Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Οι Βλάχοι: Η καταγωγή, η γλώσσα, και η μακραίωνη ιστορία τους/Επιστημονικές απόψεις για ένα ακανθώδες θέμα



Είναι οι Βλάχοι λατινόφωνοι Έλληνες; - Τι αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές; - Η γλώσσα των Βλάχων

Με ένα ακόμα επίμαχο και πολυσυζητημένο θέμα θα ασχοληθούμε σήμερα. Με τους Βλάχους. Με την καταγωγή και την ιστορία τους. Τις αναφορές γι’ αυτούς σε βυζαντινές πηγές. Την προέλευση της ίδιας της λέξης «Βλάχος» αλλά και της λέξης «Αρμάνοι» με την οποία αυτοπροσδιορίζονται οι
ίδιοι. Αλλά και την «πορεία» τους στο πέρασμα των αιώνων.




Ποιοι είναι οι Αρμάνοι – Βλάχοι;

Όπως γράφει ο πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Νικόλαος Μέρτζος, βλάχος κι ο ίδιος στην καταγωγή, στο βιβλίο του «Οι Αρμάνοι Βλάχοι», έκδ. της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, 2010, «ο όρος Βλάχοι αποτελεί ετεροπροσδιορισμό.
Έτσι ορίζονται από τρίτους όσοι αυτόχθονες αρχαίοι πληθυσμοί, προ πάντων ορεσίβιοι αλλά και αστοί, λατινοφώνησαν στην προφορική αποκλειστικά λαλιά τους επειδή υπηρέτησαν όλη τη ζωή τους ως στρατιώτες και αξιωματούχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής.
Επί μακρούς αιώνες παρέμειναν επίμονα ενδογαμικοί, δηλαδή παντρεύονταν μονάχα μεταξύ τους, και, γι’ αυτό, διατήρησαν ανόθευτη τη γηγενή καταγωγή τους. Ανέκαθεν εμείς οι αποκαλούμενοι Βλάχοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Αρμάνοι, δηλαδή Ρωμαίοι πολίτες της καθ’ ημάς Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κατά τους τελευταίους αιώνες της επονομαζόταν και Ρωμανία. Ως Ρωμαίοι, άλλωστε, αυτοπροσδιορίζονται επί χίλια διακόσια και άνω χρόνια όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες οι οποίοι ακόμη μέχρι σήμερα αυτοπροσδιορίζονται, επίσης, ως Ρωμιοί. Αρειμάνιοι στην ελληνική γλώσσα σημαίνει αγέρωχοι πολεμιστές. Και ανέκαθεν οι Βλάχοι ήμασταν πολεμιστές».

Στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου, ο Πρόεδρος της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, Καθηγητής Ιατρικής του ΑΠΘ, Θεόδωρος Ι. Δαρδαβέσης, γράφει: «…οι Βλάχοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη εθνοτική ομάδα ή ως μια πληθυσμιακή ομάδα διχασμένη από τις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά ως μια γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας».
Η άποψη αυτή, που θεωρείται σήμερα η πλέον ορθή, δεν ήταν πάντα αποδεκτή.

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Ν. Α. Βέης, ο Π. Αραβαντινός κ.ά. έχοντας ως μοναδικό κριτήριο τη γλώσσα των Βλάχων και την ομοιότητά της με τη ρουμανική, θεωρούσαν ότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, έχουν κοινή καταγωγή με τους Βλάχους των περιοχών γύρω από τον Δούναβη και τον Αίμο της Βουλγαρίας. Αντλώντας επιχειρήματα από τους βυζαντινούς χρονογράφους Κίνναμο, Κεκαυμένο και Χαλκοκονδύλη, δέχονται ότι οι βλαχόφωνοι της Βόρειας Ελλάδας, μετοίκησαν σ’ αυτή από την περιοχή του Δούναβη.

Ο Γιώργης Έξαρχος, στο δίτομο έργο του «Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι)», θεωρεί ως ορθότερη ερμηνεία της προέλευσης των Βλάχων, αυτή που έδωσε το 1832 ο Κωνσταντίνος Κούμας. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος Λαρισαίος εκπαιδευτικός και Διδάσκαλος του Γένους: «Ό,τι συνέβη εις τους επέκεινα του Ίστρου, Δάκας και Γέτας, είχεν πολύ πρότερον να γίνεται εις τους εντεύθεν του Ίστρου (=Δούναβη) λαούς […]. Αποτέλεσμα τούτων ήτο, ότι Μακεδόνες, Θετταλοί, Έλληνες, έμαθον την γλώσσαν των νικητών των (ενν. των Ρωμαίων) και πολλοί έχασαν την ιδικήν των. Εις μόνον τας μεγάλας πόλεις αντείχεν η Ελληνική Γλώσσα. Όλοι ούτοι οι λαοί ονομάζονται με κοινόν όνομα ΒΛΑΧΟΙ» (Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων», εν Βιέννη 1832, τόμος ΙΒ’ σελ. 520-521).
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πάρα πολλές απόψεις ακόμα. Αν χρειαστεί, θα επανέλθουμε. Ας δούμε τώρα την προέλευση της λέξης «Βλάχοι».


Η ετυμολογία της λέξης Βλάχος

Για την προέλευση της λέξης Βλάχος, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Θα αναφέρουμε εδώ, τις κυριότερες από αυτές.

i. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη Βλαχά (ή βληχή) = το βέλασμα
ii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλαχάν ή βλίχαν(ος) ή βλίκανον = ο βάτραχος
iii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλάχνον ή βλάχρον ή βλαχρόν ή βλάθρον ή βλήχρα ή βλήχρον = το φυτό φτέρη
iv. Προέρχεται από τη λατινική λέξη flaccus = αυτός που έχει μεγάλα αφτιά
v. Προέρχεται από την ελληνική λέξη Βράχος
vi. Προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη φελάχος = ποιμένας, βοσκός. Η θεωρία αυτή, με βασικό υποστηρικτή τον διαπρεπή αρχαιολόγο και εθνολόγο Αντώνιο Κεραμόπουλλο (1870-1961), φαίνεται ότι δεν ευσταθεί.

Μια άλλη εκδοχή, θέλει τη λέξη Βλάχοι να προέρχεται από τη γερμανική λέξη Volci. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί πρώτα τους Κέλτες και μετέπειτα όλους τους λατινόγλωσσους Ρωμαίους και μη Ρωμαίους γείτονές τους.



Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», εκδ. ΚΕΝΤΡΟΥ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 2009, γράφει τα εξής:

Βλάχος < σλαβ. Vlaha  < παλ.γερμ. Wal(a)h < λατ. Volcae (> ελυστ. Ουάλκαι), ονομασία κελτικού φύλου που είχε εκλατινιστεί και ζούσε υπό γερμανική κυριαρχία.
Και συνεχίζει με μία «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ»
Οι Βλάχοι ή Αρωμούνοι (Arman «Ρωμαίοι») του ελληνικού χώρου προέρχονται από πληθυσμούς που είχαν εκλατινιστεί κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και μιλούν λατινογενή διάλεκτο, συγγενή προς τα Ρουμανικά. Η  λατ. ονομασία Volcae (απ’ όπου το μεσν. Βλάχοι), που αναφερόταν στους Κέλτες υπηκόους της Ρωμαϊκής και αργότερα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί την αφετηρία στην οποία ανάγονται τα ονόματα διαφόρων σημερινών κελτικών υπολειμμάτων στην Ευρώπη, π.χ. Ουαλοί (Welsh, Μ. Βρετανία), Βαλόνοι (Wallons, γαλλόφωνοι του Βελγίου), Γαλάτες (Gaylois, Γαλλία).

Οι Γερμανοί, και στη συνέχεια όλοι οι Σλάβοι, ονόμαζαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς ανεξάρτητα από την καταγωγή καθενός απ’ αυτούς. Η δε Πολωνία μέχρι σήμερα, ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία!


Βυζαντινές πηγές για τους Βλάχους και τη γλώσσα τους


Ο πρώτος που χρησιμοποιεί βλάχικες λέξεις, στο έργο του «Περί Κτισμάτων», είναι ο ιστορικός Προκόπιος, που έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού 6ος αιώνας.

Περίπου την ίδια εποχή, ο Ιωάννης Λυδός, λατινομαθής, νομικός και φιλόσοφος (περ. 490-578), αποκαλύπτει την ύπαρξη λατινόφωνων πληθυσμών στις ευρωπαϊκές χώρες. Στο έργο του «Περί των Αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας», αναφέρει ότι: «Υπήρχε παλιός νόμος όσα γίνονταν από τους επάρχους, ακόμα και από τις άλλες αρχές, να λέγονται στην ιταλική γλώσσα…και όσα γίνονται στην περιοχή της Ευρώπης (έτσι ονομαζόταν εκείνη την εποχή η Βαλκανική) διαφύλαξαν την αρχαιότητα από ανάγκη, διότι οι κάτοικοί της, αν και ήταν στο μεγαλύτερο μέρος έλληνες, μιλούσαν ιταλικά («τη των Ιταλών φθέγγεσθο φωνή», γράφει στο πρωτότυπο) και ιδιαίτερα οι δημόσιοι υπάλληλοι».
Διαπιστώνει λοιπόν ο Λυδός, ότι κατά τον 6ο αιώνα, στα Βαλκάνια ομιλείται η ιταλική (λατινική) γλώσσα, όχι μόνο από τους Έλληνες, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Χερσονήσου του Αίμου αλλά κι από τους υπόλοιπους.
Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει την ελληνικότητα των λατινόφωνων – βλαχόφωνων πληθυσμών, πράγμα που καταρρίπτει τη ρουμανική προπαγάνδα ότι οι λατινόφωνοι λαοί των Βαλκανίων είναι ρουμανικής καταγωγής.

Επόμενη μαρτυρία για βλάχικες λέξεις, προέρχεται από τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, ο οποίος άκμασε μεταξύ 610 και 640. Αναφερόμενος σε εκστρατεία του στρατού της Ρωμανίας (Βυζαντίου), υπό τον στρατηγό Κομεντιόλο εναντίον των επιδρομέων Αβάρων, στην περιοχή Κορνομπάτ Αετού (δυτικά της Μεσημβρίας), που έγινε το 589, γράφει τα εξής:


Θέλοντας να αιφνιδιάσει τους Αβάρους, ο Κομεντίολος, διέταξε τους στρατιώτες του να τους επιτεθούν πριν ξημερώσει. Κάποια στιγμή, το φορτίο ενός από τα μεταγωγικά ζώα έγειρε και κάποιος φώναξε στον οδηγό του ζώου «ρετόρνα, ρετόρνα, φράτερ». Η φράση αυτή σημαίνει στα αρμάνικα – βλάχικα «γέρνει, γέρνει (ενν. το φορτίο) αδελφέ».
Δημιουργήθηκε αδικαιολόγητος πανικός στο στράτευμα, καθώς «οι στρατιώτες νόμισαν ότι τους διατάσσουν να κάνουν μεταβολή λόγω αιφνιδιαστικής εμφάνισης άλλου εχθρού. Γύρισαν λοιπόν τότε προς τα πίσω κραυγάζοντας «επιχωρίω γλώττη…ρετόρνα».
Αυτό οφειλόταν, στο ότι η λέξη ρετόρνα, εκλήφθηκε από πολλούς ως εντολή να γυρίσουν πίσω, ενώ είχε τη σημασία «έλα πίσω» (να δεις τις αποσκευές που θα πέσουν από το ζώο). Το ίδιο περιστατικό, περιγράφει και ο Θεοφάνης, σπουδαίος Βυζαντινός ιστορικός: «Τόρνα, τόρνα, φράτρε και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν τόρνα, τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες».
Η περιγρφή του Θεοφάνη και η χρήση της λέξης «τόρνα», είναι πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και το γλωσσικό ιδίωμα των Βλάχων.


Ο αυτοκράτορας, λόγιος, συγγραφέας και διανοούμενος, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912-953), γράφει για «ελληνίζοντες (που) και την πάτριον Ρωμαϊκήν γλώσσαν αποβαλλόντες».

Φύλο Τρίπτυχου από ελεφαντόδοντο με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο VII Πορφυρογέννητο ως άγιο Κωνσταντίνο στα μέσα του 10ου αιώνα

Ο Πορφυρογέννητος αναφέρεται σε πληθυσμούς που επί των ημερών του απέβαλαν την πατρική τους γλώσσα, τη ρωμαϊκή. Δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες γι' αυτούς ωστόσο από όσα γράφει διαπιστώνουμε ότι από εκείνη την εποχή αρχίζει μια διαδικασία "γλωσσικού απολατινισμού" πληθυσμών που είχαν εκλατινιστεί γλωσσικά τους προηγούμενους αιώνες.



Η πρώτη μνεία στην ύπαρξη Βλάχων γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό (11ος αιώνας) ο οποίος αναφερόμενος στον ηγεμόνα των Βουλγάρων Συμεών και την οικογένειά του γράφει:
"Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρυς μετά τινών Βλάχων οδιτών".
Βέβαια δεν γνωρίζουμε ποιους ακριβώς εννοούσε με τη λέξη "Βλάχοι" ο Κεδρηνός.

Ο Σωκράτης Λιάκος γράφει:

"Εις την στενωπό Πισοδερίου έλαβε χώραν κατά το έτος 980 μ.Χ. περίπου και το γεγονός του φόνου του Δαυίδ, πρωτότοκου υιού του κόμητος Νικολάου, μέγα ισχύοντος παρά τοις Βουλγάροις όπως μας λέγει ο Σκυλίτζης εις την θέση Καλάς Δρυς, από Βλάχους οδίτας.
 Το όνομα τούτο Καλάς Δρυς ή Καλαί Δρυς ταυτίζεται με τα τοιούτα: Κάλεα ντι Ντούρους (Οδός Δυρραχίου) και Κάλεα ντι Ρίσσον (Δρόμος του Λυγκός) στη γλώσσα των τότε και σήμερα αρμανόγλωσσων (Βλαχόφωνων-Λατινομακεδονόγλωσσων) φυλάκων αυτής, γεγονός που αποκαλύπτει ότι οι οδοφύλακες της στενωπού αυτής ήσαν Αρμανόφωνοι= Βλαχόφωνοι= Λατινομακεδονόγλωσσοι, ό, τι είναι και μέχρι σήμερα".

Ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος (976-1925) σε έγγραφο με την υπογραφή του (1020) που βρέθηκε στο Σινά, γράφει: "Θεσπίζομεν ταύτα πάντα κατέχειν τον αυτόν αγιώτατον Αρχιεπίσκοπον και λαμβάνειν το κανονικόν αυτών πάντων και τον ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχων και των περί τον Βαρδάρειον Τούρκων όσοι εντός Βουλγαρικών όρων εισί…".
Ούτε όμως ο Βασίλειος διευκρινίζει ποιοι ακριβώς ήταν οι "ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχοι", με αποτέλεσμα οι ιστορικοί να δώσουν διάφορες εκδοχές.

Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Κεκαυμένος (11ος αι.) στο έργο του "Στρατηγικόν", δεν μιλά καθόλου κολακευτικά για τους Βλάχους, χαρακτηρίζοντάς τους γένος άπιστο, απειθάρχητο αλλά και ότι αποτελούσαν ξεχωριστό έθνος, συγγενικό με τους Δακορουμάνους.
Γράφει μεταξύ άλλων: "Ουδέποτε εφύλαξε πίστιν (το γένος των Βλάχων) προς τινά ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά του βασιλέως Τραϊανού και παντελώς εκτριβέντες, εάλωσαν (…) ούτοι γαρ εισίν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσαι ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δουναβίου ποταμού και του Σάου (…) ένθα νυν Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις".
Οι απόψεις του Κεκαυμένου προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στα νεότερα χρόνια. Ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος γράφει:
"Δεν γνωρίζομεν αν ο βασιλεύς προήγαγε αυτόν εις ανώτερο αξίωμα δια τούτο" (την εμπαθή δηλαδή στάση του απέναντι στους Βλάχους. Και σε άλλο σημείο: "Ο Κεκαυμένος… τυφλούται εκ του μίσους κατά των αποστατούντων Βλάχων και αποδιοπομπούμενος μέχρι Δακίας και Σαύου το μισητόν γένος υβρίζει συλλήβδην Κουτσοβλάχους τε και Δάκας". Το λάθος του Κεκαυμένου, είναι ότι ταυτίζει τους Βλάχους με τους Δακορουμάνους, γιατί τους θεωρεί ομόφυλους.

Η Άννα Κομνηνή, στο έργο της "Αλεξιάδα", δίνει πληροφορίες για τους Βλάχους της Θεσσαλίας:
«Και τοις μέρεσι της Λαρίσσης εγγίσας και διελθών δια του βουνού των Κελλίων και την δημοσίων λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπών και του βουνού τον ουτωσί εγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον, κατήλθεν εις Εζεβάν, χωρίο δε τούτον Βλαχικόν της Ανδρωνείας έγγιστα διακείμενου».
Σε άλλο σημείο, αναφέρεται στους Βλάχους του Αίμου, της Μακεδονίας και των περιοχών του Δούναβη:
"Νυκτός δε καταλαβόντος Πουδίλου τινός εκκρίτου των Βλάχων και την των Κομάνων δια του Δανούβεως διαπεραίωσιν απαγγείλοντος, δέον έκρινε αναζούσης της ημέρας μετακαλεσάμενος τους εκκρίτους των συγγενών τε και ηγεμόνων βουλεύασθαι ό,τι δει ποείν…Των γουν Κομάνων παρά των Βλάχων τας δια των κλεισουρών ατραπούς μεμαθηκότων και ούτω τον Ζυγόν ραδίως διεληλυθότων άμα τω τη Γολόνη προσπελάσαι ευθύς οι έποικοι ταύτης δεσμήσαντες τον την φυλακήν του κάστρου πεπιστευμένον παραδεδώκασι τοις Κομοίνοις…"
Και παρακάτω: "… και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο (Βλάχους τούτους καλείν οίδε διάλεκτος) (και τους άλλοθεν εξ απασών των χωρών ερχομένους ιππέας τε και πεζούς".
Από όσα γράφει η Άννα Κομνηνή, προκύπτουν τα εξής:
Βορειότερα της Λάρισας, υπήρχε Βλαχοχώρι, που ονομαζόταν Εζεβάν. Υπήρχαν Βλάχοι κοντά στον Δούναβη, που ήταν γείτονες με τους Κουμάνους. Οι Βλάχοι ζούσαν ή κινούνταν κοντά στον Αίμο. Οι Βλάχοι έκαναν νομαδική ζωή, δεν διευκρινίζει όμως αν ήταν ή όχι λατινόγλωσσοι.

Ο Ιωάννης Κίνναμος, (1143 – 1185), θεωρεί τους Βλάχους αποίκους από την Ιταλία. Γράφει χαρακτηριστικά:
"Λέοντα δε τινά Βατάτζην επίκλησιν, ετέροθεν στράτευμα επαγόμενον άλλοτε συχνόν και δη και Βλάχων πολύν όμιλο οι των εξ Ιταλίας άποικοι πάλαι είναι λέγονται, εκ των προς τω Ευξείνω καλουμένω Πόντω χωρίων εμβαλείν εκέλενεν εις Ουννικήν".

Ο Νικήτας Ακομινάτος – Χωνιάτης (13ος αι.), αναφέρεται σε Βλάχους της περιοχής του Αίμου, γράφοντας τα εξής:
"Και έλαθε δια σμικροπρέπειαν και άλλας μεν πόλεις καλαμησάμενος, αι κατ ' Αγχίαλον συνωκίζοντο, εαυτώ δε μάλιστα και Ρωμαίοις εκπολεμώσας τους κατά τον Αίμον το όρος Βαρβάρους, οι Μυσοί πρότερον ωνομάζοντο, νυνί δε Βλάχοι κικλήσκονται"

Στο ποιητικό του έργο "Χρονική Ιστορία", ο μοναχός Εφραίμ Αίνιος, αναφέρεται συχνά στη Βλαχία και τους Βλάχους.
"Ων χάριν Μυσών εκταραχθέν πως έθνος κατ' Αίμον οικούν, οι κικλήσκονται Βλάχοι"

Αναφορές γίνονται ακόμα στον "Κώδικα Νόμων", του Στέφανου Δουσάν και στο ποίημα "Πουλολόγος" (14ος αι)
"Και αν τύχουν εκ την Ζαγοράν Βούλγαροι είτε Βλάχοι".

Ο ποιητής Ιωάννης Κατράρης,(14ος αι. )στο "Προς τον φιλόσοφον και ρήτορα Νεόφυτον", γράφει:
"Βούλη και μορφή ακούσαι;
Την μεν γέννην έστι Βλάχος,
Αλβανίτης δεν την όψιν,
Του δε σώματος την θέσιν.
Βουλγαροαλβανιτόβλαχος"

Μνεία για τους Βλάχους, γίνεται και σε λαϊκό τραγούδι του 10ου αιώνα.

Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (15ος αιώνας), θεωρεί (δεν αναφέρει πηγές ή αποδεικτικά στοιχεία), ότι το έθνος που κατοικεί στην Πίνδο της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε εκεί από την Δακία. Το έθνος αυτό ονομάζεται Βράχοι. Στην Πίνδο, κατοικούν Βλάκοι, που είναι ομόγλωσσοι με τους Δάκες του Δούναβη και μοιάζουν μεταξύ τους. Οι Βράκοι ή Βλάκοι (Βλάχοι) ζουν ως ένοπλοι είναι διαιρεμένοι σε δύο περιοχές χώρες, η μία κοντά στον Δούναβη και η άλλη στην Μπογδανία (σημ. Μολδαβία!)




Η εμφάνιση του όρου "Βλαχία"

Ο όρος "Βλαχία", πρωτοεμφανίζεται στο "Οδοιπορικό" του Ισπανοεβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, που το 1160, βρέθηκε ως περιηγητής στην Ελλάδα.
Επισκεπτόμενος τη Φθιώτιδα, συνάντησε Βλάχους που κατοικούσαν στα βουνά γύρω από τη Λαμία, τη δε Λαμία, που αποκαλεί Sinon Potamo= Ζητούνι, "κείται εις τους πρόποδας των αρέων της Βάχίας". δηλαδή στις υπώρειες της Όθρνος.


Σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' (1195 – 1203), αναφέρεται η "Provincia Valachie", ως  τμήμα της Θεσσαλίας.


Τέλος, στο κείμενο της "Partitio Romanie" (1204), όπου αναφέρονται οι περιοχές και οι χώρες που δόθηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στον Βονιφάτιο Μομφερατικό, γίνεται μνεία στην "Provintia Blachie", τμήμα της Θεσσαλίας.


Βλέπουμε λοιπόν, ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Βυζαντινές πηγές (πλην Κεκαυμένου και Χαλκοκονδύλη) δεν αναφέρονται σε κάθοδο Βλάχων από τη Δακία προς την Ελλάδα, κάτι που αποτέλεσε βασικό επιχείρημα της προπαγάνδας των Ρουμάνων, που ήθελαν να "οικειοποιηθούν" τους Βλάχους και να δημιουργήσουν μειονοτικό ζήτημα στην Ελλάδα.

Από παντού προκύπτει ότι οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι Έλληνες. Όσο για τη Βλαχία, τον όρο αυτό συναντάμε τον 12ο αιώνα, και αναφέρεται σε τμήματα της Θεσσαλίας και την περιοχή της Φθιώτιδας. Δεν υπάρχει ιστορική πηγή που να αναφέρει τον όρο Βλαχία σε περιοχές πάνω από τον Δούναβη ή σε περιοχές μεταξύ του Δούναβη και Αίμου μέχρι και τον 12ο αιώνα.

Σε άλλες επιστημονικές απόψεις για τους Βλάχους, στην πολιτική της Ρουμανίας στο θέμα αυτό, στο περιβόητο "πριγκιπάτο της Πίνδου" (1917) και τη "Ρωμαϊκή ή Βλάχικη Λεγεώνα" (1941), πιθανά να  αναφερθούμε σύντομα



Πηγές:

  • Γιώργης Έξαρχος, "ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ ΑΡΜΑΝΟΙ" εκδόσεις Καστανιώτη 2001 (2 τόμοι)
  • Ορέστης Κουρέλης, "Βλαχόφωνοι Έλληνες", ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2010
  • Ντούσαν Πόποβιτς, "ΑΡΜΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ"
  • "Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών", 2010.
  • Νικόλαος Μέρτζος, "Οι Αρμάνοι Βλάχοι", έκδ.
  • ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2010.
  • Από  άρθρο στο protothema. gr

Οι Βλάχοι της Ελλάδας

Νίκος Α. Κατσάνης (Αναπλ. Καθηγητής Φιλολογίας ΑΠΘ) – Κώστας Δ. Ντίνας (Αναπλ. Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας)

Οι Βλάχοι της Ελλάδας, αποτελούν ένα από τα εκλεκτότερα και δυναμικότερα τμήματα του ελληνισμού, όπως αποδεικνύεται από τη συμμετοχή τους στους απελευθερωτικούς αγώνες, από τη συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη του νέου Ελληνισμού και από τον κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο στη ζωή της σύγχρονης Ελλάδας.

1. Πότε εμφανίζονται οι Βλάχοι;
Δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες για τον ακριβή προσδιορισμό της εμφάνισης των Βλάχων στο προσκήνιο της ιστορίας. Στους βυζαντινούς συγγραφείς του 10ου αιώνα συναντούμε τις πρώτες μαρτυρίες. Πρώτος τούς αναφέρει ο Κεδρινός (11ος αι.), αντιγράφοντας τον Ιωάννη Σκυλίτζη, με αφορμή ένα γεγονός του 976 μ.Χ. Στην τοποθεσία «Καλαί Δρύες» μια ομάδα Βλάχων αγωγιατών ή οδοφυλάκων σκοτώνει έναν από τους αδελφούς του μετέπειτα τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ: «Τούτων Δε Των Τεσσάρων Αδελφών Δαβίδ Μεν Ευθύς Απεβίω Αναιρεθείς Μέσον Καστορίας Και Πρέσπας Και Τας Λεγομένας Καλάς Δρυς, Παρά Τινων Βλάχων Οδιτών». Μια δεύτερη μνεία γίνεται το 1020 σε ένα χρυσόβουλο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου στους «Ανά Πάσαν Την Βουλγαρίαν Βλάχους».

Στη συνέχεια οι αναφορές πυκνώνουν:

✓η Άννα Κομνηνή αναφέρει έναν βλάχικο οικισμό μεταξύ Πηλίου και Κισσάβου· ακόμη μας πληροφορεί ότι ο κόσμος αποκαλούσε Βλάχους εκείνους που εκτρέφαν πρόβατα: «Όσοι Τον Νομάδα Βίον Είλοντο Τούτους Η Κοινή Οίδε Διάλεκτος Βλάχους Αποκαλείν»,

✓ο Κεκαυμένος αναφέρεται στους Βλάχους της Θεσσαλίας και στην επανάσταση που ήθελαν να κάνουν (1066) εξαιτίας της φορολογικής καταπίεσης επί βασιλείας Κωνσταντίνου Δούκα,

✓αργότερα έχουμε αναφορές για Άνω και Κάτω Βλαχία, για Μεγάλη Βλαχία κ.λπ. από τον ραβίνο Τουντέλα (1166) και από διάφορους Βυζαντινούς ιστορικούς, όπως τους Νικήτα Χωνιάτη, Γεώργιο Ακροπολίτη, Γεώργιο Παχυμέρη και άλλους.

2. Κατανομή του Βλάχικου πληθυσμού.
Η παρουσία των Βλάχων εντοπίζεται ιδιαίτερα στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, χωρίς να αποτελούν συμπαγή γεωγραφική ενότητα σε καμιά από τις περιοχές αυτές. Οι Βλάχοι κατοικούσαν αρχικά στα διάφορα βλαχοχώρια, γνωστά ως μητροπολιτικές ή πρωταρχικές εστίες. Από τις μητροπολιτικές εστίες μετακινούνται ως «διασπορά» σ’ όλο τον Ελλαδικό και εν μέρει και Βαλκανικό χώρο, όπου δημιουργούν είτε αμιγείς νέους βλάχικους οικισμούς είτε συγκατοικούν με άλλους μη βλάχικους πληθυσμούς. Η σύμπηξη βλάχικων οικισμών αρχίζει όταν οι Βλάχοι εγκαταλείπουν την καθαρά νομαδική ζωή και γίνονται ημινομάδες (χειμώνα στα χειμαδιά – καλοκαίρι στα βουνά).

Υπάρχει μια ομάδα αμιγών βλάχικων χωριών που κατοικούνται χειμώνα – καλοκαίρι, όπως το Μέτσοβο, το Λιβάδι του Ολύμπου, η Κλεισούρα, η Μηλιά κ.λπ. Μια δεύτερη ομάδα κατοικείται μόνο το καλοκαίρι από ελάχιστους κτηνοτρόφους και από παραθεριστές που έλκουν την καταγωγή τους από τα χωριά αυτά. Τέτοια είναι η Σαμαρίνα, η Σμίξη, η Αβδέλλα, το Περιβόλι, τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου κ.λπ. Τέλος υπάρχουν χωριά που παραμένουν ακατοίκητα ή έχουν έναν ελάχιστο αριθμό κατοίκων, 10-20, όπως το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, το Συρράκο, το Χιονοχώρι κ.ά.

Βλάχους μπορεί κανείς να συναντήσει σε πολλά χωριά, κωμοπόλεις ή μεγαλύτερα αστικά κέντρα, χωρίς σε κανένα από αυτά να αποτελούν την πλειοψηφία: Λάρισα, Τρίκαλα, Κατερίνη, Καστοριά, Φλώρινα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σέρρες, Ξάνθη, Καβάλα, και κωμοπόλεις όπως Ελασσόνα, Τίρναβος, Προσοτσάνη, Ηράκλεια, Νέο Πετρίτσι, Βελεστίνο, Άργος Ορεστικό κ.λπ.

3. Πόσοι είναι οι Βλάχοι της Ελλάδας
Κατά καιρούς διάφοροι, παρακινημένοι οι περισσότεροι από ποικίλες σκοπιμότητες, δημοσιοποίησαν εκτιμήσεις για τον αριθμό των Βλάχων. Όλοι αυτοί οι αριθμοί είναι αυθαίρετοι, αλληλοσυγκρουόμενοι και επιστημονικά ατεκμηρίωτοι. Εύκολα αναγνωρίζονται οπαδοί δυο διαφορετικών τάσεων, της αύξησης ή της μείωσης του αριθμού, ανάλογα με το στόχο τους.

Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι Βλάχοι ― ιδίως οι κτηνοτρόφοι― παρουσιάζουν αποκλειστικά ενδογαμικές τάσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις προς τους ελληνόφωνους. Τελευταία σημειώνονται ραγδαίες ανακατατάξεις σ’ όλες της δίγλωσσες ομάδες του ελληνικού χώρου. Η αστυφιλία, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων, η μετανάστευση, η ανακάλυψη νέων επαγγελμάτων, η προσιτή παιδεία και οι ευκολότερες μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να σπάσει το φράγμα της ενδογαμίας και στους Βλαχόφωνους.

Επομένως πριν τον ακριβή προσδιορισμό του αριθμού των Βλάχων πρέπει να θεσπιστούν συγκεκριμένα κριτήρια καθορισμού του υπό διερεύνηση πληθυσμού.

4. Η καταγωγή των Βλάχων
Όσον αφορά την καταγωγή των Βλάχων, έχουν προβληθεί διάφορες θεωρίες, οι περισσότερες απ’ τις οποίες υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες: ότι είναι απόγονοι Ιλλυριών, Θρακών, Μοισών, Δακών, ακόμη και Κελτών ή Ιταλών (Ρωμαίοι άποικοι).

Το πρόβλημα επιμερίζεται στην εθνολογική σύσταση των Βλάχων, στον τόπο της πρώτης τους εμφάνισης και στη γλώσσα τους. Από το σύνολο των θεωριών προκύπτουν δύο βασικές απόψεις:

✓η πρώτη, η οποία παρουσιάζεται κυρίως από Ρουμάνους ιστορικούς και γλωσσολόγους της προπολεμικής περιόδου, υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι προέρχονται από τα βόρεια της Βαλκανικής,

✓η δεύτερη πρεσβεύει ότι είναι αυτόχθονες εκλατινισμένοι Έλληνες της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας και υποστηρίζεται από την ελληνική επιστήμη αλλά και από νεότερους Ρουμάνους και ξένους ερευνητές.

Τα επιχειρήματα της πρώτης αντλούνται από μαρτυρίες διαφόρων βυζαντινών συγγραφέων, όπως του Κεκαυμένου και του Χαλκοκονδύλη, που αναφέρουν ότι οι Βλάχοι κατέρχονται από τα βόρεια και εγκαθίστανται στην Πίνδο και Θεσσαλία. Όμως και οι δυο, αλλά αργότερα και άλλοι, μιλούν για γεγονότα τα οποία δε συνέβησαν στις μέρες τους ούτε μπορούν να τα προσδιορίσουν χρονικά, πβ. «Ούτε Άλλου Ακήκοα Περί Τούτου Διασημάναντος Σαφώς Οτιούν Ούτε Αυτός Έχω Συμβαλέσθαι Ως Αυτού Ωκίσθη» (Χαλκοκονδύλης).

Παρόμοιες ατεκμηρίωτες μαρτυρίες είναι ανίκανες να θεμελιώσουν την υπόθεση ότι οι Βλάχοι κατεβαίνουν από το βορρά. Επιπλέον η αντικειμενική κρίση μάς απαγορεύει να δεχτούμε κάθοδο και μετανάστευση από μια εύφορη και πλούσια χώρα σε μια φτωχή και ορεινή, όπως η Πίνδος και η Δυτική Μακεδονία. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η αντίθετη κίνηση διαπιστώνεται ήδη από τα κλασικά χρόνια, πβ. τις μεταναστεύσεις των αρχαίων Ελλήνων ή τις νεότερες μετακινήσεις προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη και προς τις βορειότερες βαλκανικές χώρες (ελληνικές παροικίες).

Η δεύτερη άποψη, που είναι και πιο αληθοφανής, υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες εκλατινισμένοι. Τα στοιχεία που συνηγορούν στην αποδοχή αυτής της άποψης είναι σοβαρότερα και στερεότερα από τα προηγούμενα. Στον ελληνικό χώρο η παρουσία των Ρωμαίων, άρα και της λατινικής γλώσσας, ήταν πιο μακροχρόνια από κάθε άλλη περιοχή της Βαλκανικής. Διαρκεί πάνω από εφτά αιώνες (146 π.Χ. ως 650 μ.Χ. ) και στο χώρο αυτό συμβαίνουν τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα των Αυτοκρατορικών χρόνων. Οι σπουδαιότεροι αγώνες των Ρωμαίων διεξάγονται στις περιοχές που σήμερα αποτελούν προγονικές εστίες των Βλάχων: η ήττα του Φιλίππου Ε’ το 197 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές, του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., η καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου το 148 π.Χ., το 48 π.Χ. η μάχη των Φαρσάλων μεταξύ Ιούλιου Καίσαρα και Πομπήιου, το 42 π.Χ. στους Φιλίππους μεταξύ Μάρκου Αντωνίου και Οκταβιανού εναντίον Βρούτου και Κασσίου και το 31 π.Χ. στο Άκτιον.

Τα praesidia armata, είδος πολιτοφυλακής, αποτελούνταν από ντόπιους οι οποίοι μπορούσαν να κάνουν και άλλες εργασίες εκτός των στρατιωτικών καθηκόντων. Έσπερναν, εμπορεύονταν, ήταν τεχνίτες και κτηνοτρόφοι και κατοικούσαν σε επιταγμένα σπίτια διαδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη λατινική γλώσσα. Επίσης οι Ρωμαίοι στρατιώτες, πλην του οπλισμού τους και της στολής τους, όλα τα άλλα τα αγόραζαν από τις αγορές που έστηναν όσοι ακολουθούσαν τα στρατεύματα και από γεωργούς, κτηνοτρόφους και τεχνίτες που τους εφοδίαζαν με τα απαραίτητα.

Η Εγνατία οδός και οι δευτερεύοντες οδικοί άξονες καθιστούσαν την ρωμαϊκή παρουσία εντονότερη στο χώρο της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Κατά διαστήματα στην Εγνατία υπήρχαν διάφοροι σταθμοί (stationes, mansiones = χάνια), τους οποίους Βλάχοι χαντζήδες διατηρούσαν μέχρι την τουρκοκρατία, καθώς και mutationes (= σταθμοί αλλαγής ίππων). Είναι γνωστή η στρατηγική σημασία των παραπάνω περιοχών, και ιδίως της οροσειράς της Πίνδου, για τον έλεγχο της Αδριατικής και του Αιγαίου. Η έντονη αυτή παρουσία καθώς και η στρατολογία εντόπιων πληθυσμών και η συμμετοχή τους στη δημόσια διοίκηση και στον στρατό απαιτούσε ένα κοινό όργανο επικοινωνίας, κι αυτό ήταν η λατινική γλώσσα.

Ο Ιωάννης Λυδός, βυζαντινός αξιωματούχος και λόγιος του 6ου μ.Χ. αι.,  μάς λέει για τη γλωσσική κατάσταση της Βαλκανικής: «Τα Δε Περί Την Ευρώπην (ελληνικός χώρος) Πραττόμενα Πάντα Την Αρχαιότητα Διεφύλαξεν Εξ Ανάγκης Δια Το Τους Αυτής Οικήτορας Καίπερ Εκ Του Πλείονος Έλληνας Όντας Τη Των Ιταλών Φθέγγεσθαι Φωνή Και Μάλιστα Τους Δημοσιεύοντας (δημόσιοι υπάλληλοι)». Μολονότι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε την υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την έντονη παρουσία και της λατινικής.
Αλăξίρįα (alăksίrįa), νυφιάτικη στολή

Ένα άλλο στοιχείο που συνηγορεί στην εντοπιότητα των Βλάχων είναι και ο θεσμός των οροφυλάκων. Γνωστός από την εποχή του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προέβλεπε τη φύλαξη των βορείων συνόρων από τα γειτονικά φύλα (Ιλλυριούς, Θράκες, Παίονες κ.λπ.). Η τακτική αυτή κληρονομείται και στους Ρωμαίους με τα praesidia armata, είδος τοπικής φρουράς και χωροφυλακής, εντεταλμένης να φυλάγει τις διαβάσεις και να διατηρεί την τοπική ασφάλεια. Ο ίδιος θεσμός συναντάται και τη βυζαντινή εποχή με τους Ακρίτες και στην τουρκοκρατίας με το θεσμό των Αρματολών. Η γεωγραφική διάταξη πολλών βλάχικων οικισμών, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται σε αυχενοδιαβάσεις και κλεισούρες, μας πείθει ότι ένα από τα κύρια επαγγέλματα των Βλάχων ήταν και η υπηρεσία τους ως κλεισουροφυλάκων, διακινητών ανθρώπων και εμπορευμάτων με παράλληλη εκτροφή ποιμνίων. Το Μέτσοβο, η Μηλιά, η Κλεισούρα, το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, όλος ο Ασπροπόταμος, ο Όλυμπος, το Βέρμιο, κ.λπ. μας υποβάλλουν τη σκέψη ότι η θέση των βλάχικων οικισμών δεν ήταν τυχαίο γεγονός.
Τέλος, και γλωσσικά στοιχεία συνηγορούν στα παραπάνω συμπεράσματα. ΠΗΓΗ :http://www.diakonima.gr/

Διασπορά των Βλάχων
Ομιλία του καθηγητή Φώτη Κιλιπίρη,
πρώην Κοινοτάρχη Λιβαδίων Νομού Κιλκίς στην Πυλαία, στις 29 Αυγούστου 2013.

Μεγαλολιβαδώτες στο Μικρασιατικό μέτωπο, λίγο πριν το Σαγγάριο

Η παρουσία Βλάχων στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ανάγεται από πολύ παλιά. Η Θεσσαλονίκη οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων για περίπου 20 αιώνες, συνδέεται ανέκαθεν άρρηκτα με τους Βλάχους. Απόδειξη ότι οι Βλαχόφωνοι του βορειοελλαδικού χώρου είναι οι μόνοι που στη λαλιά τους διασώζουν το αρχαιότατο όνομά της. Ιδού τρεις αποκαλυπτικοί προαιώνιοι δεσμοί όπως τους αναφέρει ο Νίκος Μέρτζος ο βλαχόφωνος πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών:
α. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι στον Θερμαϊκό κατά τους Μηδικούς Πολέμους, πριν 2.500 σχεδόν χρόνια, υπήρχαν τρείς μικροί οικισμοί: η Θέρμη, η Χαλάστρα και η Αλία. Αυτές συνένωσε, μετά δύο περίπου αιώνες, ο βασιλιάς Κάσσανδρος σε μια μεγάλη πόλη στην οποία έδωσε το όνομα Θεσσαλονίκη, το όνομα δηλαδή της γυναίκας του και αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αλία στην αρχαία ελληνική σημαίνει θαλασσινή και αλμυρή: άλς η αλμυρή θάλασσα και άλας το αλάτι της. Το άλας στη λατινική ονομάζεται sal-salis και στη δική μας ντοπιολαλιά sare και, γι’αυτό, εμείς οι Βλάχοι ονομάζουμε Saruna τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή Αλία όπως την ονόμαζε ο Ηρόδοτος. Την ονομασία Saruna βρήκαν μετά χίλια χρόνια στα χείλη των γηγενών Βλάχων οι Σλάβοι τον 6ο αιώνα μ.Χ. και την ονόμασαν Σόλουν.


β. Στα Αρχεία της Βενετίας φυλάσσεται έγγραφο του 1430 με το οποίο η Σύγκλητος εξουσιοδότησε τον Ενετό Βάϊλο, δηλαδή κυβερνήτη της βενετοκρατούμενης Θεσσαλονίκης να στρατολογήσει Βλάχους πολεμιστές. Αυτοί τότε πολέμησαν τους Οθωμανούς πολιορκητές υπερασπιζόμενοι μέχρις ενός τη Θεσσαλονίκη την οποία είχαν εγκαταλείψει οι υπόλοιποι κάτοικοί της.
γ. Μια τρίτη μαρτυρία αποτελεί η Αγία Παρασκευή πού είναι ανέκαθεν η προστάτιδα των Βλάχων που την ονομάζουν Σταβίνιρι (Stα Veneri) και την ταυτίζουν με την αρχαία Θεά Αφροδίτη (Venus – Veneris στη λατινική). Στην Αγία Παρασκευή λοιπόν, ήταν αφιερωμένος, από τον 5ο αιώνα ήδη, ο αρχαιότερος σωζόμενος χριστιανικός ναός της Θεσσαλονίκης αυτός της Αχειροποιήτου που τώρα θεωρείται αφιερωμένος στην Παναγία. Στην Αχειροποίητο εισήρθε Πορθητής το 1430 ο Σουλτάνος Μουράτ Β’, που την έκανε τζαμί. Επί πέντε αιώνες από τότε μέχρι και το 1912, η Αχειροποίητος ονομάζονταν Εσκί Τζουμά τζαμί, δηλαδή τζαμί της Παλαιάς Παρασκευής (Τζουμά = Παρασκευή στα τούρκικα και Τζουμαγιά εορτή –αργία της Παρασκευής των Οθωμανών. Εξ’ ου και η Τζουμαγιά, η Νέα Ηράκλεια Σερρών, όπου πήρε το όνομα από το μεγάλο παζάρι που φιλοξενούσε κάθε Παρασκευή). Ακόμη και σήμερα στην Αχειροποίητο λειτουργεί, δεξιά της εισόδου, παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. 
Η διαχρονική παρουσία των Βλάχων στην Θεσσαλονίκη συνεχίζεται και επί Οθωμανών όπου συναντάμε συμπαγή κοινότητα γύρω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου επί της σημερινής Εγνατίας οδού. 
Το 1830 η απογραφή των Οθωμανών καταγράφει στην Θεσσαλονίκη 21 χάνια και καραβάν-σαράια. Τα 15 ανήκουν σε Βλάχους. Έναν αιώνα αργότερα η παράδοση συνεχίζεται και τα περισσότερα, μεγαλύτερα και πολυτελέστερα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, ανήκουν σε οικογένειες βλαχοφώνων όπως το παλαιό «Μεντιτερανέ» επί της παραλίας, της οικογενείας Τορνιβούκα.

Ρίζες Μεγαλολιβαδιωτών

1. «Εκ της εν Μακεδονία Μοσχοπόλεως»

Ιστορικά, τα Λιβάδια του Πάικου άρχισαν να διαμορφώνονται την περίοδο μετά την πρώτη καταστροφή της Μοσχόπολης, μετά το 1769.
Η Μοσχόπολη, εικοσιτέσσερα χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά της Κορυτσάς, υπήρξε το σημαντικότερο ιστορικό, πολιτισμικό, και οικονομικό κέντρο του νεώτερου Ελληνισμού τον 18ο αιώνα στα νότια Βαλκάνια, και ιστορική μήτρα του Bλαχόφωνου Eλληνισμού2.

Η καταστροφή της Μοσχόπολης είχε σαν συνέπεια τη διασπορά των κατοίκων της σε όλα τα μήκη και πλάτη της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, στις Γιουγκοσλαυικές χώρες την Αυστροουγγαρία έως και την Πολωνία. Μεγάλη η κοινότητα των Μακεδονοβλάχων στην Πέστη όπου με του υπόλοιπους συνέλληνες ιδρύουν και το ναό την Θεοτόκου.

O ναός εγκαινιάστηκε στις 15 Αυγούστου του 1790. Από τις 300 οικογένειες Ελλήνων της Πέστης οι 177 ήταν Μοσχοπολίτικες. Αυτές προσέφεραν για την ανέγερση του ναού τις 26.000 από το σύνολο των 32.454 αυστριακών φλωρινιών που συνολικά χρειάσθηκαν για την ανέγερση. Αυτά όπως και άλλα πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία, την οικονομία,το πολιτισμικό επίπεδο αλλά και τη διασπορά της βλαχόφωνης Μοσχόπολης μας αναφέρει το άξιο τέκνο της, o Ιωακείμ Μαρτινιανός (1875), που διακόνησε Μητροπολίτης Ξάνθης (1930) και αργότερα Πολυανής και Κιλκισίου (1942-1943).

Ομάδα κτηνοτρόφων Μοσχοπολιτών έρχεται και εγκαθίσταται και στα Λιβάδια η τοπογραφία των οποίων ομοιάζει σημαντικά με αυτήν της Μοσχόπολης. Οροπέδια, βοσκές, δάση οξιάς, πλούσια νερά. Μοσχοπολίτες εγκαθίστανται και σε άλλους βλαχόφωνους οικισμούς και πόλεις της Μακεδονίας μεταξύ των οποίων τη Σιάτιστα, το Νυμφαίο, τη Βλάστη, το Κρούσοβο, το Μοναστήρι. Η παράδοση αναφέρει ότι όπου αυτοί εγκαθίστανται φέρουν μαζί τους και τον πολιούχο της προσφιλής τους πόλης, τον Άγιο Νικόλαο. Ο Άγιος Νικόλαος ο Μοσχοπολιάνος, ήταν αυτός που τους προστάτευε όταν οι ίδιοι σαν έμποροι διάβαιναν τις θάλασσες του Ιονίου και της Αδριατικής εμπορευόμενοι με τη Βενετία και την Ευρώπη. Έτσι έφεραν τον Άγιο Νικόλαο και στα Λιβάδια.


2. « Χατζηστέργια τσέλιγκ μάρι του Γράμμουστα αλτου νου άρι...»

Λίγο μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης ακολούθησε και η καταστροφή αυτού του μεγαλύτερου κτηνοτροφικού κέντρου της Μακεδονίας. Οι ληστρικές επιδρομές άτακτων Τουρκαλβανών αλλά και η επέκταση της επικράτειας του Αλή Πασά από τα 1780 έως και το 1820, οδήγησαν στην αναγκαστική μαζική έξοδο των Γραμμουστιάνων. 
Οι Γραμμουστιάνοι βρέθηκαν παντού, σε όλη τη νότια Βαλκανική: το Κρούσοβο και το Μεγάροβο της Πελαγονίας, το Στίπ και τη Τζουμαγιά, το Παπατσαίρ και τις Σέρρες. Ένας σημαντικότατος αριθμός εγκαταστάθηκε στα Λιβάδια ιδρύοντας μάλιστα και τη μεγαλύτερη, από τις τέσσερις μεγάλες γειτονιές των Μεγάλων Λιβαδίων, αυτή των «Γραμμουστιάνων» (λα Γραμμουστιάνλι).

3. από τα Βλαχοχώρια της Πίνδου στα ψηλότερα οροπέδια του Πάικου

Η σταδιακή επέκταση της επικράτειας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων με την ταυτόχρονη πίεση για κατάργηση των προνομίων που διέθεταν τα βλαχοχώρια της Πίνδου από τους Οθωμανούς, οδήγησε σε μια άλλη μαζική έξοδο των βλαχόφωνων πληθυσμών της περιοχής, προς αναζήτηση ασφάλειας και καλύτερης τύχης. Μετά το 1810 σημαντικές ομάδες τσελιγκάτων από το Περιβόλι, τη Σαμαρίνα τα χωριά του Ασπροποτάμου αλλά και από άλλες περιοχές της Πίνδου όπως το Ντένισκο (Αετομηλίτσα), πέρασαν κυνηγημένοι στην Κεντρική Μακεδονία. Το Περιβόλι την περίοδο εκείνη έφθανε τα καλοκαίρια τις πέντε χιλιάδες κατοίκους, ενώ η Σαμαρίνα τις δεκαπέντε χιλιάδες. 
Στην περιοχή ήταν ανέκαθεν ριζωμένος ο κλεφταρματολισμός με ονομαστούς κλέφτες όπως τον Περιβολιώτη Γκόγκο Μίσιου που εξουδετέρωσε ο Αλή Πασσάς στην προσπάθειά του να υποτάξει το Περιβόλι, καθώς και τον Σαρμανιώτη Μίχο Φλώρο3. Το αρματολίκι του Ασπροποτάμου ήταν από τα μεγαλύτερα της Ελλάδος με καπεταναίους τον Μειντάνη (1685-1710), τον Λάππα (1760-1780), και τους Στορναραίους (1780-1830). Οι Περιβολιώτες που εγκαθίστανται στα Λιβάδια είναι αριθμητικά τόσο σημαντικός, ώστε δημιουργούν και τη δική τους γειτονιά (λα Πιρβουλιάτς).

 4. «λα Καλίβι», ένας νέος βλαχόφωνος οικισμός γεννιέται 

Πριν την άφιξη των κυνηγημένων κτηνοτρόφων με τα φαλκάρια τους στο υψηλότερο οροπέδιο του Πάικου, στο χώρο θα πρέπει να υφίστατο κάποιος πρότερος θερινός οικισμός. Όπως μαρτυρεί η παράδοση αλλά και ορισμένα τοπωνύμια στην περιοχή, δυτικά των Μεγάλων Λιβαδίων, πρέπει να υπήρχε μικρός θερινός οικισμός τούρκων από τη γειτονική πόλη των Γιαννιτσών. 
Αυτοί ανέβαιναν κατά τη θερινή περίοδο στο ψηλότερο οροπέδιο του Πάικου για παραθέριση, για να αποφύγουν τη ζέστη αλλά και τον πυρετό του βάλτου των Γιαννιτσών. 

Η ύπαρξη παραθεριστικού οικισμού τούρκων στο οροπέδιο των Λιβαδίων έρχεται να επιβεβαιωθεί και από τον τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή ο οποίος όταν ταξιδεύοντας το 1668 σταμάτησε στα Γιαννιτσά (τότε ιερή πόλη των Μουσουλμάνων) ανέβηκε στο Πάικο και παρέμεινε εκεί για λίγες ημέρες.

Σχετικά με τα πληθυσμιακά στοιχεία των Λιβαδίων, το 1889 ο Αυστριακός περιηγητής Gustav Weigand καταγράφει στα Μικρά και Μεγάλα Λιβάδια 400 σπίτια και 2000 κατοίκους. Το 1904 επί Χιλμή Πασά και με την εποπτεία των ευρωπαίων οργανωτών της τουρκικής χωροφυλακής, διενεργήθηκε επίσημη απογραφή του πληθυσμού της Μακεδονίας. Σύμφωνα με την απογραφή αυτή στα Λιβάδια καταγράφηκαν συνολικά 3.477 ψυχές. Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι την ίδια περίοδο καταγράφηκαν στη γειτονική Γουμένισσα (Γουμέντσα) 2.980, στην Αξιούπολη (Μποέμιτσα) 1.413, στο Πολύκαστρο (Καρασούλι) 534, στην Κούπα 586, στο Σκρα (Λιούμνιτσα) 148, στην Κάρπη (Τσερναρέκα) 623, στην Καστανερή (Μπαροβίτσα) 910 και στη Γρίβα (Κρίβα) 910 άτομα. Την περίοδο εκείνη τα Λιβάδια υπάγονταν στον Καζά (Υποδιοίκηση) Γευγελής του Βιλαετίου της Θεσσαλονίκης. Στην απογραφή του 1913 αμέσως μετά την απελευθέρωση, τα Λιβάδια παρουσίασαν συνολικά 4.178 κατοίκους, εκ των οποίων 3.823 στα Μεγάλα Λιβάδια και 355 στα Μικρά Λιβάδια

5. Οι Βλάχοι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης 

Τα νεώτερα χρόνια η παρουσία βλαχόφωνων κατοίκων γύρω από τη Θεσσαλονίκη καθώς και στον σημερινό «καλλικρατικό» Δήμο Πυλαίας-Χορτιάτη (2010) ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα και ειδικότερα στην περιοχή του σημερινού Ασβεστοχωρίου. Ήταν Βλάχοι Ασπροποταμίτες, από την περιοχή του άνω ρού του Αχελώου ποταμού, την περιοχή της Αθαμανίας δηλ. τη σημερινή περιοχή των ορεινών Τρικάλων όπου ακόμη και σήμερα συναντάμε τα βλαχοχώρια του Γαρδικίου, Καστανιάς, Νεραιδοχωρίου, Περτουλίου, Τζούρτζιας κλπ. Οι Ασπροποταμίτες Βλάχοι του τότε Νεοχωρίου- οι Μεγαλολιβαδιώτες ακόμη και σήμερα διασώζουν την παλιά ονομασία του χωριού Νεοχώρι ή Νιχώρι μετέπειτα Ασβεστοχώρι ή τουρκικά Κιρέτσκιόι- την περίοδο των μεγάλων εθνικών ανταγωνισμών στην περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 19ου αιώνα εκφράζουν το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή μαζί με την συντριπτική πλειοψηφία των ντόπιων πατριαρχικών παεζάνων συντοπιτών τους. Στις αρχές του 1870 ο τότε Ρώσος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, περίοδο του έντονου πανσλαβισμού αναφέρει ότι στο Παεζάνεβο-Ασβεστοχώρι υπάρχουν 15 βλάχικες οικογένειες (περίπου 150 ψυχές) και 400 «βουλγαρικές» εννοώντας τους ντόπιους σλαβόφωνους. Ο ίδιος ταυτόχρονα παραδέχεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία των σλαβοφώνων είναι πατριαρχικοί δηλαδή έλληνες που διατηρούν μεγάλο ελληνικό σχολείο με επτά δασκάλους. 
Η μεγάλη όμως παρουσία βλαχοφώνων στους οικισμούς του σημερινού καλλικρατικού Δήμου δηλαδή στο Φύλυρο, το Ασβεστοχώρι, τον Χορτιάτη, το Πανόραμα και την Πυλαία ταυτίζεται με τους βλαχόφωνους των Λιβαδίων του Πάικου. Οι Λιβαδιώτες του Πάικου προερχόμενοι από τον δίδυμο οικισμό των Μεγάλων και Μικρών Λιβαδίων καταγράφονται για πρώτη φορά στην περιοχή, κυρίως μετά το 1850 όταν πλέον εδραιώνονται στην κορυφή του Πάικου ο βλαχόφωνος δίδυμος κτηνοτροφικός οικισμός αν και θα πρέπει να θεωρηθεί η παρουσία τους σίγουρα και προγενέστερα. Χρονικά την παρουσία τους μπορούμε να την χωρίσουμε σε δύο περιόδους. Στην περίοδο από το 1850 έως και το 1944 και από το 1944 και εντεύθεν. 
Στην πρώτη περίοδο οι βλαχόφωνοι των Λιβαδίων χρησιμοποιούν την περιοχή σαν ημινομάδες κτηνοτρόφοι όπου είναι με τα χειμαδιά τους, σαν τόπο δηλαδή χειμερινής εγκατάστασης των κοπαδιών τους. Δεδομένου ότι τα Λιβάδια αποτελούν το μεγαλύτερο κτηνοτροφικό κέντρο της κεντρικής Μακεδονίας την εποχή εκείνη, η διασπορά στα χειμαδιά τους εκτείνεται άπό τα βόρεια της Γευγελής στον κάμπο των Γιαννιτσών, και τον κάμπο της Θεσσαλονίκης έως και τη Χαλκιδική. Το χειμώνα διατηρούν τα κοπάδια τους στα υψώματα του Γιελεντζίκ (Φίλυρο), στο Στάνοβο του Νιχορίου-Ασβεστοχωρίου . Οι Λιβαδιώτες που παραχειμάζουν στην Πυλαία διατηρούν τα μαντριά τους κυρίως στο Ινσιρλί (ανατολικά του Πανοράματος) στη νοτιανατολική πλευρά του Χορτιάτη αλλά και κοντά στον οικισμό της Πυλαίας, κοντά στον Παράδεισο και στα σημερινά Κωνσταντινοπολίτικα. Το ήπιο κλίμα του χειμώνα αλλά και οι πλούσιες βοσκές στα γύρω ορεινά αποτελούν ιδανικό τόπο εγκατάστασης των κοπαδιών τους. Επιπλέον μπορούν εύκολα να μεταφέρουν το γάλα με τα μέσα εκείνης της εποχής, στα σπίτια τους το οποίο στη συνέχεια μπορούν να το διαθέσουν τόσο τοπικά όσο και στη μεγάλη αγορά της Θεσσαλονίκης. Έως και την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922 οι Λιβαδιώτες κυριαρχούν με τα πολυπληθή κοπάδια τους καλύπτοντας όλα το βόρειο ημιορεινό τόξο της Θεσσαλονίκης από το Παλιόκαστρο (Νταουντμπάρ) και το Φίλυρο (δυτικά) έως το Χορτιάτη την Πυλαία και τη Θέρμη ανατολικά.

Τα κοπάδια αυτά θα εντυπωσιάσουν το 1918 και έναν Ουαλλό συγγραφέα τον Daffyd Ellis. Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί η παρακάτω σχετική ιστορία:

(Επιστολή κ.Thomas Winnifrith, Ουαλλού συγγραφέα στην Κοινότητα Λιβαδίων το έτος 1999 από το οποίο ζητά σχετικές πληροφορίες.)

..Στο Μακεδονικό Μέτωπο, στη Θεσσαλονίκη, υπηρετούσε το 1918 στον Αγγλικό στρατό ο Ουαλλός συγγραφέας Daffydd Ellis. Ο Ellis για λόγους συνείδησης δεν έφερε όπλο και γιαυτό το λόγο υπηρετούσε τη θητεία του ως τραυματιοφορέας στο συμμαχικό νοσοκομείο του Γιαλαντζίκ κοντά στο σημερινό Φίλυρο. Ο ίδιος είχε ελληνική κλασσική παιδεία έκανε δε παρέα με Λιβαδιώτες κτηνοτρόφους του Φιλύρου διότι όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, ο εν γένει τρόπος ζωής τους και το περιβάλλον του θύμιζαν, την πατρίδα του, την Ουαλλία. Όταν μια μέρα του ανακοινώθηκε ότι θα πρέπει να πάρει όπλο και να προωθηθεί στο μέτωπο, αυτός λιποτάκτησε. Όπως αναφέρουν συνάδελφοί του που συνυπηρετούσαν με τον Ellis, σε σχετική αλληλογραφία με την οικογένεια του, o Ellis πιθανόν να κατέφυγε σε Λιβαδιώτες φίλους του κτηνοτρόφους οι οποίοι τον έκρυψαν και να τον πήραν μαζί τους στα Λιβάδια. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του… Σήμερα ο Daffydd Ellis θεωρείται στην πατρίδα του, την Ουαλία, ένας από τους μεγάλους συγγραφείς, και μάλιστα πρωτοπόρος, διότι ήταν αυτός που για πρώτη φορά συνέγραψε πεζογραφία στην επίσημη Ουαλική γλώσσα δεδομένου ότι έως τότε η αγγλική ήταν η επίσημη γλώσσα της Ουαλλίας ακόμη και στα γράμματα και τις τέχνες.

Την περίοδο αυτή οι Λιβαδιώτες που παραχειμάζουν, σαν κοινωνία παραμένουν κλειστή η δε επαφή και αλληλεξάρτηση με τους συνοίκους τους «παεζάνους» του Ασβεστοχωρίου, «χορτιατινούς» του Χορτιάτη και «καμπτζιδιανούς» της Πυλαίας περιορίζεται στις ελάχιστες απαραίτητες οικονομικές συναλλαγές και κοινωνικές σχέσεις. Εξάλλου οι ίδιοι θεωρούν τα Μικρά και Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου σαν τα μόνιμα χωριά τους, όπου καταγράφονται στα δημοτολόγια της εκεί Κοινότητας Λιβαδίων. Ακόμη και αν έχουν γεννηθεί στον κάμπο, εκεί καταγράφονται, εκεί παντρεύονται, εκεί συμπεθεριάζουν.

6. Η δεκαετία του 1920

Η κατάσταση αλλάζει από τη δεκαετία του 1920 όπου πλέον οι ημινομάδες Λιβαδιώτες αποκτούν ταυτόχρονα με τα Λιβάδια και μόνιμη κατοικία στον τόπο των χειμαδιών τους. Μετά δε την ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού τους από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στις 4 Μαίου του 1944 και μια δεύτερη καταστροφή στον εμφύλιο το 1946, οι εγκαταστάσεις τους πλέον στα χειμαδιά αποκτούν αποκλειστικά μόνιμο χαρακτήρα. Το χωριό στο Πάικο (Μικρά και Μεγάλα Λιβάδια) πλέον έχει καταστραφεί, οι μεγάλες χορτολιβαδικές εκτάσεις στα γύρω περίχωρα της Θεσσαλονίκης δεν υπάρχουν δεδομένης και της άφιξης των ελλήνων προσφύγων της ανατολής. Αλλά και η οικονομία αλλάζει. Η κτηνοτροφία στο διαμορφούμενο νέο πλαίσιο πλέον δεν αποτελεί επικερδής δραστηριότητα αν και αρκετοί διατηρούν ακόμη και μετά τον πόλεμο τα κοπάδια τους χωρίς να μετακινούνται πλέον στα ορεινά του Πάικου. Ορισμένοι αγοράζουν ακόμη και γεωργικές εκτάσεις γενόμενοι ακόμα και αμπελουργοί. 
Είναι παροιμιώδης η έκφραση στην Πυλαία του μεσοπολέμου «αού Βλάχους και αμπιλουργός» όταν με έκπληξη καμπουτζιδιανός (Πυλαιώτης) αμπελουργός είδε τον παππού μου Γιώργο Κιλιπίρη να κλαδεύει το αμπέλι του στην περιοχή του Κιλκιντερέ (σημερινό Πουρνάρι). 

Αν και γενικότερα οι Βλάχοι (κυρίως δυτικομακεδόνες) είχαν σχέση με το αμπέλι κυρίως όμως σαν έμποροι κρασιού, σε όλη την Ευρώπη της Αυστροουγγαρίας του 18ου και 19ου αιώνα. Όπως για παράδειγμα οι Μοσχοπολίτες «βινοπώλες» που ασχολήθηκαν με το εμπόριο κρασιού στο Τοκάι της Ουγγαρίας αλλά και στο Πόζναν της Πολωνίας. Στα αρχεία της πόλεως του Poznan αναφέρονται οι παρακάτω: 

«Honoratus Thomas Rosa vinopola in Macedonia Moscopolii oriundus, Honoratus Constantinus Tuszynski Graecus vinopola de civitate Moscopolis in Macedonia oriundus…die 10 ianuarii A.D. 1780, Honoratus Demetrius Wretowski Graecus vinopola de civitate Moscopolis in Macedonia oriundus …die 1-ma mensis februarii anno 1780, Honoratus Georgius Dymszo Zupanski Graecus vinopola de civitate Moscopolis in Macedonia oriundus, honoratus Michael Driemovski ex Macedonia de civitate Moscopolis oriundus Graecus disunitus vinopola… die 15 mensis februarii anno 1788» ( Νicolae Iorga, “Note Polone” Academia Romana Memorie Sectiunii, Istorice Seria III, tomul II, Bucuresti 1924). 

Ζώσα ανάμνηση του επαγγέλματος έως σήμερα οι οινοποιίες της οικογένειας Μπουτάρη του νυν δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη.
Μετά τον πόλεμο οι περισσότεροι Λιβαδιώτες στρέφονται σε αστικά πλέον επαγγέλματα και από κτηνοτρόφοι και γαλατάδες γίνονται γαλακτοζαχαροπλάστες, αρτοποιοί ,έμποροι και καταστηματάρχες, αυτοκινητιστές αλλά και υπάλληλοι. Αρχίζει πλέον η όσμωση με τους συνοίκους τους, συνάπτουν κοινωνικές σχέσεις, κουμπαριές και συμπεθεριές. Οι Βλάχοι πλέον γίνονται περιζήτητοι γαμπροί γιατί είναι εργατικοί, οικονόμοι και «σφιχτοί», απαραίτητη προϋπόθεση για να στήσεις σπιτικό μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. 
Οι Βλάχες γίνονται περιζήτητες νύφες γιατί όπως λένε οι ντόπιοι, «τόχουν παράδοση να συνηθίζουν να γηροκομούν τα πεθερικά» και αυτοί να περνούν καλά στα γεράματά τους. Στη δεκαετία του 1960 σπουδάζουν στα πανεπιστήμια τα παιδιά τους με αποτέλεσμα σήμερα να είναι επιστήμονες, επιχειρηματίες, και να συμμετέχουν σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. 
Οι Λιβαδιώτες της ευρύτερης περιοχής πρόκοψαν και έγιναν καθηγητές, επιχειρηματίες ακόμη και δήμαρχοι. 
Να αναφέρω τους πρώην δημάρχους Πολυκάστρου Κουλίνα Τάκη, Ευρωπού Γίτσο Γιώργο, Ωραιοκάστρου Μπάτο Νίκο, Καλλιθέας και νυν Ωραιοκάστρου Σαραμάντο Δημήτρη, Χορτιάτη Γεράνη Μιχάλη, Ευόσμου Δημήτρη Χατζηβρέττα, τον Κοινοτάρχη Ρετζικίου Φράγκο Τάκη, πολλούς αντιδημάρχους, δημοτικούς, νομαρχιακούς και περιφερειακούς συμβούλους. Ακόμη τον πρόεδρο της πρωτοποριακής «Τεχνόπολης» και πρόεδρο της ΔΕΘ Τάσο Τζήκα και πολλούς άλλους. ΠΗΓΗ http://www.vlahoi.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html