Συντάκτης:
Λεωνίδας Αναγνωστόπουλος*
«Ο,τι θέλει ο λαός, από πίσω κι από μπρος», ήταν το κεντρικό σύνθημα της έκθεσης του εικαστικού καλλιτέχνη Βλάση Κανιάρη με επιμελητή τον Μάνο Στεφανίδη στο Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού της Νέας Υόρκης, το 2003.
O καλλιτέχνης ήθελε με τον πιο έκδηλο τρόπο να εκφράσει τον
εκφυλισμό της νεοελληνικής νοοτροπίας, το πολιτικό αλισβερίσι μεταξύ πολιτικών αντιπροσώπων και πολιτών.
Αυτό που ο Κανιάρης έδειξε εικαστικά, είχε ήδη με λέξεις δύσκολες περιγράψει ο Κονδύλης ως «παρακμή του αστικού πολιτισμού και μαζική δημοκρατία».
Ηταν φωτεινό το κάδρο στο Καστελόριζο, όταν έγινε η ανακοίνωση εισόδου της χώρας στα μνημόνια: καΐκια αρμένιζαν ενώ το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας αποσπούσε, σε συνδυασμό με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, την προσοχή.
Είναι όπως στο Χόλιγουντ όταν κλασική μουσική συνοδεύει τον φόνο.
Μικρή ομάδα ανθρώπων είχε τότε επισημάνει πως πέραν του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, του ανισοβαρούς κρατικού προϋπολογισμού και της ανυπαρξίας αναπτυξιακού σχεδίου, η χώρα νοσούσε πολιτισμικά και ηθικά.
Η ευκαιρία για πραγματική επανίδρυση δήλωνε παρούσα.
Οροι με πρώτο συνθετικό το «ανα-» υπήρχαν επιτέλους στο τραπέζι.
Συχνά-πυκνά άκουγες λέξεις όπως ανα-θεώρηση, ανα-διαμόρφωση, ανα-γέννηση ή ανα-σύνταξη· όλες ηχούν αισιόδοξα, σκέφτεσαι, το κάρο θα αρχίσει πάλι να τσουλάει· η πραγματικότητα όμως σε διαψεύδει.
Επτά χρόνια πέρασαν από τότε. Η χώρα συνήψε τρία μνημόνια· μνημόνια όλων των πολιτικών αποχρώσεων και ιδεολογιών, με το τέταρτο ήδη να έχει χτυπήσει την πόρτα και να σου ζητά να παραδώσεις τα κλειδιά.
Το οικονομικό χρέος είναι μη βιώσιμο, το πολιτισμικό και ηθικό επίπεδο θλιβερό. Η χώρα σου και η χώρα μου είναι χρεοκοπημένη σε όλα τα επίπεδα.
Το καταλαβαίνεις πια τόσο στην προώθηση του κοινωνικού αυτοματισμού ως μοντέλου χάραξης πολιτικής αλλά και στο ότι το hit στις disco του τέλους των '80s και '90s με την οικεία φωνή της Γκλόρια Γκέινορ έγινε ατάκα καθημερινής πια παρηγοριάς αλλά και ριάλιτι επιβίωσης.
«Ι will survive», λες κάθε μέρα στον εαυτό σου παρακολουθώντας το ομότιτλο τηλεοπτικό (υπο)προϊόν.
Πώς όμως θα επιβιώσεις χωρίς λίγο φαγητό ή τουλάχιστον χωρίς τη φαντασίωση ότι τρως; Αλλάζεις απλώς κανάλι στην οθόνη σου.
Χιλιάδες περίτεχνα γεύματα προετοιμάζονται μπρος στα μάτια σου, την παροιμία με τα μάτια και τα ψάρια φαντάζομαι την ξέρεις, κι εσύ αγωνιάς για το ποια συνταγή θα νικήσει στο τέλος.
Δεν σου αρκεί όμως μόνον αυτό. Είσαι, βλέπεις, άπληστος. Θέλεις να χορέψεις ή τουλάχιστον να φαντασιωθείς πως χορεύεις. Αλλάζεις απλώς πάλι κανάλι.
Στο χαζοκούτι κορμιά σμιλευμένα από του ιδρώτα τα αποτελέσματα, λικνίζονται μπροστά σου προσδοκώντας τα περίφημα 15 λεπτά δημοσιότητας, εκείνου του τρελού Αμερικανού, του πρωτοπόρου της Pop art, του Γουόρχολ.
Και εσύ συνεχίζεις να αναρωτιέσαι, μπορεί να υπάρξει διασκέδαση χωρίς μουσική; Αλλάζεις απλώς κανάλι.
Νέοι και νέες νομίζοντας πως βρίσκονται στη Σκάλα του Μιλάνου ή σε σκηνή του Μπρόντγουεϊ, παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου τραγουδώντας.
Φαντασιώνεσαι πως βρίσκεσαι στη θέση τους και παίρνεις το μικρόφωνο αφήνοντας στο τέλος της ερμηνείας σου ενεό τον μουσικό κριτικό των New York Times να χειροκροτεί.
Δεν θες όμως να κλείσεις ακόμη την τηλεόραση· είσαι μεσογειακός τύπος. Σου αρέσει να τζογάρεις. Δεν έχεις όμως πια δεκάρα. Θες απλώς να γευτείς την αδρεναλίνη της τύχης.
Αλλάζεις απλώς κανάλι: κουρτίνες που κρύβουν δώρα, κουτιά σφραγισμένα που κρύβουν χρήματα, ερωτήσεις γνώσεων που χαρίζουν ευρώ.
Ολα αυτά σε περιμένουν εκεί κι εσύ ελπίζεις κάποτε να δεις πολλά μηδενικά στο βιβλιάριο τραπέζης.
Αλλάζεις απλώς κανάλι στη βιομηχανία της ελπίδας της χρεοκοπημένης χώρας σου.
*3MA's, Ph.D. Student UBC
Λεωνίδας Αναγνωστόπουλος*
«Ο,τι θέλει ο λαός, από πίσω κι από μπρος», ήταν το κεντρικό σύνθημα της έκθεσης του εικαστικού καλλιτέχνη Βλάση Κανιάρη με επιμελητή τον Μάνο Στεφανίδη στο Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού της Νέας Υόρκης, το 2003.
O καλλιτέχνης ήθελε με τον πιο έκδηλο τρόπο να εκφράσει τον
εκφυλισμό της νεοελληνικής νοοτροπίας, το πολιτικό αλισβερίσι μεταξύ πολιτικών αντιπροσώπων και πολιτών.
Αυτό που ο Κανιάρης έδειξε εικαστικά, είχε ήδη με λέξεις δύσκολες περιγράψει ο Κονδύλης ως «παρακμή του αστικού πολιτισμού και μαζική δημοκρατία».
Ηταν φωτεινό το κάδρο στο Καστελόριζο, όταν έγινε η ανακοίνωση εισόδου της χώρας στα μνημόνια: καΐκια αρμένιζαν ενώ το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας αποσπούσε, σε συνδυασμό με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, την προσοχή.
Είναι όπως στο Χόλιγουντ όταν κλασική μουσική συνοδεύει τον φόνο.
Μικρή ομάδα ανθρώπων είχε τότε επισημάνει πως πέραν του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, του ανισοβαρούς κρατικού προϋπολογισμού και της ανυπαρξίας αναπτυξιακού σχεδίου, η χώρα νοσούσε πολιτισμικά και ηθικά.
Η ευκαιρία για πραγματική επανίδρυση δήλωνε παρούσα.
Οροι με πρώτο συνθετικό το «ανα-» υπήρχαν επιτέλους στο τραπέζι.
Συχνά-πυκνά άκουγες λέξεις όπως ανα-θεώρηση, ανα-διαμόρφωση, ανα-γέννηση ή ανα-σύνταξη· όλες ηχούν αισιόδοξα, σκέφτεσαι, το κάρο θα αρχίσει πάλι να τσουλάει· η πραγματικότητα όμως σε διαψεύδει.
Επτά χρόνια πέρασαν από τότε. Η χώρα συνήψε τρία μνημόνια· μνημόνια όλων των πολιτικών αποχρώσεων και ιδεολογιών, με το τέταρτο ήδη να έχει χτυπήσει την πόρτα και να σου ζητά να παραδώσεις τα κλειδιά.
Το οικονομικό χρέος είναι μη βιώσιμο, το πολιτισμικό και ηθικό επίπεδο θλιβερό. Η χώρα σου και η χώρα μου είναι χρεοκοπημένη σε όλα τα επίπεδα.
Το καταλαβαίνεις πια τόσο στην προώθηση του κοινωνικού αυτοματισμού ως μοντέλου χάραξης πολιτικής αλλά και στο ότι το hit στις disco του τέλους των '80s και '90s με την οικεία φωνή της Γκλόρια Γκέινορ έγινε ατάκα καθημερινής πια παρηγοριάς αλλά και ριάλιτι επιβίωσης.
«Ι will survive», λες κάθε μέρα στον εαυτό σου παρακολουθώντας το ομότιτλο τηλεοπτικό (υπο)προϊόν.
Πώς όμως θα επιβιώσεις χωρίς λίγο φαγητό ή τουλάχιστον χωρίς τη φαντασίωση ότι τρως; Αλλάζεις απλώς κανάλι στην οθόνη σου.
Χιλιάδες περίτεχνα γεύματα προετοιμάζονται μπρος στα μάτια σου, την παροιμία με τα μάτια και τα ψάρια φαντάζομαι την ξέρεις, κι εσύ αγωνιάς για το ποια συνταγή θα νικήσει στο τέλος.
Δεν σου αρκεί όμως μόνον αυτό. Είσαι, βλέπεις, άπληστος. Θέλεις να χορέψεις ή τουλάχιστον να φαντασιωθείς πως χορεύεις. Αλλάζεις απλώς πάλι κανάλι.
Στο χαζοκούτι κορμιά σμιλευμένα από του ιδρώτα τα αποτελέσματα, λικνίζονται μπροστά σου προσδοκώντας τα περίφημα 15 λεπτά δημοσιότητας, εκείνου του τρελού Αμερικανού, του πρωτοπόρου της Pop art, του Γουόρχολ.
Και εσύ συνεχίζεις να αναρωτιέσαι, μπορεί να υπάρξει διασκέδαση χωρίς μουσική; Αλλάζεις απλώς κανάλι.
Νέοι και νέες νομίζοντας πως βρίσκονται στη Σκάλα του Μιλάνου ή σε σκηνή του Μπρόντγουεϊ, παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου τραγουδώντας.
Φαντασιώνεσαι πως βρίσκεσαι στη θέση τους και παίρνεις το μικρόφωνο αφήνοντας στο τέλος της ερμηνείας σου ενεό τον μουσικό κριτικό των New York Times να χειροκροτεί.
Δεν θες όμως να κλείσεις ακόμη την τηλεόραση· είσαι μεσογειακός τύπος. Σου αρέσει να τζογάρεις. Δεν έχεις όμως πια δεκάρα. Θες απλώς να γευτείς την αδρεναλίνη της τύχης.
Αλλάζεις απλώς κανάλι: κουρτίνες που κρύβουν δώρα, κουτιά σφραγισμένα που κρύβουν χρήματα, ερωτήσεις γνώσεων που χαρίζουν ευρώ.
Ολα αυτά σε περιμένουν εκεί κι εσύ ελπίζεις κάποτε να δεις πολλά μηδενικά στο βιβλιάριο τραπέζης.
Αλλάζεις απλώς κανάλι στη βιομηχανία της ελπίδας της χρεοκοπημένης χώρας σου.
*3MA's, Ph.D. Student UBC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html