Η Φωκίδα, μια εύφορη περιοχή,
όταν ήταν ακόμα στεριά, χωρίζει την Αονία από την Οίτη, αν και εκείνο τον καιρό ήταν κομμάτι της θάλασσας, μια πλατιά έκταση νερού που δημιουργήθηκε ξαφνικά. Εκεί το ψηλό βουνό Παρνασσός υψώνει τις δίδυμες κορφές του στ’ αστέρια και οι
κορφές του ξεπερνούν τα σύννεφα.
Όταν ο Δευκαλίων και η γυναίκα του σταμάτησαν εκεί µε τη μικρή τους βάρκα, καθώς όλες τις άλλες περιοχές τις είχαν καλύψει τα νερά, λάτρεψαν τις Κορύκειες νύμφες και τις θεότητες του βουνού και τη θεά των χρησμών, τη Θέμιδα που τότε έδινε προφητείες. Κανείς δεν ήταν πιο ενάρετος ή δεν αγαπούσε τη δικαιοσύνη περισσότερο από εκείνον και καμία γυναίκα δεν φοβόταν περισσότερο τους θεούς.
Όταν ο Δίας είδε τη γη καλυμμένη µε τα καθάρια νερά και ότι µόνο ένας άνδρας είχε απομείνει απ’ όλες τις χιλιάδες των ανδρών, µόνο µία γυναίκα απ’ όλες τις χιλιάδες των γυναικών, και οι δύο αθώοι, και οι δύο λάτρεις των θεών, διασκόρπισε τα σύννεφα και την ομίχλη µε τον βόρειο άνεμο και αποκάλυψε τον ουρανό στη γη και τη γη στον ουρανό.
Δεν παρέμενε πια η οργή της θάλασσας, αφού ο βασιλιάς των ωκεανών, βάζοντας στην άκρη το δόρυ µε τις τρεις αιχμές, ηρέμησε τα νερά και κάλεσε τον κυανόχρωμο Τρίτωνα, δείχνοντας από τα βάθη τους ώμους του γεμάτους µε κοχύλια, να φυσήξει το κοχύλι του που αντηχεί και να δώσει στους ποταμούς και στα ρεύματα το σύνθημα να γυρίσουν πίσω. Εκείνος πήρε το κοίλο κοχύλι που ξετυλίγεται από τη βάση του σε πλατιές σπείρες, εκείνο το κοχύλι που, όταν γεμίζει µε την ανάσα του στη μέση του ωκεανού, κάνει τις ανατολικές και τις δυτικές ακτές να αντηχούν.
Έτσι και τώρα, όταν ακούμπησε το στόμα του θεού και το γένι του που έσταζε και αντήχησε τη διαταγή για υποχώρηση, ακούστηκε από όλα τα νερά πάνω στη γη και στον ωκεανό και όλα τα νερά ακούγοντάς το σταμάτησαν. Η θάλασσα πια έχει ακτογραμμές, τα γεμάτα ποτάμια παραμένουν στις κοίτες τους, οι πλημμύρες υποχωρούν και εμφανίζονται οι λόφοι. Η γη ανεβαίνει, το χώμα αυξάνεται, καθώς το νερό αποσύρεται και επιτέλους τα δέντρα δείχνουν τις γυμνές τους κορφές, ενώ η λάσπη ακόμα κολλάει στα φύλλα τους. Ο κόσμος αποκαταστάθηκε.
Όταν όμως ο Δευκαλίων είδε ότι ήταν άδειος και ότι οι ερημωμένες περιοχές ήταν εντελώς σιωπηλές, έτσι μίλησε στην Πύρρα ξεσπώντας σε δάκρυα:
«Ξαδέρφη, σύζυγε, μοναδική επιζώσα γυναίκα, που ενώθηκες μαζί µου µέσω του κοινού µας γένους και της οικογενειακής καταγωγής και στη συνέχεια µε το νυφιάτικο κρεβάτι και τώρα µας ενώνουν οι ίδιοι κίνδυνοι, εμείς οι δύο είμαστε το πλήθος όλων των περιοχών που βλέπουν η δύση και η ανατολή.
Η θάλασσα πήρε όλους τους άλλους.
Ακόμη και τώρα οι ζωές µας δεν είναι εγγυημένες µε σιγουριά:
τα σύννεφα τρομάζουν ακόμη το μυαλό µου.
Πώς θα ένιωθες τώρα, δύστυχη, αν γλίτωνες από τον θάνατο μόνη σου, χωρίς εµένα;
Πώς θα μπορούσες ν’ αντέξεις μόνη σου τον φόβο;
Ποιος θα παρηγορούσε τον πόνο σου;
Πίστεψέ µε, γυναίκα µου, αν η θάλασσα σε έπαιρνε, θα σε ακολουθούσα και η θάλασσα θα έπαιρνε και µένα.
Ω, μακάρι να μπορούσα µε τα τεχνάσματα του πατέρα µου να αναγεννήσω τους ανθρώπους της γης και να εμφυσήσω ζωή στον σχηματισμένο πηλό!
Τώρα το είδος των θνητών απομένει σε µας τους δύο.
Έτσι το θέλησαν οι θεοί: είμαστε τα μοναδικά δείγματα ανθρωπότητας που έχουν απομείνει.»
Μίλησε και έκλαιγαν. Αποφάσισαν να παρακαλέσουν την επουράνια θεότητα και να ζητήσουν τη βοήθειά της µε ιερούς χρησμούς. Χωρίς καθυστέρηση πηγαίνουν μαζί στα νερά του Κηφισού που κυλούσαν στη συνηθισμένη τους κοίτη, αν και όχι ακόμα καθάρια.
Αφού ράντισαν τα κεφάλια και τα ρούχα τους µε τις υδάτινες σπονδές του, οδήγησαν τα βήματά τους προς τον ναό της ιερής θεάς, του οποίου τα αετώματα ήταν πράσινα µε άσχημα βρύα και οι βωμοί στέκονταν χωρίς φωτιά. Όταν έφτασαν στα σκαλοπάτια του ιερού, έπεσαν μαζί προς τα μπροστά κι έμειναν ξαπλωμένοι στο έδαφος και φιλώντας την κρύα πέτρα µε φοβισμένα χείλη είπαν:
«Αν οι θεοί μαλακώνουν, νικημένοι από τις προσευχές των δικαίων, αν λυγίζει η οργή των θεών, πες µας, Θέμις, µε ποια τέχνη μπορεί να επανορθωθεί η ζημιά στο είδος µας και δώσε βοήθεια, ευμενεστάτη, στον βυθισμένο κόσμο!»
Η θεά συγκινήθηκε και έδωσε χρησμό:
«Αποχωρήστε από τον ναό και καλύψτε το κεφάλι σας και λύστε τους χιτώνες σας και ρίξτε πίσω από την πλάτη σας τα κόκαλα της μεγάλης σας μητέρας!»
Για ώρα απέμειναν έκθαμβοι. Η Πύρρα πρώτη έσπασε τη σιωπή και αρνείται να υπακούσει τη διαταγή της θεάς. Με τρεμάμενα χείλη ζητάει συγχώρεση, φοβούμενη να προσβάλει το πνεύμα της μητέρας της σκορπίζοντας τα κόκαλά της. Στο μεταξύ αναλογίζονται τα σκοτεινά λόγια που έδωσε το μαντείο και τα σκοτεινά απόκρυφα και τα ξαναφέρνουν διαρκώς στο μυαλό τους. Τότε ο γιος του Προμηθέα παρηγόρησε την κόρη του Επιμηθέα µε ήρεµα λόγια:
«Είτε αυτή η ιδέα είναι απατηλή είτε (αφού οι χρησμοί είναι θεϊκοί και ποτέ δεν προτρέπουν για κακό!) η μεγάλη µας μητέρα είναι η γη: νομίζω ότι τα κόκαλα για τα οποία μίλησε είναι οι πέτρες στο κορμί της γης. Αυτές µας διατάζει να ρίξουμε πίσω µας.»
Μολονότι η κόρη του Τιτάνα παρακινείται από την ερμηνεία του συζύγου της, η ελπίδα είναι ακόμα αβέβαιη. Και οι δύο δεν είναι σίγουροι για τα θεϊκά κελεύσματα. Όμως τι κακό θα κάνει μια δοκιμή;
Κατεβαίνουν από τον ναό, σκεπάζουν τα κεφάλια τους και λύνουν τους χιτώνες τους και πετάνε πίσω τους τις πέτρες που τους διέταξε η θεά. Οι πέτρες (ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει, αν δεν ήταν μάρτυρας η αρχαία παράδοση;) άρχισαν να χάνουν τη σκληρότητα και την ακαμψία τους και μετά από λίγο άρχισαν να μαλακώνουν και, αφού μαλάκωσαν, ν’ αποκτούν καινούργια μορφή.
Έπειτα, αφού μεγάλωσαν και ωρίμασαν σε φύση, μπορούσε να είναι ορατή απροσδιόριστα μια κάποια ομοιότητα µε ανθρώπινη μορφή, σαν τα μαρμάρινα αγάλματα που στην αρχή δεν είναι αρκετά ακριβή και είναι αδρομερώς σκαλισμένα. Το μέρος τους που ήταν νωπό και χωμάτινο, μεταμορφώθηκε σε σάρκα. Ό,τι ήταν συμπαγές και άκαμπτο άλλαξε σε κόκαλα. Αυτό που ήταν φλέβες παρέμεινε φλέβες µε το ίδιο όνοµα και γρήγορα, µε τη δύναμη των θεών, οι πέτρες που έριξε µε τα χέρια του ο άνδρας πήραν τη μορφή ανδρών, και οι γυναίκες ξαναφτιάχτηκαν από τις πέτρες που πέταξε η γυναίκα.
Γι’ αυτό είμαστε γένος σκληρό και αντέχουμε σε μόχθους και δίνουμε αποδείξεις από ποια πηγή είμαστε γεννημένοι.
κορφές του ξεπερνούν τα σύννεφα.
Όταν ο Δευκαλίων και η γυναίκα του σταμάτησαν εκεί µε τη μικρή τους βάρκα, καθώς όλες τις άλλες περιοχές τις είχαν καλύψει τα νερά, λάτρεψαν τις Κορύκειες νύμφες και τις θεότητες του βουνού και τη θεά των χρησμών, τη Θέμιδα που τότε έδινε προφητείες. Κανείς δεν ήταν πιο ενάρετος ή δεν αγαπούσε τη δικαιοσύνη περισσότερο από εκείνον και καμία γυναίκα δεν φοβόταν περισσότερο τους θεούς.
Όταν ο Δίας είδε τη γη καλυμμένη µε τα καθάρια νερά και ότι µόνο ένας άνδρας είχε απομείνει απ’ όλες τις χιλιάδες των ανδρών, µόνο µία γυναίκα απ’ όλες τις χιλιάδες των γυναικών, και οι δύο αθώοι, και οι δύο λάτρεις των θεών, διασκόρπισε τα σύννεφα και την ομίχλη µε τον βόρειο άνεμο και αποκάλυψε τον ουρανό στη γη και τη γη στον ουρανό.
Δεν παρέμενε πια η οργή της θάλασσας, αφού ο βασιλιάς των ωκεανών, βάζοντας στην άκρη το δόρυ µε τις τρεις αιχμές, ηρέμησε τα νερά και κάλεσε τον κυανόχρωμο Τρίτωνα, δείχνοντας από τα βάθη τους ώμους του γεμάτους µε κοχύλια, να φυσήξει το κοχύλι του που αντηχεί και να δώσει στους ποταμούς και στα ρεύματα το σύνθημα να γυρίσουν πίσω. Εκείνος πήρε το κοίλο κοχύλι που ξετυλίγεται από τη βάση του σε πλατιές σπείρες, εκείνο το κοχύλι που, όταν γεμίζει µε την ανάσα του στη μέση του ωκεανού, κάνει τις ανατολικές και τις δυτικές ακτές να αντηχούν.
Έτσι και τώρα, όταν ακούμπησε το στόμα του θεού και το γένι του που έσταζε και αντήχησε τη διαταγή για υποχώρηση, ακούστηκε από όλα τα νερά πάνω στη γη και στον ωκεανό και όλα τα νερά ακούγοντάς το σταμάτησαν. Η θάλασσα πια έχει ακτογραμμές, τα γεμάτα ποτάμια παραμένουν στις κοίτες τους, οι πλημμύρες υποχωρούν και εμφανίζονται οι λόφοι. Η γη ανεβαίνει, το χώμα αυξάνεται, καθώς το νερό αποσύρεται και επιτέλους τα δέντρα δείχνουν τις γυμνές τους κορφές, ενώ η λάσπη ακόμα κολλάει στα φύλλα τους. Ο κόσμος αποκαταστάθηκε.
Όταν όμως ο Δευκαλίων είδε ότι ήταν άδειος και ότι οι ερημωμένες περιοχές ήταν εντελώς σιωπηλές, έτσι μίλησε στην Πύρρα ξεσπώντας σε δάκρυα:
«Ξαδέρφη, σύζυγε, μοναδική επιζώσα γυναίκα, που ενώθηκες μαζί µου µέσω του κοινού µας γένους και της οικογενειακής καταγωγής και στη συνέχεια µε το νυφιάτικο κρεβάτι και τώρα µας ενώνουν οι ίδιοι κίνδυνοι, εμείς οι δύο είμαστε το πλήθος όλων των περιοχών που βλέπουν η δύση και η ανατολή.
Η θάλασσα πήρε όλους τους άλλους.
Ακόμη και τώρα οι ζωές µας δεν είναι εγγυημένες µε σιγουριά:
τα σύννεφα τρομάζουν ακόμη το μυαλό µου.
Πώς θα ένιωθες τώρα, δύστυχη, αν γλίτωνες από τον θάνατο μόνη σου, χωρίς εµένα;
Πώς θα μπορούσες ν’ αντέξεις μόνη σου τον φόβο;
Ποιος θα παρηγορούσε τον πόνο σου;
Πίστεψέ µε, γυναίκα µου, αν η θάλασσα σε έπαιρνε, θα σε ακολουθούσα και η θάλασσα θα έπαιρνε και µένα.
Ω, μακάρι να μπορούσα µε τα τεχνάσματα του πατέρα µου να αναγεννήσω τους ανθρώπους της γης και να εμφυσήσω ζωή στον σχηματισμένο πηλό!
Τώρα το είδος των θνητών απομένει σε µας τους δύο.
Έτσι το θέλησαν οι θεοί: είμαστε τα μοναδικά δείγματα ανθρωπότητας που έχουν απομείνει.»
Μίλησε και έκλαιγαν. Αποφάσισαν να παρακαλέσουν την επουράνια θεότητα και να ζητήσουν τη βοήθειά της µε ιερούς χρησμούς. Χωρίς καθυστέρηση πηγαίνουν μαζί στα νερά του Κηφισού που κυλούσαν στη συνηθισμένη τους κοίτη, αν και όχι ακόμα καθάρια.
Αφού ράντισαν τα κεφάλια και τα ρούχα τους µε τις υδάτινες σπονδές του, οδήγησαν τα βήματά τους προς τον ναό της ιερής θεάς, του οποίου τα αετώματα ήταν πράσινα µε άσχημα βρύα και οι βωμοί στέκονταν χωρίς φωτιά. Όταν έφτασαν στα σκαλοπάτια του ιερού, έπεσαν μαζί προς τα μπροστά κι έμειναν ξαπλωμένοι στο έδαφος και φιλώντας την κρύα πέτρα µε φοβισμένα χείλη είπαν:
«Αν οι θεοί μαλακώνουν, νικημένοι από τις προσευχές των δικαίων, αν λυγίζει η οργή των θεών, πες µας, Θέμις, µε ποια τέχνη μπορεί να επανορθωθεί η ζημιά στο είδος µας και δώσε βοήθεια, ευμενεστάτη, στον βυθισμένο κόσμο!»
Η θεά συγκινήθηκε και έδωσε χρησμό:
«Αποχωρήστε από τον ναό και καλύψτε το κεφάλι σας και λύστε τους χιτώνες σας και ρίξτε πίσω από την πλάτη σας τα κόκαλα της μεγάλης σας μητέρας!»
Για ώρα απέμειναν έκθαμβοι. Η Πύρρα πρώτη έσπασε τη σιωπή και αρνείται να υπακούσει τη διαταγή της θεάς. Με τρεμάμενα χείλη ζητάει συγχώρεση, φοβούμενη να προσβάλει το πνεύμα της μητέρας της σκορπίζοντας τα κόκαλά της. Στο μεταξύ αναλογίζονται τα σκοτεινά λόγια που έδωσε το μαντείο και τα σκοτεινά απόκρυφα και τα ξαναφέρνουν διαρκώς στο μυαλό τους. Τότε ο γιος του Προμηθέα παρηγόρησε την κόρη του Επιμηθέα µε ήρεµα λόγια:
«Είτε αυτή η ιδέα είναι απατηλή είτε (αφού οι χρησμοί είναι θεϊκοί και ποτέ δεν προτρέπουν για κακό!) η μεγάλη µας μητέρα είναι η γη: νομίζω ότι τα κόκαλα για τα οποία μίλησε είναι οι πέτρες στο κορμί της γης. Αυτές µας διατάζει να ρίξουμε πίσω µας.»
Μολονότι η κόρη του Τιτάνα παρακινείται από την ερμηνεία του συζύγου της, η ελπίδα είναι ακόμα αβέβαιη. Και οι δύο δεν είναι σίγουροι για τα θεϊκά κελεύσματα. Όμως τι κακό θα κάνει μια δοκιμή;
Κατεβαίνουν από τον ναό, σκεπάζουν τα κεφάλια τους και λύνουν τους χιτώνες τους και πετάνε πίσω τους τις πέτρες που τους διέταξε η θεά. Οι πέτρες (ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει, αν δεν ήταν μάρτυρας η αρχαία παράδοση;) άρχισαν να χάνουν τη σκληρότητα και την ακαμψία τους και μετά από λίγο άρχισαν να μαλακώνουν και, αφού μαλάκωσαν, ν’ αποκτούν καινούργια μορφή.
Έπειτα, αφού μεγάλωσαν και ωρίμασαν σε φύση, μπορούσε να είναι ορατή απροσδιόριστα μια κάποια ομοιότητα µε ανθρώπινη μορφή, σαν τα μαρμάρινα αγάλματα που στην αρχή δεν είναι αρκετά ακριβή και είναι αδρομερώς σκαλισμένα. Το μέρος τους που ήταν νωπό και χωμάτινο, μεταμορφώθηκε σε σάρκα. Ό,τι ήταν συμπαγές και άκαμπτο άλλαξε σε κόκαλα. Αυτό που ήταν φλέβες παρέμεινε φλέβες µε το ίδιο όνοµα και γρήγορα, µε τη δύναμη των θεών, οι πέτρες που έριξε µε τα χέρια του ο άνδρας πήραν τη μορφή ανδρών, και οι γυναίκες ξαναφτιάχτηκαν από τις πέτρες που πέταξε η γυναίκα.
Γι’ αυτό είμαστε γένος σκληρό και αντέχουμε σε μόχθους και δίνουμε αποδείξεις από ποια πηγή είμαστε γεννημένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html