αυτοκτονία του ο Αίας.
Διαβάστε τον Σοφοκλή. Διαβάστε την αντρίκια στάση που υιοθέτησε ο κλασσικός Έλληνας, απέναντι στο μέγα πρόβλημα της συνειδητότητας, στον θάνατο. Αυτό που κάνει τον μέσο σημερινό άνθρωπο να τρέμει σαν βερέμης και να γίνεται θύμα του καθενός που του υπόσχεται μέσω μαγικών διεργασιών, την ανάσταση, την μετεμψύχωση ή την μετενσάρκωση! Θύμα κοινών απατεώνων δηλαδή.
Τέλος διαβάστε ποίηση υψηλότατου επιπέδου, τραγική κλασσική ποίηση που δεν θα ξαναγράψει ανθρώπινο χέρι.
Το σκηνικό είναι σε ένα λιβάδι, με ένα σπαθί καρφωμένο όρθιο. Είναι το σπαθί που ο Αίας πήρε σε ανταλλαγή από τον Έκτορα. Ο Αίαντας μπαίνει στην σκηνή και ξεκινάει τον συγκλονιστικό μονόλογο: Ο φονιάς μου έχει στηθεί, όσο πιο κοφτερός μπορούσε να γίνει, αν κάποιος έχει καιρό τώρα να το σκεφτεί· δώρο είναι απ' τον Έκτορα, απ' όλους τους ξένους αυτόν πού πιο πολύ μίσησα, που από έχθρα δε θέλω να βλέπω. Είναι μπηγμένος στην τρωική εχθρική χώρα φρεσκοακονισμένος με ακόνι που τρώει το σίδερο· τον έμπηξα, αφού καλά τον έσφιξα γύρω γύρω, ώστε να μ' ευκολύνει γρήγορα να πεθάνω. Έτσι είμαστε έτοιμοι. Από εδώ και πέρα συ πρώτος, Δία, καθώς ταιριάζει, βοήθα με. Δε θα σου ζητήσω μεγάλη χάρη να μου κάνεις. Στείλε για χάρη μου κάποιον αγγελιαφόρο, την κακή είδηση να πάει στον Τεύκρο, για να με σηκώσει πρώτος, πεσμένος καθώς θα είμαι γύρω από το φρεσκοραντισμένο αυτό ξίφος, και μη με δει πρωτύτερα κάποιος εχθρός μου και ριχτώ μπρος σε σκυλιά και τροφή στα όρνια. Γι' αυτά μόνο, Δία, σε παρακαλώ. Παράλληλα καλώ τον ψυχοπομπό Ερμή γλυκά να μ' αποκοιμίσει, αφού μ' ένα πήδημα χωρίς σφαδασμό και γρήγορο τρυπήσω τα πλευρά μου μ' αυτό το σφάχτη. Προσκαλώ βοηθούς μου και τις αιώνιες παρθένες, που πάντοτε βλέπουν όλα τα βάσανα των ανθρώπων, τις σεμνές, με τα μεγάλα πηδήματα Ερινύες, να δουν πως χάνομαι απ' τους Ατρείδες ο δύστυχος. Κι αυτούς που είναι κακοί κακά κι ολέθρια ας τους αρπάξουν, όπως τώρα βλέπουν εμένα να πέφτω αυτοκτονώντας* έτσι, σφαγμένοι από αγαπημένους απογόνους τους, ας χαθούν. Τρέξτε, γρηγορόποδες κι εκδικήτριες Ερινύες, φάτε τον, μη λυπηθείτε το στρατό ολόκληρο. Και συ Ήλιε, που τ ' αμάξι σου οδηγείς μέσα στον ψηλό ουρανό, όταν δεις την πατρική μου χώρα, κρατώντας το χρυσό χαλινάρι σου ανάγγειλε τις συμφορές μου και το θάνατο μου στο γέροντα πατέρα μου και στη δύστυχη μάνα που μ' ανάθρεψε. Αλήθεια, η δύστυχη όταν την είδηση αυτή ακούσει, θρήνο μεγάλο μέσα σ' όλη την πόλη θα σηκώσει. Μα δεν είναι ανάγκη μάταια να κάνω τέτοιους θρήνους· πρέπει κάπως γρήγορα να κάνω τη δουλειά μου. Θάνατε, θάνατε, έλα τώρα να μ' επισκεφτείς. Κι ωστόσο κι εκεί, μαζί σου όντας, θα σε χαιρετήσω. ΧΟΡΟΣ: Κι εσένα, την τωρινή λάμψη της φωτεινής ημέρας, κι εσένα τον αμαξηλάτη Ήλιο χαιρετώ για τελευταία φορά και ποτέ πια ξανά. Φως, άγιο χώμα της πατρικής μου γης της Σαλαμίνας, τόπε της πατρικής εστίας μου, δοξασμένη Αθήνα, γενιά που ανατραφήκαμε μαζί, βρύσες κι αυτά εδώ τα ποτάμια και τρωικές πεδιάδες, σας χαιρετώ, αφήνω γεια σε σας που μ' έχετε θρέψει. Αυτά είναι τα λόγια τα στερνά που σας λέει ο Αίαντας· τα υπόλοιπα στον Άδη στους πεθαμένους θα τα πω.
Η απόδοση στα νεοελληνικά είναι από τον Θεόδωρο Μαυρόπουλο.
Εκδόσεις Ζήτρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html