεφάνι από αγριελιά.

Τα παιδιά διδάσκονταν από μικρή ηλικία τις τεχνικές και τη φιλοσοφία του δρόμου και η συνεχής, καθημερινή άσκησή τους σε αυτόν αποτελούσε βασικό μέρος της αγωγής τους. Άλλωστε, και ο Πλάτων στους Νόμους του έχει τονίσει τη σημασία του αγωνίσματος στη γενικότερη προετοιμασία των νέων στον πόλεμο.

Ο Εξοπλισμός του Αγωνίσματος του Δρόμου

Οι αγώνες δρόμου γίνονταν στο Στάδιο, το μήκος του οποίου ποίκιλλε από πόλη σε πόλη, αφού διέφερε ο πους που χρησιμοποιούνταν ως μονάδα μέτρησης. Για παράδειγμα, το Στάδιο στην Ολυμπία είχε μήκος 192,28 πόδια, στους Δελφούς 177, 5 και στην Αθήνα 184,96. Ένας ισόπεδος χώρος δίπλα σε λόφους ή σε πλαγιές τους αποτελούσε τη συνήθη επιλογή για την κατασκευή ενός Σταδίου.

Αρχικά, η αφετηρία και το τέρμα του στίβου καθορίζονταν από απλές γραμμές χαραγμένες στο χώμα. Από τον 5ο αι. π.Χ., στα σημεία αυτά τοποθετήθηκαν οι βαλβίδες, δηλαδή μόνιμες μακρόστενες λίθινες πλάκες με σκαλισμένες κατά μήκος δύο παράλληλες εγκοπές. Οι θέσεις των δρομέων διαχωρίζονταν από πασσάλους τοποθετημένους σε κοιλότητες.

Στην Ύστερη Κλασική εποχή επινοήθηκε μία μηχανή άφεσης, η ύσπληξ, που βασίστηκε στην τεχνολογία του καταπέλτη. Θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει μία σημαντική μεταβολή στους αγώνες δρόμου, εφόσον εξασφάλιζε την ταυτόχρονη εκκίνηση όλων των αθλητών, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε μεροληψία από πλευράς κριτών. Στα αγωνίσματα δρόμου με μήκος μεγαλύτερο του σταδίου το σημείο στροφής οριζόταν από πάσσαλο ή κιονίσκο και ονομαζόταν καμπτήρ.

Όσον αφορά τους δρομείς, αρχικά φορούσαν ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από τη μέση τους. Αργότερα, αυτό εγκαταλείφθηκε και οι αθλητές έτρεχαν εντελώς γυμνοί. Μόνη εξαίρεση ήταν ο οπλίτης δρόμος, στον οποίο οι αθλητές φορούσαν κράνος και κνημίδες και κρατούσαν ασπίδες. Ωστόσο, τον 5ο αι. π.Χ. καταργήθηκαν οι κνημίδες και μετά τον 4ο αι. π.Χ. και το κράνος, οπότε οι δρομείς έτρεχαν μόνο με τη βαριά ξύλινη, επενδυμένη με χαλκό, ασπίδα.

Τα Αγωνίσματα και οι Κανόνες του Δρόμου

Το στάδιο ήταν ο βασικός αγώνας ταχύτητας και το παλαιότερο αγώνισμα. Στην Ολυμπία ήταν το μόνο αγώνισμα από την 1η (776 π.Χ.) έως τη 13η Ολυμπιάδα (728 π.Χ.). Εξαιτίας μάλιστα της σπουδαιότητάς του, συνηθιζόταν ο νικητής του σταδίου να δίνει το όνομά του σε κάθε Ολυμπιάδα.

Ο δίαυλος ήταν επίσης αγώνας ταχύτητας, κατά τον οποίο οι δρομείς τρέχοντας σε τετράδες έπρεπε να καλύψουν την απόσταση δύο σταδίων (περίπου 400 μ.). Εισήχθη στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών αγωνισμάτων στη 14η Ολυμπιάδα (724 π.Χ.) και, όπως και στο στάδιο, γίνονταν προκριματικοί και τελικοί αγώνες.

Ο Δόλιχος ήταν δρόμος αντοχής, όπου οι αθλητές έπρεπε να καλύψουν απόσταση 7-24 στάδια (1.400-4.800 μ.). Το αγώνισμα αυτό εισήχθη στο πρόγραμμα στη 15η Ολυμπιάδα (720 π.Χ.) και ως πρώτος νικητής αναφέρεται ο Άκανθος από τη Λακωνία. Ο Δόλιχος θεωρείται ότι προήλθε από τις αποστάσεις που διένυαν οι κήρυκες της ιερής εκεχειρίας και οι ημεροδρόμοι ή δρομοκήρυκες, οι αγγελιαφόροι δηλαδή που μετέφεραν ειδήσεις και μηνύματα σ' όλη τη χώρα.

Ο οπλίτης δρόμος ήταν δρόμος ταχύτητας και ένα από τα πλέον θεαματικά αγωνίσματα. Οι δρομείς κάλυπταν την απόσταση δύο σταδίων -σπανιότερα τεσσάρων- φέροντας κράνος, κνημίδες και ασπίδα. Ο Παυσανίας (V.12.8) αναφέρει ότι στο ναό του Δία στην Ολυμπία φυλάσσονταν 25 τέτοιες ασπίδες, που μοιράζονταν στους οπλιτοδρόμους, έτσι ώστε όλοι οι αθλητές να φέρουν ασπίδες ίδιου βάρους. Το αγώνισμα αυτό εισήχθη στο πρόγραμμα στην 65η Ολυμπιάδα (520 π.Χ.) και, σύμφωνα με την παράδοση, γινόταν προς τιμήν κάποιου ήρωα που έπεσε μαχόμενος.

Υπήρχε και αγώνισμα δρόμου ημιαντοχής, ο ίππιος, που, ενώ συμπεριλαμβανόταν στα Νέμεα, στα Ίσθμια, στα Παναθήναια και σε άλλους τοπικούς αγώνες, δεν ανήκε στο πρόγραμμα των ολυμπιακών αγωνισμάτων. Οι δρομείς καλούνταν να διανύσουν τέσσερις φορές την απόσταση ενός σταδίου (περίπου 800 μ.), η οποία πιθανότατα ήταν ίδια με εκείνη του ιπποδρόμου, εξ ου και η ονομασία του αγωνίσματος.

Η εκκίνηση όλων των δρομέων ήταν ταυτόχρονη, μ' ένα συγκεκριμένο σύνθημα, και όσοι ξεκινούσαν νωρίτερα μαστιγώνονταν ή και αποβάλλονταν. Υπήρχε ένας κώδικας τιμής που ακολουθούσαν όλοι οι αθλητές, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρεπόταν να εμποδίζουν τους αντιπάλους τους σπρώχνοντάς τους, χτυπώντας τους ή συγκρατώντας τους, και κυρίως απαγορευόταν οποιαδήποτε σχέση των αθλητών με τη δωροδοκία και τη μαγεία.

Ο Δρομέας

Καθώς ο δρόμος ήταν η πιο πρακτική και συνηθισμένη μορφή άσκησης και αθλητισμού στην αρχαία Ελλάδα, δεν υπήρχε ποτέ έλλειψη καλών αθλητών σ' αυτό τον τομέα. Οι αθλητές φημίζονταν για την αφάνταστη αντοχή τους, τη δύναμη και την ταχύτητά τους. Οι σταδιοδρόμοι (δρόμος ταχύτητας) λέγεται ότι έπρεπε να έχουν λεπτά πόδια, χαρακτηριστικό ανεπαρκές για τους δολιχοδρόμους (δρομείς αντοχής), οι οποίοι χρειαζόταν επιπλέον να διαθέτουν δυνατούς ώμους και αυχένα.


Ιππικοί Αγώνες (Αρματοδρομίες και Ιππικά Αγωνίσματα)

Σύμφωνα με τη μυθολογία, η πρώτη αρματοδρομία έγινε ανάμεσα στον Πέλοπα και τον Οινόμαο, το βασιλιά της Πίσας, και πραγματοποιήθηκε στην Ολυμπία. Επίσης, ο Ποσειδώνας, προστάτης των ιππικών αγώνων, λέγεται ότι ήταν κύριος του διάσημου αλόγου Αρείονα, με το οποίο ο Ηρακλής με τον ηνίοχό του Ιόλαο νίκησε τον Κύκνο, το γιο του Άρη, σε αγώνες αρματοδρομίας στην Τροιζήνα. Αλλά και ο Όμηρος, στην Ιλιάδα, στα αγωνίσματα που οργάνωσε ο Αχιλλέας για να τιμήσει τον Πάτροκλο περιλαμβάνει και την αρματοδρομία.
Τα ιππικά αγωνίσματα διεξάγονταν στον ιππόδρομο. Αν και αρχαίοι ιππόδρομοι δεν έχουν σωθεί, ο Παυσανίας μάς πληροφορεί ότι εκείνος της Ολυμπίας βρισκόταν νότια του σταδίου.

Κανόνες των Ιππικών Αγώνων

Τα ιππικά αγωνίσματα που τελούνταν στην Ολυμπία περιλάμβαναν: την ιπποδρομία κελήτων, αγώνισμα με αναβάτη και τέλειο ίππο (άλογα ενός έτους), που συμπεριλήφθηκε το 648 π.Χ., την κάλπη, δηλαδή ιπποδρομία φοράδων το 496 π.Χ., και την ιπποδρομία πώλων το 256 π.Χ.

Οι αρματοδρομίες είχαν τις ρίζες τους στις στρατιωτικές συνήθειες των Αχαιών. Τα αγωνίσματα αρματοδρομίας με τη σειρά που εμφανίστηκαν στην Ολυμπία ήταν: το τέθριππον, άρμα με τέσσερα άλογα το 680 π.Χ., η απήνη, άρμα που έσερναν δύο ημίονοι το 500 π.Χ., η συνωρίς, άρμα που έσερναν δύο άλογα το 408 π.Χ., το τέθριππο πώλων το 384 π.Χ. και η συνωρίς πώλων το 268 π.Χ.

Ο ιππόδρομος ήταν ένας πλατύς, επίπεδος, ανοιχτός χώρος όπου η αφετηρία και το τέρμα ορίζονταν με ένα στύλο. Ένας δεύτερος μικρός στύλος, η νύσσα, όριζε το σημείο καμπής, το οποίο ήταν και το πλέον επικίνδυνο για ατυχήματα. Ο ίδιος ο στίβος χωριζόταν κατά μήκος μ' ένα λίθινο ή ξύλινο χώρισμα, που ονομαζόταν έμβολο, δίπλα στο οποίο έτρεχαν τα άλογα και τα άρματα.

Είναι γνωστό ότι το τέθριππο συμπλήρωνε δώδεκα γύρους του στίβου (ο ποιητής Πίνδαρος αποκαλεί τον αγώνα δωδεκάδρομον). Η συνωρίς και το τέθριππο πώλων έτρεχαν οχτώ γύρους, ενώ η συνωρίς πώλων τρεις. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τους κανόνες των ιππικών αγώνων. Είναι γνωστό ότι δεν επιτρεπόταν η λοξοδρόμηση μπροστά από τους άλλους, εκτός κι αν ξέφευγε κανείς μπροστά, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις.

Στην Ολυμπία απέναντι από τη νύσσα υπήρχε ένας στρογγυλός βωμός, ο Ταράξιππος, που προκαλούσε πανικό στα άλογα. Πιθανότατα, αυτό να σχετίζεται με τη θέση του ήλιου, ο οποίος, αφού οι αγώνες ξεκινούσαν το απόγευμα, βρισκόταν στη φάση της δύσης και στη στροφή τύφλωνε τα ζώα, με αποτέλεσμα να γίνονται ατυχήματα.

Ο Παυσανίας περιγράφει με λεπτομέρειες το περίπλοκο σύστημα της εκκίνησης, της ιππαφέσεως, επινόηση του ανδριαντοποιού Κλεοίτα. Στη δυτική, στενή πλευρά του ιπποδρομίου, οι θέσεις εκκίνησης σχημάτιζαν ένα τρίγωνο στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα χάλκινο δελφίνι πάνω σε έναν υπερυψωμένο στύλο. Στη μέση της βάσης του τριγώνου υπήρχε ένας πλίνθινος βωμός με το μηχανισμό άφεσης.

Το βωμό στόλιζε στο πάνω μέρος του ένας χάλκινος αετός. Ακριβώς πριν τον αγώνα, τα άρματα έμπαιναν στα ειδικά χωρίσματα. Με το σάλπισμα, ο αετός στο βωμό υψωνόταν, ώστε να είναι ορατός από τους θεατές, το δελφίνι έπεφτε στο έδαφος και αποσυρόταν το σχοινί από τις θέσεις -ξεκινώντας από τις δύο ακραίες-έτσι ώστε όλα τα άρματα να βρίσκονται σε μία ευθεία.

Το άρμα ήταν ένα μικρό, ξύλινο όχημα, αρκετά φαρδύ για να χωρέσει δύο όρθιους άντρες και ανοιχτό από πίσω. Στηριζόταν σε έναν άξονα, τα άκρα του οποίου ήταν στερεωμένα σε δύο ισχυρούς ξύλινους τροχούς. Το δυνατότερο και πιο γρήγορο ζώο τοποθετούνταν δεξιά για να διευκολύνει το άρμα στις στροφές. Τα άλογα σημαδεύονταν στις οπλές ή τους μηρούς, είτε με το γράμμα κόππα, από όπου έπαιρναν το όνομα κοππατίες, είτε με το γράμμα σίγμα, που τους έδινε το όνομα σαμφόρες. Αν και το γνήσιο πολεμικό άρμα χωρούσε δύο άντρες -τον ηνίοχο και τον πολεμιστή-, στο τέθριππο και στη συνωρίδα επέβαινε μόνο ο ηνίοχος.

Ο Ηνίοχος

Ο επιτυχημένος ηνίοχος έπρεπε να οδηγεί το άρμα χωρίς να λοξοδρομεί, πράγμα δύσκολο, ιδιαίτερα στο τέθριππο, να γνωρίζει καλά τη χρήση του μαστιγίου και να κρατάει τα ηνία με ασφάλεια, ώστε να αποφεύγει τη σύγκρουση ή την πτώση από το άρμα στη στροφή. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, μέλημα του ηνιόχου ήταν να εκμεταλλευτεί την εσωτερική πλευρά του ιπποδρόμου, έτσι ώστε να καλύψει τη μικρότερη απόσταση. Με βάση τις παραστάσεις σε αγγεία, οι αναβάτες ίππευαν γυμνοί χωρίς εφίππιο και αναβολείς, κρατώντας τα ηνία και το μαστίγιο.

Οι ηνίοχοι δεν ήταν οι ιδιοκτήτες των αλόγων, αλλά ίππευαν επί πληρωμή για λογαριασμό των τελευταίων. Νικητής ανακηρυσσόταν ο ιδιοκτήτης του αλόγου και ως έπαθλο λάμβανε τον κότινο, ενώ ο ιππέας ή ο ηνίοχος στεφανωνόταν με μία μάλλινη ταινία. Για αυτό το λόγο έχουν υπάρξει περιπτώσεις που αναδείχτηκαν ολυμπιονίκες γυναίκες (Κυνίσκη) καθώς και παιδιά ή πόλεις (Άργος, Θήβες). Tα ζώα που κέρδιζαν στους αγώνες τα στεφάνωναν επίσης με μάλλινη ταινία και τους απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές.

Ξακουστοί ηνίοχοι ήταν ο Αντίκερις από την Κυρήνη, ο Κάρρωτος, ηνίοχος του βασιλιά της Κυρήνης Αρκεσιλάου, ο Χρόμιος, του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα, ο Φίντις, του Αγησία από τις Συρακούσες, και ο Αθηναίος Νικόμαχος, του Ξενοκράτη από τον Ακράγαντα.

Ο Παγκρατιστής Άγης .Ε.Α.Μ 


Παγκράτιο

Το παγκράτιο ανήκε στην κατηγορία των βαρέων αγωνισμάτων και προστέθηκε στο Ολυμπιακό πρόγραμμα για τους άνδρες το 648 π.Χ., στην 33η Ολυμπιάδα, και για τους παίδες το 200 π.Χ., στην 145η Ολυμπιάδα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το παγκράτιο αποδίδεται στον ήρωα Θησέα, ο οποίος συνδύασε την πάλη και την πυγμαχία για να εξοντώσει το Μινώταυρο. Θεωρούνταν το πλέον ενδιαφέρον και επικίνδυνο αγώνισμα, αφού συνδύαζε όλα τα χτυπήματα της πυγμαχίας και τις λαβές της πάλης σε ένα θέαμα γρήγορων φάσεων και συχνών πτώσεων. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι το παγκράτιο ήταν μια εξαιρετική άσκηση για την προγύμναση των πολεμιστών.

Κανόνες του Παγκράτιου

Στους αγώνες παγκρατίου, ενώ επιτρέπονταν όλες οι λαβές που χρησιμοποιούσαν οι παλαιστές και όλα τα χτυπήματα της πυγμαχίας, απαγορεύονταν -εκτός μόνο από τη Σπάρτη- το δάγκωμα (δάκνειν) και το χτύπημα στα μάτια (ορύσσειν). Έτσι, το παγκράτιο ήταν το πιο σκληρό απ' όλα τα αγωνίσματα, καθώς το ζητούμενο ήταν η νίκη χωρίς να δίνεται σημασία στις σωματικές βλάβες ή στη ζωή του αντιπάλου.

Υπήρχαν δύο είδη παγκρατίου:

Κάτω παγκράτιο, στο οποίο ο αγώνας συνεχιζόταν αφού οι αντίπαλοι είχαν πέσει στο έδαφος. Χρησιμοποιούνταν στους αγώνες.

Άνω ή ορθοστάνδην παγκράτιο, στο οποίο οι αντίπαλοι αγωνίζονταν όρθιοι. Χρησιμοποιούνταν για την προγύμναση ή σε προκαταρκτικούς αγώνες. Αυτή ήταν η ελαφρύτερη και ασφαλέστερη μορφή του αθλήματος.

Οι παγκρατιαστές δε φορούσαν ιμάντες ή γάντια, όπως οι πυγμάχοι, γι' αυτό τα χτυπήματα δεν ήταν τόσο οδυνηρά. Ωστόσο, ο παγκρατιαστής είχε το δικαίωμα να κρατάει τον αντίπαλό του με το ένα χέρι και να τον χτυπάει με το άλλο, πράγμα που δε συνέβαινε στην πυγμαχία.

Ο αθλητής που έπεφτε πρώτος στο έδαφος ήταν σε δύσκολη θέση, γιατί ο αντίπαλός του μπορούσε να πέσει από πάνω του και να τον ακινητοποιήσει με τα πόδια του, έχοντας τα χέρια του ελεύθερα να τον χτυπήσει ή να εφαρμόσει μια λαβή στραγγαλισμού. Ο παλαιστής που έπεφτε προσπαθούσε να γυρίσει με την πλάτη και να χρησιμοποιήσει τα χέρια και τα πόδια για να προστατευτεί. Οι πιο μικρόσωμοι παλαιστές συχνά έπεφταν επίτηδες με την πλάτη, μια τεχνική που λεγόταν υπτιασμός.

Το λάκτισμα έπαιζε σημαντικό ρόλο στο παγκράτιο. Η κλοτσιά στο στομάχι λεγόταν γαστρίζειν. Η λαβή με την οποία ο παγκρατιαστής κρατούσε το πόδι του αντιπάλου του όσο πιο σφιχτά μπορούσε, για να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του, λεγόταν αποπτερνίζειν.

Ο Παγκρατιαστής

Κατά το Φιλόστρατο, ο τέλειος παγκρατιαστής είχε σωματική διάπλαση τέτοια ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ο καλύτερος παλαιστής μεταξύ των πυγμάχων και ο καλύτερος πυγμάχος μεταξύ των παλαιστών.

Κορυφαίοι παγκρατιαστές ήταν ο Λύγδαμης από τις Συρακούσες, ο Δωριέας -γιος του διάσημου πυγμάχου Διαγόρα- από τη Ρόδο, ο Σώστρατος από τη Σικυώνα, ο Θεαγένης από τη Θάσο και ο Πολυδάμας από τη Σκοτούσσα.

Πάλη

Πρόκειται για το παλαιότερο και πλέον διαδεδομένο άθλημα στον κόσμο. Η πρώτη περιγραφή του βρίσκεται στην Ιλιάδα, στους ταφικούς αγώνες που οργανώθηκαν προς τιμήν του Πατρόκλου, φίλου του Αχιλλέα, όπου αναμετρήθηκαν στην πάλη ο Αίας ο Τελαμώνιος με τον Οδυσσέα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Θησέας ήταν εκείνος που εφηύρε τις τεχνικές της πάλης, όταν πάλεψε και σκότωσε τον Κερκύονα.

Η πάλη ως ανεξάρτητο αγώνισμα και ως μέρος του πεντάθλου εισήχθη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 708 π.Χ., ενώ η πάλη παίδων καθιερώθηκε το 632 π.Χ. Μεγάλη αξία δινόταν σε αυτήν ως μία μορφή στρατιωτικής άσκησης. Το άθλημα αυτό διακρινόταν στην ορθία πάλη ή ορθοπάλη ή σταδαία πάλη και στην αλίνδησιν ή κύλισιν ή κάτω πάλη. Οι παλαιστές στην αρχή στέκονταν αντιμέτωποι με τα πόδια λυγισμένα και ελαφρά ανοιχτά, μία στάση που ονομαζόταν σύστασις ή παράθεσις. Σε αντίθεση με σήμερα, σύστημα βαθμολογίας δεν είχε αναπτυχθεί ούτε και γινόταν διαφοροποίηση ανάλογα με το βάρος των αθλητών.

Ορθία Πάλη

Σκοπός αυτού του είδους πάλης ήταν οι παλαιστές να ρίξουν απλώς τον αντίπαλο στο έδαφος. Τρεις πτώσεις σήμαιναν μια ήττα και ο νικητής αποκαλούνταν τριακτήρ. Ο αγώνας συνεχιζόταν μέχρι τελικής πτώσεως ενός εκ των δύο αθλητών. Στην ορθία πάλη γυμναζόταν το επάνω μέρος του σώματος παλαιστών (κεφαλή, τράχηλος, ώμοι, χέρια, θώρακας, μέση).

Αλίνδησις

Σε αυτό το είδος πάλης γυμναζόταν κυρίως το κάτω μέρος του σώματος (μέση, μηροί, γόνατα) και τα χέρια. Ο αγώνας τελείωνε με την παραδοχή της ήττας ενός εκ των δύο αθλητών με ανάταση του δεξιού χεριού του με το δείκτη τεντωμένο.

Κανόνες της Πάλης

Οι αθλητές διέμεναν και προπονούνταν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, τις παλαίστρες, ενώ οι αγώνες διεξάγονταν για τη μεν ορθία πάλη στην άμμο πάνω στο σκάμμα, για τη δε αλίνδησιν στο κήρωμα, μια λασπωμένη αρένα. Οι παλαιστές συνήθιζαν να αλείφουν με λάδι ελιάς το σώμα τους πριν τον αγώνα.

Κατά τη διάρκεια ενός αγώνα πάλης επιτρέπονταν οι τρικλοποδιές και οι λαβές, ανεξάρτητα από το πόσο επικίνδυνες και βίαιες μπορεί να ήταν, όπως για παράδειγμα το άμμα (πιάσιμο σε κόμπο), το άγχειν (αποπνιγμός), το ράσσειν (πτώση στο έδαφος), το τραχηλίζειν (λαβή από τον τράχηλο), το διαλαμβάνειν (λαβή από τη μέση) κλπ. Ωστόσο, τα χτυπήματα δεν επιτρέπονταν, όπως και τα δαγκώματα, καθώς και ο αγώνας έξω από τα όρια του σκάμματος.

Ο Παλαιστής

Ο Φιλόστρατος υποστηρίζει ότι ένας καλός παλαιστής πρέπει να έχει συμμετρικό σώμα και ανάστημα, γερούς ώμους και χέρια και όχι λεπτό λαιμό, το στέρνο του να είναι φαρδύ και τα πλευρά του γερά, η κοιλιά επίπεδη και το ισχίο ευλύγιστο, οι μηροί και τα πόδια δυνατά και να δίνει την εντύπωση στιβαρού αγάλματος. Διάσημοι παλαιστές υπήρξαν ο περίφημος Μίλων και ο Τιμασίθεος από τον Κρότωνα, ο Ιπποσθένης και ο γιος του Ετοιμοκλής από τη Σπάρτη, ο Αριστόδημος από την Ηλεία και ο Ισίδωρος από την Αλεξάνδρεια.

Πένταθλο

Το πένταθλο προστέθηκε το 708 π.Χ., στη 18η oλυμπιάδα, και αποτελούνταν από 5 αγωνίσματα: δίσκο, ακόντιο, άλμα, δρόμο και πάλη. Ο δρόμος και η πάλη ήταν και ξεχωριστά αγωνίσματα στους πανελλήνιους αγώνες, αλλά το άλμα, ο δίσκος και το ακόντιο διεξάγονταν μόνο ως μέρος του πεντάθλου. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το πένταθλο καθιέρωσε ο Ιάσoνας. Συνδύασε τα πέντε αγωνίσματα και απένειμε το έπαθλο στο φίλο του Πηλέα (που ήρθε δεύτερος σε όλα εκτός από την πάλη, στην οποία νίκησε).

Η σειρά διεξαγωγής των πέντε αγωνισμάτων δεν είναι γνωστή. Πιθανότατα το πένταθλο να ξεκινούσε με το δρόμο ή με το άλμα. Το βέβαιο πάντως είναι ότι τελείωνε με την πάλη.

Κανόνες του Πένταθλου

Το πένταθλο συνδύαζε τα δύο είδη αγωνισμάτων που υπήρχαν στον αρχαίο κόσμο: τα ελαφρά αγωνίσματα (άλμα, δρόμος και ακόντιο) και τα βαρέα (δίσκος και πάλη). Οι πηγές δε διασαφηνίζουν τον τρόπο ανάδειξης νικητή. Δεν είναι, λοιπόν, γνωστό αν το στεφάνι της νίκης κέρδιζε ο αθλητής που είχε έρθει πρώτος και στα πέντε αγωνίσματα ή μόνο στα τρία, εκ των οποίων το ένα υποχρεωτικά ήταν η πάλη.

Ο Πενταθλητής

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι πενταθλητές είναι οι καλύτεροι αθλητές, γιατί έχουν τα φυσικά χαρίσματα τόσο της ταχύτητας όσο και της δύναμης. Η συμμετοχή στο πένταθλο απαιτούσε ένα συνδυασμό ικανοτήτων, όπως η ταχύτητα, η δύναμη, η δεξιοτεχνία και η αντοχή, και οι πενταθλητές θεωρούνταν αθλητικά πρότυπα.

Πυγμή

Η πυγμή (πυγμαχία), ένα από τα παλαιότερα αθλήματα, συμπεριλήφθηκε στα Ολυμπιακά αγωνίσματα το 688 π.Χ. και η πυγμή παίδων εισήχθη στο ολυμπιακό πρόγραμμα το 616 π.Χ. Η πυγμαχία πρωτοαναφέρεται στην Ιλιάδα, ως ένας από τους αγώνες που διοργανώθηκαν προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου, όπου νίκησε ο Επειός, και στην Οδύσσεια στους αγώνες στο νησί των Φαιάκων.

Στη μυθολογία ως ιδρυτής του αγωνίσματος αναφέρεται ο Απόλλωνας, ο οποίος νίκησε και σκότωσε το Φόρβαντα, έναν πυγμάχο που προκαλούσε τους ταξιδιώτες που περνούσαν από τους Δελφούς να αναμετρηθούν μαζί του. Ο Απόλλωνας, επίσης, νίκησε σε αγώνα πυγμής και τον Άρη στην Ολυμπία.

Πρότυπο πυγμαχικού αγώνα στη μυθολογία ήταν εκείνος ανάμεσα στον Πολυδεύκη και τον Άμυκο, το βασιλιά των Βεβρύκων από τη Βιθυνία του Εύξεινου Πόντου. Ο βασιλιάς προκαλούσε όλους τους ξένους που περνούσαν από τη χώρα του να πυγμαχήσουν μαζί του και κατά τη διάρκεια του αγώνα τούς σκότωνε. Ο Πολυδεύκης αποδείχτηκε πολύ σκληρός αντίπαλος για τον Άμυκο, τον οποίο νίκησε και υποχρέωσε να ορκιστεί ότι θα επέτρεπε στους ταξιδιώτες ελεύθερη και ασφαλή διέλευση από τη χώρα του.

Ο Εξοπλισμός της Πυγμής

Προκειμένου να κρατούνται σταθεροί οι καρποί και οι αρθρώσεις των δακτύλων, οι πύκτες (πυγμάχοι) -ήδη από τα ομηρικά χρόνια έως και τον 5ο αι. π.Χ.- τύλιγαν στα χέρια ιμάντες, τα στρόφια ή μειλίχαι. Ήταν λωρίδες από μαλακό δέρμα βοδιού, μήκους 3 μ. περίπου, τις οποίες και άλειφαν με λάδι ή λίπος για να διατηρούνται μαλακές. Τύλιγαν τους ιμάντες γύρω από τις πρώτες κλειδώσεις των δαχτύλων και μετά τους περνούσαν διαγώνια, από την παλάμη μέχρι το πάνω μέρος του χεριού, αφήνοντας τον αντίχειρα ακάλυπτο.

Στη συνέχεια, τους έδεναν γύρω από τον καρπό ή ψηλά στο βραχίονα με μια θηλιά. Τον 4ο αι. π.Χ. οι ιμάντες που κάλυπταν την πρώτη φάλαγγα των δακτύλων ενισχύθηκαν με σκληρότερο δέρμα εξωτερικά και μαλλί εσωτερικά (σφαίραι) και χρησιμοποιούνταν περισσότερο στην προπόνηση.

Από τον 4ο αι. π.Χ. έως και το 2ο αι. π.Χ., οι πυγμάχοι άρχισαν να φορούν ένα είδος γαντιού που αποτελούνταν από δερμάτινες λωρίδες τυλιγμένες εκ των προτέρων, τους οξείς ιμάντες. Η Ρωμαϊκή εφεύρεση του caestus, ενός γαντιού πυγμαχίας ενισχυμένου με σίδερο και μολύβι, μεταμόρφωσε την ελληνική τέχνη της πυγμαχίας σε έναν απάνθρωπο και φονικό αγώνα.

Οι Κανόνες της Πυγμής

Οι ακριβείς κανόνες της πυγμής είναι άγνωστοι. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι δεν επιτρέπονταν οι λαβές, τα χτυπήματα στα γεννητικά όργανα, η ενίσχυση των ιμάντων με πρόσθετα στρώματα λωρίδων και η χρήση λωρίδων από χοιρόδερμα. Οι διαιτητές εξέταζαν τις λωρίδες πριν από κάθε αγώνα. Κατά τη διάρκεια της προπόνησης οι πυγμάχοι προστάτευαν τα αυτιά τους φορώντας ένα δερμάτινο κάλυμμα, τις αμφωτίδες ή επωτίδες.

Η πυγμή στην αρχαιότητα διέφερε κατά πολύ από τη σύγχρονη. Η κατηγοριοποίηση των πυγμάχων ανάλογα με το βάρος τους ήταν άγνωστη. Αντίθετα, αγωνίζονταν με οποιονδήποτε εκλεγόταν με κλήρο. Επιπλέον, δεν είναι γνωστός ο χώρος διεξαγωγής του αγώνα. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι δεν υπήρχε χρονικό όριο στη διάρκεια του αγώνα.

Οι αντίπαλοι μάχονταν μέχρι να εγκαταλείψει ο ένας από τους δύο, σηκώνοντας το χέρι με το δείκτη τεντωμένο, για να δείξει ότι παραδεχόταν την ήττα, ή πέφτοντας στο έδαφος. Μερικές φορές, και με τη συναίνεση των δύο αντιπάλων, ο διαιτητής τούς άφηνε λίγο χρόνο για ν' ανακτήσουν τις δυνάμεις τους.

Φαίνεται ότι εκτιμούσαν αρκετά τα καλά χτυπήματα στο κεφάλι, ενώ η θέση του πυγμάχου σε σχέση με τον ήλιο ήταν ιδιαίτερης σημασίας. Αν ο ένας από τους δύο κατάφερνε να υποχρεώσει τον αντίπαλό του να στραφεί προς τον ήλιο, κέρδιζε ένα πλεονέκτημα, καθώς εκείνος τυφλωνόταν από τη λάμψη. Όταν ένας αγώνας διαρκούσε πολύ και δεν αναδεικνυόταν νικητής, οι δύο αντίπαλοι είχαν τη δυνατότητα να μπουν στη διαδικασία της κλίμακος. Σ' αυτήν κάθε πυγμάχος στεκόταν ακίνητος και δεχόταν ένα χτύπημα από τον αντίπαλό του, χωρίς να κάνει προσπάθεια να το αποφύγει. Νικητής ανακηρυσσόταν όποιος έβγαζε τον αντίπαλό του εκτός αγώνα ή τον οδηγούσε σε παραδοχή της ήττας του.

Ο Πύκτης (Πυγμάχος)

Κατά το Φιλόστρατο, ο καλός πυγμάχος έπρεπε να έχει μακριά και δυνατά χέρια, δυνατούς ώμους, ψηλό λαιμό και ισχυρούς κι ευλύγιστους καρπούς. Ελαττώματα θεωρούνταν το χοντρό καλάμι του ποδιού (μειώνει την ευκινησία) και το μεγάλο στομάχι (δεν επιτρέπει τις μαλακές κινήσεις). Επιπλέον, ο πυγμάχος έπρεπε να έχει επιμονή, υπομονή, αντοχή, ισχυρή θέληση και σθένος.

Οι αλλαγές στους ιμάντες επέφεραν σημαντικές τροποποιήσεις στην τεχνική του αγωνίσματος. Παλαιότερα, που οι ιμάντες ήταν μαλακοί, η πυγμαχία απαιτούσε ευκινησία, ικανότητα, ευελιξία και καλή τεχνική, όταν όμως υιοθετήθηκαν οι οξείς ιμάντες, οι πυγμάχοι έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στην άμυνα και ο αγώνας έγινε πιο αργός, με μεγαλύτερη έμφαση στην ωμή δύναμη παρά στην επιδεξιότητα.

Πολυάριθμα σατιρικά ποιήματα και επιγράμματα γράφτηκαν με αφορμή την παραμόρφωση των προσώπων των πυγμάχων.

Διάσημοι πυγμάχοι της αρχαιότητας ήταν ο Διαγόρας από τη Ρόδο, ο Μελαγκόμας από την Καρία, ο Κλεόξενος από την Αλεξάνδρεια, ο Ιππόμαχος από την Ηλεία και ο Γλαύκος από την Κάρυστο.

Οι Χώροι Άθλησης

Οι αθλητικοί χώροι που λειτουργούσαν ήταν το Στάδιο, το Γυμνάσιο και ο Ιππόδρομος, τους οποίους συναντάμε όχι μόνον στα μεγάλα ιερά αλλά και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Από αυτούς ο σημαντικότερος ήταν το Γυμνάσιο. Εκεί ελάμβανε χώρα η εκγύμναση των αθλητών αλλά και η προετοιμασία των εφήβων για τη στρατιωτική τους θητεία. Αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα κάθε ελληνικής πόλης και γρήγορα εξελίχθηκε σε χώρο γενικότερης μόρφωσης και καλλιέργειας πνευματικών και ηθικών αξιών, όπου συγκεντρώνονταν καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και ρήτορες.

Στα Γυμνάσια, οι νέοι ασκούσαν το σώμα και σφυρηλατούσαν το πνεύμα τους με σκοπό να γίνουν πολίτες ικανοί να συμμετάσχουν στα κοινά και να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα τρία δημόσια γυμνάσια των Αθηνών εξελίχθηκαν σε κέντρα των σημαντικότερων φιλοσοφικών σχολών της Κλασικής περιόδου: η Ακαδημία του Πλάτωνα, το Λύκειο του Αριστοτέλη και το Κυνόσαργες του Αντισθένη.

Οι αθλητικοί αγώνες εκτός από σημαντικότατος κοινωνικός θεσμός ήταν και μια πραγματική πηγή καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μερικά από τα αριστουργήματα της αρχαίας Ελληνικής πλαστικής και μεταλλουργίας (όπως π.χ. ο περίφημος Ηνίοχος των Δελφών) αποτελούν αναθήματα νικητών στα αντίστοιχα ιερά, ενώ δε θα πρέπει να παραβλέπουμε τις αναρίθμητες αθλητικές σκηνές που κοσμούν μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία και, βέβαια, την ποίηση που αναπτύχθηκε σε σχέση με τους αγώνες, με κυριότερους εκπροσώπους το Βακχυλίδη, το Σιμωνίδη και τον Πίνδαρο.

Το στάδιο, η παλαίστρα και το γυμνάσιο είναι οι κύριοι αγωνιστικοί χώροι και, επειδή συνδέονται με την αγωγή των νέων και την ανάπτυξη του αθλητικού πνεύματος, αποτελούν τα βασικά και απαραίτητα ιδρύματα της Ελληνικής πόλης. Μεγάλη υπήρξε η συμβολή τους στη σωματική διάπλαση των νέων, με σκοπό αφενός την προετοιμασία και τη δημιουργία γενναίων υπερασπιστών της ελευθερίας της πόλης και αφετέρου τη διαμόρφωση "καλών καγαθών" πολιτών.

Το Στάδιο

Το στάδιο είναι η βασική μονάδα μήκους του δρόμου, η οποία και δανείζει το όνομά της στο χώρο όπου διεξάγονται τα αγωνίσματα του δρόμου και, έπειτα από ορισμένες τροποποιήσεις το πένταθλο και η πυγμή, η πάλη και το παγκράτιο. Φαίνεται ότι αρχικά ο χώρος διεξαγωγής των αγωνισμάτων του δρόμου ήταν μια επίπεδη πεδινή έκταση, όπου στηνόταν η "νύσσα", το σήμα της στροφής των δρομέων για την επάνοδό τους στην αφετηρία, όπως μαρτυρεί ο Όμηρος.

Στην Αρχαϊκή και Κλασική εποχή και εξαιτίας της μεγάλης ανάπτυξης των αγώνων γίνεται επιτακτική η ανάγκη να βρεθεί μια κατάλληλη μόνιμη θέση που να παρέχει θέα στο κοινό των αγώνων. Διαμορφώνεται ένα επίμηκες, παραλληλόγραμμο πεδινό τμήμα και κατασκευάζονται, αρχικά από τις δύο και στη συνέχεια από όλες τις πλευρές του, επικλινή επίπεδα για τους θεατές. Αυτήν τη μορφή θα διατηρήσει το στάδιο μέχρι τους Ελληνιστικούς χρόνους, οπότε και κτίζονται λίθινα ή μαρμάρινα εδώλια για την άνετη παραμονή των θεατών.

Σύμφωνα με την παράδοση, το μήκος του σταδίου της Ολυμπίας το όρισε ο Ηρακλής μετρώντας το με τα βήματά του. Ο δρόμος έχει μήκος 600 πόδες ή έξι πλέθρα. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές στα άκρα του δρόμου διαμορφώνονταν δύο αφέσεις, για την εκκίνηση και τον τερματισμό των δρομέων.
Η παλαίστρα της Ολυμπίας με δωρική κιονοστοιχία 72 κιόνων 3-4ος αι. π.Χ. 

Γυμνάσιο-Παλαίστρα

Το γυμνάσιο και η παλαίστρα, κύριοι χώροι άσκησης των νέων και των ανδρών, αναδεικνύονται σε κέντρα αθλητισμού και μόρφωσης, εφόσον εκεί συχνάζουν καλλιτέχνες και φιλόσοφοι. Τα ιδρύματα αυτά εμφανίζονται με την ανάπτυξη της πόλης, ενώ η δυσκολία του Παυσανία να ονομάσει πόλη τη φωκική πολιτεία των Πανοπέων, γιατί δεν έχει αρχεία, γυμνάσιο, θέατρο, αγορά και κρήνη, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της σημαντικότητας τους.

Αρχικά, ως χώρος γύμνασης των νέων χρησίμευε κάποιο σκιερό άλσος ή κάποιος χώρος κοντά σε ποτάμι έξω από την πόλη. Το έδαφος στο χώρο ασκήσεων καθαριζόταν και διαμορφωνόταν ανάλογα για τις ανάγκες του "δρόμου". Οι ανάγκες της πάλης θα δημιουργήσουν την παλαίστρα. Ένας τετράγωνος περίβολος θα περικλείσει το "δρόμο" ή "ξυστό" που είναι υπόστεγος χώρος για τα αγωνίσματα του πένταθλου σε περίπτωση κακοκαιρίας, την "παραδρομίδα" που είναι ένας ακάλυπτος χώρος κατά μήκος του "ξυστού", την παλαίστρα, το λουτρό και διάφορους χώρους για τις ανάγκες των αθλητών.

Η αρχιτεκτονική μορφή του γυμνασίου κατά το πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα είναι γνωστή από το γυμνάσιο των Δελφών. Το γυμνάσιο της Ολυμπίας του 2ου αιώνα π.Χ. που καταστράφηκε κατά μεγάλο μέρος από τις πλημμύρες του Κλαδέου ποταμού, αποτελούνταν από ένα μεγάλο ορθογώνιο χώρο (220×120τ.μ.) που είχε στοές στις τέσσερις πλευρές του.

Η παλαίστρα άλλοτε αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου και άλλοτε ξεχωριστό ίδρυμα. Εξελίχτηκε σε έναν κεντρικό τετράγωνο χώρο για τις ανάγκες της άθλησης, ο οποίος περιβαλλόταν από διάφορους χώρους για τους αθλητές. Στην αρχή η παλαίστρα δεν ήταν οικοδόμημα, αλλά ένα σκάμμα μαλακό που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του αθλήματος. Από ιστορικές και επιγραφικές πηγές είναι γνωστό ότι οι παλαίστρες διέθεταν αποδυτήριο, ελαιοθέσιο, αλειπτήριο, κονιστήριο, λουτρό, σφαιριστήριο και κωρύκειο (χώρος για την άσκηση των αθλητών σε σάκους με άμμο). Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τύπου της κλασικής παλαίστρας αποτελεί αυτή της Ολυμπίας με διαστάσεις 66,7×66,35τ.μ. που χρονολογείται στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ.

Ιππόδρομος

Αρχικά την έκταση του ιπποδρόμου σε μια πεδινή έκταση όριζαν απλοί στύλοι, τα σήματα ή "νύσσαι". Φαίνεται μάλιστα ότι οι ιππόδρομοι διατήρησαν αυτήν τη μορφή στην Αρχαϊκή και Κλασική εποχή. Ο ιππόδρομος της Ολυμπίας έχει καταστραφεί από το ρεύμα του Αλφειού και μόνο από την περιγραφή του Παυσανία έχουμε σήμερα μια εικόνα του χώρου. Φαίνεται ότι το πιο ενδιαφέρον τμήμα στον ιππόδρομο της Ολυμπίας ήταν η ιππάφεση.

Υπήρχε σύμφωνα με τον Παυσανία ένας πολύπλοκος μηχανισμός για το ξεκίνημα των αλόγων τον οποίο επινόησε ο Αθηναίος Κλεοίτας και αργότερα συμπλήρωσε ο Αριστείδης, ενώ φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιούνταν σε ιπποδρομίες άλλων πόλεων. Πρόκειται για έναν τριγωνικό μηχανισμό με την άκρη του στραμμένη προς το στίβο των ιπποδρομιών. Στις μακριές πλευρές του ήταν τοποθετημένα κατά ζεύγη μικρά οικήματα χωρίς στέγη, στα οποία βρίσκονταν τα άρματα ή τα άλογα που επρόκειτο να αγωνιστούν, ενώ μπροστά τους υπήρχε τεντωμένο ένα σκοινί, η "ύσπληξ".

Στην κορυφή του τριγώνου βρισκόταν ένα δελφίνι, ενώ στο εσωτερικό του ήταν τοποθετημένος πάνω σε βωμό ένας χάλκινος αετός. Με το σήμα της εκκίνησης το δελφίνι έπεφτε κάτω και υψωνόταν ο αετός, ενώ παράλληλα έπεφτε το σκοινί των δύο πρώτων οικημάτων και τα άλογα ξεκινούσαν. Όταν έφταναν στο ύψος των δύο δεύτερων οικημάτων έπεφτε και εκεί το σκοινί και ξεκινούσαν και αυτά, ενώ καθώς τα άλογα κάλπαζαν προς την κρυφή του τριγώνου, άνοιγαν διαδοχικά όλα τα οικήματα.

Οι Τιμές στους Ολυμπιονίκες

Οι αγώνες ήταν στεφανίτες. Το άθλο, δηλαδή, ήταν ένα στεφάνι από κλαδί αγριελιάς, ο κότινος. Σύμφωνα με την παράδοση, τον κότινο ως έπαθλο των αγώνων καθιέρωσε ο Ίφιτος, ύστερα από σχετικό χρησμό του μαντείου των Δελφών. Τα κλαδιά για τα στεφάνια των νικητών έκοβαν από την Καλλιστέφανο ελιά που ήταν νοτίως του ναού του Διός.

Ένας «παις αμφιθαλής» (που ήταν δηλαδή στη ζωή οι γονείς του) με χρυσό ψαλίδι έκοβε τα κλαδιά. Στη συνέχεια τα πήγαινε στο ναό της Ήρας και τα ακουμπούσε επάνω σε μία χρυσελεφάντινη τράπεζα. Από εκεί τα έπαιρναν οι Ελλανοδίκες για να στεφανώσουν τους νικητές. Για βραβείο χρησιμοποιούσαν ακόμη μάλλινες ταινίες τις οποίες έδεναν στο μέτωπο ή σε άλλα μέρη του σώματος των αθλητών.

Ανυπολόγιστη, όμως, ήταν η ηθική σημασία της νίκης στην Ολυμπία. Τις νίκες αυτές ύμνησαν μεγάλοι ποιητές, όπως ο Συμωνίδης, ο Βακχυλίδης και ο σπουδαιότερος όλων, ο Πίνδαρος. Ο Ολυμπιονίκης όταν επέστρεφε στην πόλη του απολάμβανε μεγάλες τιμές. Κατεδαφιζόταν ένα τμήμα των τειχών της πόλης, εφόσον πόλη που γέννησε Ολυμπιονίκη δεν είχε ανάγκη από τείχη, και από τη νέα είσοδο έμπαινε ο νικητής στην πόλη, ανεβασμένος σε ένα μεγαλόπρεπο τέθριππο άρμα. Στη συνέχεια ο νικητής πρόσφερε θυσία στο θεό προστάτη της πόλης και του αφιέρωνε το στεφάνι του. Ακολουθούσε εορταστικό δείπνο στο οποίο καθόταν όλη η πόλη.

Άλλα προνόμια που έδιναν στους νικητές ήταν η ισόβια σίτισή του με δημόσια δαπάνη, η ατέλεια (φορολογική απαλλαγή), ενώ στην Αθήνα ο Σόλων θέσπισε και χρηματικό βραβείο. Στη Σπάρτη ο νικητής αποκτούσε το δικαίωμα να πολεμάει δίπλα στο βασιλιά. Στις δημόσιες εκδηλώσεις είχαν πάντα τιμητική θέση, ενώ πολλές φορές το όνομά τους χαρασσόταν πάνω σε στήλες που τοποθετούσαν σε περίοπτη θέση. Σε μερικές πόλεις οι Ολυμπιονίκες λατρεύονταν σαν ήρωες μετά το θάνατό τους.

Οι τιμές και τα προνόμια των Ολυμπιονικών ποίκιλλαν από πόλη σε πόλη. Ωστόσο η σημαντικότερη τιμή του Ολυμπιονίκη ήταν το δικαίωμα του να τοποθετήσει το άγαλμά του στην ιερή Άλτη και ο επινίκιος, ο ύμνος δηλαδή που γραφόταν για να εξυμνήσει τη νίκη του. Οι δύο αυτές τιμές εξασφάλιζαν τη δόξα του και το όνομά του έμενε γνωστό για πάντα.

Οι Ολυμπιονίκες

Η συμμετοχή κάθε αθλητή στους Ολυμπιακούς Αγώνες θεωρούνταν από τον ίδιο και τον περίγυρό του η σημαντικότερη εμπειρία της ζωής του. Κατά τη διάρκεια των δώδεκα αιώνων που οργανώνονταν οι αγώνες, από τους χώρους της Ολυμπίας πέρασαν μεγάλοι αθλητές που με τις νίκες τους απέκτησαν θρυλικές διαστάσεις και έμειναν αθάνατοι στη συνείδηση του κόσμου. Διάσημοι αθλητές του 6ου αι. π.Χ. μνημονεύονταν ακόμη και το 2ο αι. μ.Χ., όπως ο παλαιστής Μίλων από τον Κρότωνα.

Σε αυτή την ενότητα παρατίθενται σύντομες πληροφορίες για ορισμένους από τους πλέον ξακουστούς Ολυμπιονίκες, όπως ο Θεαγένης από τη Θάσο, ο Λεωνίδας και ο Διαγόρας από τη Ρόδο, ο Μίλων και ο Αστύλος από τον Κρότωνα, ο Πολυδάμας από τη Σκοτούσσα, ο Μελαγκόμας από την Καρία και ο Ηρόδωρος από τα Μέγαρα.

Θεαγένης από τη Θάσο (Παγκράτιο, Πυγμαχία)

Ο Θεαγένης, γιος του Τιμοσθένη, ενός ιερέα στο ναό του Ηρακλή στη Θάσο, εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους παγκρατιαστές και μετά το θάνατό του λατρεύτηκε ως θεός-θεραπευτής. Μερικοί πίστευαν ότι ήταν στην πραγματικότητα γιος κάποιου θεού, ο οποίος μεταμφιεσμένος κοιμήθηκε με τη μητέρα του.

Ο Θεαγένης έγινε διάσημος σε ηλικία εννέα ετών. Τότε λέγεται ότι έκλεψε το χάλκινο άγαλμα ενός θεού από τη βάση του και το κουβάλησε σπίτι του. Μερικοί στη Θάσο εξοργίστηκαν με αυτή την ιερόσυλη πράξη και θέλησαν να τον τιμωρήσουν με θάνατο. Τελικά όμως αποφασίστηκε ως αρκετή τιμωρία να μεταφέρει απλώς το άγαλμα πίσω στη θέση του, όπως και έκανε. Η ιστορία αυτού του κατορθώματος έκανε διάσημο το μικρό Θεαγένη σε όλη την Ελλάδα.

Ο νεαρός Θάσιος έγινε για πρώτη φορά Ολυμπιονίκης το 480 π.Χ. (75η Ολυμπιάδα) στην πυγμαχία (πυγμή) και το 476 π.Χ. (76η Ολυμπιάδα) στο παγκράτιο. Νίκησε επίσης τρεις φορές στα Πύθια, εννέα στα Νέμεα και δέκα στα Ίσθμια, άλλοτε στην πυγμαχία και άλλοτε στο παγκράτιο. Μία φορά, στους αγώνες που οργανώνονταν στη Φθία προς τιμήν του Αχιλλέα, δοκίμασε στο δόλιχο, ένα από τα αγωνίσματα του δρόμου, όπου και νίκησε.

Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι στέφανοι που είχε κερδίσει κατά τη διάρκεια της αθλητικής του δραστηριότητας ανέρχονταν στους 1.400. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι το άγαλμά του στην Ολυμπία, έργο του γλύπτη Γλαυκία από την Αίγινα, ήταν στημένο στην Άλτη δίπλα σε εκείνα του Φιλίππου Β' και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο Θεαγένης απέκτησε μεγάλη δόξα για την πατρίδα του και οι συμπατριώτες του ήταν πολύ περήφανοι γι' αυτόν. Μετά το θάνατό του, έστησαν το άγαλμά του στη Θάσο. Ο Παυσανίας διηγείται μια σχετική ιστορία, ότι κάποιος που αντιμετώπιζε το Θεαγένη όσο ζούσε, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει να τον νικήσει, πήγαινε και μαστίγωνε το άγαλμα του ολυμπιονίκη κάθε βράδυ. Φαίνεται ότι μια βραδιά, καθώς εκείνος χτυπούσε το άγαλμα, αυτό ξεκόλλησε και έπεσε επάνω του, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει.

Τα παιδιά του, στη θλίψη τους, κατηγόρησαν το άγαλμα για φόνο. Σύμφωνα με το νόμο των Θασίων, ο φόνος τιμωρούνταν με εξορία, γι' αυτό και το άγαλμα ρίχτηκε στη θάλασσα. Μετά απ' αυτό, μεγάλη ξηρασία χτύπησε το νησί και ο λαός δυστύχησε. Ακολουθώντας Δελφικό χρησμό, οι Θάσιοι, σε μια προσπάθεια να εξευμενίσουν τη Δήμητρα, επανέφεραν στο νησί όλους τους εξόριστους.

Ωστόσο, η ξηρασία και ο λιμός συνεχίστηκαν και οι άρχοντες ξαναζήτησαν τη συμβουλή του μαντείου. Τότε η Πυθία τούς θύμισε το άγαλμα του Θεαγένη που βρισκόταν στο βυθό της θάλασσας. Και ενώ εκείνοι ανησυχούσαν για το πώς θα βρουν το άγαλμα, κάποιοι ψαράδες το έπιασαν στα δίχτυα τους και το έφεραν στη στεριά. Η ξηρασία σταμάτησε και από τότε οι Θάσιοι άρχισαν να προσφέρουν θυσίες στο θεό-θεραπευτή Θεαγένη.

Λεωνίδας από τη Ρόδο (Δρομέας)

Ο Λεωνίδας έγινε διάσημος και τελικά θεοποιήθηκε για τις νίκες του σε τρία αγωνίσματα του δρόμου: το στάδιο, το δίαυλο και τον οπλίτη δρόμο. Οι ιστορικές μαρτυρίες τον χαρακτηρίζουν ως τον αθλητή με το δαιμόνιον τάχος (τη δαιμονισμένη ταχύτητα). Ο Ρόδιος δρομέας κατάφερε να νικήσει και στα τρία αγωνίσματα σε τέσσερις διαδοχικές Ολυμπιάδες, ένα επίτευγμα που δεν επαναλήφθηκε από άλλον αθλητή.

Θεωρείται δε ιδιαίτερα εντυπωσιακό, γιατί και τα τρία αγωνίσματα ήταν δρόμοι ταχύτητας ή/και ημιαντοχής, και όπως είναι γνωστό είναι πιο δύσκολο να διατηρήσει ένας δρομέας την αντοχή και την ταχύτητά του για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα -τέσσερις Ολυμπιάδες- από ό,τι ένας πυγμάχος ή ένας παλαιστής τη δύναμή του. Γι' αυτό, εξάλλου, τα κατορθώματα του Λεωνίδα υπήρξαν γνωστότερα από εκείνα άλλων αθλητών που νίκησαν σε συνεχόμενες Ολυμπιάδες στα βαρέα αθλήματα.

Ο Λεωνίδας κέρδισε τις πρώτες του Ολυμπιακές νίκες το 164 π.Χ. (154η Ολυμπιάδα) και στα τρία αγωνίσματα του δρόμου και ακολούθησαν εκείνες του 160 π.Χ., του 156 π.Χ. και τέλος του 152 π.Χ., όταν σε ηλικία 36 ετών χάρισε στο νησί του ακόμη τρία στεφάνια και αποθεώθηκε από τους συμπατριώτες του.

Μίλων από τον Κρότωνα (Παλαιστής)

Ο Μίλων, γιος του Διοτίμου, έζησε τον 6ο αι. π.Χ. και γιόρτασε την πρώτη του νίκη σε Ολυμπιάδα στο αγώνισμα της πάλης παίδων.Μέχρι το τέλος της ζωής του είχε ακόμη πέντε ολυμπιακές νίκες στην πάλη ανδρών. Νίκησε επτά φορές στα Πύθια, εννέα στα Νέμεα και δέκα στα Ίσθμια. Υπήρξε ο σπουδαιότερος από τους Κροτωνιάτες αθλητές και ένας από τους πιο ξακουστούς του αρχαίου κόσμου.

Οι αρχαίοι συγγραφείς έχουν διασώσει στα γραπτά τους πολλές ιστορίες για τους άθλους του και την υπεράνθρωπη δύναμή του. Ο Φύλαρχος αναφέρει ότι κάποτε, στη γιορτή του Δία, ο Μίλων μετέφερε ένα δαμάλι τεσσάρων χρόνων στους ώμους του, το οποίο και κατανάλωσε αργότερα μόνος του. Κατά τη διάρκεια συμποσίου των Πυθαγορείων -στους οποίους ανήκε- συγκράτησε την κεντρική κολόνα της αίθουσας, ενώ αυτή έπεφτε, ωσότου να προλάβουν να απομακρυνθούν όλοι.

Ήταν ξακουστός για τις τεράστιες ποσότητες τροφής και ποτού που κατανάλωνε. Ο Αθήναιος, συγγραφέας των Δειπνοσοφιστών που έζησε στη Ρώμη το 2ο αι. μ.Χ., αναφέρει ότι ο Μίλων κατανάλωνε ταχτικά πέντε κιλά κρέας, άλλα τόσα ψωμί και τρεις κανάτες κρασί (περ. 10 λίτρα) σε κάθε γεύμα.

Ο Θεόδωρος Ιεραπολίτης περιγράφει ότι, όταν η γειτονική Σύβαρις κήρυξε πόλεμο στον Κρότωνα, ο Μίλων με στεφάνι στο κεφάλι, δορά λιονταριού στους ώμους και κραδαίνοντας ρόπαλο βγήκε μπροστά και συνάντησε τους εχθρούς, ακολουθούμενος από τους κατοίκους της πόλης. Η επίθεσή τους ήταν τόσο ορμητική, ώστε οι Συβαρίτες τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης.

Ο Μίλων έζησε ένδοξα, αλλά το τέλος του ήταν τραγικό. Σε μία βόλτα του στο δάσος είδε έναν κορμό δέντρου, που μόλις είχε κοπεί, με σφήνες μπηγμένες μέσα για να τον ανοίξουν. Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα χέρια του για να τον ανοίξει, αλλά, καθώς προσπαθούσε, οι σφήνες πετάχτηκαν και τα χέρια του παγιδεύτηκαν μέσα στον κορμό. Δεν κατάφερε να απελευθερωθεί και, όταν ήρθε η νύχτα, τον σκότωσαν τα αγρίμια.

Διαγόρας από τη Ρόδο (Πυγμάχος)

Ο Διαγόρας, γιος του Δαμάγητου και δισέγγονος του βασιλιά της Ιαλυσού Δαμάγητου, υπήρξε ο διασημότερος από όλους τους πυγμάχους της Αρχαιότητας. Ο ποιητής Πίνδαρος τον αποκαλεί "πελώριο" και λέγεται ότι η εξωτερική του εμφάνιση ήταν εντυπωσιακή, λόγω μεγέθους αλλά και εξαιτίας της ομορφιάς του. Στέφθηκε ολυμπιονίκης στην πυγμή το 464 π.Χ., στην 79η Ολυμπιάδα. Υπήρξε επίσης δύο φορές νικητής στα Νέμεα, τέσσερις στα Ίσθμια, πολλές φορές στη γενέτειρά του Ρόδο, στα Παναθήναια, στο Άργος, στο Λύκαιο, στην Αίγινα, στα Μέγαρα και αλλού.

Ο Διαγόρας ξεχώριζε για το μοναδικό τρόπο με τον οποίο πυγμαχούσε. Τον αποκαλούσαν "ευθυμάχα", επειδή δεν απέφευγε τον αντίπαλο, δεν έσκυβε και δεν έστρεφε το σώμα του. Διεκδικούσε καθαρά τη νίκη και με αξιοπρέπεια, ενώ τηρούσε πάντα σχολαστικά τους κανόνες, προκαλώντας στους οπαδούς του θαυμασμό και περηφάνια. Ο Πίνδαρος έγραψε ωδή προς τιμήν του και το άγαλμά του είχε στηθεί στην Άλτη.

Είχε την ευτυχία να δει τους γιους του να στεφανώνονται και αυτοί Ολυμπιονίκες -ο Δαμάγητος στην πυγμή, ο Ακουσίλαος και ο Δωριέας στο παγκράτιο- καθώς και τους εγγονούς του Ευκλή και Πεισίροδο. Το 448 π.Χ., στην 83η Ολυμπιάδα, ο Διαγόρας γνώρισε την αποθέωση περιφερόμενος στους ώμους των ολυμπιονικών γιων του και επευφημούμενος από τα πλήθη. Συμφωνώντας μάλλον με τα λόγια κάποιου Σπαρτιάτη, που βλέποντάς τον του φώναξε ότι δεν του έχει απομείνει πλέον τίποτα άλλο από το να ανέβει στον Όλυμπο κοντά στους θεούς, ο Διαγόρας έγειρε στα χέρια των παιδιών του και πέθανε.

Μελαγκόμας από την Καρία (Πυγμάχος)

Ο Δίων Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μελαγκόμας από την περιοχή της Καρίας στη Μικρά Ασία ξεχώριζε ανάμεσα στους κορυφαίους πυγμάχους της Αρχαιότητας, επειδή νικούσε τις περισσότερες φορές χωρίς να τραυματίσει τον αντίπαλό του, αλλά και χωρίς να τραυματιστεί ο ίδιος. Αυτό θεωρούνταν εξαιρετικά σπάνιο, αφού η πυγμαχία συνδεόταν με κατάγματα στο ρινικό οστό και παραμορφώσεις των αυτιών και γενικότερα του προσώπου.

Ο Μελαγκόμας πίστευε ότι η πρόκληση σωματικών βλαβών, είτε στον αντίπαλο είτε στον εαυτό του, φανέρωνε έλλειψη γενναιότητας. Τελικά, εξαντλώντας τους αντιπάλους του, τους εξανάγκαζε στην παραίτηση από τον αγώνα και στην αποδοχή της ήττας τους.

Το 45 μ.Χ. ο Μελαγκόμας νίκησε για πρώτη φορά στη 206η Ολυμπιάδα και ακολούθησαν πολλές νίκες του σε άλλους αγώνες.

Ηρόδωρος από τα Μέγαρα (Σαλπιγκτής)

Ο Αθήναιος παραπέμπει στο συγγραφέα Αμάραντο από την Αλεξάνδρεια για να δώσει την περιγραφή του διασημότερου σαλπιγκτή της Αρχαιότητας. Λέγεται ότι ο Ηρόδωρος ήταν ογκώδης και κατανάλωνε 7 κιλά περίπου ψωμί, άλλα τόσα κρέας και 6 λίτρα κρασί, ενώ κοιμόταν σε δορά λιονταριού.

Κέρδισε σε δέκα συνεχείς Ολυμπιάδες με πρώτη το 328 π.Χ. και τελευταία το 292 π.Χ., καλύπτοντας διάστημα σχεδόν 40 χρόνων. Το 303 π.Χ. βοήθησε το Δημήτριο Α' τον Πολιορκητή να κυριεύσει το Άργος, σαλπίζοντας με δύο σάλπιγγες ταυτόχρονα και εμψυχώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους στρατιώτες να πολεμήσουν με περισσότερη ορμή.

Αστύλος από τον Κρότωνα (Σταδιοδρόμος)

Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Αστύλος ήταν νικητής σε τρεις συνεχόμενες Ολυμπιάδες, από το 488 έως το 480 π.Χ., στα αγωνίσματα του σταδίου και του διαύλου. Ο ανδριάντας του βρισκόταν στην Άλτη και ήταν έργο του Πυθαγόρα από το Ρήγιο, ενώ ο ποιητής Σιμωνίδης τον απαθανάτισε σε επίγραμμα. Παρά τη φήμη του, η μοίρα του ήταν τραγική. Όταν δέχτηκε να αγωνιστεί στις Ολυμπιάδες του 484 και 480 π.Χ. ως πολίτης των Συρακουσών, για να τιμήσει τον τύραννο Ιέρωνα, οι συμπολίτες του Κροτωνιάτες τον έδιωξαν από την πόλη, μετέτρεψαν το σπίτι του σε δεσμωτήριο και οι συγγενείς του τον εγκατέλειψαν.

Πολυδάμας από τη Σκοτούσσα (Παγκρατιαστής)

Ο Πολυδάμας ή Πουλυδάμας, γιος του Νικίου, καταγόταν από τη Σκοτούσσα στη Θεσσαλία. Νίκησε το 408 π.Χ. (93η Ολυμπιάδα) στοπαγκράτιο και ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο ανδριάντας του στην Άλτη ήταν έργο του διάσημου γλύπτη Λυσίππου. Ωστόσο, η φήμη του δε βασιζόταν μόνο σε αυτή τη νίκη, αλλά κυρίως στα κατορθώματά του, τα οποία, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, ήταν ανάλογα με εκείνα των ηρώων.

Λέγεται ότι ο Πολυδάμας είχε σκοτώσει ένα λιοντάρι με μόνο όπλο τα χέρια του, ενώ είχε κρατήσει έναν ταύρο ακίνητο με τον ίδιο τρόπο. Άλλοτε πάλι είχε ακινητοποιήσει ένα άρμα εν κινήσει. Κάποτε, ο Δαρείος ο Ώχος, νόθος γιος του Αρταξέρξη, τον κάλεσε στην αυλή του και του ζήτησε να μονομαχήσει με τρεις εκλεκτούς στρατιώτες του, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με πλήρη οπλισμό. Ο Πολυδάμας τούς σκότωσε όλους με ένα ρόπαλο. Υπήρξε όμως άτυχος στο τέλος της ζωής του. Ο θάνατός του ήταν τραγικός, καθώς καταπλακώθηκε από τη στέγη μιας σπηλιάς, την οποία προσπάθησε να συγκρατήσει με τα χέρια του.

Κατάλογος περιοχών Διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων

• Αθήνα. Υπήρχαν δύο φεστιβάλ με το όνομα Ολύμπια που γιορτάζονταν στην Αθήνα, ένα από τα οποία υπήρξε στην εποχή του Πινδάρου, ο οποίος εόρταζε τους προγόνους του Αθηναίου Τιμοδήμου ως ολυμπιονίκες σε αυτό, και ίσως να εορτάζονταν και πολύ νωρίτερα. Τα Ολύμπια αυτά εορτάζονταν προς τιμήν του Δία, την άνοιξη ανάμεσα στα Μεγάλα Διονύσια και τα Βενδίδεια. Ο άλλος θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα θεσμοθετήθηκε από τον Αδριανό, το 131 π.Χ. και από τότε άρχισε μία νέα Ολυμπιακή εποχή.

Αιγές στη Μακεδονία. Αυτό το Ολυμπιακό φεστιβάλ υπήρξε στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Αλεξάνδρεια. Στα νεώτερα χρόνια, ο αριθμός των Αλεξανδρινών αθλητών που προσέρχονταν στους μεγάλους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ηλείας ήταν ο μεγαλύτερος από οποιασδήποτε άλλης πόλης-κράτους.

Ανάζαρβος στην Κιλικία. Τον τελευταίο καιρό παρουσίαζε και αυτή η πόλη διοργανώσεις αγώνων.

Αττάλεια στην Παμφυλία. Η συγκεκριμένη εορτή μας είναι γνωστή μόνο από κάποια αναμνηστικά νομίσματα.

Δάφνη στη Συρία, μία μικρή περιοχή, σε απόσταση 40 στάδια από την Αντιόχεια, όπου υπήρχε ένα μεγάλο ιερό άλσος που ποτιζόταν από πολλές πηγές. Το φεστιβάλ αρχικά ονομαζόταν Δάφνια, και ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα, αλλά αργότερα ονομάστηκε Ολύμπια, όταν οι κάτοικοι της Αντιόχειας αγόρασαν από τους Ηλείους, το 44 μ.Χ., το προνόμιο να γιορτάζουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όμως, δεν εορταζόταν τακτικά ως Ολυμπιακό φεστιβάλ, μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Κόμμοδου. Η εορτή ξεκινούσε την πρώτη ημέρα του μήνα Υπερβερεταίου, με την οποία ξεκινούσε και το έτος στην Αντιόχεια. Οι αγώνες γίνονταν υπό την προεδρία ενός αλυτάρχη. Τον εορτασμό τους τελικά κατήργησε ο Ιουστινιανός Α΄, το 521. Τα γραπτά του συγγραφέα Λιβανίου, και του χριστιανού Πατέρα Ιωάννη Χρυσοστόμου, οι οποίοι έζησαν πολλά χρόνια στην Αντιόχεια, μας έδωσαν διάφορα στοιχεία που αφορούσαν το συγκεκριμένο εορτασμό.

Δίον στη Μακεδονία. Τους αγώνες αυτούς τους θεσμοθέτησε ο Αρχέλαος Α΄ της Μακεδονίας, και διαρκούσαν εννέα ημέρες, ίσες στον αριθμό με τις εννέα Μούσες. Ο Ευριπίδης έγραψε και παρουσίασε εκεί τα έργα του Βάκχες και Αρχέλαος. Τους αγώνες εόρταζαν με μεγάλη λαμπρότητα ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας και ο Αλέξανδρος ο Μέγας.

Έφεσος. Αυτό το φεστιβάλ φαίνεται από επιγραφές, οι οποίες μερικές φορές το ονόμαζαν Αδριανά Ολύμπια στην Έφεσο, σαν να είχε θεσπισθεί από τον Αδριανό.

Ηλεία. Εκτός από τους μεγάλους Ολυμπιακούς Αγώνες, φαίνεται να υπήρξαν και μικρότεροι που εορτάζονταν κάθε χρόνο.

Θεσσαλονίκη στη Μακεδονία.

Θυάτειρα στη Λυδία.

Κύζικος στη Μυσία.

Κυρήνη στη Λιβύη.

Μαγνησία στη Λυδία.

Νεάπολη στην Ιταλία.

Νίκαια στη Βιθυνία.

Νικόπολη στην Ήπειρο. Ο Οκταβιανός Αύγουστος, μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ., και την εξόντωση του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, ίδρυσε την πόλη Νικόπολη, και καθιέρωσε εκεί αγώνες, οι οποίοι εορτάζονταν κάθε πέντε χρόνια σε ανάμνηση της νίκης του. Αυτοί οι αγώνες μερικές φορές ονομάζονταν Ολυμπιακοί, αλλά συχνότερα, ονομάζονταν Άκτια. Ήταν αφιερωμένοι στον Άκτιο Απόλλωνα, και διεξάγονταν υπό την φροντίδα των Λακεδαιμονίων.

Όλυμπος. Διοργανώνονταν αγώνες πάνω στο βουνό Όλυμπος.

Πέργαμος στη Μυσία.

Σίδη στην Παμφυλία.

Σμύρνη. Ο Παυσανίας αναφέρει κάποιους αγώνες των Σμυρναίων, που ο Κορσίνι υποθέτει πως είναι ένα Ολυμπιακό φεστιβάλ. Ο κατάλογος Marmor Oxoniense τους αναφέρει ρητά ως Ολύμπια της Σμύρνης, και έχουν επίσης εμφανιστεί έτσι σε επιγραφές.

Ταρσός στην Κιλικία. Η συγκεκριμένη εορτή μας είναι γνωστή μόνο από κάποια αναμνηστικά νομίσματα.

Τεγέα στην Αρκαδία.

Τράλλεις στη Λυδία.

Τύρος στην Φοινίκη.

Αγώνες και Τέχνη

Οι αθλητικοί αγώνες αποτέλεσαν κεντρικό θέμα της Αρχαίας Ελληνικής τέχνης και λογοτεχνίας. Έγιναν η αφορμή γέννησης, ήδη από τον 6ο αι. π.Χ., δύο ιδιαίτερων λογοτεχνικών ειδών, του επινίκιου ύμνου, με κύριο εκπρόσωπο τον Πίνδαρο, και του επιγράμματος.

Οι Ολυμπιονίκες ήταν τα πρώτα ιστορικά πρόσωπα στην αρχαία Ελλάδα που απολάμβαναν την εξαιρετική τιμή να απεικονίζονται σε δημόσιο χώρο. Όμως, οι ανδριάντες ολυμπιονικών δε στήνονταν μόνο σε ανάμνηση του ατόμου και της επίδοσής του, αλλά αποτελούσαν κυρίως μέσο προβολής της οικογένειας και της πόλης από την οποία καταγόταν ο αθλητής.

Οι απεικονίσεις με θέμα τους αγώνες δεν εξαντλούνταν στους ανδριάντες Ολυμπιονικών. Όλα τα είδη της αρχαίας τέχνης ασχολήθηκαν διεξοδικά με το θέμα: γλυπτική, ζωγραφική, ψηφιδωτά, αγγειογραφία και νομίσματα.

Η συμβίωση αθλητισμού και τέχνης ξεκίνησε από την Προϊστορική περίοδο και έφτασε μέχρι το τέλος της Αρχαιότητας. Ο λόγος είναι ότι αθλητισμός και η τέχνη είχαν ένα κοινό ενδιαφέρον: το ανθρώπινο σώμα. Οι αρχαίοι αγγειογράφοι και γλύπτες κατάφεραν να ανταποκριθούν με τον καλύτερο τρόπο στο δύσκολο έργο της απόδοσης της κίνησης του ανθρώπινου σώματος στο Γυμνάσιο, στο Στάδιο ή στην Παλαίστρα.

Αγώνες και Ποίηση

Οι αγώνες αποτελούν σταθερή αξία στην αρχαία ελληνική ποίηση, ήδη από την αρχή της ιστορίας της με τον Όμηρο, ο οποίος σε αποφασιστικές στιγμές της όλης πλοκής και των δύο έργων του διαλέγει να περιγράψει με ιδιαίτερη γλαφυρότητα αθλητικούς αγώνες. Το Ομηρικό πρότυπο θα ακολουθήσει πολύ αργότερα και ο Βιργίλιος στην Αινειάδα του.

Με το επινίκιον (επινίκιος ύμνος) γεννιέται ουσιαστικά τον 6ο αιώνα π.Χ. ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, αποκλειστικά αφιερωμένο στην εξύμνηση αθλητικών νικών. Κυριότεροι εκπρόσωποί του ήταν ο Σιμωνίδης από την Κέα, ο Πίνδαρος από τη Θήβα και ο Βακχυλίδης, ανιψιός του Σιμωνίδη. Την πρώτη θέση κατέχει αναμφίβολα ο Πίνδαρος (περ. 518-446 π.Χ.), του οποίου σώζονται 44 επινίκιες ωδές αφιερωμένες σε νικητές στα Ολύμπια, στα Νέμεα και στα Ίσθμια.

Πρόκειται για χορωδιακά άσματα που ψάλλονταν στην πατρίδα του νικητή κατά τον εορτασμό της επιτυχίας του ή ακόμα και στο χώρο διεξαγωγής των αγώνων. Κατεξοχήν παραγγελιοδότης του Πινδάρου είναι η Ελληνική αριστοκρατική τάξη του πρώτου μισού του 5ου αι. π.Χ., η οποία βρίσκει στον ποιητή έναν εξαίρετο υμνητή των παλαιών αριστοκρατικών αξιών που απειλούνταν ιδιαίτερα σε μια εποχή σημαντικών πολιτικών αλλαγών.

Έτσι η αθλητική επιτυχία αποτελεί αφορμή για να εξυμνηθεί ο νικητής και η αρετή του, η οικογένειά του και τα πλούτη του. Μάλιστα αυτή η εξύμνηση των αριστοκρατικών αξιών πλέκεται με το μύθο με τρόπο που δυσχεραίνει ιδιαίτερα την κατανόηση του περιεχομένου και προϋποθέτει ένα καλά ενημερωμένο κοινό. Πελάτες του Πινδάρου είναι κυρίως οι τύραννοι της Σικελίας και η συντηρητική αριστοκρατική τάξη της Αίγινας, οι οποίοι επιδίδονταν σε αρματοδρομίες, πάλη, παγκράτιο και πυγμαχία, στα τελευταία μάλιστα από πολύ νεανική ηλικία.

Ένα άλλο λογοτεχνικό είδος που συνδέθηκε άρρηκτα με την εξύμνηση αθλητικών νικών και με τους ανδριάντες νικητών είναι το επίγραμμα. Πρόκειται για μικρά μετρικά κείμενα, τα οποία κατά κανόνα χαράσσονταν στις βάσεις ανδριάντων ή σε αθλητικά αντικείμενα (π.χ. δίσκος, αλτήρες) αφιερώματα στους θεούς. Αν και σπάνια αναφέρεται ο δημιουργός, πολλά τέτοια επιγράμματα αποδίδονται στο Σιμωνίδη.

Υποχρεωτικά έπρεπε να περιέχουν το όνομα και το πατρώνυμο του νικητή, τον τόπο προέλευσής του, τους αγώνες στους οποίους επιτεύχθηκε η νίκη, το αγώνισμα και την ηλικιακή κατηγορία. Σε Ύστερους χρόνους μπορούσαν να είναι και μεγαλύτερα φανταστικά λογοτεχνικά έργα, όπως οι παρωδίες του Έλληνα σατιρικού ποιητή Λουκίλλιου, που έζησε και δημιούργησε στη Ρώμη την εποχή του Νέρωνα και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα παθήματα των πυγμάχων.
Το Ηραίον είναι ο παλαιότερος αρχαϊκός ναός της Αλτεος 600 π.Χ. Φωτ.:Υπ.Πολιτισμού 

Αθλητές και Αναθήματα

Σε κοντινή απόσταση γύρω από το ναό του Δία και εν μέρει προς το Ηραίο, εκατοντάδες φυσικού μεγέθους χάλκινοι ανδριάντες ολυμπιονικών ήταν στημένοι πάνω σε λίθινες ενεπίγραφες βάσεις, αναθήματα με τα οποία οι αθλητές ευχαριστούσαν το Δία για τη νίκη τους. Εδώ συμπεριλαμβάνονταν και τα αναθήματα για νίκες σε ιππικούς αγώνες, τα οποία μπορεί να ήταν από απλές απεικονίσεις ίππων έως πολυπρόσωπα αναθήματα που αναπαριστούσαν τον κάτοχο, τον ηνίοχο, το άρμα και τους ίππους.

Εκτός όμως από την πρωταρχική λατρευτική τους λειτουργία, τα αναθήματα αυτά αναδείκνυαν και διαιώνιζαν το όνομα, την επίδοση και την πατρίδα του εκάστοτε νικητή. Τέτοιοι ανδριάντες στήνονταν, σε μικρότερο ωστόσο αριθμό, και σε άλλα πανελλήνια ιερά-τόπους διεξαγωγής αγώνων (για παράδειγμα στους Δελφούς), καθώς και -σπανιότερα ακόμη- στις πατρίδες των νικητών.

Σήμερα, δε σώζεται κανένας ακέραιος ανδριάντας ολυμπιονίκη. Εκτός από τις λίθινες βάσεις, ως επί το πλείστον πολύ αποσπασματικές, το μεγαλύτερο σωζόμενο τμήμα τέτοιου ανδριάντα είναι η κεφαλή ενός πυγμάχου του 4ου αιώνα π.Χ., η οποία συνδέεται με τον αθλητή Σάτυρο από την Ήλιδα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν έργο του διάσημου για τους εικονιστικούς ανδριάντες του Αθηναίου γλύπτη Σιλανίωνα.

Ωστόσο, γύρω στο 175 μ.Χ., όταν ο Παυσανίας επισκέφτηκε το ιερό της Άλτης, σώζονταν ακόμα εκατοντάδες τέτοιοι ανδριάντες ολυμπιονικών, στους οποίους ο περιηγητής αφιέρωσε τα 18 πρώτα κεφάλαια του έκτου βιβλίου της Ελλάδος Περιήγησις.

Ανάμεσα στην πληθώρα αυτών των αγαλμάτων, ο Παυσανίας επέλεξε να περιγράψει γύρω στα 200, ανάλογα αφενός με την αθλητική επίδοση και το βιογραφικό των αναπαριστάμενων αθλητών και αφετέρου με την καλλιτεχνική αξία των έργων, έτσι ώστε να αντιπροσωπεύονται κυρίως ανδριάντες πρώιμων χρόνων και έργα διάσημων γλυπτών. 55 καλλιτέχνες αναφέρονται ονομαστικά από τον Παυσανία, η φήμη των οποίων καθιστά την Άλτη της Ολυμπίας χώρο έκθεσης μεγάλων αριστουργημάτων της ελληνικής γλυπτικής.

Η γλυπτική του 5ου αι. π.Χ. αντιπροσωπευόταν από διάσημα ονόματα, όπως ο Ονάτας, ο Κάλαμης, ο Πυθαγόρας, ο Μύρωνας, ο Πολύκλειτος, ενώ ανάμεσα στους γλύπτες του 4ου αι. π.Χ. δέσποζαν ο Αθηναίος Σιλανίωνας, γνωστός για τους εικονιστικούς ανδριάντες του, ο φημισμένος Λύσιππος και εκπρόσωποι της σχολής του Πολυκλείτου.

Πρόκειται κυρίως για γλύπτες ειδικευμένους στα αγάλματα αθλητών. Ο Παυσανίας αναφέρει συγκεκριμένα οκτώ ανδριάντες του Πυθαγόρα από το Ρήγιο, από πέντε του Λυσίππου, του Πολυκλείτου του Νεότερου, του Δαίδαλου και του Κλέωνα από τη Συκιώνα, από τέσσερις του Αιγινίτη Γλαυκία και του Μύρωνα και το ανάθημα του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα, το οποίο φιλοτέχνησαν από κοινού οι Αιγινήτες γλύπτες Ονάτας και Κάλαμης.

Ο αρχαιότερος ανδριάντας ολυμπιονίκη ανατέθηκε το 628 π.Χ. από το Σπαρτιάτη ολυμπιονίκη Ευτελίδα και ανάγεται στις απαρχές της Ελληνικής μεγάλης πλαστικής, ενώ ο νεότερος ανδριάντας που αναφέρεται ανήκει στον κήρυκα Βαλέριο Εκλεκτό και χρονολογείται στο 261 μ.Χ.

Ο Παυσανίας αναφέρει περιστασιακά κάποιες λεπτομέρειες για την απεικόνιση αυτών των αγαλμάτων. Σε κάποιες περιπτώσεις αποδίδονταν τα χαρακτηριστικά σύμβολα του αγωνίσματος του αθλητή (π.χ. αλτήρες για έναν αθλητή του πεντάθλου, κράνος, ασπίδα και περικνημίδες για έναν οπλιτοδρόμο, τροχός για έναν αρματοδρόμο).
Ειδώλιο αθλητή σε τύπο Κούρου από λακωνικό εργαστήριο
από τα μέσα του 6ου αι π.Χ. όπου φέρει Θυρεατικό στέφανο ,
 δηλαδή από φοινικόφυλλα,είναι αφιέρωμα νικητή 
Φ: ΥΠ.ΠΟ

Σπανιότερα, απεικονιζόταν πλαστικά μια χαρακτηριστική στάση του αθλητή, κυρίως για αγωνίσματα που προϋπέθεταν αντίπαλο, όπως η πυγμαχία. Κατά πάσα πιθανότητα, η πλειονότητα των ανδριάντων ακολουθούσε έναν προκαθορισμένο τύπο, όπως για παράδειγμα οι πρωιμότεροι ανδριάντες τον τύπο του κούρου. Σε πρώιμους ανδριάντες θα αντιπροσωπευόταν σίγουρα και ο τύπος του λατρευτή.

Ο Ηνίοχος των Δελφών, ο χάλκινος διαδούμενος αθλητής στο Μουσείο Getty και πρόσφατα ο υστεροελληνιστικός χάλκινος δρομέας από τα ανοικτά της Κύμης, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σμύρνης, δίνουν μια έστω και περιορισμένη εικόνα της λάμψης και της ποικιλομορφίας τέτοιων ανδριάντων.


Άλλα ονομαστά γλυπτά που παριστάνουν νικηφόρους αθλητές είναι ο υστεροελληνιστικός χάλκινος αναβάτης του Αρτεμισίου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, ο καθιστός πυγμάχος στο Μουσείο των Θερμών στη Ρώμη (1ος αι. π.Χ.), καθώς επίσης και πολλά Ρωμαϊκά αντίγραφα, όπως για παράδειγμα ο Δισκοβόλος του Μύρωνα, ο Έφηβος Westmacott και ο Διαδούμενος του Πολυκλείτου.


Τα πολυάριθμα, στην πλειονότητά τους χάλκινα, αγαλμάτια αθλητών που σώζονται αντέγραφαν ανδριάντες ολυμπιονικών και αποτελούσαν όχι τόσο αναθήματα νικηφόρων αθλητών όσο έκφραση ελπίδας για μελλοντική αθλητική επιτυχία.



Αθλητισμός και Απεικονίσεις στην Τέχνη

Το κατεξοχήν είδος τέχνης που απεικονίζει αθλητές, αγωνίσματα και σκηνές από την Παλαίστρα και το Γυμνάσιο είναι αναμφίβολα η αγγειογραφία. Τα σχετικά θέματα, κυρίως αρματοδρομίες και αγώνες δρόμου, εμφανίζονται ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. σε μυκηναϊκά εικονιστικά αγγεία. Τέτοιες παραστάσεις συνεχίζονται σποραδικά κατά τη Γεωμετρική εποχή, για να γνωρίσουν όμως τη μεγαλύτερη ακμή τους κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. στα αττικά μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία.

Τα γνωστότερα αγγεία με αθλητικές παραστάσεις ήταν οι Παναθηναϊκοί αμφορείς, που, γεμάτοι λάδι, δίνονταν ως έπαθλα σε αγώνες προς τιμήν της θεάς Αθηνάς στην Αθήνα. Τέτοια αγγεία έχουν βρεθεί σε όλη τη Μεσόγειο και απεικονίζουν στη μία όψη το άθλημα στο οποίο νίκησε ο αθλητής και στην άλλη τη θεά Αθηνά. Αθλητικά θέματα παριστάνονται από πολύ νωρίς και στα αγγεία της Κάτω Ιταλίας, κυρίως σε σφαιρικούς αρυβάλλους, που περιείχαν το απαραίτητο για την επάλειψη των αθλητών λάδι.

Στην αρχαία ζωγραφική, αθλητικά θέματα απεικονίζονται ήδη στις Μινωικές τοιχογραφίες του ανακτόρου της Κνωσού, όπου σώζεται παράσταση νέου που επιχειρεί άλμα πάνω από ταύρο, καθώς και η γνωστή σκηνή με τον πρίγκιπα-πυγμάχο. Από την άλλη, η περιγραφή από το Φιλόστρατο μιας πινακοθήκης των Ρωμαϊκών χρόνων δείχνει το ενδιαφέρον της μεταγενέστερης ζωγραφικής για τέτοια θέματα.

Στη Ρωμαϊκή εποχή έχουμε επίσης εκτεταμένες αναπαραστάσεις αγώνων σε ψηφιδωτά, άμεσα εμπνευσμένα από την ελληνική τέχνη, που συνδέονται με την ιδιαίτερη ακμή που γνώρισαν οι αγώνες κατά την Αυτοκρατορική εποχή. Τέτοια ψηφιδωτά βρέθηκαν στην Όστια, στη Ρώμη, στη Σικελία και στη Βόρεια Αφρική και μας διασώζουν πολυάριθμες λεπτομέρειες της αρχαίας αθλητικής πρακτικής.

Όσον αφορά στα ανάγλυφα, εκτός από τα λίθινα βάθρα αγαλμάτων αθλητών, σώζονται επίσης επιτύμβιες ή αναθηματικές στήλες, καθώς και Ρωμαϊκές σαρκοφάγοι με παραστάσεις αθλητών σε χαρακτηριστικές εν ζωή δραστηριότητες. Ανάμεσα στα ανάγλυφα που κοσμούσαν βάθρα αγαλμάτων αθλητών ξεχωρίζουν αυτά που βρέθηκαν εντοιχισμένα στο Θεμιστόκλειο τείχος της Αθήνας και χρονολογούνται στην Αρχαϊκή εποχή. Σε επιτύμβια ανάγλυφα έχουμε απεικονίσεις του νεκρού ως πυγμάχου, αθλητή με στλεγγίδα, παλαιστή, ακοντιστή, δισκοβόλου ή άλτη.

Τα νομίσματα επίσης αποτελούν ένα σημαντικό μέσο απεικόνισης αθλητικών θεμάτων. Χρυσά νομίσματα σε ανάμνηση σημαντικών Ολυμπιακών νικών τους σε αρματοδρομίες έκοψαν οι τύραννοι Ιέρων των Συρακουσών και Αναξίλας από το Ρήγιο. Ο Φίλιππος Β' της Μακεδονίας έκοψε επίσης χρυσά νομίσματα σε ανάμνηση μιας ιππικής νίκης του στην Ολυμπία. Έχουν σωθεί επιπλέον και νομίσματα με παραστάσεις συγκεκριμένων αγωνισμάτων.

Μορφή οπλιτοδρόμου κοσμούσε τη μία όψη των νομισμάτων της βόρειας μικρασιατικής πόλης Κυζίκου. Για δύο αιώνες, έως τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., η νήσος Κως έκοψε αργυρά νομίσματα με παράσταση δισκοβόλου δίπλα σε τρίποδα. Ένα ζευγάρι παλαιστών σε διάφορες παραλλαγές απαντά τέλος στα νομίσματα της νότιας Μικρασιατικής πόλης Ασπένδου.

Ολυμπιακοί Αγώνες οι Αθέατες Πλευρές

Οι γνώσεις μας για τους Ολυμπιακούς αγώνες στην αρχαία Ελλάδα, είναι αρκετά πλούσιες από τις περιγραφές δεκάδων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, από απεικονίσεις αθλητικών σκηνών σε αρχαία έργα τέχνης καθώς και από τα ευρήματα των ανασκαφών. Μέσα στα στάδια και τις παλαίστρες οι αρχαίοι Έλληνες καλλιεργούσαν το σύνολο που λέγεται άνθρωπος για να το αναδείξουν σε προσωπικότητα χρήσιμη στην πολιτεία και γι´ αυτό κατόρθωσαν να πλάσουν τον υπέροχο εκείνο σωματικό τύπο, που μόνο η Ελληνική αρχαιότητα μας άφησε σαν Ερμή του Πραξιτέλη, σαν Έφηβο των Αντικυθήρων ή σαν Δορυφόρο του Πολυκλείτου.

Ωστόσο αν φανταζόμαστε τους αρχαίους Ολυμπιακούς αγώνες σαν κάτι το ιδεατό, έναν «ατσαλάκωτο» αθλητικό παράδεισο όπου οι νέοι επιδίδονταν στην ευγενή άμιλλα, έχοντας αναπτύξει αρμονικά το σώμα και το νου για να κερδίσουν ένα κλαδί ελιάς πέφτουμε έξω. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε και εδώ όλα τα στοιχεία της συμπεριφοράς που διέπουν άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες: ευγένεια, ήθος, πολιτισμό αλλά και ματαιοδοξία, απληστία, δωροδοκία, απάτη, φθόνο.

Η φιλολογική έρευνα στα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, φωτίζοντας τα παρασκήνια, προσφέρει μια πλούσια σοδειά των αθέατων πλευρών των Ολυμπιακών αγώνων καθώς φέρνει στην ημερήσια διάταξη τα αποτυπώματα των πολεμικών συγκρούσεων για τον έλεγχο των αγώνων, περιπτώσεις πολιτικής εκμετάλλευσης της νίκης είτε από τη μεριά κρατών και ηγεμόνων είτε από τη μεριά αθλητών, παράνομες πολιτογραφήσεις αθλητών, δωροδοκίες και χρηματισμό, παραβιάσεις των κανονισμών, εξαπατήσεις των Ελλανοδικών, έντονη βία, νίκες χωρίς συμμετοχή, χρησιμοποίηση της Ολυμπίας και των αγώνων για τη νομιμοποίηση παράνομων πράξεων ηγεμόνων, σφαγών και κατακτητικών ενεργειών.

Το ποιος θα οργανώνει και θα εκμεταλλεύεται τα ωφελήματα των αγώνων μετέτρεψε αρκετές φορές το ιερό της Ολυμπίας σε πεδίο αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων. Η συγκέντρωση πλούτου από τη συρροή χιλιάδων πλουσίων και από τα αφιερώματα από όλες τις μεριές της Μεσογείου έγιναν η αιτία των αντιδικιών μεταξύ Πίσας (πόλη της Ηλείας έξι στάδια ανατολικά της Ολυμπίας), Ήλιδας (η μεγαλύτερη πόλη της Ηλείας), και Αρκάδων που φαίνεται ότι ήταν οι κύριοι διεκδικητές της οργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων.

Παράδειγμα, το 364 π.Χ. στη διάρκεια της 104ης Ολυμπιάδας που διοργάνωναν οι Αρκάδες και ενώ, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα ήδη είχαν τελεστεί οι ιπποδρομίες και το πένταθλο, εισβάλουν οι Ηλείοι με στρατό στον ιερό χώρο της Ολυμπίας και άρχισε μεγάλη μάχη κοντά στους αθλητικούς χώρους αλλά και γύρω από το Βουλευτήριο και το ναό του Δία, μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των χιλιάδων θεατών.

Αρκετές Ελληνικές πόλεις και ηγεμόνες για να εξασφαλίσουν Ολυμπιακές νίκες δεν δίσταζαν να εξαγοράσουν αθλητές από άλλες πόλεις και να τους εμφανίσουν ως δικούς τους πολίτες. Ιδιαίτερα οι τύραννοι Ελληνικών πόλεων της Σικελίας πρωταγωνιστούσαν στις περισσότερες συναλλαγές αυτού του τύπου με κύριο στόχο την προβολή και ανάδειξή τους. Από την άλλη αρκετοί αθλητές προκειμένου να κερδίσουν χρήματα παραχωρούσαν σε άλλες πόλεις την εκπροσώπηση της νίκης τους.

Παράδειγμα, ο Σωτάδης από την Κρήτη αναγορεύτηκε το 384 π.Χ. στην 99η Ολυμπιάδα, νικητής στο Δόλιχο δρόμο. Στην επομένη, όμως, 100η Ολυμπιάδα το 380 π.Χ. παίρνοντας χρήματα από τους Εφέσιους αγωνίζεται ως Εφέσιος και κερδίζει την πρώτη θέση στο Δόλιχο δρόμο. Σύμφωνα με τον Παυσανία η στάση του αυτή τιμωρήθηκε από τους συμπατριώτες του Κρήτες με εξορία.

Στην πορεία των Ολυμπιακών αγώνων παρουσιάστηκαν κρούσματα δωροδοκίας. Μερικοί αθλητές προκειμένου να στεφθούν νικητές δεν δίσταζαν να δωροδοκήσουν τους αντιπάλους τους παραβαίνοντας έτσι τον όρκο τους. Από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας φαίνεται καθαρά ότι η δωροδοκία και ο χρηματισμός δεν αφορούσε μόνο κάποιους αθλητές αλλά και ορισμένους προπονητές καθώς και Ελλανοδίκες.

Παράδειγμα, κατά την 178η Ολυμπιάδα του 368 π.Χ. κατασκευάστηκαν άλλες δύο Ζάνες από πρόστιμο που επέβαλαν οι Ελλανοδίκες σε δύο Ρόδιους αθλητές. Οι δύο αθλητές συνελήφθησαν επ´ αυτοφώρω -όπως λέει ο Παυσανίας- ο Εύδηλος να δωροδοκείται από το Φιλόστρατο στο αγώνισμα της πάλης.

Το μόνο πράγμα που δεν μνημονεύεται είναι ίσως το ντόπινγκ. Ωστόσο ο Αριστοτέλης περιγράφει την παραμόρφωση του προσώπου των αθλητών, που μοιάζουν πλέον με ζώα, λόγω της ειδικής δίαιτας στην οποία υποβάλλονταν για αύξηση της μυϊκής τους μάζας. Ο σχολιασμός θυμίζει σημερινά πρόσωπα αθλητών που παραμορφώνονται από τη χρήση αυξητικών ορμονών.

Οι Απόψεις των Φιλοσόφων για τους Αγώνες και τους Αθλητές

Η νίκη στους Ολυμπιακούς και στους άλλους πανελλήνιους αγώνες αποτελούσε για τη συνείδηση του αρχαίου κόσμου μια σημαίνουσα αξία, που τύγχανε της συνολικής κοινωνικής αναγνώρισης. Παράλληλα με την υμνολογία και την καλλιέργεια του αθλητικού ιδεώδους, αρκετοί φιλόσοφοι και συγγραφείς «σχολιάζουν, κρίνουν και καμιά φορά στηλιτεύουν αθλητές και αθλήματα.

Υπεργύμναση, αλαζονεία, χρηματισμός, ακαλλιεργησία και κάθε αήθης διαγωγή δέχονται πυρά, λεκιάζοντας την άμεμπτη σήμερα περί αθλητισμού εικόνα των αρχαίων Ελλήνων» καταλήγει ο Κ. Λιόντης (ο,π. σ. 2). Μια προσεκτική ανάγνωση των επικρίσεων των στοχαστών αρκεί για να καταδείξει, πως αιτία τους υπήρξε η κατάχρηση του μέτρου και η μονομέρεια από την πλευρά του αθλητικού κόσμου, σε ό,τι αφορούσε την εφαρμογή της φιλοσοφικής αρμονίας ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα.

Η επικριτική στάση των φιλοσόφων δεν απορρέει από μια έχθρα κατά του αθλητισμού. Οι κατηγορίες αφορούσαν κυρίως σε μια ομάδα «πρωταθλητών», που επιδίδονταν με μανία στη σωματική άσκηση, έχοντας ως μόνο σκοπό την αξιοποίηση της νίκης προς ίδιον όφελος. Η κριτική ασκείται, λοιπόν, εναντίον ενός ορισμένου τύπου αθλητών για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος ο αθλητισμός. Όπως κι αν έχει η κριτική αυτή δεν φαίνεται ότι άσκησε καθοριστική επίδραση στην κοινωνία, ούτε προκάλεσε κάποιο πλήγμα στην αίγλη των Αγώνων.

Η αρνητική κριτική τέλος, επιβεβαίωνε εκ του αντιθέτου το ιδεώδες του «καλού και αγαθού» πολίτη, που εναρμονίζει τις ανάγκες του πνεύματος και του σώματος σε μια σύνθεση που προσδίδει αξία στα συστατικά της μέρη. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται και η αξία του «μέτρου» στην οποία βασίστηκε ολόκληρο το κλασικό οικοδόμημα και αναδείχτηκε ως αξία διαχρονική.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Κ. Γογγάκη: «Η σωματική άσκηση, όμως, ενίοτε ξεπερνούσε το μέτρο, χωρίς να συνοδεύεται δηλαδή κι από μιαν αντίστοιχη ψυχική καλλιέργεια. Ο ιδιαίτερος τρόπος της ζωής των αθλητών, εξάλλου, μερικές φορές προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα, ενώ κι η απόδοση τιμών στους αθλητές έφτανε κάποτε σε όρια υπερβολής, με αποτέλεσμα να υπερτονίζεται η αξία της σωματικής ρώμης σε σύγκριση με τη σημασία της πνευματικής προσφοράς».

Το περιεχόμενο αυτής της παρατήρησης, όπως και άλλων που θα εξετάσουμε παρακάτω, φέρνει το πνεύμα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, πολύ πιο κοντά στην υλιστική μονομέρεια της δικής μας εποχής. Αυτή η πέρα από κάθε μέτρο αναγνώριση της αθλητικής νίκης λειτούργησε, δυστυχώς, ως βασικό κίνητρο στη συνείδηση κάποιων αθλητών, ώστε η υπερβολική ενασχόληση με τον αθλητισμό να αποτελεί το μέσο για την εκπλήρωση προσωπικών στόχων και φιλοδοξιών.

Έτσι, η επίμονη προσπάθεια για την κατάκτηση της νίκης και τον πρωταθλητισμό, είχε σαν αποτέλεσμα κάποιες φορές να οδηγούνται οι αθλητές στη δωροδοκία, στο χρηματισμό και σε άλλα αθέμιτα μέσα. Αυτή η αντίληψη, ακόμα συχνότερα, οδηγούσε τους αθλητές σε ένα μονομερή τρόπο ζωής, που εμπόδιζε τη σφαιρική ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους με αποτέλεσμα την φανερή δυσαρμονία ψυχής και σώματος.

Την αρνητική κριτική, που άρχισε σταδιακά από τον 7ο π.Χ αιώνα και συνέχισε να αυξάνεται με τη πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερο, χαρακτηρίζει μια χρονική σύνδεση με τις γενικότερες εξελίξεις της αρχαίας κοινωνίας. Στα τέλη του 6ου π.Χ., αιώνα με τον Ξενοφάνη, η κριτική κατά του αθλητισμού προσλαμβάνει για πρώτη φορά πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Από τον 5ο π.Χ, αιώνα παρατηρούνται αλλαγές στο πνεύμα των αγώνων και, κυρίως, στον θρησκευτικό χαρακτήρα τους, ενώ πολλοί αποδοκιμάζουν τη μονόπλευρη και ιδιοτελή άσκηση των αθλητών.

Οι Αγώνες αντανακλούσαν ως πανελλήνιος καθρέπτης την εικόνα και το πνεύμα της αρχαίας κοινωνίας. Και αυτή η εικόνα, όπως την προσλάμβαναν οι πιο οξυδερκείς, δεν ήταν καθόλου καλή. Όσο πλησιάζουμε προς την «παρακμή» των Αγώνων, οι εκκλήσεις για τήρηση του μέτρου στην άσκηση των νέων πληθαίνουν, χωρίς όμως αυτές οι διαμαρτυρίες να καταφέρουν να αναχαιτίσουν τον σταθερά επερχόμενο εκφυλισμό.

Στοχαστές Εναντίον Αθλητών

Ουσιαστικά, οι απόψεις των στοχαστών προσδιορίζουν την αξία του αθλητισμού στην κοινωνική του διάσταση, ως μέσου προσφοράς στην πόλη, διαφοροποιώντας τον από τον αθλητισμό του αυτοσκοπού και της ψυχαγωγίας. Η προσφορά στην πόλη είναι το ανώτερο ιδανικό, που ξεπερνά κάθε ατομικό συμφέρον, και η ανδρεία του πολεμιστή αθλητή είναι χρήσιμη εναντίον των εχθρών, καθώς η μαχητικότητά του είναι εγγύηση για τη σωτηρία της πόλης του.

Έτσι ο Τυρταίος, ο Σόλων και ο Πίνδαρος μέσα από τις ωδές του, θεωρούσαν ανώτερους τους πολεμικούς αθλητές (τον ομηρικό τύπο του τη μόνη δικαίωση της σωματικής άσκησης, αφού εκείνο που καθιστά τον πολίτη ωφέλιμο στην πόλη είναι η πολεμική δεξιότητα. Ο Πλάτωνας θα επιμείνει με τη σειρά του στη διάκριση των αθλητών σε πολεμικούς και μη. Η προσφορά των φυλάκων της Πολιτείας του είναι συγκριτικά ανώτερη απ΄εκείνη των αθλητών. Ανάλογες απόψεις θα υποστηρίξουν ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Παυσανίας.

Ο Όμηρος, αν και δεν διατυπώνει κριτική κατά των αθλητών, αφήνει να διαφανεί η πίστη του σε μια υποστασιακή συμμετρία, καθώς υπαινίσσεται τη σημασία του μυαλού σε κάθε αθλητική προσπάθεια. Ο Ξενοφάνης πιο επικριτικός έθεσε ένα ζήτημα που και στις μέρες μας είναι εξαιρετικά επίκαιρο καθώς: «στην Ελλάδα περισσότερο τιμούν τους αθλητές από τους σοφούς». Η απόδοση υπέρμετρης αξίας στην αθλητική προσφορά τον δυσαρεστεί, αφού θεωρεί σαν κριτήριο της αρετής το συμφέρον της πόλης, εκτιμώντας ουσιαστικά τη σοφία ως τη μοναδική αρετή.

Ο Ευριπίδης συμμερίζεται τις παραπάνω απόψεις και εκφράζεται με άμεση περιφρόνηση για τους αθλητές, κατηγορώντας τους, ότι δεν αξίζουν ούτε στη μάχη ούτε στην πολιτική. Η ίδια, άδικη ίσως, επίκριση, υποστηρίζεται και από τον Σόλωνα, ενώ ο Ισοκράτης αργότερα, αντιπαραθέτει το πρόβλημα της παροχής μεγάλων αμοιβών στους αθλητές, με την ανύπαρκτη αναγνώριση εκείνων που καλλιέργησαν τις πνευματικές τους δυνάμεις για το γενικό καλό. Ίσως ο Ισοκράτης να μη γνώριζε πόσο επίκαιρες θα μπορούσαν να είναι οι απόψεις του 2.500 χρόνια μετά.

Όμως είναι βέβαιο, ότι κάθε σοβαρός άνθρωπος μελαγχολεί στις μέρες μας ακούγοντας για τα υπέρογκα ποσά των ποδοσφαιρικών αμοιβών, όταν γνωρίζει πως υπάρχουν λαμπροί επιστήμονες που δεν υποστηρίζονται, μεγάλοι καλλιτέχνες που δεν τιμώνται, σοφοί που δεν ακούγονται. Συμπερασματικά, οι απόψεις του Ξενοφάνη, του Ευριπίδη και του Ισοκράτη δείχνει πως συμφωνούν σε τρία σημεία:
  • Η απόδοση τιμών στους νικητές είναι υπερβολική.
  • Η σωματική ρώμη δεν προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.
  • Η πνευματική εργασία και η φρόνηση είναι υψηλότερες αξίες και διαρκέστερες από την ανάπτυξη της σωματικής δύναμης.
Οι Αιτίες των Επικρίσεων

Οι αιτίες για τις οποίες έγινε σκληρή κριτική από τους Σωκράτη, Διογένη, Επίκτητο, Ιπποκράτη, Γαληνό, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Φιλόστρατο, που τήρησαν γενικά μια περιφρονητική στάση εναντίον των αθλητών, είναι οι εξής: Οι φιλόσοφοι επικρίνουν τα δημόσια προνόμια των αθλητών, όπως η εξασφάλιση ισόβιας σίτισης. Η πολιτική εκμετάλλευση της νίκης, με αφορμή τις αντιπαλότητες ανάμεσα στις πόλεις-κράτη για τον έλεγχο των αγώνων και τις προσωπικές επιδιώξεις των αθλητών, που σκοπό είχαν να εκμεταλλευθούν πολιτικά την δημόσια προβολή και αναγνώρισή τους.

Τέτοια παραδείγματα ήταν ο Αθηναίος Ολυμπιονίκης Κύλων (Κυλώνειο άγος), ή ο Αλκιβιάδης, που χρησιμοποίησε τη νίκη του στην ιπποδρομία ως μέσο για την πολιτική του προώθηση. Υπήρξε ακόμη η κατηγορία πως οι Αγώνες ήταν «αριστοκρατικοί», καθώς οι τύραννοι των Συρακουσών Ιέρωνας και Διονύσιος και άλλοι ευγενείς και βασιλιάδες συμμετείχαν σ΄αυτούς.

Η συμμετοχή τους, κυρίως στο αγώνισμα της αρματοδρομίας με τέθριππο, και η επίδειξη ισχύος και πολυτέλειας, ήταν ένα ισχυρό έρεισμα για να κατηγορηθεί το συγκεκριμένο άθλημα πως απευθυνόταν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Η εκτροφή ίππων απαιτούσε υπέρογκες δαπάνες και μόνο οι εύποροι είχαν καιρό για γυμναστική άσκηση, ενώ κατά κανόνα οι συγκεντρώσεις των αθλητικών πανηγύρεων προσέλκυαν πλήθη εμπόρων και μεταπρατών.

Σε όλα αυτά μπορούμε να διαπιστώσουμε τη συνάφεια των αρχαίων και των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Και σήμερα τα ιππικά, ιστιοπλοϊκά, χιονοδρομικά και άλλα παρόμοια αγωνίσματα εξακολουθούν να έχουν τον «αέρα» της αριστοκρατικότητας, ενώ το Ολυμπιακό πνεύμα πωλείται και αγοράζεται από τις πολυεθνικές χορηγίες.

Ο χρηματισμός των αθλητών και η καταβολή μεγάλων χρηματικών βραβείων, καθώς η επιδίωξη των πόλεων να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες αθλητικές επιτυχίες, οδηγούσε σε προσφορές και δωροδοκίες. Η εξαγορά της νίκης αντιμετωπιζόταν με τιμωρίες και ηθική κατακραυγή, όταν, φυσικά, μπορούσε να αποδειχθεί.

Όσοι αθλητές κατηγορούνταν για χρηματισμό ή εξαγορά της νίκης όφειλαν σύμφωνα με τους κανονισμούς να πληρώσουν πρόστιμο με το οποίο κατασκευάζονταν τα χάλκινα αγάλματα του Δία, οι λεγόμενες Ζάνες, μπροστά στα οποία έδιναν ιερό όρκο οι αθλητές. Πάντως, οι περιπτώσεις χρηματισμού ήταν ελάχιστες, σε σύγκριση με τον αριθμό των Ολυμπιάδων που πραγματοποιήθηκαν, ενώ αντίθετα φαίνεται μια σταθερή πίστη στο θεσμό των Αγώνων και στις ηθικές αξίες της νίκης.

Η υπερβολή στην εκγύμναση των αθλητών, η οποία όχι μόνο δεν ωφελεί αλλά αντίθετα θεωρείται κι επικίνδυνη για τη σωματική υγεία. Ο Σωκράτης, ο Ιπποκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Γαληνός καταδίκασαν τον «υπέρμετρο» σωματικό κόπο και τη μονομέρεια που δημιουργεί η εξειδικευμένη εκγύμναση και τέθηκαν υπέρ της συμμετρίας.

Υποστήριξαν το ιδεώδες της καλοκαγαθίας, την εναρμόνιση δηλαδή της ψυχικής και σωματικής καλλιέργειας. Κάθε πέραν του μέτρου, αποκλειστική και μονοδιάστατη σωματική άσκηση προάγει, κατά τον Πλάτωνα, την αγριότητα και τη σκληρότητα πολύ πέραν του ορίου της ανδρείας. Η μονοδιάστατη σωματική άσκηση θεωρήθηκε και ως εκφραστής της ζωώδους πλευράς της ανθρώπινης φύσης από συγγραφείς, όπως ο Διογένης, ο Γαληνός και ο Λουκιανός.

Επικρίσεις διατυπώθηκαν και για κάποιες μορφές βίας στα αρχαία αθλήματα, κυρίως στα σκληρά αγωνίσματα της πάλης, της πυγμής και του παγκρατίου. Η βία ήταν το φυσικό συστατικό του έντονου ανταγωνισμού των ελληνικών πόλεων, ο οποίος αναδεικνύει την αθλητική νίκη σε πολύτιμο όπλο υπεροχής και αυτοπροστασίας (ό.π σ. 10). Ο νέος, όπως υποστηρίζει ο Σόλων, ασκείται σωματικά στοχεύοντας στο να αποβεί ωφέλιμος και σε συνθήκες ειρήνης αλλά και σε περίπτωση πολέμου.

Η αντίληψη αυτή ήταν συνδεδεμένη με τις ανάγκες μιας εποχής, όπου οι πόλεμοι αποτελούσαν την καθημερινή σκληρή δοκιμασία της αντοχής των πόλεων-κρατών. Ακόμη έντονες ήταν οι αμφισβητήσεις που αφορούσαν στη δίαιτα των αθλητών, και εκφράστηκαν από τον Πλάτωνα, τον Ιπποκράτη, τον Γαληνό, τον Ευριπίδη, τον Φιλόστρατο, τον Αθήναιο και τον Αριστοφάνη (από αυτόν προέρχεται η φράση «τρώει σαν παλαιστής»), καθώς το διαιτολόγιό τους θεωρείτο υπερβολικό και καταναγκαστικό.

Οι Γυναίκες στους Ολυμπιακούς Αγώνες

"Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες; Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία εδώθε". "Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα, τρία αδέρφια, γιο, πατέρα, Ολυμπιονίκες. Να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες, και εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκες. Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια· στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει με της αντριάς τ' αμάραντα προνόμια. Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει σ' αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου ύμνος χρυσός τ' αθάνατου Πινδάρου." Λορέντζος Μαβίλης

Οι γυναίκες δεν επιτρέπονταν στους Αρχαίους Ολυμπιακούς (γυμνικούς) Αγώνες, όχι μόνο ως αθλήτριες αλλά ούτε και ως θεατές. Κι όμως, υπήρχαν γυναίκες Ολυμπιονίκες. Πώς; Ήταν οι ιδιοκτήτριες των αλόγων που κέρδιζαν στα ιππικά αθλήματα. Τα άλογα τα ίππευε ένας ηνίοχος. Αγωνιζόταν, στην ουσία, για λογαριασμό του ιδιοκτήτη. Όταν ο ιδιοκτήτης ήταν γυναίκα, αυτή θεωρούνταν Ολυμπιονίκης, κι ας μην είχε βρεθεί καν στην Ολυμπία  Η πιο ονομαστή για τις νίκες της στην Ολυμπία ήταν η Κυνίσκα, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου και αδελφή του Αγησιλάου του Β'.

Οι πιο γνωστή, όμως, και ενδιαφέρουσα ιστορία γυναίκας στους Αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν εκείνη της Καλλιπάτειρας. Με πατέρα (τον Διαγόρα), αδελφούς (τον Ακουσίλαο, τον Δαμάγητο και τον Δωριέα) Ολυμπιονίκες και γιο να αγωνίζεται στους Αγώνες, τόλμησε να μπει στον ιερό χώρο της Ολυμπίας μεταμφιεσμένη σε άντρα γυμναστή για να καμαρώσει το παιδί της.

Και, όντως, ο Πεισίδωρος κέρδισε στο άθλημά του, την πυγμαχία, με αποτέλεσμα η Καλλιπάτειρα να αποκαλυφθεί, βγάζοντας μια κραυγή ευτυχίας. Της δόθηκε χάρη (η ποινή για μια γυναίκα που παραβίαζε το νόμο ήταν θάνατος), λόγω της καταγωγής της από μια οικογένεια με τέτοια Ολυμπιακή ιστορία.

Οι γυναίκες συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες και στέφονται Ολυμπιονίκες με αντιπρόσωπο τον ηνίοχό τους. Οι ηνίοχοι δεν ήταν ιδιοκτήτες αλόγων, αλλά νέοι έμπειροι στην ιππική, που πληρώνονταν και αγωνίζονταν για λογαριασμό των ιδιοκτητών. Η νίκη ανήκε στον ιδιοκτήτη που στεφόταν νικητής και το βραβείο για τον ηνίοχο ήταν μια μάλλινη ταινία την οποία έδενε στο μέτωπό του. Την ίδια μάλλινη ταινία έδεναν και στα άλογα που κέρδιζαν.Γι αυτό και στην Ολυμπία νικητές αναδείχτηκαν κατά καιρούς γυναίκες, παιδιά ακόμα και πόλεις.

Η πιο ονομαστή για τις νίκες της στην Ολυμπία είναι η Κυνίσκα, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου και αδελφή του Αγησιλάου του Β΄. Ο Αγησίλαος ήταν αυτός που παρότρυνε την αδελφή του να εκθρέψει άλογα και να συμμετάσχει στο τέθριππο, λέγοντάς της σύμφωνα με τον Πλούταρχο,

«ΟΥΔΕΜΙΑΣ ΕΣΤΙΝ ΑΡΕΤΗΣ ΑΛΛΑ ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗΣ Η ΝΙΚΗ» ,(ΑΓΗΣ.20.1).

Δηλ. ότι η νίκη στα ιππικά αγωνίσματα εξαρτάται κυρίως από τους ίππους και από τον πλούτο του ιδιοκτήτη. Έτσι λοιπόν η Κυνίσκα παίρνει μέρος και κερδίζει το 396π.Χ. και στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες το 392π.Χ. στο τέθριππον. (Δίτροχο άρμα που το έσερναν τέσσερα άλογα).

Το 368π.Χ. μια άλλη γυναίκα επίσης από τη Σπάρτη, η Ευριλεονίς κερδίζει στο αγώνισμα της συνωρίδος. (Αγώνας για άρμα με δύο άλογα).

Στους 128ους Ολυμπιακούς Αγώνες το 268π.Χ. μια γυναίκα από την παραθαλάσσια Μακεδονία, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, η Βελεστίχη, κέρδισε στο πωλικόν τέθριππον και στους αμέσως επόμενους το 264π.Χ. στην πωλικήνσυνωρίδα. Το 84π.Χ. στους 174ους Ολυμπιακούς αγώνες δύο γυναίκες από την Ηλεία η Τιμαρέτα και η Θεοδότα κερδίζουν μέσα στην έδρα τους το αγώνισμα της συνωρίδας η πρώτη και το πωλικόν τέθριππον η δεύτερη.

Αρκετούς αιώνες αργότερα το 153μ.Χ. στους 233ους Ολυμπιακούς Αγώνες μια άλλη γυναίκα από την Ηλεία, η Κασία, Μ(νασιθέα), κερδίζει στο πωλικόν τέθριππον. Αυτή είναι και η τελευταία γυναίκα που έχει αναφερθεί ότι κέρδισε στην Ολυμπία καταρρίπτοντας τον απαγορευτικό μύθο «όχι γυναίκες στην Ολυμπία».

Και δεν είναι μόνο αυτές. Σε πολλά μέρη της Ελλάδος, οι γυναίκες αθλούνται και παίρνουν μέρος σε αγώνες. Είτε στο στάδιο, είτε στα ιππικά αγωνίσματα, είτε σε μουσικούς αγώνες, όπως στα Πύθια, κερδίζουν και με περηφάνια φορούν τον κότινο της νίκης.

Πρόσφατα, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως συγκλονιστικά ευρήματααπό έναν ασύλητο γυναικείο τάφο, σε αρχαίο νεκροταφείο του 6ου και του 4ουπ.Χ. αιώνα, στην αρχαία Ερεσό της Λέσβου. Μία στλεγγίδα, αντικείμενο καθαρισμού των αρχαίων αθλητών, μαζί με δύο καθρέπτες βρέθηκαν μέσα σε αυτόν τον τάφο.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες φθίνουν και καταργούνται οριστικά το 369μ.Χ. Τίποτε που να θυμίζει πλέον την αρχαία θρησκεία δεν επιτρέπεται. Το «νους υγιής εν σώματι υγιές» το διαχρονικό ρητό των αρχαίων προγόνων μας είναι πλέον παρελθόν. Στην σκοτεινή περίοδο του μεσαίωνα η γυναίκα υπάρχει μόνο για να τεκνοποιεί και να φροντίζει το σπίτι. Όποια γυναίκα ξεχωρίζει είναι ή «αγία» οπότε λατρεύεται, ή «μάγισσα» οπότε καίγεται στην πυρά.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες προς Τιμή της Θεάς Ήρας

«Αι δε αύται τιθέασι και αγώνα Ηραία. ο δε αγών εστιν Άμιλλα δρόμου παρθένοις»
Παυσανίας-Ηλιακά

Η Ήρα είναι η μοναδική θεότητα που λατρεύεται στην Ολυμπία και έχει δικό της Ναό, σχεδόν δύο αιώνες πριν την κατασκευή του Ναού του Διός, τον 5ο αι. π.Χ.

Σύμφωνα με το μύθο, πρώτη η Ιπποδάμεια διοργάνωσε τους αγώνες για να δείξει την ευγνωμοσύνη της στην Ήρα για τον γάμο της με τον Πέλοπα. Ο Πέλοπας πηγαίνει στην Πίσα για να αγωνιστεί σε αγώνες αρματοδρομίας και να κερδίσει ως έπαθλο την πριγκίπισσα Ιπποδάμεια. (Η γυναίκα και ως έπαθλο της νίκης). Μέχρι τώρα δεκατρείς μνηστήρες έχουν σκοτωθεί γιατί κατά βάθος ο πατέρας της Οινόμαος δεν θέλει να την παντρέψει. (Ο χρησμός λέει ότι ο γαμπρός του θα τον σκοτώσει).

Με την βοήθεια της Ιπποδάμειας που τον ερωτεύτηκε, κερδίζει τους αγώνες, ο Οινόμαος σκοτώνεται και ο ίδιος καθιερώνει την αρματοδρομία ως επιτάφιο αγώνα (για να καθαρθεί από τον θάνατο του Οινόμαου) και ως προσφορά στους Θεούς. Για τους ίδιους λόγους η Ιπποδάμεια ιδρύει τα Ηραία.

Ιστορικές όμως αναφορές , φέρουν ως διοργανώτριες των αγώνων δεκαέξι ηλικιωμένες γυναίκες οι οποίες διακρίνονταν για το κύρος και την υπόληψή τους. Καθεμιά εκπροσωπούσε μία από τις δεκαέξι Ηλειακές πόλεις που τότε κατοικούνταν. Αυτές οι γυναίκες με τη σοφία τους συμφιλίωσαν τους Πισαίους και τους Ηλείους και ανέλαβαν την ύφανση του πέπλου της Ήρας, τη διοργάνωση των αγώνων και τη διοργάνωση δύο ακόμα χορών. Του χορού της Φυσκόας και του χορού της Ιπποδάμειας..
Υ.Γ. Η Φυσκόα κοιμήθηκε με τον Διόνυσο και γέννησε ένα βασιλιά τον Ναρκαίο, που απέκτησε μεγάλη δύναμη και ίδρυσε το Ιερό της Ναρκαίας Αθηνάς..

Κάθε τέσσερα χρόνια, λοιπόν, αυτές οι δεκαέξι γυναίκες υφαίνουν πέπλο για την Ήρα και οι ίδιες διοργανώνουν τα Ηραία. Τις βοηθούν βέβαια και κάποιες άλλες γυναίκες συνδιοργανώτριες των αγώνων. Είναι αγώνας δρόμου μεταξύ παρθένων χωρισμένων σε κατηγορίες. Πρώτα τρέχουν οι νεώτερες, έπειτα οι δεύτερες στην ηλικία (οι έφηβες) και τελευταίες οι μεγαλύτερες (νεάνιδες). Οι αγώνες διεξάγονται στο ίδιο στάδιο και οι αγωνιζόμενες τρέχουν μία διαδρομή 5ΟΟ ποδών (160μ.) που αντιστοιχεί στα 5/6 του μήκους του σταδίου.

Οι κοπέλες τρέχουν ως εξής: Φορούν έναν απλό χιτώνα μέχρι το γόνατο, έχουν τα μαλλιά τους λυμένα και γυμνό το δεξιό ώμο μέχρι το στήθος. Γιατί άραγε; Ως απόδειξη της θηλυκότητάς τους αντίστοιχη με την γυμνότητα των ανδρών; Διότι μόνο ο ένας ώμος γυμνός σίγουρα δεν βοηθά στην καλύτερη απόδοση. Πρώτη νικήτρια των αγώνων ήταν η Χλώρις.

Παράλληλα λοιπόν με τους άνδρες, οι γυναίκες κάνουν τους δικούς τους αγώνες τα «ΗΡΑΙΑ». Στον ίδιο χώρο ( Ολυμπία), σε διαφορετικό χρόνο (στα μεσοδιαστήματα των Ολυμπιάδων) με το ίδιο έπαθλο(ένα στεφάνι αγριελιάς). Δεν είναι όμως το ίδιο .Οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι κάτι διαφορετικό. Η νίκη στους Ολυμπιακούς αγώνες είναι η μεγαλύτερη, η κορυφαία, μοναδική στιγμή στη ζωή του Έλληνα. «Κάτθανε Διαγόρα ουκ εις τον Όλυμπον αναβήσει».

Είναι η φωνή που ακούγεται μέσα από το πλήθος, που ζητωκραυγάζει τον Ολυμπιονίκη Διαγόρα όταν μέσα στο στάδιο καμαρώνει τις νίκες των τριών γιων του. Δεν ήταν από φθόνο ή ζήλια αυτά τα λόγια. Ήταν από φόβο μήπως η τόση μεγάλη χαρά και δόξα αγγίξει τα όρια της ύβρις, της ασέβειας. Διότι μετά από τόση μεγάλη δόξα, για τους αρχαίους, δεν μένει τίποτε άλλο παρά να ανέβεις στον Όλυμπο να γίνεις Θεός.

Η Συμμετοχή των Αρχαίων Μακεδόνων στους Ολυμπιακούς Αγώνες

Οι Μακεδόνες, επειδή η Μακεδονία χωρίζονταν από την υπόλοιπη Ελλάδα με δύσβατα όρη που δυσκόλευαν πολύ τις επικοινωνίες, δεν μπορούσαν να μετέχουν ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή των άλλων Ελλήνων. Γι' αυτό δεν είχαν αναμιχθεί ιδιαίτερα με τους λοιπούς Έλληνες και μέχρι την εποχή του Βασιλέα Φιλίππου Β΄ δεν είχαν σημαντικές επαφές ή σοβαρές πολεμικές συγκρούσεις μ' εκείνους.

Η ευνοϊκή ανάμιξη του Βασιλέα Αλεξάνδρου Α΄, και το ενδιαφέρον του να βοηθήσει στην υπεράσπιση της υπόλοιπης Ελλάδας από τους Πέρσες, συνετέλεσαν στο να του απονείμουν οι νοτιότεροι Έλληνες τον τίτλο του «Φιλέλληνα», που εσήμαινε «Φιλόπατρις» και δινόταν σε Έλληνες και κυρίως σ' εκείνους που δεν περιώριζαν τη δράση και τη σκέψη τους στο κoινό τοπικιστικό ορίζοντα της πόλης ή του κράτους που γεννήθηκαν ή ζούσαν, αλλά είχαν oρίζοντες πανελλήνιας εμβέλειας. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι παρά τις εδαφολογικές δυσκολίες στην πρόσβαση μεταξύ των Μακεδόνων και των λοιπών Ελλήνων του νότου:

Οι Μακεδόνες είχαν την ίδια γλώσσα με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες είχαν την ίδια θρησκεία με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες είχαν την ίδια αρχιτεκτονική με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες είχαν τις ίδιες τέχνες με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν τα ίδια ονόματα με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες είχαν τα ίδια ήθη με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες είχαν τους ίδιους μύθους με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες είχαν τους ίδιους ήρωες με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες είχαν τα ίδια έθιμα με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες είχαν τις ίδιες συνήθειες με τους λοιπούς Έλληνες

Οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες

Οι Μακεδόνες, με την αγροτική και ποιμενική τους ζωή, διαβιώντας στο ορεινό τους τοπίο, με τους συχνούς τους αγώνες κατά βαρβάρων επιδρομέων που ήθελαν να κατέβουν στην Ελληνική χερσόνησο, με τις ανωμαλίες τους στη διαδοχή του Θρόνου και παρά απομόνωσή τους από τον υπόλοιπο Ελληνισμό, διετήρησαν τα Ήθη και τα Έθιμά τους, αλλά αρχικά δεν είχαν αξιόλογη πολιτιστική εξέλιξη. Η διαφορά ήταν μεγάλη, ιδίως προς τον προηγμένο πολιτισμό των Αθηνών, που αναπτύχθηκε ανενόχλητος, λόγω των θυσιών των Μακεδόνων με τους αγώνες τους κατά βαρβάρων επιδρομέων.

«Μπορεί να θεωρηθεί σήμερα αδιαμφισβήτητο - γράφει ο Καθηγητής Απ. Δασκαλάκης στο έργο του «Ο Ελληνισμός της αρχαίας Μακεδονίας» - ότι εάν οι Μακεδόνες δεν χρησίμευαν πράγματι σαν πρόφραγμα κατά των πάσης νοτίως του Ολύμπου επιδρομών των βαρβάρων, ο Ελληνισμός δεν θα έμενε επί τόσους αιώνες απερίσπαστος να θεμελιώσει τα δόγματα της ελευθερίας και να φθάσει στα περίλαμπρα δημιουργήματα της σκέψεως και της τέχνης, τα οποία κληρονόμησε η σύγχρονη ανθρωπότητα».

Ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος της νότιας Ελλάδας, που προπορευόταν πολιτιστικά, δεν έμεινε αδιάφορος στο άνοιγμα αυτό προς το Μακεδονικό χώρο και έτσι πλήθος καλλιτεχνών σοφών και επιστημόνων βρήκαν ανταπόκριση στο κοινό του Μακεδονικού κόσμου. Η αφομοίωση αυτή ολοκληρώθηκε στον Δ΄ αιώνα. Η τεράστια οικονομική άνθηση και η αξία ηγεσία των Μακεδόνων Βασιλέων, συνετέλεσε σε κοσμογονικές αλλαγές, με καινοτομίες και δημιουργίες σ' όλους τους τομείς της Τέχνης, και προ παντός της μεταλλουργίας, ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής, που απετέλεσαν πρότυπο και για τους Ρωμαίους, όπως φανερώνεται στη Πομπηία.

Η μεγάλη αυτή μετατόπιση του κέντρου του Ελληνισμού από το νότο στο βορρά, άρχισε με την εμφάνιση του Μακεδόνα Βασιλέα Φιλίππου Β΄. Οι νίκες του και η ταυτόχρονη παρακμή των άλλων Ελληνικών κρατών?πόλεων, δημιούργησε ένα ψυχολογικό κλίμα ζήλιας και δυσφορίας στους άλλους Έλληνες και κυρίως στους Αθηναίους, όπου διαμορφωνόταν η κοινή γνώμη της Ελλάδος, κατά των, κατά κάποιον τρόπο, αγνώστων σε πολιτική και πνευματική επικοινωνία Μακεδόνων. Όλες οι κατηγορίες περί «βαρβαρισμού» των Μακεδόνων, δεν προέρχονται από φιλοσόφους, ιστορικούς, ποιητές ή άλλους συγγραφείς, αλλά από πολιτικούς ρήτορες και μάλιστα Αθηναίους.

Ο Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας Δημοσθένης, ο κύριος πολέμιος του Βασιλέα Φιλίππου Β΄, μιλώντας στους Αθηναίους είπε «… μήπως όλες μας οι ισχυρές θέσεις δεν βρίσκονται στα χέρια αυτού του ανθρώπου; Δεν θα υποστούμε τη χειρότερη ταπείνωση; Δεν βρισκόμαστε ήδη σε πόλεμο με αυτόν; Δεν είναι εχθρός μας; Δεν κατέχει δικά μας εδάφη; Δεν είναι βάρβαρος; Τα χειρότερα των επιθέτων δεν του αρμόζουν;». Στον μεγάλο θυμό του ο Δημοσθένης μίλησε όπως κάνουν όλοι μέχρι σήμερα που βρίζουν κάποιον με πολλά «κοσμητικά» επιθετικά.

Όταν ο Δημοσθένης είπε τον Φίλιππο «βάρβαρο», δεν εννοούσε τον Φίλιππο «μη Έλληνα». Αυτό συνάγεται και από το ότι εις τον λόγο του τον Ολυνθιακό Β΄, επαινεί το κράτος των Μακεδόνων, αλλά και διότι δεν θα διενοείτο να αποκαλέσει οιονδήποτε μη Έλληνα ως «βάρβαρο», διότι η δική του καταγωγή του ήταν «βαρβαρική». Ο Αισχύνης στο λόγο του κατά Κτησιφόντα αποκαλεί τον Δημοσθένη συκοφάντη, διότι από τη Σκίθα μητέρα του είναι … «βάρβαρος» και μόνο κατά τη γλώσσα «Ελληνίζει».

Ο Μακεδόνας Βασιλέας Αλέξανδρος Α΄, που ήταν φιλότεχνος και φίλος του Πινδάρου, έλαβε μέρος στους 80ους Ολυμπιακούς αγώνες, το 460 π.Χ. Έτρεξε σε αγώνα δρόμου στην Ολυμπία και ήλθε με πολύ μικρή διαφορά δεύτερος. Αυτό απετέλεσε όχι μόνο την αφετηρία της συμμετοχής των Μακεδόνων εις τους Ολυμπιακούς αγώνες, αλλά και ένα σημαντικό γεγονός με πανελλήνια απήχηση για την επαφή και επικοινωνία των Μακεδόνων με τους λοιπούς Έλληνες, το οποίο απέβη αποφασιστικό για τα πεπρωμένα του Ελληνισμού.

Μακεδόνες, που έλαβαν μέρος εις τους Ολυμπιακούς αγώνες, ήταν οι ακόλουθοι:

Ο Βασιλέας Αλέξανδρος Α, στην 80η Ολυμπιάδα, το 460 π.Χ. Έτρεξε το Στάδιο και ήλθε δεύτερος με διαφορά στήθους.

Ο Βασιλέας Αρχέλαος Περδίκας, αγωνίσθηκε στην 93η Ολυμπιάδα, το 408 π.Χ. και κέρδισε στους Δελφούς στο αγώνισμα των τεθρίππων.

Ο Βασιλέας Φίλιππος Β΄ αναδείχθηκε τρεις φορές Ολυμπιονίκης. Στην 106η Ολυμπιάδα, το 356 π.Χ. έτρεξε με το άλογό του. Στην 107η Ολυμπιάδα, το 352 π.Χ. έτρεξε με τα τέθριππά του. Στην 108η Ολυμπιάδα, το 348 π.Χ., νίκησε στη συνωρίδα.

Ο Κλίτων νίκησε στο Στάδιο στην 113η Ολυμπιάδα, το 328 π.Χ.

Ο Δαμασίας ο Αμφιπολίτης έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 115η Ολυμπιάδα, το 320 π.Χ.

Ο Λάμπου ο Φιλιππίσιος, αναδείχθηκε νικητής τεθρίππων στην 119η Ολυμπιάδα, το 304 π.Χ.

Ο Αντίγονος έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 122η Ολυμπιάδα, το 292 π.Χ. και στην 123η Ολυμπιάδα το 288 π.Χ.

Ο Σέλευκος έτρεξε το Στάδιο και νίκησε στην 128η Ολυμπιάδα, το 268 π.Χ.

Στην 128η Ολυμπιάδα, το 268 π.Χ., νίκησε μια γυναίκα από τη Μακεδονία στο αγώνισμα των συρομένων από πώλους αρμάτων (συνωρίδα πώλων). Ο Παυσανίας αναφέρει «νικητές λένε πως αναδείχθηκαν στη συνωρίδα μια γυναίκα Βελεστίχη από την παραθαλάσσια Μακεδονία».

Ο Παυσανίας αναφέρει το Φιλιππείον της Ολυμπίας: «Μέσα στην ΄Αλτι βρίσκονται το Μητρώο και ένα οίκημα που ονομάζεται Φιλιππείο … το έκτισε ο Φίλιππος μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια … υπάρχουν αγάλματα του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου, του Αμύντα … είναι έργα του Λεωχάρους από ελέφαντα και χρυσό όπως και τα αγάλματα της Ολυμπιάδος και Ευρυδίκης». Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμα διάφορα αφιερώματα και αγάλματα που έγιναν με εντολή διαφόρων και μνημονεύει «από τους Μακεδόνες ανέθεσαν οι κάτοικοι του Δίου, μιας πόλης από τα Πιέρια όρη, άγαλμα (που εικονίζει) τον Απόλλωνα να κρατεί το ελάφι».

Στις ανασκαφές της Βεργίνας βρέθηκε Τρίποδας, που φυλάσσεται στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης, στον οποίο υπάρχει, η επιγραφή: «Είμαι από τους αγώνας, τα Ηραία του ΄Αργους». Κατά ερμηνεία του Ανδρόνικου ο Τρίποδας ανήκε εις τον Αλέξανδρον τον Α΄ και ήταν οικογενειακό κειμήλιο.

Ο Βασιλεύς Αρχέλαος (413-399 π.Χ.) καθιέρωσε εις το ΔΙΟΝ λαμπρούς αγώνες ανά διετία δια τον Ολύμπιο Δίο «τα εν ΔΙΩ ΟΛΥΜΠΙΑ», που διαρκούσαν 9 ημέρες, όσες και οι εννέα Μούσες, οι οποίες προήρχοντο από τα Πιέρια Όρη της Μακεδονίας και κατά την διάρκειά των διδάσκονταν τραγωδίες αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.

Ο Βασιλέας Αρχέλαος Α΄ (413-399 π.Χ.) οργάνωσε το στρατό και τις συγκοινωνίες και μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Αιγές στην Πέλλα. Στην Αυλή του έζησαν ο τραγικός ποιητής Αγάθων, ο επικός Χορίλος, ο διθυραμβοποιός Τιμόθεος, ο τραγικός ποιητής Μελανιπίδης και ο ιατρός και γιός του Ιπποκράτη Θεσσαλός. Ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης στην αυλή του Αρχέλαου συνέθεσε τις τραγωδίες του «ΑΡΧΕΛΑΟΣ» και «ΒΑΚΧΕΣ». Ο Ευριπίδης πέθανε και ετάφη στη Μακεδονία.

Στη Μακεδονία ανακαλύφθηκαν ήδη τρία αρχαία θέατρα. Του Δίου, 5ου αιώνα π.Χ., της Βεργίνας (Αιγών), 4ου αιώνα π.Χ. και των Φιλίππων. Σ' όλα αυτά τα θέατρα παίζονταν αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες. Στο θέατρο του Δίου μάλιστα, που είναι ανάλογο με εκείνο της Επιδαύρου, πρωτοπαίχθηκαν οι «Βάκχες», ο «Αρχέλαος» και κατά μία άποψη και η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη.

Θέμα της τραγωδίας «Αρχέλαος» ήταν η γνωστή παράδοση σχετικά με την μετανάστευση του Αργείου Τημενίδου, Πρίγκιπα της Μακεδονίας και ιδρυτή του Οίκου των Αιγών. Οι τραγωδίες αυτές όπως και όλες οι άλλες που διδάχθηκαν στα θέατρα αυτά, γράφτηκαν στην Ελληνική γλώσσα, γιατί προφανώς απευθύνονταν σε Έλληνες θεατές, τους Μακεδόνες.

Το ΔΙΟΝ, το ιερό των Μακεδόνων, είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας (1500 στρέμματα), με συγκρότημα λουτρών, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 4.000 τ.μ., με ψηφιδωτό δάπεδο, με λεκάνες με μαρμάρινη επένδυση και με τμήμα του συστήματος πολυκαύστων, καθώς και με πολυτελείς αίθουσες, με κιονοστοιχίες και ψηφιδωτά δάπεδα, με σύστημα παροχής και αποχέτευσης νερού, με πήλινους, μολύβδινους και κτιστούς αγωγούς. Το ΔΙΟΝ συνεπώς έπρεπε να αποτελέσει, λόγω και των πνευματικών αγώνων, την αφετηρία της πολιτιστικής Ολυμπιάδος. Δυστυχώς αγνοήθηκε.

Η «Ελληνιστική Εποχή» αποτελεί τεράστιο θέμα και θα φωτισθεί όπως πρέπει μόνο αν δημιουργηθεί Πανεπιστημιακή Έδρα για να διερευνηθεί πλήρως και να γίνει γνωστός στον Ελληνισμό και στον λοιπό κόσμο, ο ρόλος του Ελληνισμού και εις το Ισλάμ, γεγονός που αποτελεί κατά τον καθηγητή Κωνσταντίνο Ρωμανό τον ελλείποντα κρίκο στην Ιστορία του Πολιτισμού. Η επίδραση της Ελληνικής πολιτιστικής και πνευματικής κληρονομιάς που μετεδόθη από τους Μακεδόνες στους λαούς της πρόσω Ασίας, αναφέρεται από όλους τους Αρχαίους συγγραφείς.

Ο Πλούταρχος αναφέρει «Ολόκληρος η Ασία εξημερωθείσα από τον Αλέξανδρο ανεγίγνωσκε τον Ομηρο και τις Τραγωδίες του Ευριπίδη και Σοφοκλή.» Δεν είναι τυχαίο ότι το Κοράνιο αναφέρει τον Αλέξανδρο ως Προφήτη. Οι Εβραίοι υιοθέτησαν το όνομά του. Οι Βουδισταί τον λάτρευσαν ως Ισόθεο. Ο Μέγας Βασίλειος, ως και Άγιος Νεκτάριος, προβάλλουν τον Αλέξανδρο. Ο Διόδωρος χαρακτηριστικά αναφέρει «… Τους εχθρούς ηνάγκαζε ευδαιμονείν ο νικήσας».

Η Παρακμή και η Κατάργηση των Αγώνων

Από πολλές απόψεις η παρακμή και το τέλος των Αγώνων, ήταν φυσικό και αναμενόμενο γεγονός για τους λόγους που ήδη αναφέραμε. Μετά τον 2ο π.Χ., αιώνα, οπότε καθιερώθηκε η οικουμενικότητα του Ελληνισμού με τον ταυτόχρονο μαρασμό του ελλαδικού χώρου, έσβησε και ο ζήλος των ελληνικών πόλεων να διακριθούν στην άλλοτε ιερή Άλτη.

Το θρησκευτικό συναίσθημα των αρχαίων Ελλήνων είχε παρακμάσει και οι Αγώνες, εκκοσμικευμένοι, είχαν απολέσει το ζωογόνο ιερό τους στοιχείο. Με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Ρωμαίους τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Οι Αγώνες ελέγχονταν πια από τους κατακτητές και η Ρώμη τότε, όπως η Αμερική σήμερα και κάθε υπερδύναμη, ήθελε να διατηρήσει την υπεροχή της και στο αθλητικό πεδίο.

Το 86-80 π.Χ, επί Σύλλα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δέχτηκαν το πρώτο μεγάλο πλήγμα, καθώς η 175η Ολυμπιάδα μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Αρκετοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, όπως ο Τιβέριος και ο θετός του γιος Καίσαρας Γερμανικός, έλαβαν μέρος στους αγώνες παρακινούμενοι από την ακτινοβολία τους. Η τελευταία άνθηση των αγώνων παρατηρείται επί της βασιλείας των Ρωμαίων Αντωνίνων, οπότε επισκέφτηκε την Ολυμπία και ο περιηγητής Παυσανίας, (δίνει άφθονες πληροφορίες για τους Αγώνες στα «Ηλιακά» του) ανάμεσα στα 160-173 μ.Χ.

Ήδη από την εποχή εκείνη οι Αγώνες είχαν χάσει τον πανελλήνιο χαρακτήρα τους και ήταν διεθνείς, καθώς συμμετείχαν αθλητές από όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι Αγώνες δεν ήταν πια μια αγωνιστική ιεροπραξία μεταξύ των ελληνικών φυλών, ανθρώπων δηλαδή με κοινά στοιχεία γλώσσας, καταγωγής, θρησκευτικής πίστης, ηθών και πολιτισμού.

Ήταν μια κοσμική αθλητική συγκέντρωση, υπό το πρίσμα της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης, όπου το αισθητικό στοιχείο είχε κυριαρχήσει του ιερού και το πολιτικό του θρησκευτικού. Σύντομα, όταν με την εμφάνιση του χριστιανισμού το ιερό επέστρεψε και κυριάρχησε πάλι του αισθητικού, σ΄ ένα νέο άξονα ισορροπίας, εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή.

Το 393 μ.Χ, έτος της 293ης Ολυμπιάδας, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δέχτηκαν τη χαριστική βολή από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, που τους κατήργησε μαζί με άλλους αρχαίους αγώνες. Η κατάργηση αυτή δεν έγινε απότομα, όπως πιστεύουν πολλοί. Το γεγονός περιβάλλεται από έναν αντιχριστιανικό μύθο, σε σχέση με τα όσα πιστεύουν οι υπερασπιστές των «Ελληνικών Ιερών», και η κατάργηση θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τους ίδιους τους Αγώνες, αλλά και με τις γενικότερες συνθήκες της εποχής. Ο Θεοδόσιος έδωσε τέλος σε κάτι που είχε απολέσει προ πολλού την εσωτερική του ζωή και που ήταν ουσιαστικά νεκρό, σαν άδειο κέλυφος.

Έπειτα από χίλια και πλέον χρόνια οι Αγώνες είχαν παρακμάσει. Απόμενε μόνο το φτιασίδωμα της αλλοτινής αίγλης που έδινε ακόμη μια επίφαση ζωής. Ο αρχαίος κόσμος σε αποσύνθεση κατέρρεε. Στη θέση του εμφανίστηκε νέος ο Χριστιανισμός, και κατά συνέπεια παλαιές αξίες καθαιρέθηκαν, αντιπαρατέθηκαν, μετατράπηκαν ή άλλαξαν ριζικά.

Οι αγώνες ήταν κατά βάση θρησκευτικοί, με αγωνιστικές ιεροπραξίες και τελετουργίες παγανιστικές, που η νέα θρησκεία, λειτουργώντας κι αυτή ανταγωνιστικά για την επικράτηση, δε θα μπορούσε να ανεχτεί. Επιπλέον, η εσωτερική πνευματικότητα του Χριστιανισμού της πρώτης εποχής, δεν αντιμετώπιζε το σώμα και τα αθλητικά ιδεώδη όπως η αρχαία θρησκεία. Η κατάσταση του αρχαίου κόσμου ήταν τέτοια, που ο Χριστιανισμός υπήρξε μόνο η αφορμή στο να καταρρεύσει το ετοιμόρροπο οικοδόμημά του.

Όπως λέει ο Τ. Κατσιμάρδης, οι πραγματικές διαστάσεις του ιστορικού γεγονότος της κατάργησης: «συσκοτίζονται από απολυτοποιήσεις, οι οποίες προβάλλονται τόσο από άκριτους απολογητές της παύσης, όσο και από ορισμένους φανατικούς κατηγόρους της». Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ο εθνικός ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος τοποθετεί την κατάργηση στο εξής πλαίσιο:

«Η αρχαία θρησκεία κατέρρεε εσωτερικά. Ο αρχαϊκός κόσμος κατέπιπτε βαθμηδόν, οίκοθεν μάλλον ή δι΄εξωτερικής επεμβάσεως (…) Οι εθνικοί (ειδωλολατρικοί) ναοί κατέπιπτον και η πίστις εμαραίνετο και εν γένει το αρχαίον θρήσκευμα εφθείρετο. Αλλ΄εφθείρετο ηρέμα, ως εξ οργανικού θανατηφόρου νοσήματος μάλλον ή δια πληγών έξωθεν καταφερομένων».

Η καταστροφή αρχαίων ναών και πολλών ειδωλολατρικών έργων τέχνης, ήταν συνέπεια της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Το γεγονός, ωστόσο, έχει περιβληθεί με πολλές νεοπαγανιστικές υπερβολές και απλουστεύσεις και σε κάθε περίπτωση μπορεί να εξηγηθεί με όρους ιστορικής νομοτέλειας. Σύμφωνα με τον κλασικό Bυζαντινολόγο Α. Βασίλιεφ: «Η κατάργηση των Αγώνων ήταν μέρος της αποφασιστικής στάσης του Θεοδόσιου κατά της ειδωλολατρίας». Η απόφαση αυτή που είχε προαναγγελθεί με διάταγμα του 380 μ.Χ., σύμφωνα με τον π. Γ. Μεταλληνό: «ήταν κάτι που επιβλήθηκε από την ιστορική συγκυρία.

Όπως είχαν καταντήσει ήδη από τους τελευταίους π.Χ, αιώνες οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η παύση τους το 393 μ.Χ. ήταν η μεγαλύτερη γι΄αυτούς ευεργεσία. Θεραπευτική επέμβαση στη μάστιγα μιας νόσου». Ή, όπως διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε μη εκκλησιαστικούς κύκλους: «Η κατάργηση λειτούργησε θετικά για την υστεροφημία τους (των Ολυμπιακών), αφού έθεσε τέρμα σ΄ένα διαρκώς εκφυλιζόμενο θεσμό και με τον τρόπο αυτό διέσωσε το αρχαίο κάλλος καθιστώντας το Ολυμπιακό ιδεώδες αθάνατο στους αιώνες».

Το Τέλος και η Αναβίωση

Για 12 αιώνες περίπου συνεχίστηκε ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων μέχρι που ο Θεοδόσιος ο Α', με διάταγμά του το 393 μ.Χ. απαγόρευσε τη λειτουργία όλων των ειδωλολατρικών ιερών, συμπεριλαμβανομένων και των Ολυμπιακών Αγώνων.

Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων οφείλεται στις προσπάθειες του Γάλλου παιδαγωγού και λόγιου Πιέρ ντε Κουμπερτέν μαζί με τον Έλληνα ποιητή Δημήτρη Βικέλα, ο οποίος έγινε και ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Η νέα περίοδος, τιμής ένεκεν, ξεκινά το 1896, με τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας.

Ευτράπελα από τους Αρχαίους (Ολυμπιακούς και Άλλους) Αγώνες

Συνηθίσαμε να ταυτίζουμε τον αθλητισμό με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Πρόκειται για ανιστόρητη γενίκευση μιας μόνο πλευράς των αρχαίων αθλητικών αγώνων. Ίσως γιατί οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν το γυμνό ανθρώπινο σώμα, που το θεωρούσαν το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του κάλλους και στους αγώνες οι αθλητές ήταν ολόγυμνοι.

Στην πραγματικότητα στα αρχαία «γυμνάσια» δεν γίνονταν μόνο αθλητικοί αγώνες ή προπονήσεις. Γίνονταν και συζητήσεις ακόμα και γιορτές. Άλλωστε οι αρχαίοι αγώνες (Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα και λοιποί) συνδυάζανε πάντοτε τα αθλήματα με την τέχνη. Πολλές τραγωδίες διδάχτηκαν στο πλαίσιο αθλητικών αγώνων. Φυσικά ορισμένοι αθλητικοί αγώνες (όπως η πάλη, η πυγμαχία και το παγκράτιο) αναπόφευκτα συνοδεύονταν από μεγάλη βιαιότητα, που έβαζε συχνά σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των αθλητών.

Όπως αναφέρει ο Λουκιανός (Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων), ο Σκύθης διανοητής, που έζησε πολλά χρόνια στην Ελλάδα και πολλοί τον κατατάσσουν μεταξύ των επτά σοφών, δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτή τη βία και η απορία του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν ο Σόλων τον πληροφόρησε πως οι αθλητές υποφέραν τις κλωτσιές, τις τρικλοποδιές και τα γρονθοκοπήματα του αντιπάλου, όχι γιατί κατέχονταν από μανία, ούτε γιατί προσδοκούσαν χρηματικά έπαθλα ή δώρα αλλά μόνο για τη δόξα και την υστεροφημία.

Στην αρχαϊκή και κλασσική εποχή όχι μόνο δεν υπήρχαν επαγγελματίες αθλητές αλλά ούτε και άλλα έπαθλα, εκτός από κάποιο στεφάνι (από κότινο δηλαδή αγριελιά στα Ολύμπια, από μυρτιά ή άλλα φυτά). Ο Φάυλος ο Κρωτονιάτης, τρεις φορές Πυθιονίκης ήταν πλοίαρχος και ο Δωριεύς ο Ρόδιος από δύο φορές Ολυμπιονίκης και Νεμεονίκης ήταν πολιτικός.

Στους πρώτους αιώνες των αγώνων οι αποδόσεις των αθλητών βασίζονταν στην ειδική διατροφή και στην ασκητική αγωγή τους. Κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο (Η 12,13) τη βασική τροφή των αθλητών την αποτελούσαν ξερά σύκα, χλωρό τυρί και πληγούρι. Αργότερα όμως, σύμφωνα με τον Γαληνό (Υγιεινή Γ1) άρχισαν να τρώνε αποκλειστικά κρέας και μερικοί το παράκαναν. Αναφέρεται πως ο αθλητής Αστυδάμας έφαγε μόνος του φαγητό για εννέα άτομα! Με τον καιρό πολλοί αθλητές γίνονταν παχύσαρκοι και δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος σε αγώνες.

Πάντως μη θαρρείτε πως οι Έλληνες είχαν σε μεγάλη υπόληψη τους επαγγελματίες αθλητές. Σύμφωνα με τον Αντρέ Μπονάρ, τον συγγραφέα του περισπούδαστου τρίτομου έργου για το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, στην αρχαία Ελλάδα οι πραγματικοί ήρωες ήταν οι σοφοί της. Αυτούς τιμούσε και υπολόγιζε η κοινή γνώμη. Στην αρχαία Ελλάδα οι σοφοί είχαν τη θέση που είχαν οι προφήτες στο Ισραήλ, οι γκουρού στις Ινδίες, οι καλόγεροι στον Μεσαίωνα και οι μπίζνεμαν στη σημερινή Αμερική.

Οι περισσότεροι φιλόσοφοι κατέκριναν τον επαγγελματικό αθλητισμό, πως κάνει κακό στο σώμα και στο πνεύμα. Όπως δίδασκε ο Διογένης «η εκγύμναση και η προπόνηση είναι ωφέλιμες ώσπου να κοκκινίσουν τα μάγουλά σου. Τότε πρέπει να σταματάς. Αν συνεχίσεις σου κάνουν κακό και στο σώμα και στο νου». Ο Ευριπίδης, άνθρωπος σοφός (να θυμηθούμε το δελφικό: σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ΄απάντων Σωκράτης σοφότατος), στο έργο του «Αυτόλυκος Σατυρικός» του οποίου έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα το λέει καθαρά
ΚΑΚΩΝ ΓΑΡ ΟΝΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ ΚΑΘ' ΕΛΛΑΔΑ
ΟΥΔΕΝ ΚΑΚΙΟΝ ΕΣΤΙΝ ΑΘΛΗΤΩΝ ΓΕΝΟΥΣ.
Δηλαδή: Μύρια κακά υπάρχουν στην Ελλάδα / αλλά το χειρότερο είναι των αθλητών το γένος.

Παρεμπιπτόντως το ρητό «νους υγιής εν σώματι υγιεί» δεν είναι αρχαίο Ελληνικό αλλά Ρωμαϊκό, που το υιοθέτησαν οι Έλληνες κατά τη Ρωμαιοκρατία. Πρώτος ο Ιουβενάλιος γράφει mens sanus in corpore sano. Δεν υπάρχει παλαιότερη Ελληνική μνεία του ρητού.

Μπορεί στην αρχαιότητα να μην υπήρχαν φαρμακοδιεγερτικές ουσίες, έδιναν όμως στους αθλητές να τρώνε κατά τη διάρκεια των αγώνων ψωμί που ζυμώθηκε με χυμό του φυτού μύκων ο υπνοφόρος δηλαδή με κάποιο οπιούχο υγρό (Φιλόστρατος περί γυμναστικής) ή εκχυλίσμα φυτών πλούσιων σε αλκαλοειδή, όπως η ιππουρίς (Πλίνιος ο νεώτερος). Την απουσία πάντως διεγερτικών ουσιών την αναπλήρωναν με τη δωροδοκία. Η πρώτη περίπτωση δωροδοκίας έγινε την 98η Ολυμπιάδα (το 384 π.Χ.) από τον Θεσσαλό Εύπολο, που δωροδόκησε τους αντιπάλους του Αγήνορα, Πρύτανη και Φορμίωνα, για να τον αφήσουν να τους νικήσει στην πυγμαχία.

Και στους τέσσερις επιβλήθηκαν βαρύτατα πρόστιμα, από τα χρήματα των οποίων κατασκευάστηκαν έξι ορειχάλκινα άγάλματα του Δία. Τα αγάλματα αυτά και πολλά άλλα, ανάλογης προέλευσης, είδε ο Παυσανίας ( ) περιηγούμενος την Ολυμπία εξακόσια χρόνια μετά, και μνημονεύει τις επιγραφές που διάβασε στα βάθρα τους και οι οποίες προειδοποιούσαν τους Έλληνες να μην επιδιώκουν τη νίκη με δωροδοκίες και απειλούσαν τους παραβάτες με την οργή των θεών και αυστηρά πρόστιμα.

Ένα ευτράπελο επεισόδιο από κάποιους αθλητικούς αγώνες. Στον αγώνα δρόμου, που λεγόταν «στάδιον», γιατί οι αθλητές έτρεχαν 600 μέτρα (όσο ένα στάδιο δηλαδή, που πριν ταυτιστεί με τα γήπεδα ήταν μέτρο μήκους), διαγωνίζονταν πέντε αθλητές. Από την αρχή φάνηκε πως ένας από αυτούς, ονόματι Χάρμος, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Ένας φίλος του για να του δώσει κουράγιο, άρχισε να τρέχει δίπλα του φωνάζοντας «Θάρσει Χάρμε!» Αποτέλεσμα: πέμπτος ήρθε ο φίλος και ο Χάρμος τερμάτισε έκτος!


ΜΕ ΠΗΓΕΣ ΑΠΟ
ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 
ΑΡΧ ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΛΥΜΠΙΑΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ 
ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΟΝΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html