Η ανάληψη των καθηκόντων και η δραστηριοποίηση χριστιανών επισκόπων στις τουρκομανικές περιοχές εξαρτάτο πλήρως από τους εμίρηδες και γινόταν εφικτή μόνο στον βαθμό που οι ιεράρχες δήλωναν την υποταγή τους σε αυτούς. Στο κεφάλαιο «Χριστιανοί υπήκοοι και μουσουλμάνοι ηγεμόνες πριν τους Οθωμανούς» είδαμε παραδείγματα αυτής της σχέσης, όπως καταγράφονται στην
Ιστορία των Αρμενίων του Κυριακού της Γκάντζακ. Η νομιμοφροσύνη των επισκόπων εκφραζόταν πάνω απ’ όλα με την προσφορά δώρων κατά την ανάληψη του αξιώματός τους, πρακτική που αργότερα, στο οθωμανικό κράτος, επρόκειτο να πάρει γραφειοκρατικό χαρακτήρα υπό τη μορφή του πεσκεσιού (pişkeş).
Τέτοια δώρα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει δεκτός ένας ιεράρχης, όπως φαίνεται από τις περιπέτειες του Ματθαίου, μητροπολίτη Εφέσου, στο εμιράτο των Αϊδίνογλου το 1339-40 (Βρυώνης, 1996: 304). Αντίστοιχες ήταν και οι διευθετήσεις με τα μοναστικά ιδρύματα, ορθόδοξα ή γρηγοριανά, που πέρασαν υπό τουρκομανική εξουσία. Πολλά καταστράφηκαν από επιδρομές ή εξαφανίστηκαν μετά την απώλεια των γαιών και των εισοδημάτων τους· όσα όμως επέζησαν, ενσωματώθηκαν στις τουρκομανικές ηγεμονίες με αναγνώριση των δικαιωμάτων τους από τους εμίρηδες..
Οι αρχειακές πηγές της ύστερης βυζαντινής περιόδου αποτυπώνουν το περίπλοκο κλίμα σε μια εποχή αποδυνάμωσης της Εκκλησίας, επιτάχυνσης του εξισλαμισμού και δυσκολίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου να επιβάλει πειθαρχία στους επισκόπους των μικρασιατικών περιοχών.
Κάνουν επίσης φανερή την ιδιότυπη σχέση των τουρκομάνων εμίρηδων με τις μονές και τους ιεράρχες των επικρατειών τους: μπορεί κατά καιρούς να προέβαλλαν προσκόμματα στην έλευσή τους, αλλά άπαξ και τους δέχονταν και τους επέτρεπαν να ασκούν τα ποιμαντικά τους καθήκοντα, τους θεωρούσαν «δικούς τους ανθρώπους» και δεν δίσταζαν να τους προσφέρουν υποστήριξη στις διαμάχες τους με το πατριαρχείο (Papademetriou, 2009: 191 κ.ε.). Την ίδια στάση τήρησαν και οι Οθωμανοί. Όπως και οι άλλοι εμίρηδες, αντιμετώπισαν ως «δικούς τους ανθρώπους» τους ιεράρχες της επικράτειάς τους και διαχειρίστηκαν τα εκκλησιαστικά θέματα όπως εκείνοι θεωρούσαν σκόπιμο. Για παράδειγμα, το 1394 οι Οθωμανοί παραχώρησαν τη Μονή Ακαπνίου και τις γαίες της στον μητροπολίτη Χαλκηδόνος..
Η «συνεργατική και συμβιωτική σχέση» με τον μητροπολίτη Χαλκηδόνας (έτσι τη χαρακτηρίζει ο Τομ Παπαδημητρίου στην ανάλυσή του) δεν είναι παρά ένα πρώιμο δείγμα της πρόθεσης των σουλτάνων να ενσωματώσουν τους εκκλησιαστικούς θεσμούς στην αυτοκρατορία που συγκροτούσαν με τις κατακτήσεις τους.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τα μοναστήρια, πέρα από τις προϋπάρχουσες διευθετήσεις στη Μικρά Ασία, οι οποίες αποτέλεσαν άμεσα πρότυπα για τους Οθωμανούς, οι σουλτάνοι επηρεάστηκαν και από την υστεροβυζαντινή πρακτική παραχώρησης χρυσόβουλλων. Έτσι παραχώρησαν κι αυτοί με τη σειρά τους «προνομιακά διατάγματα» στις μονές που περνούσαν υπό την κυριαρχία τους. Από την εποχή της ενσωμάτωσης του Αγίου Όρους στις οθωμανικές κτήσεις το 1383 (Oikonomides, 1976), η παραχώρηση τέτοιων φιρμανιών, όπου καταγράφονταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μονών, υπήρξε πάγια
πρακτική των οθωμανών σουλτάνων.
Η ενσωμάτωση με προνομιακούς όρους των μεγάλων μοναστικών κέντρων, αλλά και η αναγνώριση των μικρότερων (πάνω απ’ όλα η αναγνώριση των γαιών τους) επέτρεψε τη συνέχιση της μοναστικής παράδοσης στον ελληνικό και βαλκανικό χώρο και αποτέλεσε τη βάση για την περαιτέρω επέκτασή της με την ίδρυση νέων μοναστηριών τον 16ο αιώνα (ενδεικτικά, Demetriades, 1997· Zachariadou, 1997· Κολοβός, 2005).
2. Μετά την Άλωση Στο πρώιμο οθωμανικό κράτος, λοιπόν, οι σχέσεις με τις επιμέρους Εκκλησίες διαμορφώνονταν στη βάση διευθετήσεων με τα μοναστικά ιδρύματα και τους επισκόπους που έδρευαν στα σουλτανικά εδάφη, καθώς κανένα εκκλησιαστικό κέντρο δεν βρισκόταν εντός της επικράτειάς τους.
Τα πράγματα άλλαξαν πλήρως με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Ο Μεχμέτ Β΄ βρήκε ένα ακέφαλο και βαθιά διαιρεμένο Οικουμενικό Πατριαρχείο εξαιτίας της διαμάχης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών (ο αυτοκράτορας και η βυζαντινή αντιπροσωπεία είχαν υπογράψει την ένωση των Εκκλησιών το 1439 στη Φλωρεντία).
Φροντίζοντας για την εκλογή στον πατριαρχικό θρόνο του ηγέτη των ανθενωτικών Γεννάδιου Σχολάριου λίγους μήνες μετά την Άλωση, ο σουλτάνος έδειξε την πρόθεσή του να αναδείξει τη Μεγάλη Εκκλησία σε κεντρικό εκκλησιαστικό θεσμό για τους ορθόδοξους υπηκόους του και να την απομακρύνει από την επιρροή της Ρώμης. Τριάντα χρόνια μετά, το 1483-84, η ιερά σύνοδος που συγκάλεσε ο οικουμενικός πατριάρχης, με συμμετοχή και εκπροσώπων των πατριαρχών Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας, ακύρωσε και επίσημα την ένωση (Ζαχαριάδου, 1996: 38-39).
Η παράδοση τοποθετεί στην εποχή αμέσως μετά την Άλωση και τη σύσταση του αρμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με αυτή, ορόσημο αποτελεί η αναγόρευση του γρηγοριανού...
Ο προνομιακός ορισμός που παραχώρησε ο Μεχμέτ Β΄ στους φραγκισκανούς μοναχούς της Βοσνίας το 1463
..File:Mehmed II ferman.jpg
Ο τρόπος με τον οποίο εκφράστηκε θεσμικά η αναγνώριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον Μεχμέτ Β΄ και τους διαδόχους του υπήρξε το πρότυπο για τη σχέση του οθωμανικού κράτους τόσο με τη γρηγοριανή αρμενική Εκκλησία όσο και με τους άλλους εκκλησιαστικούς οργανισμούς της επικράτειάς του.
Προτού ωστόσο εξετάσουμε από κοντά το πώς διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας με βάση το παράδειγμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καλό είναι να προχωρήσουμε σε μια επισκόπηση των σημαντικότερων εξελίξεων. 2.1.
Εκκλησίες στην αυτοκρατορία των τριών ηπείρων Με τις κατακτήσεις του 16ου αιώνα πέρασαν στην οθωμανική επικράτεια όχι μόνο τα υπόλοιπα πατριαρχεία των ορθοδόξων (Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας) και των γρηγοριανών (Σις, Ιεροσολύμων), με εξαίρεση το Ετσμιατζίν, αλλά και οι ανατολικές Εκκλησίες: η κοπτική με έδρα την Αλεξάνδρεια, η μαρωνιτική και η συροϊακωβιτική με εκκλησιαστικά κέντρα στον Λίβανο και την Άνω Μεσοποταμία αντίστοιχα, καθώς και η νεστοριανή, επίσης στην Άνω Μεσοποταμία. Πλέον, μόνο το εκκλησιαστικό κέντρο των καθολικών εξακολουθούσε να βρίσκεται εκτός της οθωμανικής επικράτειας..
Η επιλογή του Μεχμέτ Β΄ να επιλέξει ως πατριάρχη τον Γεννάδιο. Το καλοκαίρι του 1453 ο σουλτάνος, ακολουθώντας πιθανότατα τις υποδείξεις των χριστιανών αυλικών του, αναζήτησε τον ανθενωτικό ηγέτη στην Αδριανούπολη όπου ζούσε ως αιχμάλωτος και τον αναβίβασε στο αξίωμα, παραχωρώντας του επίσημη αναγνώριση.
Τον Ιανουάριο του 1454 η ανάρρηση του Γενναδίου επικυρώθηκε σύμφωνα με το εκκλησιαστικό τυπικό με την εκλογή του ως πατριάρχη από σύνοδο των επισκόπων, η οποία απλώς επιβεβαίωσε τη σουλτανική επιλογή (Ζαχαριάδου, 1996: 41-48). Ωστόσο, όσο λογική κι αν ήταν η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου, η ίδια η ανασύσταση του πατριαρχικού θεσμού με την επίσημη αναγνώριση του Γενναδίου από τον σουλτάνο δεν ήταν ούτε αυτονόητη ούτε αναμενόμενη πράξη.
Η Κωνσταντινούπολη είχε κυριευτεί μετά από πολιορκία («από σπαθίου», όπως γράφουν οι ελληνικές πηγές της εποχής) και σύμφωνα με τον ισλαμικό ιερό νόμο οι κάτοικοί της είχαν απωλέσει κάθε δικαίωμα σε θρησκευτικές, φορολογικές και περιουσιακές ελευθερίες, τις οποίες θα δικαιούνταν αν είχαν παραδώσει την πόλη στους Οθωμανούς.
Όμως, αν και οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εξανδραποδίστηκαν και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν, ο σουλτάνος προχώρησε στον διορισμό πατριάρχη, αναγνωρίζοντας έτσι την ορθόδοξη κοινότητα της παλιάς βυζαντινής πρωτεύουσας και καθιστώντας την έδρα της Εκκλησίας. Στόχος του, όπως επισημαίνει η Ελισάβετ Ζαχαριάδου (1996: 60), ήταν να προσελκύσει χριστιανούς από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας στην έρημη πια από τις λεηλασίες Κωνσταντινούπολη και παράλληλα να κερδίσει τη νομιμοφροσύνη τους. 3.2. Δικαιώματα και υποχρεώσεις
Ποιες ήταν όμως οι παραχωρήσεις του σουλτάνου προς τον πατριάρχη; Σύμφωνα με την παράδοση που δημιουργήθηκε στους κόλπους του πατριαρχείου, ο Μεχμέτ Β΄ αναγνώρισε το πατριαρχείο ως κεφαλή της ελληνορθόδοξης κοινότητας της αυτοκρατορίας, στην οποία παραχώρησε ιδιαίτερα προνόμια. Βασισμένοι σε αυτήν την παράδοση, αλλά και στον θεσμικό ρόλο που απέκτησε η Εκκλησία στα μιλλέτ του 19ου αιώνα (θα εξετάσουμε πιο κάτω το ζήτημα), οι παλαιότεροι ιστορικοί είχαν θεωρήσει ότι ο πατριάρχης είχε αναγνωριστεί εξαρχής και ως «εθνάρχης», δηλαδή όχι μόνο ως θρησκευτική αλλά και ως κοσμική κεφαλή των ορθόδοξων χριστιανών (Pantazopoulos, 1967· Papadopoulloς, 1990).
Η νεότερη έρευνα, ωστόσο, έδειξε ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά (Braude, 1982· İnalcık, 1991· Ζαχαριάδου, 1996· Κονόρτας, 1998· Papademetriou, 2015).
File:Mehmed II and Serpent Column.jpg
Η ανασύσταση του πατριαρχείου δεν άλλαξε σε τίποτα τη σχέση του σουλτάνου με τους ορθόδοξους υπηκόους του, οι οποίοι είχαν ήδη ενσωματωθεί με διάφορους τρόπους στο οθωμανικό κράτος ή επρόκειτο να ενσωματωθούν στη συνέχεια.
Επίσης, καθώς ο ισλαμικός νόμος δεν αναγνωρίζει συλλογικές οντότητες (νομικά πρόσωπα, όπως θα λέγαμε σήμερα), τα πατριαρχικά προνόμια, όπως τουλάχιστον αποτυπώνονταν στα επίσημα έγγραφα, είχαν τη μορφή μιας απολύτως προσωπικής παραχώρησης από τη μεριά του σουλτάνου προς τον πατριάρχη. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση της Εκκλησίας ήταν έμμεση κι εκφραζόταν ως δέσμη σχέσεων και υποχρεώσεων, από τη μια ανάμεσα στον σουλτάνο και τον πατριάρχη, κι από την άλλη ανάμεσα στον πατριάρχη και τους υποκείμενους σε αυτόν μητροπολίτες.
Η διατύπωση αυτή, παρά τους περιορισμούς της, λειτουργούσε ως ένας συμβιβασμός που έδινε στην πράξη τη δυνατότητα επιβίωσης και ανάπτυξης του εκκλησιαστικού μηχανισμού υπό την αιγίδα του κράτους.
Το κείμενο του μπερατιού (berat), δηλαδή του διοριστήριου εγγράφου που δόθηκε στον Γεννάδιο, δεν έχει σωθεί. Από εκείνα όμως των πατριαρχών που τον ακολούθησαν, όπως αυτό που παραχώρησε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ στον πατριάρχη Συμεών Α΄ το 1483 (Ζαχαριάδου, 1996: 157-60), μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία ένταξης της Μεγάλης Εκκλησίας στο οθωμανικό θεσμικό πλαίσιο: Τώρα, ο κομιστής του τιμημένου μου διατάγματος, ο Συμεών έχοντας διορισθεί Πατριάρχης στην θεοφρούρητη Κωνσταντινούπολη και υπεύθυνος να παραδίδει στο ηγεμονικό μου θησαυροφυλάκιο κάθε γιορτή των Χριστιανών [=κάθε Πάσχα] 2.000 φλουριά, να έχει στην εξουσία του τον διορισμό και την παύση στα βιλαέτια [=στις επαρχίες] Ηρακλείας… [απαριθμούνται μία προς μία οι μητροπολιτικές έδρες]. Ο παραπάνω Πατριάρχης, ώσπου να πεθάνει, να είναι ο έγκυρος Πατριάρχης. Αλλά, αν ενεργεί αντίθετα προς τις δικές τους θρησκευτικές πρακτικές, η συνάθροιση των μητροπολιτών με σύμπνοια να κάνει ανάκριση και, αν είναι άξιος να παυθεί, να διορισθεί Πατριάρχης κάποιος άλλος, τον οποίο να εκλέξουν. Όσοι γίνονται μητροπολίτες και επίσκοποι προηγουμένως να δίνουν στην αυλή μου το εθιμικό δώρο, το οποίο συνήθιζαν να δίνουν στην αυλή μου.
Ποτέ κανένας να μην εμποδίζει και αποσοβεί. Συνοπτικά, στην Δύση (Rumili) και στην Ανατολή (Anadolu), οπουδήποτε συνήθιζαν να εξουσιάζουν κατά το παρελθόν αυτοί που ήσαν Πατριάρχες, και αυτός επίσης να εξουσιάζει· και εκτός από αυτόν κανείς να μην υπεισέρχεται και να μην ανακατεύεται για το χρέος των εκκλησιών ανάμεσα στον Πατριάρχη και τους μητροπολίτες και τους παπάδες.
Κανείς να μην υπεισέρχεται ανάμεσά τους και εμποδίζει οτιδήποτε κι αν κάνουν. Να είναι στην εξουσία του οι μητροπολίτες, οι επίσκοποι, οι ηγούμενοι, οι παπάδες, καθώς και τα βακούφια, αμπέλια, κήποι, τόποι, αγιάσματα, πανηγύρια, μύλοι, που είναι προσαρτημένα σε εκκλησίες.
Εκτός από τον ίδιο και από αυτούς που όρισε, κανένας Μουσουλμάνος ή άπιστος να μην παρεμβαίνει […] Να παύει όποιον θέλει και στη θέση του να διορίζει όποιον θέλει στις εκκλησίες, που αναφέρθηκαν. Αν πεθάνουν Πατριάρχες ή μητροπολίτες ή παπάδες ή Πατριάρχες ή ένας καλόγερος, και αν έχουν κάνει οποιαδήποτε διαθήκη, να γίνεται δεκτή. […] Αν μια γυναίκα φύγει κρυφά από τον άνδρα της κι αν ένας άπιστος πρόκειται να χωρίσει την γυναίκα του, ή ένας άπιστος πρόκειται να παντρευθεί, στις τελετές που έχουν σύμφωνα με τις συνήθειές τους, και στις κληρονομίες των απίστων σύμφωνα με τις συνήθειές τους, κανείς να μην μεσολαβεί από τον Πατριάρχη.
Χωρίς αυτόν κανένας άπιστος να μη συνάπτει γάμο σύμφωνα με τις θρησκευτικές πρακτικές τους, και να μη χωρίζει, και να μη γίνεται δεκτός στην εκκλησία. Κανείς να μην υπεισέρχεται στην κληρονομία που έκανε ο Πατριάρχης, εκτός από τον Πατριάρχη που αναφέρθηκε. Να νέμεται και αυτός με οποιοδήποτε τρόπο συνήθιζαν να νέμονται οι Πατριάρχες πριν από αυτόν. Οι εκάστοτε καδήδες, πρέπει να παίρνουν αποφάσεις να παραδίδουν τους φόρους που συσχετίζονται με το Πατριαρχείο, οποιοιδήποτε κι αν είναι στο κάθε βιλαέτι.
Κανείς να μην κάνει έναν άπιστο με τη βία Μουσουλμάνο. Κανείς να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις που είναι στην αρμοδιότητα του Πατριάρχη.
Να νέμεται και αυτός την εκκλησία που ονομάζεται Παμμακάριστος (Barmakaristi) μαζί με την περιοχή της […] με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον συνήθιζαν να τα νέμονται οι Πατριάρχες πριν από αυτόν και να είναι ελεύθερος και απαλλαγμένος [από προσωπική φορολογική υποχρέωση] (muaf ve musellem). […] Ο Πατριάρχης που αναφέρθηκε να μην προσκομίζει με δυσκολία τα 2.000 φλουριά που δίνονται στο ηγεμονικό μου θησαυροφυλάκιο. Ο καθένας να βοηθεί σύμφωνα με την κατάστασή του. Ως προς το ζήτημα αυτό κανένας […] να μην ανακατεύεται και να μην παρεμβαίνει.
Ο παραπάνω Πατριάρχης είναι ο έγκυρος Πατριάρχης και το αξίωμά του δεν θα δοθεί σε κάποιον που δίνει περισσότερα. […] Από δω κι εμπρός να πατριαρχεύει κατά τον τρόπο, ο οποίος αναφέρθηκε, και καθ’ όσο διάστημα παραδίδει κάθε χρόνο στο ηγεμονικό μου θησαυροφυλάκιο τα 2.000 φλουριά, τα οποία αναφέρθηκαν, να μη γίνεται παράβαση στις παραπάνω διατάξεις, να μην παρενοχλείται και να μην γίνεται παρέμβαση.
Όπως βλέπουμε, οι σουλτανικές παραχωρήσεις ρυθμίζουν εξουσίες του πατριάρχη από τη μια επί των μητροπολιτών, των ιερέων και της εκκλησιαστικής περιουσίας, κι από την άλλη επί των ζητημάτων οικογενειακού δικαίου των χριστιανών, όπως θα λέγαμε σήμερα, που συνδέονταν στενά με τις θρησκευτικές τους πρακτικές.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στον πατριάρχη και το οθωμανικό κράτος: στο πλαίσιο της οθωμανικής έννομης τάξης, ο πατριάρχης γίνεται νοητός ως δικαιούχος εισοδημάτων τα οποία του παραχωρούνται έναντι της καταβολής ενός ετήσιου φόρου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους μητροπολίτες, τους επισκόπους και τους άλλους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους.
Επίσης, τόσο ο πατριάρχης όσο και οι άλλοι ιεράρχες οφείλουν να καταβάλλουν κατά την ανάρρησή τους στο αξίωμα ένα ποσό ως πεσκέσι στο σουλτανικό θησαυροφυλάκιο, όπως και κάθε άλλος αξιωματούχος (İnalcık, 1991: 422- 23). Τον 16ο αιώνα η Εκκλησία ενσωματώθηκε πλήρως στον διοικητικό και φορολογικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας, με την παραχώρηση των εκκλησιαστικών εισοδημάτων να ακολουθεί το πρότυπο των φοροεκμισθώσεων, όπως εξηγεί ο Χαλίλ Ιναλτζίκ (İnalcık, 1991: 423-24): Το σουλτανικό μπεράτι (berāt) ήταν το επίσημο έγγραφο που εξουσιοδοτούσε τους μητροπολίτες να συλλέγουν τον κρατικό φόρο (māl-i mīrī), καθώς και τα εκκλησιαστικά δοσίματα στις επαρχίες τους.
Επίσης, μέσω μπερατιού κατοχυρώνονταν νομικά τα δικαιώματα κατοχής της εκκλησιαστικής περιουσίας και η διαχείρισή της εκ μέρους του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Οι φόροι και τα εισοδήματα από τέτοια περιουσιακά στοιχεία παρείχαν στους μητροπολίτες τα μέσα να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το κράτος, αλλά και να καλύψουν τα προσωπικά και εκκλησιαστικά τους έξοδα. Έτσι, από νομικής πλευράς, η οθωμανική κυβέρνηση αντιμετώπιζε όλους τους φόρους που συλλέγονταν από τον κλήρο ως ανήκοντες στο δημόσιο (mīrī) και τα μέλη του κλήρου ως φορομισθωτές.
Ο όρος ιλτιζάμ (iltizām), μίσθωση φόρου, χρησιμοποιούνταν για την εξουσία του μητροπολίτη επί της εκκλησιαστικής του επαρχίας. Στην πραγματικότητα, ο πατριάρχης ήταν εξαρτημένος για τα εισοδήματά του από τους μητροπολίτες. Οι τελευταίοι συγκέντρωναν, μέσω δικών τους ανθρώπων, τους φόρους από τους ιερείς και τους πιστούς. Έτσι, σε τελική ανάλυση, ήταν ο ιερέας του χωριού ή της γειτονιάς που επέβαλλε φόρους ή δοσίματα στους πιστούς.
Στους επόμενους αιώνες, οι γενικότερες αλλαγές στη διοίκηση και τη φορολογία θα επηρεάσουν τη σχέση των εκκλησιαστικών θεσμών με το οθωμανικό κράτος και θα αποτυπωθούν στα πατριαρχικά και επισκοπικά μπεράτια (Κονόρτας, 1998: 167 κ.ε.), ενώ οι φόροι και τα δοσίματα θα γίνουν ακόμη υψηλότερα, εν μέρει και λόγω του σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ ιεραρχών για την αναβίβαση στον πατριαρχικό θρόνο.
Γενικότερα, οι εισφορές της Εκκλησίας προς το οθωμανικό κράτος και, με τη σειρά τους, οι εισφορές των πιστών στην Εκκλησία πήραν σταδιακά τη μορφή ετήσιων φόρων που εξελίσσονταν ανάλογα με τις συνθήκες και πάντως αυξάνονταν σε όγκο και σημασία μαζί με τις δημοσιονομικές ανάγκες της αυτοκρατορίας (Kabrda 1969· Πετμεζάς, 1996: 503 κ.ε.· Κονόρτας, 1998: 197 κ.ε.). Οι υποχρεώσεις αυτές, πέρα από το δυσβάστακτο βάρος τους, οδήγησαν στην αποκρυστάλλωση μεθόδων μεγιστοποίησης των εσόδων της Εκκλησίας με τη συνδρομή της σουλτανικής εξουσίας, πράγμα που εδραίωσε ακόμη περισσ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html