Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Σπάρτακος




Είχε απλωθεί η νύχτα σαν πέπλο με αχνό μοβ και γαλάζιο, αυτό το γλυκό γαλάζιο που σε μεθά όταν σε τυλίγει. Αποκαμωμένος ο Σπάρτακος αποτραβήχτηκε κάτω από τον αγαπημένο του έλατο. Ακούμπησε στον κορμό του και σάρκα με ξύλο έγιναν ένα. Έτσι τον αγκάλιαζε κάθε φορά που ξάπλωνε στα ριζά του. Ένιωθε τη ζεστασιά του ο Σπάρτακος και μια αγκαλιά που του έλεγε πως είσαι γιος ,αδερφός και σύντροφος.
Με μια χούφτα χόρτα που ευωδίασαν μόλις τα έκοψε, έσκυψε να σκουπίσει το αίμα από την δεξιά κνήμη, μια πληγή από την τελευταία επίθεση σε στρατόπεδο Ρωμαίων όπου έστειλε για μια ακόμη φορά στον Άδη κάμποσους από δαύτους.
Γύρισε το κεφάλι προς τα πάνω κι ο έλατος χαμογελώντας τράβηξε την πυκνή φυλλωσιά του να δει την πανσέληνο. Αυτή η μοναδική στιγμή που το φως της σελήνης τον έλουζε, αυτή η μοναδική σκέψη, «άραγε πόσες φορές θα σε δω ακόμα».
Δεν είχε την πολυτέλεια να αφήσει σκέψεις και συναισθήματα να φωλιάσουν στην καρδιά του. Όπου και να γύριζε τα μάτια του τους έβλεπε, ήταν όλοι εκεί. Αυτοί που ακούμπησαν τη λευτεριά τους πάνω του.
Κάποιες στιγμές δεν το χώραγε το μυαλό του πως από εβδομήντα συντρόφους, ήρθαν και φώλιασαν στην καρδιά του και στα βουνά χιλιάδες. Μετά η σκληρή πραγματικότητα τον έκανε να ουρλιάζει μέσα του. «Χωρίς δικαιοσύνη και ελευθερία ζωή δεν αξίζει».
Είχε περάσει καιρός που έκανε τη Ρώμη να ανησυχεί για τα καλά πια και να θέλει να τον εξοντώσει κι αυτόν και όσους τον ακολούθησαν. Η αυτοκρατορία δεν τρόμαζε από τις απώλειες που της προκαλούσε αλλά από τις ιδέες του. Ελευθερία και δικαιοσύνη δεν πάνε με την εξουσία.
Ο ίδιος γνώριζε ποιο θα είναι το τέλος, όμως ακόμα κι αυτό έπρεπε να το κρατά για ‘κείνον. Όλοι είχαν πιστέψει ότι μπορεί να ελευθερωθούν, όλοι πολεμούσαν σαν σκιές και μάχη δεν είχαν χάσει. Δεν υπολόγιζαν ούτε το μέγεθος ούτε την οργάνωση των λεγεώνων. Είχαν γίνει ανίκητοι, το μυαλό και η πίστη τους οδήγησε σε εξωπραγματικούς ατραπούς.
Αυτό τον σκότωνε πιο πολύ γιατί το έβλεπε, το ένιωθε, πως δεν μπορούν να το καταλάβουν όλοι οι άνθρωποι αυτό το απλό, ο καθένας για δικούς του λόγους και είναι τόσο μα τόσο απλό...δικαιοσύνη και ελευθερία.
Φώναξε κοντά του τους συντρόφους του. Είχαν μείνει σαράντα επτά από τους εβδομήντα που ξεκίνησαν. Κάθισαν γύρω του κι ο έλατος έλαμψε όλο καμάρι, κάθε φορά που γίνονταν αυτό το ίδιο ένιωθε γιατί κρεμούσαν στα κλαδιά του τα άρματά τους και τον μεθούσε η μυρουδιά του αίματος των καταπιεστών.
Τα μάτια τους συναντήθηκαν στο φως της πανσέληνου και έγιναν ένα με το μεθυστικό χλωμό χρώμα. Είπαν αστεία, γέλασαν, κανόνισαν για το αύριο και έφυγαν όλοι να ξεκουραστούν. Όλοι εκτός από έναν που ήταν η σκιά του παντού, στις μάχες, στη ζωή, στην ανάσα.
-Σε νιώθω ανήσυχο, είπε το παλικάρι.
-Όλα καλά, απάντησε, πήγαινε να ξεκουραστείς.
-Θέλω να μου πεις γιατί θα ηττηθούμε.
-Γιατί δεν μπορώ να αγκαλιάσω χιλιάδες, εκατομμύρια και τώρα και στο μέλλον και να τους ψιθυρίσω στην καρδιά, παλεύετε ως ΕΝΑΣ ή πεθάνετε ως ΔΥΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html