(τής Αρετής Μαρκέλλου)
Μιά μέρα των ημερών, ο Γλάρος και η Νυχτερίδα αποφάσισαν να ασχοληθούν με το εμπόριο. Τα βάλαν κάτω, τα μιλήσανε, ανταλλάξανε ιδέες και τελικά τα βρήκαν και τα συμφώνησαν.
Το σκέφτηκαν από’δώ, το ξανασκέφτηκαν από’κεί, πήγαν τελικά στην Τσουκνίδα, στην οποία – απ’ότι είχαν ακούσει – είχε τύχει τελευταία ένα γερό κομμάτι κληρονομιάς. Πέφτουν γονατιστοί στις ρίζες της και την παρακαλούν να τους δώσει χρήματα. Την ικετεύουν, μέχρι και γραμμάτιο με τόκο τής υπογράφουν – να’ναι όλα νόμιμα – για να’χουν την κινητήρια δύναμη, τη βάση για να ξεκινήσουν τη δουλειά.
Λέγε από’δω και λέγε από’κεί, παρ’όλο που η Τσουκνίδα ήταν στην αρχή πολύ διστακτική, την έπεισαν τελικά να τους δανείσει το κεφάλαιο που χρειάζονταν για τη δουλειά τους. Ναί !!!
Έτσι λοιπόν, η Νυχτερίδα άρχισε να ψάχνει για χώρο κατάλληλο: ένα μαγαζί καθώς πρέπει, σε καλό πόστο, σε περατζάδα, να’χει ο δρόμος του κίνηση και κόσμο, να’χει φαρδύ πεζοδρόμιο κ.τ.λ.
Ο Γλάρος, από την άλλη, πήρε όλα τα λεφτά μαζί του, ναύλωσε ένα μεγάλο καράβι κι έβαλε πλώρη για τα μεγάλα λιμάνια τής γης – ξέρεις, από τα λιμάνια εκείνα όπου τα μεγάλα πλοία αφήνουν τις πραμάτειες τους και φορτώνουν άλλες, εκεί όπου τοεμπόριο σφύζει και το χρήμα κινείται.
Από το κάθε λιμάνι, αχ! και τι δεν αγόρασε! Ό,τι τού γυάλισε στο μάτι. Από την Οδησσό σιτάρι και ποτά. Από τη Σύρο λουκούμια και χαλβαδόπιττες. Από την Αλεξάνδρεια κρασί και γιατρικά. Από τη Λαοδικεία μπακλαβάδες και κεντήματα.
Από τη Τζέντα χουρμάδες και μαλλί. Από το Μπαχρέϊν παστά ψάρια και μαργαριτάρια. Από το Καράτσι ρύζι και υφαντά. Μέχρι και στη Σανγκάη έφτασε, για τσάϊ και μετάξι. Δεν τσιγκουνεύτηκε καθόλου. Έτσι ξόδεψε όλα τους τα χρήματα, αλλά βέβαια σε αντάλλαγμα αγόρασε το καλύτερο εμπόρευμα. Γέμισε τα αμπάρια τού πλοίου και όλος χαρά, αλλά και νοσταλγία, ’εβαλε πλώρη για το ταξίδι του γυρισμού.
Μα έλα δες, που εκεί στον Ινδικό Ωκεανό συνάντησε χαλασμό. Καταιγίδα, θαλασσοταραχή, μέχρι και τυφώνα! Καλά που ο Γλάρος ήξερε από τη φύση του να πετά, αλλιώς ένας ακόμα ναυαγός θα ήταν, πνιγμένος μέσα στο φορτωμένο πλοίο, που – συμφορά μας – σαν μπαμπάκι ρουφούσε το νερό και σαν βαρίδι πήγαινε στον πάτο.
« Δόξα τω Θεώ » , σκέφτηκε ο Γλάρος, « εγώ βγήκα ζωντανός ! Όμως τί κάνουμε τώρα ; Με τί καρδιά γυρίζουν πίσω ; Τι εξήγηση δίνουν στην Τσουκνίδα : Αμ, και τί λένε στη Νυχτερίδα ;»
Στο μεταξύ η συνεταίρα του, η Νυχτερίδα, είχε βρεί το κατάλληλο πόστο, το είχεβάψει και το είχε καθαρίσει. Ανήσυχη, όμως, τριγυρνούσε μέσα στο άδειο μαγαζί. Έβγαινε που και που στο κατώφλι τής πόρτας και καθόταν να κοιτά το δρόμο μακριά, μήπως δεί τον συνέταιρό της να έρχεται με τα εμπορεύματα. Μα όσο περνούσαν οι ώρες και οι μέρες, τόσο έσκυβε το κεφάλι πιό χαμηλά.
«Κουράστηκα να περιμένω», είπε μιά μέρα. Και μιά και δεν είχε τι να κάνει, ξάπλωσε σε μιά γωνιά και αποκοιμήθηκε. Τα όνειρα και η φαντασία ήρθαν τότε χέρι-χέρι να τής κάνουνε παρέα . . .
«Τοκ,τοκ,τοκ!»
Πάνω στο καλύτερο όνειρο, ξυπνά και πετάγεται από τους χτύπους στην πόρτα. «Ποιός να’ναι; Λες να ήρθε ο Γλάρος;» αναρωτήθηκε η Νυχτερίδα
«Λήξη προθεσμίας πληρωμής! Τα ληξιπρόθεσμα γραμμάτια διαμαρτύρονται! Μαζί κι εγώ διαμαρτύρομαι και ντροπή σας που πήρατε όλα τα λεφτάκια μου και δεν τα επιστρέψατε. Τα χρήματα αυτά ήταν η προίκα ππυ μου είχε αφήσει ο μπαμπάς μου – Θεός σ’χωρέσ’ τον – για ν’ αγοράσω μ’ αυτά ένα κομμάτι γης, ν’ απλώσω κι εγώ τις ρίζες μου. Αχ....τί μου έχει μείνει στη ζωή πλέον; Μόνον αυτά τα λεφτά. Κι εσείς μού τα φάγατε, τρομάρα σας . . . . »
Φώναζε κι έλεγε η Τσουκνίδα και τις φωνές της τής άκουσαν όλοι όσοι περνούσαν την ώρα εκείνη από τον πολυσύχναστο το δρόμο. Γιατί, η αλήθεια να λέγεται, το μαγαζί βρισκόταν όντως σε πόστο καλό – μα για εμπόριο κι όχι για τέτοια ρεζιλίκια.
Ο κόσμος πήρε το μέρος τής Τσουκνίδας κι από στόμα σε στόμα – μα με ψίθυρους μα με φωνές – όλοι στο χωριό έμαθαν τα νέα κι ήρθαν να τα βάλουνε με τα συνεταιράκια.
«Ντροπή σ’ εσένα, ντροπή και στον Γλάρο! Ακούς εκεί, να φάτε τα λεφτά τής άμοιρης τής Τσουκνίδας! Καλά, τσίπα δεν έχετε πάνω σας; Και μετά, λέει, θέλατε και εμπορικό περιωπής! Ντροπή σας . . . »
Έτσι ο κόσμος έλεγε και φώναζε και κατέκρινε. Κι η Νυχτερίδα, το μόνο που ευχόταν, ήταν να άνοιγε ευθύς η γη να την καταπιεί. Από μέσα της είχε σκάσει με τον Γλάρο και τον καταριόταν: «Να πέσει ο ουρανός να σε πλακώσει, όπου κι αν είσαι, παλιογλάρε.Κακό χρόνο να΄χεις που μ’ έμπλεξες με χρέη και με ρεζιλίκια, με ντροπές και ψέματα! . . . »
Κι ύστερα, με όση γλύκα τής είχε μείνει, γυρνούσε στην Τσουκνίδα και τής έλεγε: «Μη στεναχωριέσαι καλή μου Τσουκνιδούλα, χθες μόλις πήρα γράμμα από τον Γλάρο. Είναι, λέει, καλά και ξεκινάει σήμερα κιόλας από το λιμάνι τής Σιδώνας, απ’ όπου αγόρασε σύκα και πορφύρα. Θα περάσει κι από την Λεμεσσό, απ’ όπου θα αγοράσει χαρούπια και δαντέλες, κι ευθύς μετά θα καταφθάσει φέρνοντας εμπορεύματα για το μαγαζί μας και δώρα για σένα. Υπομονή, λοιπόν, και σύντομα θα πάρεις τα λεφτάκια σου και με το παραπάνω!»
Και μ’ αυτά και μ’ εκείναφύτρωσε, που λέει ο λόγος, μαλλί στη γλώσσα τής καημένης τής Νυχτερίδας, να μιλάει και να λέει ψέματα με το τσουβάλι, να καλοπιάνει την Τσουκνίδα. Την μία υποτίθεται ότι ο Γλάρος ήταν Πειραιά, γιά λάδι και φασόλια, την άλλη περνούσε κιόλας από τον Βόσπορο, για φρέσκα ψάρια και σαπούνια, κι άλλοτε, να, όπου να ΄ναι φτάνει στον Πόντο, όπου θα ξεφορτώσει την πραμάτεια τους και . . . .
«Με καραβάνια σίγουρα, μα και για τούτο ακριβοπλήρωτα, θα κόψει τα βουνά – πωπω....πόσο ψηλά είναι τούτα τα βουνά τού Καυκάσου – και θα φτάσει αύριο το πρωϊ στην πατρίδα ή προς το μεσημέρι, ή το πολύ μέχρι το βράδυ....ε, έχουμε καιρό μέχρι τα μεσάνυχτα . . .»
Τέτοιες παρηγοριές τής συμφοράς αράδιαζε η απελπισμένη Νυχτερίδα στην Τσουκνίδα, που στο μεταξύ είχε αγριέψει απ’ όλα αυτά τα ψέματα. Μα και η ίδια η Νυχτερίδα, από μέσα της, μήτε παρηγοριά είχε, μήτε και ύπνο. Την έτρωγαν οι μαύρες σκέψεις.
Δεν πήγαινε άλλο και το ήξερε. Τελικά, είδε και απόειδε, μάζεψε ό,τι είχε και δεν είχε στο σπίτι της, ακόμη και τα ρούχα της, και τα πούλησε για να ξεχρεώσει ένα –μηδαμινό είναι η αλήθεια – ποσό από το δάνειο. Κι έτσι γυμνή και μαύρη από την ντροπή της, άνοιξε τα φτερά της και εξαφανίστηκε από τα μάτια τού κόσμου.
Κι από τότε μέχρι τώρα, η καημένη η Νυχτερίδα
από τον κόσμο κρύβεται κι από την Τσουκνίδα.
Γι΄αυτό τη μέρα χώνεται σε μυστικές γωνιές,
πετά όμως και τρέφεται τις σκοτεινές βραδιές.
Μα κι ο Γλάρος από τότε μέχρι τώρα προσπαθεί
την πραμάτεια του από τη θάλασσα να βγάλει έχει βαλθεί.
Βάϊ, βουτά ξανά και πάλι μες στο άσπρο της το κύμα.
Τόσο εμπόρευμα στα βάθη να χαθεί, λέει, τί κρίμα!
Κι η Τσουκνίδα, που΄χει μείνει άνευ προίκας, χωρίς γη,
άγρια κι έξαλλη φυτρώνει πότε΄δώ και πότε ’κεί.
Και κάθε που περαστικός από δίπλα της πενά,
τον τσιμπάει, τον αρπάζει, «Που’ναι Ο Γλάρος;» τον ρωτά.
The Mythologists
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html