Ὁ Δάμις ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἀπολλωνίου καὶ ἔγραψε σχετικὰ γιὰ τὶς περιοδεῖες του, στὶς ὁποῖες λέει πὼς τὸν συνόδευσε κι ὁ ἴδιος. Ἐπίσης ἔγραψε γιὰ τὶς γνῶμες, τὶς ὀμιλίες καὶ τὶς προβλέψεις τοῦ Ἀπολλωνίου. Τὶς σημειώσεις αὐτὲς τοῦ Δάμιδος, τὶς ἔδωσε ἕνας συγγενής του στὴν αὐτοκράτειρα
Ἰουλία Δόμνα, σύζυγο τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου, ἡ ὁποία ἀνέθεσε στὸν Φιλόστρατον νὰ τὶς
ἀντιγράψῃ καὶ νὰ τοὺς δώσῃ ὕφος λογοτεχνικό διότι ὁ Δάμις τὶς εἶχε καταγράψει μὲ σαφήνεια μέν, ἀλλὰ χωρὶς δεξιοτεχνία.
Ἡ παρακάτω συζήτηση ἔγινε μεταξὺ τοῦ Ἀπολλωνίου καὶ τοῦ Δάμιδος στὸν Καύκασον. Καὶ φυσικὰ δὲν μπορῶ νὰ παραλείψῳ τὴν ἀναφορὰ τους γιὰ τοὺς «τετραπήχεις» καὶ «πενταπήχεις» ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν στὴν διαδρομή τους…
«IV. Παραμείψαντες δὲ τὸν Καύκασον τετραπήχεις ἀνθρώπους ἰδεῖν φασιν, οὕς ἤδη μελαίνεσθαι, καὶ πενταπήχεις δὲ ἑτέρους ὑπὲρ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ἐλθόντες…[…].»
Ἀπόδοση IV. Ἀφοῦ πέρασαν τὸν Καύκασον, λένε (ὁ Ἀπολλώνιος καὶ ὁ Δάμις) πῶς εἶδαν ἀνθρώπους τέσσερις πήχεις ψηλοὺς μὲ σκοῦρο δέρμα. Μόλις πέρασαν τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν, εἶδαν ἄλλους, πέντε πήχεις ψηλούς…[…].
Διαβάζοντας τὸ βιβλίο δὲν μποροῦσα νὰ μὴν προσέξω τὰ Ἑλληνικὰ Ἴχνη ποὺ συναντοῦσαν καὶ συνεχῶς ἀνέφεραν. Ὁ Διόνυσος καὶ ὁ Ἡρακλῆς εἶχαν ἀφήσει τὰ σημάδια τους στὶς περιοχὲς καὶ στοὺς λαοὺς ποὺ συνάντησαν. Ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα ἀκουγόταν παντοῦ… Πραγματικὰ ἀξίζει νὰ διαβάσετε τὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο περιέχει καὶ τὴν νεοελληνικὴ ἀπόδοση…
Προσωπικὰ θὰ σταθῷ στὴν θρησκευτικὴ ἀναζήτηση, λόγῳ προσωπικῶν πιέσεων ποὺ ἔχω ὑποστεῖ στὸ παρελθὸν ἀπὸ συγγενικοὺς καὶ φιλικοὺς μου κύκλους.
V. Καθῶς προχωροῦσαν πεζοὶ πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ἐπειδή ἦταν ἀπόκρημνη, ὁ Ἀπολλώνιος ρώτησε τὸν Δάμι: «Πές μου, ποῦ βρισκόμασταν χθές;» «Στὴν πεδιάδα», ἀπάντησε.
«Καὶ ποῦ σήμερα, Δάμι;» «Στὸν Καύκασο, ἂν δὲν κάνω λάθος», ἀπάντησε.
«Πότε λοιπὸν ἥσουν κάτω;» ρώτησε ξανά. «Δὲν χρειάζεται νὰ ρωτᾶς», ἀπάντησε, «γιατὶ χθὲς περνούσαμε μέσα ἀπὸ τὴν κοιλάδα, ἐνῶ σήμερα εἴμαστε κοντὰ στὸν οὐρανό».
«Νομίζεις λοιπὸν, Δάμι», εἶπε, «πῶς χθὲς προχωρούσαμε χαμηλὰ ἐνὼ σήμερα ψηλά;» ρώτησε. «Ναί, μὰ τὸν Δία», ἀπάντησε, «ἐκτὸς βέβαια ἂν παραφρόνησα».
«Σὲ τί διαφέρουν λοιπὸν οἱ δύο πορεῖες μεταξύ τους ἢ τί περισσότερο ἔχεις σήμερα ἀπό χθές;» ρώτησε. «Χθές βάδιζα ἐκεῖ ὅπου βαδίζουν πολλοί, ἐνῶ σήμερα ἐκεῖ ὅπου βαδίζουν λίγοι», εἶπε.
«Δὲν νομίζεις, Δάμι», εἶπε, «ὅτι καὶ στὶς πόλεις μπορεῖ κάποιος νὰ ἀποφεύγῃ τὶς λεωφόρους καὶ νὰ βαδίζῃ ὅπου οἱ λίγοι ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους;» «Δὲν εἶπα αὐτό», ἀπάντησε, «ἀλλὰ ὅτι χθὲς περνούσαμε ἀπὸ κωμοπόλεις μὲ ἀνθρώπους καὶ σήμερα ἀνεβαίνουμε σὲ τόπους ἀπρόσιτους καὶ θείους —ἀκοῦς βέβαια τί λέει ὁ ὁδηγός μας: οἱ βάρβαροι θεωροῦν τὸ βουνὸ κατοικία τῶν θεῶν».
Λέγοντας αὐτὰ κοίταζε πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ. Ὅμως ὁ Ἀπολλώνιος τὸν ἐπανέφερε στὴν ἀρχικὴ ἐρώτηση καὶ τοῦ εἶπε: «Μπορεῖς νὰ μοῦ πῇς, Δάμι, τί κατάλαβες ἀπὸ τὸ θεῖο βαδίζοντας κοντὰ στὸν οὐρανό;» «Τίποτε»,ἀπάντησε.
«Κι ὅμως ἔπρεπε», εἶπε, «ἀφοῦ στέκεσαι πάνω σ’ αὐτὸν τὸν ἀπέραντο καὶ θεῖο μηχανισμό, νὰ ἐκφέρῃς σαφέστερες γνῶμες γιὰ τὸν οὐρανό, τὸν ἣλιο καὶ τὴ σελήνη, ποὺ καὶ μὲ τὸ ραβδί σου ἀκόμη θὰ μποροῦσες νὰ τὰ ἀγγίξῃς. Τόσο κοντὰ τους βρίσκεσαι»… «Ὅσα γνώριζα χθὲς γιὰ τὸ θεῖον», εἶπε, «γνωρίζω καὶ σήμερα καὶ δὲν διαμόρφωσα κάποια καινούριαν γνώμην».
«Ἐπομένως, Δάμι», εἶπε, «ἀκόμη κάτω βρίσκεσαι καὶ καθόλου δὲν ὡφελήθηκες ἀνεβαίνοντας ψηλά. Ἀπὸ τὸν οὐρανό ἀπέχεις ὅσο καὶ χθές. Ἦταν εὔλογη λοιπὸν ἡ ἀρχική μου ἐρώτηση, ἐνῶ ἐσὺ τὴν θεώρησες γελοῖα». «Κι ὅμως, Ἀπολλώνιε», εἶπε, «νόμιζα πὼς θὰ κατεβῷ σοφότερος, γιατὶ ἔχω ἀκούσει ὅτι ὁ Κλαζομένιος Ἀναξαγόρας ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ Μίμαντος στὴν Ἰωνία ἐρευνοῦσε τὰ οὐράνια καὶ ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Μυκάλη. Λένε ἀκόμη πὼς μερικοὶ χρησιμοποίησαν ὡς παρατηρητήριο τὸ Παγγαῖο καὶ ἄλλοι τὸν Ἄθω. Ἐγώ, ἂν καὶ ἀνέβηκα τόσο ψηλά, δὲν θὰ κατέβῳ καθόλου σοφότερος ἀπὸ πρίν».
«Οὔτε ἐκεῖνοι», εἶπε ὁ Ἀπολλώνιος, «ἔγιναν σοφότεροι, γιατὶ ἀπὸ τὰ σημεῖα ἐκεῖνα φαίνεται ὁ οὐρανὸς πιὸ γαλανὸς καὶ τὰ ἄστρα μεγαλύτερα καὶ ὁ ἥλιος ν’ ἀνατέλλῃ ἀπ’ τὴ νύχτα, πράγματα ποὺ εἶναι φανερὰ καὶ στοὺς βοσκοὺς προβάτων καὶ κατσικιῶν. Πὼς οἱ θεοὶ φροντίζουν, τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ πόσο χαίρονται γιὰ τὴ λατρεία ποὺ τοὺς ἀποδίδεται, τί εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ σωφροσύνη, αὐτὸ οὔτε ὁ Ἂθως οὔτε ὁ Ὄλυμπος, ποὺ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τοὺς ποιητές, μποροῦν νὰ τὸ φανερώσουν σὲ ὅσους ἀνεβαίνουν, ἂν ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ξεχωρίζῃ αὐτά, ἡ ὁποία, ἂν τὰ πλησιάσῃ καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη, μπορεῖ νὰ ξεπεράσῃ, θὰ ἔλεγα, ἀκόμη καὶ τὸν Καύκασον»…
Οἱ εἰκόνες τοῦ Ἀπολλωνίου ἐδῶ! καὶ
ἐδῶ! Τὸ βιβλίο τοῦ Φιλοστράτου μπορεῖτε νὰ τὸ διαβάσετε ἐδῶ…καὶ ἐδῶ! Σύντομος σύνδεσμος ἄρθρου (shortlink) –> http://wp.me/p2VN9U-AY http://anihneftes.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html