Ο ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΘΕΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
Του Χριστοφόρου Πετρίτη
Η πιο μεγάλη ηρωίδα της Αντίστασης είναι η Μελίνα Μερκούρη! Αυτή την απάντηση θα πάρουμε, οποιοδήποτε νέο παιδί και αν ρωτήσουμε. Έχει επιβληθεί μέσα από ένα αδυσώπητο και δαιδαλώδες προπαγανδιστικό σύστημα η
αντίληψη αυτή.
Και ίσως ίσως, δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια, αν έκανε κάτι και τι η Μελίνα. Υπάρχει μια γενικότερη φιλοσοφική άποψη, να μην πειράζουμε τους «μύθους» και να τους αφήνουμε να υπάρχουν για να ναρκώνονται οι λαοί. Αν αυτό θέλουν και οι αναγνώστες του «Λαβύρινθου», μπορούν να προσπεράσουν αυτές τις σελίδες. Να τις αγνοήσουν, διότι απλούστατα δεν θα ανταποκρίνονται σε μια τέτοια πρόθεση να μην θιγούν τα «είδωλα».
Δεν χωρεί αμφιβολία όμως ότι ούτε οι αναγνώστες μας, ούτε το ίδιο το περιοδικό μας, κυριαρχούνται από τέτοιες ανιστόρητες απόψεις και είναι εύκολη λεία στις επιβαλλόμενες προπαγάνδες. Ας γνωρίζουμε εμείς την αλήθεια και ας αφήσουμε τους άλλους να ζουν βουλιαγμένοι στην υποκρισία και το ψεύδος.
Σε ό,τι αφορά την ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη, το καλλιτεχνικό στοιχείο της οποίας δεν αφορά εδώ να το κρίνουμε, ούτε και είμαστε οι αρμοδιότεροι, γεγονός είναι ο χαρακτήρας της ήταν πάντα αντιστασιακός, πλην μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Η γυναίκα αυτή είχε εκ γενετής μια νοοτροπία αρνητικότητας και αμφισβήτησης των πάντων, αλλά ταυτόχρονα και πάμπολλα στοιχεία κυνισμού, σνομπισμού και ανεξέλεγκτου ηδονισμού. Υπό την έννοια αυτή, βεβαίως ήταν αντιστασιακή. Θα ήταν εξόφθαλμα άδικο να το αμφισβητήσουμε.
Όταν σε μια ψυχραιμότερη εποχή θα κριθεί ως προσωπικότητα η Μελίνα Μερκούρη για τις πολιτικές αντιλήψεις που είχε σε διάφορες φάσεις της ζωής της, τότε θα μπορέσουμε να την κρίνουμε αν πολιτικά ήταν πράγματι αντιστασιακή και αμφισβητίας – ή αν μόνον πήγαινε κατά πού φυσούσε το ρεύμα. Ή και αν ήταν πλήρως αδιάφορη πολιτικά, αρκούμενη στην «αξιοποίηση» (δηλ. στην εκμετάλλευση) των πολιτικών θέσεων που εμφανιζόταν να έχει, προκειμένου να προβάλλει ματαιόδοξα την εικόνα της και να αυξάνει τις γνωριμίες της, όπως και τη φήμη της.
Τα γεγονότα τείνουν βεβαιώσουν ότι από τα πρώτα της βήματα, ωφελιμιστικά ήταν τα κριτήρια, με τα οποία διάλεγε τις παρέες της, τους εραστές της, ακόμη και τους εραστές της μιας βραδυάς. Στόχευε ισχυρούς για να τους σαγηνεύει, ώστε να επωφελείται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αλλά και πάλι, όπως και να το δούμε, η Μελίνα ήταν μια αντιστασιακή και μια αμφισβητίας. Δεν ήθελε να ακολουθήσει την «πεπατημένη» για να σταδιοδρομήσει. Πίστευε ότι όλα τα έχει έμφυτα, ότι όλοι της οφείλουν όλα. Το ότι έμεινε για 8+2 χρόνια στον θώκο της υπουργού Πολιτισμού, όσα χρόνια δηλαδή το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην εξουσία μέχρι τον θάνατο της ίδιας, ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να διεκδικήσει στην πολιτική διαδρομή της. Αν δεν έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι λάθος της ελληνικής κοινωνίας που δεν το έκανε. Π.χ. ποια είναι τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ της ιδίας και του σημερινού Προέδρου Κ. Παπούλια, που θα της στερούσαν αυτόν τον θώκο το 2005, αν ζούσε; Με εξαίρεση βεβαίως το γεγονός ότι αν ζούσε, ασφαλώς θα συνέχιζε να πολιτεύεται, οπότε ως μη αποτυχούσα βουλευτής δεν θα είχε το πλεονέκτημα που με άγραφο εθιμικό δίκαιο έχει θεσπισθεί για να φθάνει κανείς στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα…
Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΕΠΙ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Στα εφηβικά της χρόνια η Μελίνα Μερκούρη είναι γνωστό ότι δεν είχε εκδηλώσει πολιτικά ενδιαφέροντα. Η οικογένειά της άλλωστε ανήκε στον συντηρητικό χώρο γενικώς. Ο περίφημος παππούς της Σπύρος Μερκούρης είχε εκλεγεί επανειλημμένα δήμαρχος ως εκλεκτός των αντιβενιζελικών και μόνον όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα κέρδιζε άλλες εκλογές, προσχώρησε στο βενιζελικό στρατόπεδο. Ο πατέρας της, Σταμάτης, δεν ακολούθησε την πολιτική μεταστροφή του δικού του πατέρα, αλλά στα ίδια χρόνια (αρχές της δεκαετίας 1930) στήριξε αντίρροπη μεταστροφή από το βενιζελικό στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη, με τον οποίο συνδεόταν πολλαπλώς. Έτσι κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής και να γίνει υπουργός του Κονδύλη το 1935.
Ωστόσο, στα χρόνια εκείνα ο πρωτεύων πολιτικός νους της οικογένειας ήταν ο αδελφός του Σταμάτη, Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος είχε διατελέσει επανειλημμένα βουλευτής και υπουργός σε αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ενώ ήταν επιφανές στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος. Μέχρι που είχε την πρωτοβουλία να μεταλαμπαδεύσει στην Ελλάδα το φασιστικό ρεύμα που υπήρχε στην Ευρώπη. Είχε πλέον μόλις επικρατήσει ο Χίτλερ στη Γερμανία, ενώ στην Ιταλία από το 1922 ο Μουσολίνι ήταν στην εξουσία, όταν ο Γ. Μερκούρης ίδρυσε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος. Το κόμμα ήταν πλήρως διασυνδεμένο με τα αντίστοιχα της Γερμανίας και της Ιταλίας και μάλιστα έλαβε μέρος σε διεθνές φασιστικό συνέδριο στην Ελβετία. Η πολιτική δράση του κόμματος ανακόπηκε στις 4 Αυγούστου 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς κήρυξε τη δικτατορία του, οπότε ανέστειλε τη λειτουργία όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων.
Από την οικογένεια, τελικώς συνελήφθη μόνον ο Σταμάτης, ο οποίος και εξορίσθηκε. Προηγουμένως ο πατέρας της Μελίνας είχε επικροτήσει το νέο καθεστώς και μάλιστα ήταν η πρώτη δημόσια φωνή που διατυπώθηκε για την ίδρυση Εθνικής Νεολαίας, θέτοντας έτσι υποψηφιότητα για την αρχηγία της. Αλλά ο Μεταξάς δεν δέχθηκε την προσφορά, αν και ευθύς μετά ίδρυσε οργάνωση νεολαίας, την περίφημη ΕΟΝ. Αργότερα και για άλλους λόγους, ο Σταμάτης Μερκούρης στάλθηκε στην εξορία, στην οποία βεβαίως δεν πήγαιναν μόνον οι κομμουνιστές.
Την εποχή εκείνη, που ο πατέρας της είναι στην εξορία, η Μελίνα κάνει τη δική της ιδιότυπη αντίσταση. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια οι γονείς της είχαν χωρίσει και η ίδια, μαζί με τη μητέρα της και τον μικρότερο αδελφό της, ζούσαν στο πατρικό σπίτι της οικογένειας Μερκούρη, ενώ ο Σταμάτης Μερκούρης το είχε εγκαταλείψει. Η Μελίνα, όπως η ίδια έχει εκμυστηρευθεί, έτρεφε απέραντο θαυμασμό για τον παππού της και για τον θείο της, ο οποίος είχε πάρει θέση πατέρα, αφού όλοι (παππούς, θείος, οικογένεια Σταμάτη πλην του ιδίου) ζούσαν στο ίδιο σπίτι.
Η Μελίνα έκανε λοιπόν αντίσταση στον εξόριστο πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα έκανε αντίσταση και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου με το να μην εγγράφεται στην ΕΟΝ, που πρώτος ο πατέρας της την είχε προτείνει. Εκείνη παρέμενε σταθερά στο πατρικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου την πρωτοκάθεδρη θέση του παππού Σπύρου (σε πολύ μεγάλη ηλικία πλέον) είχε πάρει ο θείος Γιώργος, ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Ο Γεώργ. Μερκούρης δεν ήταν πλέον ενεργός πολιτικός αρχηγός, αλλά παρέμενε αμετάβλητα γερμανόφιλος. Αν θα ερευνούσε κανείς υπομονετικά τα γερμανικά διπλωματικά αρχεία της εποχής, τα οποία διασώθηκαν, θα έβρισκε συχνές αναφορές του ονόματός του κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου σε αντίστοιχα μνημόνια της γερμανικής πρεσβείας Αθηνών προς το Βερολίνο.
ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ
Άλλωστε ο δεύτερος πατέρας της Μελίνας, όπως η ίδια τον θεωρούσε, ο Γεώργιος Μερκούρης, που ουδέποτε έκρυψε τις πεποιθήσεις του, χρειάσθηκε να συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές τον Απρίλιο 1941, πριν από την Κατοχή, ως επικίνδυνος γερμανόφιλος. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, αφέθηκε ελεύθερος και η πρώτη του ενέργεια ήταν να επανασυστήσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, ελπίζοντας ότι θα αναλάμβανε την κυβέρνηση δίκην Κουίσλιγκ. Αντ’ αυτού διορίστηκε αργότερα ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Η Μελίνα Μερκούρη, αν και πλέον ήταν έγγαμη, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον θείο της. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχε παντρευτεί τον Πάνο Χαροκόπο σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Αξιοσημείωτο είναι ότι με τον γάμο εκείνο σ’ ένα εκκλησάκι, για τον οποίο δεν είχε προβλεφθεί ούτε ποιος θα ήταν κουμπάρος, απέκτησε πνευματική συγγένεια μ’ ένα νεαρό τότε και οπωσδήποτε ασήμαντο επαρχιωτόπουλο, που κανείς δεν ήξερε ότι κάποτε σε μια κρίσιμη φάση θα γινόταν γνωστός στην Ελλάδα. Το όνομά του ήταν Ιωάννης Λαδάς. Πρόκειται για τον γνωστό συνταγματάρχη που υπήρξε από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Ο θείος Μερκούρης πέθανε τον Δεκέμβριο 1943, διοικητής ων της Εθνικής Τράπεζας. Λίγοι συνόδευσαν τη σορό του, μεταξύ των οποίων κατοχικοί υπουργοί και βεβαίως Γερμανοί αξιωματικοί. Όπως θα μπορούσε να σκεφτεί λογικά κανείς, ανάμεσά τους ήταν και η Μελίνα, η οποία κατά και ήταν απαρηγόρητη. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην κηδεία δεν παραβρέθηκε ο μοναδικός αδελφός του, ο Σταμάτης.
Την εποχή εκείνη ο τελευταίος είχε ιδρύσει μια αντιστασιακή οργάνωση και φερόταν ότι είχε εγκαταλείψει τις προπολεμικές φασιστικές ιδέες του. Αλλά το ερώτημα, που μας ενδιαφέρει, είναι τι έκανε την ίδια εποχή η Μελίνα.
Εκείνη μισούσε την πείνα, αν και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ στα προηγούμενα χρόνια. Ούτε και τώρα. Άλλωστε ο σύζυγός της ήταν ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες με αμύθητης αξίας ακίνητα όχι μόνο στην ομώνυμη συνοικία της Καλλιθέας, που την είχε οικοπεδοποιήσει ο πατέρας του, αλλά και μεταξύ άλλων χιλιάδες στρέμματα στη Θεσσαλία. Από τα κτήματα εκείνα, τακτικά έφερναν οι άνθρωποί του τρόφιμα που επαρκούσαν για να διατραφούν όχι μία, αλλά πάρα πολλές οικογένειες. Αλλά και τα περιουσιακά του στοιχεία, όπως και τα εισοδήματά του, επέτρεπαν στο ζεύγος Χαροκόπου να μην διανοηθεί καν ότι υπάρχει πείνα στην Αθήνα. Ζούσε σ’ ένα τεράστιο ρετιρέ 400 τ.μ. μιας επιβλητικής μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, που ήταν ιδιόκτητη και βρισκόταν χωρίς υπερβολή στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας: ακριβώς δίπλα από τη γαλλική πρεσβεία, στην αρχή της οδού Ακαδημίας.
Και όταν λοιπόν οι Αθηναίοι έπεφταν νεκροί από την πείνα στους δρόμους, οι Χαροκόποι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχαν χαροκαμένοι και πεινασμένοι κάτω στα πεζοδρόμια. Πολύ δε περισσότερο η ανέμελη Μελίνα, που το ενδιαφέρον της εστιαζόταν σε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την πολιτική. Την ενδιέφεραν νεαρές παρέες, άντρες και γυναίκες.
Ο Πάνος Χαροκόπος ήταν πολύ μεγαλύτερός της, θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Είχε δική του θαλαμηγό και ένα εντυπωσιακό ανοιχτό αυτοκίνητο. Και τα δύο επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, αλλά αυτό δεν εμπόδισε να διατηρεί το ζεύγος άριστες σχέσεις με πολλούς αξιωματικούς του κατοχικού στρατού, που ενίοτε γίνονταν και ιδιαίτερα στενές. Χάρη σ’ αυτές είχαν αποφύγει πολλές φορές να επιταχθεί το ρετιρέ τους, κάτι που είχε συμβεί σε όλες τις άλλες πλούσιες οικογένειες της Αθήνας.
Η Κατοχή είχε βρει τη Μελίνα να έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στο θέατρο, όπου φιλοδοξούσε να κάνει μια μεγάλη σταδιοδρομία. Και για να το επιτύχει αυτό, πίστευε πως ήταν χρήσιμο να έχει πολλές επαφές με ηθοποιούς, σκηνοθέτες και άλλους θεατρικούς παράγοντες. Έτσι λοιπόν, σε μέρες που όλοι ήταν στερημένοι από φαγητό και απολαύσεις, το σπίτι της οδού Ακαδημίας 4 ήταν ανοιχτό για τις παρέες της Μελίνας.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΩΝ!
Στα χρόνια της Κατοχής η Μελίνα δεν έκανε αντίσταση. Είναι η μόνη περίοδος που πίστεψε ότι δεν είχε τίποτε να προσφέρει, γι’ αυτό και αντί για αντίσταση προτίμησε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με όσους Γερμανούς γνώριζε προσωπικά. Το ακριβές είναι ότι έκανε αντίσταση κατά των αντιστασιακών!
Όπως είχε γράψει ο «Λαβύρινθος», η Μελίνα μια κατοχική μέρα μεσημέρι είχε καταδώσει δύο νεαρούς αντιστασιακούς, προκειμένου να τους πιάσουν οι Γερμανοί. Αντιγράφουμε από το τεύχος του Δεκεμβρίου 2003:
Η σκηνή είναι αυθεντική. Διαδραματίζεται επί Κατοχής σ’ ένα περίφημο μπαρ της εποχής, το «Παν». Το κτίριο υπάρχει και σήμερα, στην οδό Ακαδημίας 4, μια μεσοπολεμική καλοφιαγμένη πολυκατοικία, δίπλα από την είσοδο της γαλλικής πρεσβείας. Στα κατοχικά χρόνια στο μπαρ σύχναζαν, ως επί το πλείστον, Γερμανοί αξιωματικοί και σκοτεινοί μαυραγορίτες. Ήταν οι μόνοι που είχαν τη διάθεση και το χρήμα για να πιουν ένα πανάκριβο προπολεμικό κονιάκ ή να γευθούν δυσεύρετα σνακς.
Για τη Μελίνα ήταν το δεύτερο σπίτι της κυριολεκτικά, για έναν επιπρόσθετο λόγο: στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας ήταν η πολυτελής κατοικία του συζύγου της, του Πάνου Χαροκόπου. Κατέβαιναν σχεδόν καθημερινά, λοιπόν, για τα ποτά τους.
Στα σκαμνιά μπροστά από τη μπάρα κάθονται δύο άνδρες και όρθια ανάμεσά τους μια νεαρή ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα. Και οι τρεις αποτελούν ένα ιψενικό τρίγωνο, όπως άλλωστε γνωρίζει όλο το Κολωνάκι αρκούντως σκανδαλισμένο. Οι δύο άνδρες είναι φίλοι και «κολλητοί», χωρίς να έχουν τίποτε το κοινό – πλην της ίδιας γυναίκας. Για κάποιους πιο ευφάνταστους, το ιψενικό τρίγωνο δεν έχει γωνία αιχμής τη γυναίκα, αλλά τον κοινό εραστή.
Η γυναίκα είναι βέβαια η εικοσάχρονη τότε Μελίνα Μερκούρη και οι δύο άνδρες είναι ο σύζυγός της Πάνος Χαροκόπος και ο μεγαλομαυραγορίτης Αλέξης (Φειδίας) Γιαδικιάρογλου. Ο Χαροκόπος, γόνος παλιάς μεγαλοαστικής οικογένειας με σπουδές στην προπολεμική Αγγλία, είναι ο κλασικός τύπος του βαριεστημένου πάμπλουτου που δεν εργάζεται ποτέ, αλλά όλα τα έχει αφειδώς διαθέσιμα, λίρες, γυναίκες και άντρες. Ο Γιαδικιάρογλου, ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερος από τη Μελίνα, είναι ένας ασύδοτος τύπος του υποκόσμου, ο οποίος αγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές βιομηχανίες, τιμαλφή και ακίνητα αντί πινακίου φακής, εκβιάζει τους πάντες, κλέβει ακόμη και τους Γερμανούς, είναι ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικών λεσχών και δεν υπάρχει κατοχική βρομιά και κομπίνα στην οποία να μην είναι ανακατεμένος. Κυκλοφορεί πάντοτε με σωματοφύλακες και πολυτελές αυτοκίνητο, συχνά μεθυσμένος και οπωσδήποτε με πιστόλι στην τσέπη.
Την εποχή αυτή, αυτοί είναι οι δύο άνδρες στη ζωή της Μελίνας, η οποία ονειρεύεται να γίνει μεγάλη ηθοποιός και να σπαρταράει το κοινό στα πόδια της. Οι τρεις τους, δηλαδή η Μελίνα, ο σύζυγος και ο εραστής πίνουν ήσυχα, με το ανάλογο ύφος σνομπ και παρακμής, όταν δύο νεαροί μπαίνουν στο μπαρ. Μόλις εκείνη τους βλέπει, εξοργίζεται και φωνάζει δυνατά, παρουσία Γερμανών και συνεργατών τους:
–Είναι κομμουνιστές! Πιάστε τους!
Οι δύο νεαροί αιφνιδιάζονται και πριν προλάβουν Γερμανοί και εντόπιοι πιστολάδες να τους πιάσουν, βγαίνουν τρέχοντας από το μπαρ και εξαφανίζονται. Και οι δύο ήταν αθλητές άλλωστε και τελικά δεν τους πρόφτασαν. Γλύτωσαν έτσι από την κατάδοση της Μελίνας, που την ώρα εκείνη δεν σήμαινε τίποτε λιγότερο από θάνατο…
Ο ένας τουλάχιστον από τους δύο τότε νεαρούς αντιστασιακούς, που είχαν την απρονοησία να πέσουν στη Μελίνα, καθώς μπήκαν στο μπαρ για να γλυτώσουν κυνηγημένοι από άλλους Γερμανούς που τους είχαν θεωρήσει ύποπτους, σήμερα βρίσκεται στη ζωή. Όμως την ακρίβεια των όσων προαναφέρθηκαν μπορούν να βεβαιώσουν μία δημοσιογράφος και μία ηθοποιός, η Φρίντα Μπιούμπι και η Άννα Συνοδινού. Η πρώτη έχει ασχοληθεί στο σύνολό της με τη Μελίνα, καθώς μάλιστα με πολύ μόχθο έχει συνθέσει τη βιογραφία της. Και έχει πολλές αποκαλυπτικές πληροφορίες για την «αντιστασιακή» της δράση επί Κατοχής.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η Μελίνα, όπως δεν ήταν αντιστασιακή επί Κατοχής, δεν υπήρξε ποτέ φεμινίστρια, διότι απλούστατα ήταν της θεωρίας ότι για να επιτύχει πρέπει να χρησιμοποιεί τη γυναικεία φύση της. Είχε καλλιεργήσει στα δύσκολα κατοχικά χρόνια σχέσεις και φιλίες με ανθρώπους του θεάτρου, σιτίζοντάς τους με χρήματα του Χαροκόπου ή του μεγαλομαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου. Πίστευε ότι θα μπορούσε να κάμψει οποιονδήποτε θα παρουσιαζόταν ως εμπόδιο στη σταδιοδρομία της, είτε με την έμφυτη γοητεία της, είτε με τα χρήματα του συζύγου της. Δεν μπορούσε όμως να το πετύχει, ώστε να καθιερωθεί ως μεγάλη πρωταγωνίστρια.
Άλλωστε, και αν ακόμη το επετύγχανε, οι φιλοδοξίες της δεν αρκούνταν μόνο στον στενό ελλαδικό χώρο. Ανασυντάχθηκε μετά τον πόλεμο και κατέληξε στη σκέψη ότι η καλλιτεχνική της καθιέρωση θα επιβαλλόταν στην Ελλάδα μόνον αν ερχόταν από το εξωτερικό. Νοιαζόταν για το θέατρο ακόμη, ενώ αργότερα οι στόχοι της θα επεκταθούν και στον κινηματογράφο.
Έχοντας το στοιχειώδες πλεονέκτημα της οικονομικής άνεσης, κατευθύνθηκε στο Παρίσι. Όπως αναφέρει το προαναφερθέν τεύχος του «Λαβύρινθου» (Δεκ. 2003), «εκεί σχετίστηκε με γνωστά ονόματα της τέχνης, πολλά των οποίων είχαν περιέργως έναν κοινό παρονομαστή: είχαν κατηγορηθεί ως δοσίλογοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Από τον Ζαν Κοκτώ και τον Σερζ Λιφάρ μέχρι τον Σασά Γκιτρύ και την Κολέτ, αδιάφορο αν υπήρχε ερωτική σχέση της με κάποιους ή κάποιες από όλα εκείνα τα γνωστά πρόσωπα, επέτυχε τελικά η Μελίνα να σαγηνεύσει γνωστότατο Γάλλο θεατρικό συγγραφέα παρωχημένης ηλικίας, ο οποίος με μύριες δυσκολίες και αντιδράσεις την επέβαλε».
Πρόκειται για τον γλοιώδη και δύσμορφο Μαρσέλ Ασσάρ, ο οποίος όμως ήταν τότε ένας πολύ πετυχημένος θεατρικός συγγραφέας στη μεταπολεμική Γαλλία. Η παρέμβασή του ήταν καθοριστική για την πορεία της Μελίνας, η οποία τον χρησιμοποίησε επιτυχώς για την καθιέρωσή της στην Ελλάδα.
Αλλά, καθώς οι φιλοδοξίες ενός άπληστου ανθρώπου δεν ολοκληρώνονται ποτέ, η Μελίνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έβαλε έναν άλλο στόχο: τη διεθνή καθιέρωσή της στον κινηματογράφο! Αν το έλεγε τότε φωναχτά, θα εισέπραττε τις ειρωνείες όσων την ήξεραν. Η ίδια όμως είχε απόλυτη αυτοπεποίθηση στον εαυτό της και το σχεδίασε καλά. Γνώριζε ότι η παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία έχει αφ’ ενός επίκεντρο την Αμερική, αφ’ ετέρου δε ελέγχεται σχεδόν καθολικά από Εβραίους. Αναζητούσε λοιπόν ένα κατάλληλο πρόσωπο για να σαγηνεύσει, μέχρι που το βρήκε: Ζυλ Ντασέν. Δεν ήταν και μεγάλος σκηνοθέτης, αλλά ήταν Εβραιοαμερικανός.
Αυτό ήταν αρκετό για να του δηλώσει ότι τον ερωτεύτηκε και να τον …ζητήσει σε γάμο. Θα ήταν ακόμα πιο ενθουσιασμένη, αν ο Ντασέν ήταν πιο αρρενωπός τύπος και πιο σωματώδης. Αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν απογοητευτικό, διότι ο Ντασέν δεν ήταν ζηλιάρης.
Στο πλευρό του μικρόσωμου Εβραιοαμερικανού σκηνοθέτη περνούσε μια ακόμη κλίμακα στην ανοδική πορεία της, έστω και χωρίς θριαμβευτικές επιτυχίες. Ο Ντασέν ήταν χρήσιμος, όχι μόνον επειδή ήταν ο ίδιος σκηνοθέτης και μπορούσε να έχει αποφασιστικό λόγο για την επιλογή της στις ταινίες του, ούτε απλώς επειδή ως Εβραίος μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους παράγοντες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ήταν κυρίως χρήσιμος διότι, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά, μπορούσε να την καθοδηγεί και να την συμβουλεύει πώς θα γίνει πιο διάσημη.
Δεν χρειαζόταν πλέον επικοινωνιολόγους, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν είχαν φτάσει σε τέτοια σημεία μεθοδικότητας όπως σήμερα. Ο Ντασέν αρκούσε για να κατευθύνει τις δημόσιες σχέσεις της. Στόχευαν λοιπόν δημόσια πρόσωπα πρώτης προβολής για να ανταλλάξουν ένα χαιρετισμό έστω, προκειμένου η Μελίνα να φωτογραφηθεί και να περάσει στις στήλες του διεθνούς Τύπου. Είχαν πολλαπλασιάσει τις κοσμικές εμφανίσεις τους, όπως και τις σχέσεις τους με ανθρώπους των εφημερίδων και των περιοδικών.
Ο Ζυλ Ντασέν, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες τότε, ήταν αριστερών τάσεων. Η Μελίνα δεν υπήρξε λόγος να ακολουθήσει τα φρονήματα του συζύγου της, αλλά εξακολουθούσε πολιτικά να είναι αδιάφορη, αφιερωμένη στη δική της προσπάθεια, την παγκόσμια καθιέρωση.
Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε με την 21η Απριλίου. Ο Ντασέν άρπαξε την ευκαιρία και έπεισε τη σύζυγό του να εκδηλωθεί ως αριστερή από το εξωτερικό όπου βρίσκονταν. Έτσι θα κέρδιζε την πλήρη δημοσιότητα παγκοσμίως. Και πράγματι αυτό έγινε.
Μέσα σε λίγα 24ωρα η Μελίνα πείσθηκε να εκδηλωθεί «εναντίον της χούντας». Ήταν ικανοποιημένη γιατί για πρώτη φορά αποκτούσε πολιτική ταυτότητα, πρωτίστως όμως διότι έτσι το όνομά της θα περνούσε στα διεθνή δελτία ειδήσεων. Βέβαια τότε δεν φανταζόταν ότι η δικτατορία θα κρατούσε επτά χρόνια, αφού όλες οι εκτιμήσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια ζωής.
Οπωσδήποτε όμως η αντίστασή της γινόταν εκ του ασφαλούς. Διέθετε σπίτια στη Γαλλία και στην Αμερική, ακόμη και στην Ελβετία, καταθέσεις και εισοδήματα. Και εκείνο που είχε σημασία είναι ότι ενώ μέχρι τότε αγωνιζόταν ο Ντασέν να πείσει έναν δημοσιογράφο να της πάρει μια συνέντευξη για τα επόμενα καλλιτεχνικά σχέδιά της, τώρα μια απλή γραπτή δήλωσή της περί χούντας ήταν αρκετή για να περάσει στα καθημερινά δελτία των διεθνών πρακτορείων. Και αν το ίδιο καθεστώς δεν είχε διαπράξει το λάθος να της αφαιρέσει την ιθαγένεια, ίσως η δημοσιότητα αυτή να μην είχε επιτευχθεί τόσο εύκολα.
Πολλοί Έλληνες, πραγματικοί αντιστασιακοί, που θυσίασαν οικογένειες, εργασίες και φυσικά την ατομική ελευθερία τους για να εκφράσουν ό,τι τότε πίστευαν, έμειναν ανώνυμοι. Μπορεί και να πείνασαν ακόμη με την αγνή προαίρεση να πάρουν μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Είναι γνωστό ότι η «εύκολη» αντίσταση γινόταν στο εξωτερικό, όπου κίνδυνοι για την ατομική ελευθερία δεν υπήρχαν, όλο και κάποια δουλειά βρισκόταν ή στη χειρότερη περίπτωση το προϊόν των εράνων, που συγκέντρωναν τον οβολό των αφελών. Υπάρχουν πολλά γκρίζα σημεία για τους συχνούς εράνους που γίνονταν στο εξωτερικό και των οποίων ποτέ δεν αποδόθηκε λογαριασμός μετά τη Μεταπολίτευση. Συγκεκριμένες αναφορές έχουν γίνει για το ΠΑΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Καναδά ή άλλα στελέχη του στην Αγγλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Ασφαλώς η Μελίνα δεν είχε κανένα λόγο να επωφεληθεί από το προϊόν τέτοιων εράνων και δεν θα το έπραξε. Εκείνη έκανε άλλο. Επωφελούμενη από τη δημοσιότητά της, ανέπτυξε την καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1971, όταν η δικτατορία έκανε το άνοιγμα προς τις αραβικές χώρες, η Μελίνα και ο Ζυλ Ντασσέν έκαναν το δικό τους προς το Ισραήλ. Ανακοίνωσαν μια παραγωγή νέας ταινίας, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ο γιος του μονόφθαλμου στρατηγού του Ισραήλ Μοσέ Νταγιάν.
ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
Του Χριστοφόρου Πετρίτη
Η πιο μεγάλη ηρωίδα της Αντίστασης είναι η Μελίνα Μερκούρη! Αυτή την απάντηση θα πάρουμε, οποιοδήποτε νέο παιδί και αν ρωτήσουμε. Έχει επιβληθεί μέσα από ένα αδυσώπητο και δαιδαλώδες προπαγανδιστικό σύστημα η
αντίληψη αυτή.
Και ίσως ίσως, δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια, αν έκανε κάτι και τι η Μελίνα. Υπάρχει μια γενικότερη φιλοσοφική άποψη, να μην πειράζουμε τους «μύθους» και να τους αφήνουμε να υπάρχουν για να ναρκώνονται οι λαοί. Αν αυτό θέλουν και οι αναγνώστες του «Λαβύρινθου», μπορούν να προσπεράσουν αυτές τις σελίδες. Να τις αγνοήσουν, διότι απλούστατα δεν θα ανταποκρίνονται σε μια τέτοια πρόθεση να μην θιγούν τα «είδωλα».
Δεν χωρεί αμφιβολία όμως ότι ούτε οι αναγνώστες μας, ούτε το ίδιο το περιοδικό μας, κυριαρχούνται από τέτοιες ανιστόρητες απόψεις και είναι εύκολη λεία στις επιβαλλόμενες προπαγάνδες. Ας γνωρίζουμε εμείς την αλήθεια και ας αφήσουμε τους άλλους να ζουν βουλιαγμένοι στην υποκρισία και το ψεύδος.
Σε ό,τι αφορά την ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη, το καλλιτεχνικό στοιχείο της οποίας δεν αφορά εδώ να το κρίνουμε, ούτε και είμαστε οι αρμοδιότεροι, γεγονός είναι ο χαρακτήρας της ήταν πάντα αντιστασιακός, πλην μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Η γυναίκα αυτή είχε εκ γενετής μια νοοτροπία αρνητικότητας και αμφισβήτησης των πάντων, αλλά ταυτόχρονα και πάμπολλα στοιχεία κυνισμού, σνομπισμού και ανεξέλεγκτου ηδονισμού. Υπό την έννοια αυτή, βεβαίως ήταν αντιστασιακή. Θα ήταν εξόφθαλμα άδικο να το αμφισβητήσουμε.
Όταν σε μια ψυχραιμότερη εποχή θα κριθεί ως προσωπικότητα η Μελίνα Μερκούρη για τις πολιτικές αντιλήψεις που είχε σε διάφορες φάσεις της ζωής της, τότε θα μπορέσουμε να την κρίνουμε αν πολιτικά ήταν πράγματι αντιστασιακή και αμφισβητίας – ή αν μόνον πήγαινε κατά πού φυσούσε το ρεύμα. Ή και αν ήταν πλήρως αδιάφορη πολιτικά, αρκούμενη στην «αξιοποίηση» (δηλ. στην εκμετάλλευση) των πολιτικών θέσεων που εμφανιζόταν να έχει, προκειμένου να προβάλλει ματαιόδοξα την εικόνα της και να αυξάνει τις γνωριμίες της, όπως και τη φήμη της.
Τα γεγονότα τείνουν βεβαιώσουν ότι από τα πρώτα της βήματα, ωφελιμιστικά ήταν τα κριτήρια, με τα οποία διάλεγε τις παρέες της, τους εραστές της, ακόμη και τους εραστές της μιας βραδυάς. Στόχευε ισχυρούς για να τους σαγηνεύει, ώστε να επωφελείται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αλλά και πάλι, όπως και να το δούμε, η Μελίνα ήταν μια αντιστασιακή και μια αμφισβητίας. Δεν ήθελε να ακολουθήσει την «πεπατημένη» για να σταδιοδρομήσει. Πίστευε ότι όλα τα έχει έμφυτα, ότι όλοι της οφείλουν όλα. Το ότι έμεινε για 8+2 χρόνια στον θώκο της υπουργού Πολιτισμού, όσα χρόνια δηλαδή το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην εξουσία μέχρι τον θάνατο της ίδιας, ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να διεκδικήσει στην πολιτική διαδρομή της. Αν δεν έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι λάθος της ελληνικής κοινωνίας που δεν το έκανε. Π.χ. ποια είναι τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ της ιδίας και του σημερινού Προέδρου Κ. Παπούλια, που θα της στερούσαν αυτόν τον θώκο το 2005, αν ζούσε; Με εξαίρεση βεβαίως το γεγονός ότι αν ζούσε, ασφαλώς θα συνέχιζε να πολιτεύεται, οπότε ως μη αποτυχούσα βουλευτής δεν θα είχε το πλεονέκτημα που με άγραφο εθιμικό δίκαιο έχει θεσπισθεί για να φθάνει κανείς στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα…
Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΕΠΙ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Στα εφηβικά της χρόνια η Μελίνα Μερκούρη είναι γνωστό ότι δεν είχε εκδηλώσει πολιτικά ενδιαφέροντα. Η οικογένειά της άλλωστε ανήκε στον συντηρητικό χώρο γενικώς. Ο περίφημος παππούς της Σπύρος Μερκούρης είχε εκλεγεί επανειλημμένα δήμαρχος ως εκλεκτός των αντιβενιζελικών και μόνον όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα κέρδιζε άλλες εκλογές, προσχώρησε στο βενιζελικό στρατόπεδο. Ο πατέρας της, Σταμάτης, δεν ακολούθησε την πολιτική μεταστροφή του δικού του πατέρα, αλλά στα ίδια χρόνια (αρχές της δεκαετίας 1930) στήριξε αντίρροπη μεταστροφή από το βενιζελικό στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη, με τον οποίο συνδεόταν πολλαπλώς. Έτσι κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής και να γίνει υπουργός του Κονδύλη το 1935.
Ωστόσο, στα χρόνια εκείνα ο πρωτεύων πολιτικός νους της οικογένειας ήταν ο αδελφός του Σταμάτη, Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος είχε διατελέσει επανειλημμένα βουλευτής και υπουργός σε αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ενώ ήταν επιφανές στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος. Μέχρι που είχε την πρωτοβουλία να μεταλαμπαδεύσει στην Ελλάδα το φασιστικό ρεύμα που υπήρχε στην Ευρώπη. Είχε πλέον μόλις επικρατήσει ο Χίτλερ στη Γερμανία, ενώ στην Ιταλία από το 1922 ο Μουσολίνι ήταν στην εξουσία, όταν ο Γ. Μερκούρης ίδρυσε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος. Το κόμμα ήταν πλήρως διασυνδεμένο με τα αντίστοιχα της Γερμανίας και της Ιταλίας και μάλιστα έλαβε μέρος σε διεθνές φασιστικό συνέδριο στην Ελβετία. Η πολιτική δράση του κόμματος ανακόπηκε στις 4 Αυγούστου 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς κήρυξε τη δικτατορία του, οπότε ανέστειλε τη λειτουργία όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων.
Από την οικογένεια, τελικώς συνελήφθη μόνον ο Σταμάτης, ο οποίος και εξορίσθηκε. Προηγουμένως ο πατέρας της Μελίνας είχε επικροτήσει το νέο καθεστώς και μάλιστα ήταν η πρώτη δημόσια φωνή που διατυπώθηκε για την ίδρυση Εθνικής Νεολαίας, θέτοντας έτσι υποψηφιότητα για την αρχηγία της. Αλλά ο Μεταξάς δεν δέχθηκε την προσφορά, αν και ευθύς μετά ίδρυσε οργάνωση νεολαίας, την περίφημη ΕΟΝ. Αργότερα και για άλλους λόγους, ο Σταμάτης Μερκούρης στάλθηκε στην εξορία, στην οποία βεβαίως δεν πήγαιναν μόνον οι κομμουνιστές.
Την εποχή εκείνη, που ο πατέρας της είναι στην εξορία, η Μελίνα κάνει τη δική της ιδιότυπη αντίσταση. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια οι γονείς της είχαν χωρίσει και η ίδια, μαζί με τη μητέρα της και τον μικρότερο αδελφό της, ζούσαν στο πατρικό σπίτι της οικογένειας Μερκούρη, ενώ ο Σταμάτης Μερκούρης το είχε εγκαταλείψει. Η Μελίνα, όπως η ίδια έχει εκμυστηρευθεί, έτρεφε απέραντο θαυμασμό για τον παππού της και για τον θείο της, ο οποίος είχε πάρει θέση πατέρα, αφού όλοι (παππούς, θείος, οικογένεια Σταμάτη πλην του ιδίου) ζούσαν στο ίδιο σπίτι.
Η Μελίνα έκανε λοιπόν αντίσταση στον εξόριστο πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα έκανε αντίσταση και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου με το να μην εγγράφεται στην ΕΟΝ, που πρώτος ο πατέρας της την είχε προτείνει. Εκείνη παρέμενε σταθερά στο πατρικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου την πρωτοκάθεδρη θέση του παππού Σπύρου (σε πολύ μεγάλη ηλικία πλέον) είχε πάρει ο θείος Γιώργος, ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Ο Γεώργ. Μερκούρης δεν ήταν πλέον ενεργός πολιτικός αρχηγός, αλλά παρέμενε αμετάβλητα γερμανόφιλος. Αν θα ερευνούσε κανείς υπομονετικά τα γερμανικά διπλωματικά αρχεία της εποχής, τα οποία διασώθηκαν, θα έβρισκε συχνές αναφορές του ονόματός του κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου σε αντίστοιχα μνημόνια της γερμανικής πρεσβείας Αθηνών προς το Βερολίνο.
ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ
Άλλωστε ο δεύτερος πατέρας της Μελίνας, όπως η ίδια τον θεωρούσε, ο Γεώργιος Μερκούρης, που ουδέποτε έκρυψε τις πεποιθήσεις του, χρειάσθηκε να συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές τον Απρίλιο 1941, πριν από την Κατοχή, ως επικίνδυνος γερμανόφιλος. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, αφέθηκε ελεύθερος και η πρώτη του ενέργεια ήταν να επανασυστήσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, ελπίζοντας ότι θα αναλάμβανε την κυβέρνηση δίκην Κουίσλιγκ. Αντ’ αυτού διορίστηκε αργότερα ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Η Μελίνα Μερκούρη, αν και πλέον ήταν έγγαμη, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον θείο της. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχε παντρευτεί τον Πάνο Χαροκόπο σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Αξιοσημείωτο είναι ότι με τον γάμο εκείνο σ’ ένα εκκλησάκι, για τον οποίο δεν είχε προβλεφθεί ούτε ποιος θα ήταν κουμπάρος, απέκτησε πνευματική συγγένεια μ’ ένα νεαρό τότε και οπωσδήποτε ασήμαντο επαρχιωτόπουλο, που κανείς δεν ήξερε ότι κάποτε σε μια κρίσιμη φάση θα γινόταν γνωστός στην Ελλάδα. Το όνομά του ήταν Ιωάννης Λαδάς. Πρόκειται για τον γνωστό συνταγματάρχη που υπήρξε από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Ο θείος Μερκούρης πέθανε τον Δεκέμβριο 1943, διοικητής ων της Εθνικής Τράπεζας. Λίγοι συνόδευσαν τη σορό του, μεταξύ των οποίων κατοχικοί υπουργοί και βεβαίως Γερμανοί αξιωματικοί. Όπως θα μπορούσε να σκεφτεί λογικά κανείς, ανάμεσά τους ήταν και η Μελίνα, η οποία κατά και ήταν απαρηγόρητη. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην κηδεία δεν παραβρέθηκε ο μοναδικός αδελφός του, ο Σταμάτης.
Την εποχή εκείνη ο τελευταίος είχε ιδρύσει μια αντιστασιακή οργάνωση και φερόταν ότι είχε εγκαταλείψει τις προπολεμικές φασιστικές ιδέες του. Αλλά το ερώτημα, που μας ενδιαφέρει, είναι τι έκανε την ίδια εποχή η Μελίνα.
Εκείνη μισούσε την πείνα, αν και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ στα προηγούμενα χρόνια. Ούτε και τώρα. Άλλωστε ο σύζυγός της ήταν ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες με αμύθητης αξίας ακίνητα όχι μόνο στην ομώνυμη συνοικία της Καλλιθέας, που την είχε οικοπεδοποιήσει ο πατέρας του, αλλά και μεταξύ άλλων χιλιάδες στρέμματα στη Θεσσαλία. Από τα κτήματα εκείνα, τακτικά έφερναν οι άνθρωποί του τρόφιμα που επαρκούσαν για να διατραφούν όχι μία, αλλά πάρα πολλές οικογένειες. Αλλά και τα περιουσιακά του στοιχεία, όπως και τα εισοδήματά του, επέτρεπαν στο ζεύγος Χαροκόπου να μην διανοηθεί καν ότι υπάρχει πείνα στην Αθήνα. Ζούσε σ’ ένα τεράστιο ρετιρέ 400 τ.μ. μιας επιβλητικής μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, που ήταν ιδιόκτητη και βρισκόταν χωρίς υπερβολή στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας: ακριβώς δίπλα από τη γαλλική πρεσβεία, στην αρχή της οδού Ακαδημίας.
Και όταν λοιπόν οι Αθηναίοι έπεφταν νεκροί από την πείνα στους δρόμους, οι Χαροκόποι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχαν χαροκαμένοι και πεινασμένοι κάτω στα πεζοδρόμια. Πολύ δε περισσότερο η ανέμελη Μελίνα, που το ενδιαφέρον της εστιαζόταν σε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την πολιτική. Την ενδιέφεραν νεαρές παρέες, άντρες και γυναίκες.
Ο Πάνος Χαροκόπος ήταν πολύ μεγαλύτερός της, θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Είχε δική του θαλαμηγό και ένα εντυπωσιακό ανοιχτό αυτοκίνητο. Και τα δύο επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, αλλά αυτό δεν εμπόδισε να διατηρεί το ζεύγος άριστες σχέσεις με πολλούς αξιωματικούς του κατοχικού στρατού, που ενίοτε γίνονταν και ιδιαίτερα στενές. Χάρη σ’ αυτές είχαν αποφύγει πολλές φορές να επιταχθεί το ρετιρέ τους, κάτι που είχε συμβεί σε όλες τις άλλες πλούσιες οικογένειες της Αθήνας.
Η Κατοχή είχε βρει τη Μελίνα να έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στο θέατρο, όπου φιλοδοξούσε να κάνει μια μεγάλη σταδιοδρομία. Και για να το επιτύχει αυτό, πίστευε πως ήταν χρήσιμο να έχει πολλές επαφές με ηθοποιούς, σκηνοθέτες και άλλους θεατρικούς παράγοντες. Έτσι λοιπόν, σε μέρες που όλοι ήταν στερημένοι από φαγητό και απολαύσεις, το σπίτι της οδού Ακαδημίας 4 ήταν ανοιχτό για τις παρέες της Μελίνας.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΩΝ!
Στα χρόνια της Κατοχής η Μελίνα δεν έκανε αντίσταση. Είναι η μόνη περίοδος που πίστεψε ότι δεν είχε τίποτε να προσφέρει, γι’ αυτό και αντί για αντίσταση προτίμησε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με όσους Γερμανούς γνώριζε προσωπικά. Το ακριβές είναι ότι έκανε αντίσταση κατά των αντιστασιακών!
Όπως είχε γράψει ο «Λαβύρινθος», η Μελίνα μια κατοχική μέρα μεσημέρι είχε καταδώσει δύο νεαρούς αντιστασιακούς, προκειμένου να τους πιάσουν οι Γερμανοί. Αντιγράφουμε από το τεύχος του Δεκεμβρίου 2003:
Η σκηνή είναι αυθεντική. Διαδραματίζεται επί Κατοχής σ’ ένα περίφημο μπαρ της εποχής, το «Παν». Το κτίριο υπάρχει και σήμερα, στην οδό Ακαδημίας 4, μια μεσοπολεμική καλοφιαγμένη πολυκατοικία, δίπλα από την είσοδο της γαλλικής πρεσβείας. Στα κατοχικά χρόνια στο μπαρ σύχναζαν, ως επί το πλείστον, Γερμανοί αξιωματικοί και σκοτεινοί μαυραγορίτες. Ήταν οι μόνοι που είχαν τη διάθεση και το χρήμα για να πιουν ένα πανάκριβο προπολεμικό κονιάκ ή να γευθούν δυσεύρετα σνακς.
Για τη Μελίνα ήταν το δεύτερο σπίτι της κυριολεκτικά, για έναν επιπρόσθετο λόγο: στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας ήταν η πολυτελής κατοικία του συζύγου της, του Πάνου Χαροκόπου. Κατέβαιναν σχεδόν καθημερινά, λοιπόν, για τα ποτά τους.
Στα σκαμνιά μπροστά από τη μπάρα κάθονται δύο άνδρες και όρθια ανάμεσά τους μια νεαρή ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα. Και οι τρεις αποτελούν ένα ιψενικό τρίγωνο, όπως άλλωστε γνωρίζει όλο το Κολωνάκι αρκούντως σκανδαλισμένο. Οι δύο άνδρες είναι φίλοι και «κολλητοί», χωρίς να έχουν τίποτε το κοινό – πλην της ίδιας γυναίκας. Για κάποιους πιο ευφάνταστους, το ιψενικό τρίγωνο δεν έχει γωνία αιχμής τη γυναίκα, αλλά τον κοινό εραστή.
Η γυναίκα είναι βέβαια η εικοσάχρονη τότε Μελίνα Μερκούρη και οι δύο άνδρες είναι ο σύζυγός της Πάνος Χαροκόπος και ο μεγαλομαυραγορίτης Αλέξης (Φειδίας) Γιαδικιάρογλου. Ο Χαροκόπος, γόνος παλιάς μεγαλοαστικής οικογένειας με σπουδές στην προπολεμική Αγγλία, είναι ο κλασικός τύπος του βαριεστημένου πάμπλουτου που δεν εργάζεται ποτέ, αλλά όλα τα έχει αφειδώς διαθέσιμα, λίρες, γυναίκες και άντρες. Ο Γιαδικιάρογλου, ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερος από τη Μελίνα, είναι ένας ασύδοτος τύπος του υποκόσμου, ο οποίος αγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές βιομηχανίες, τιμαλφή και ακίνητα αντί πινακίου φακής, εκβιάζει τους πάντες, κλέβει ακόμη και τους Γερμανούς, είναι ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικών λεσχών και δεν υπάρχει κατοχική βρομιά και κομπίνα στην οποία να μην είναι ανακατεμένος. Κυκλοφορεί πάντοτε με σωματοφύλακες και πολυτελές αυτοκίνητο, συχνά μεθυσμένος και οπωσδήποτε με πιστόλι στην τσέπη.
Την εποχή αυτή, αυτοί είναι οι δύο άνδρες στη ζωή της Μελίνας, η οποία ονειρεύεται να γίνει μεγάλη ηθοποιός και να σπαρταράει το κοινό στα πόδια της. Οι τρεις τους, δηλαδή η Μελίνα, ο σύζυγος και ο εραστής πίνουν ήσυχα, με το ανάλογο ύφος σνομπ και παρακμής, όταν δύο νεαροί μπαίνουν στο μπαρ. Μόλις εκείνη τους βλέπει, εξοργίζεται και φωνάζει δυνατά, παρουσία Γερμανών και συνεργατών τους:
–Είναι κομμουνιστές! Πιάστε τους!
Οι δύο νεαροί αιφνιδιάζονται και πριν προλάβουν Γερμανοί και εντόπιοι πιστολάδες να τους πιάσουν, βγαίνουν τρέχοντας από το μπαρ και εξαφανίζονται. Και οι δύο ήταν αθλητές άλλωστε και τελικά δεν τους πρόφτασαν. Γλύτωσαν έτσι από την κατάδοση της Μελίνας, που την ώρα εκείνη δεν σήμαινε τίποτε λιγότερο από θάνατο…
Ο ένας τουλάχιστον από τους δύο τότε νεαρούς αντιστασιακούς, που είχαν την απρονοησία να πέσουν στη Μελίνα, καθώς μπήκαν στο μπαρ για να γλυτώσουν κυνηγημένοι από άλλους Γερμανούς που τους είχαν θεωρήσει ύποπτους, σήμερα βρίσκεται στη ζωή. Όμως την ακρίβεια των όσων προαναφέρθηκαν μπορούν να βεβαιώσουν μία δημοσιογράφος και μία ηθοποιός, η Φρίντα Μπιούμπι και η Άννα Συνοδινού. Η πρώτη έχει ασχοληθεί στο σύνολό της με τη Μελίνα, καθώς μάλιστα με πολύ μόχθο έχει συνθέσει τη βιογραφία της. Και έχει πολλές αποκαλυπτικές πληροφορίες για την «αντιστασιακή» της δράση επί Κατοχής.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η Μελίνα, όπως δεν ήταν αντιστασιακή επί Κατοχής, δεν υπήρξε ποτέ φεμινίστρια, διότι απλούστατα ήταν της θεωρίας ότι για να επιτύχει πρέπει να χρησιμοποιεί τη γυναικεία φύση της. Είχε καλλιεργήσει στα δύσκολα κατοχικά χρόνια σχέσεις και φιλίες με ανθρώπους του θεάτρου, σιτίζοντάς τους με χρήματα του Χαροκόπου ή του μεγαλομαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου. Πίστευε ότι θα μπορούσε να κάμψει οποιονδήποτε θα παρουσιαζόταν ως εμπόδιο στη σταδιοδρομία της, είτε με την έμφυτη γοητεία της, είτε με τα χρήματα του συζύγου της. Δεν μπορούσε όμως να το πετύχει, ώστε να καθιερωθεί ως μεγάλη πρωταγωνίστρια.
Άλλωστε, και αν ακόμη το επετύγχανε, οι φιλοδοξίες της δεν αρκούνταν μόνο στον στενό ελλαδικό χώρο. Ανασυντάχθηκε μετά τον πόλεμο και κατέληξε στη σκέψη ότι η καλλιτεχνική της καθιέρωση θα επιβαλλόταν στην Ελλάδα μόνον αν ερχόταν από το εξωτερικό. Νοιαζόταν για το θέατρο ακόμη, ενώ αργότερα οι στόχοι της θα επεκταθούν και στον κινηματογράφο.
Έχοντας το στοιχειώδες πλεονέκτημα της οικονομικής άνεσης, κατευθύνθηκε στο Παρίσι. Όπως αναφέρει το προαναφερθέν τεύχος του «Λαβύρινθου» (Δεκ. 2003), «εκεί σχετίστηκε με γνωστά ονόματα της τέχνης, πολλά των οποίων είχαν περιέργως έναν κοινό παρονομαστή: είχαν κατηγορηθεί ως δοσίλογοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Από τον Ζαν Κοκτώ και τον Σερζ Λιφάρ μέχρι τον Σασά Γκιτρύ και την Κολέτ, αδιάφορο αν υπήρχε ερωτική σχέση της με κάποιους ή κάποιες από όλα εκείνα τα γνωστά πρόσωπα, επέτυχε τελικά η Μελίνα να σαγηνεύσει γνωστότατο Γάλλο θεατρικό συγγραφέα παρωχημένης ηλικίας, ο οποίος με μύριες δυσκολίες και αντιδράσεις την επέβαλε».
Πρόκειται για τον γλοιώδη και δύσμορφο Μαρσέλ Ασσάρ, ο οποίος όμως ήταν τότε ένας πολύ πετυχημένος θεατρικός συγγραφέας στη μεταπολεμική Γαλλία. Η παρέμβασή του ήταν καθοριστική για την πορεία της Μελίνας, η οποία τον χρησιμοποίησε επιτυχώς για την καθιέρωσή της στην Ελλάδα.
Αλλά, καθώς οι φιλοδοξίες ενός άπληστου ανθρώπου δεν ολοκληρώνονται ποτέ, η Μελίνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έβαλε έναν άλλο στόχο: τη διεθνή καθιέρωσή της στον κινηματογράφο! Αν το έλεγε τότε φωναχτά, θα εισέπραττε τις ειρωνείες όσων την ήξεραν. Η ίδια όμως είχε απόλυτη αυτοπεποίθηση στον εαυτό της και το σχεδίασε καλά. Γνώριζε ότι η παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία έχει αφ’ ενός επίκεντρο την Αμερική, αφ’ ετέρου δε ελέγχεται σχεδόν καθολικά από Εβραίους. Αναζητούσε λοιπόν ένα κατάλληλο πρόσωπο για να σαγηνεύσει, μέχρι που το βρήκε: Ζυλ Ντασέν. Δεν ήταν και μεγάλος σκηνοθέτης, αλλά ήταν Εβραιοαμερικανός.
Αυτό ήταν αρκετό για να του δηλώσει ότι τον ερωτεύτηκε και να τον …ζητήσει σε γάμο. Θα ήταν ακόμα πιο ενθουσιασμένη, αν ο Ντασέν ήταν πιο αρρενωπός τύπος και πιο σωματώδης. Αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν απογοητευτικό, διότι ο Ντασέν δεν ήταν ζηλιάρης.
Στο πλευρό του μικρόσωμου Εβραιοαμερικανού σκηνοθέτη περνούσε μια ακόμη κλίμακα στην ανοδική πορεία της, έστω και χωρίς θριαμβευτικές επιτυχίες. Ο Ντασέν ήταν χρήσιμος, όχι μόνον επειδή ήταν ο ίδιος σκηνοθέτης και μπορούσε να έχει αποφασιστικό λόγο για την επιλογή της στις ταινίες του, ούτε απλώς επειδή ως Εβραίος μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους παράγοντες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ήταν κυρίως χρήσιμος διότι, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά, μπορούσε να την καθοδηγεί και να την συμβουλεύει πώς θα γίνει πιο διάσημη.
Δεν χρειαζόταν πλέον επικοινωνιολόγους, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν είχαν φτάσει σε τέτοια σημεία μεθοδικότητας όπως σήμερα. Ο Ντασέν αρκούσε για να κατευθύνει τις δημόσιες σχέσεις της. Στόχευαν λοιπόν δημόσια πρόσωπα πρώτης προβολής για να ανταλλάξουν ένα χαιρετισμό έστω, προκειμένου η Μελίνα να φωτογραφηθεί και να περάσει στις στήλες του διεθνούς Τύπου. Είχαν πολλαπλασιάσει τις κοσμικές εμφανίσεις τους, όπως και τις σχέσεις τους με ανθρώπους των εφημερίδων και των περιοδικών.
Ο Ζυλ Ντασέν, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες τότε, ήταν αριστερών τάσεων. Η Μελίνα δεν υπήρξε λόγος να ακολουθήσει τα φρονήματα του συζύγου της, αλλά εξακολουθούσε πολιτικά να είναι αδιάφορη, αφιερωμένη στη δική της προσπάθεια, την παγκόσμια καθιέρωση.
Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε με την 21η Απριλίου. Ο Ντασέν άρπαξε την ευκαιρία και έπεισε τη σύζυγό του να εκδηλωθεί ως αριστερή από το εξωτερικό όπου βρίσκονταν. Έτσι θα κέρδιζε την πλήρη δημοσιότητα παγκοσμίως. Και πράγματι αυτό έγινε.
Μέσα σε λίγα 24ωρα η Μελίνα πείσθηκε να εκδηλωθεί «εναντίον της χούντας». Ήταν ικανοποιημένη γιατί για πρώτη φορά αποκτούσε πολιτική ταυτότητα, πρωτίστως όμως διότι έτσι το όνομά της θα περνούσε στα διεθνή δελτία ειδήσεων. Βέβαια τότε δεν φανταζόταν ότι η δικτατορία θα κρατούσε επτά χρόνια, αφού όλες οι εκτιμήσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια ζωής.
Οπωσδήποτε όμως η αντίστασή της γινόταν εκ του ασφαλούς. Διέθετε σπίτια στη Γαλλία και στην Αμερική, ακόμη και στην Ελβετία, καταθέσεις και εισοδήματα. Και εκείνο που είχε σημασία είναι ότι ενώ μέχρι τότε αγωνιζόταν ο Ντασέν να πείσει έναν δημοσιογράφο να της πάρει μια συνέντευξη για τα επόμενα καλλιτεχνικά σχέδιά της, τώρα μια απλή γραπτή δήλωσή της περί χούντας ήταν αρκετή για να περάσει στα καθημερινά δελτία των διεθνών πρακτορείων. Και αν το ίδιο καθεστώς δεν είχε διαπράξει το λάθος να της αφαιρέσει την ιθαγένεια, ίσως η δημοσιότητα αυτή να μην είχε επιτευχθεί τόσο εύκολα.
Πολλοί Έλληνες, πραγματικοί αντιστασιακοί, που θυσίασαν οικογένειες, εργασίες και φυσικά την ατομική ελευθερία τους για να εκφράσουν ό,τι τότε πίστευαν, έμειναν ανώνυμοι. Μπορεί και να πείνασαν ακόμη με την αγνή προαίρεση να πάρουν μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Είναι γνωστό ότι η «εύκολη» αντίσταση γινόταν στο εξωτερικό, όπου κίνδυνοι για την ατομική ελευθερία δεν υπήρχαν, όλο και κάποια δουλειά βρισκόταν ή στη χειρότερη περίπτωση το προϊόν των εράνων, που συγκέντρωναν τον οβολό των αφελών. Υπάρχουν πολλά γκρίζα σημεία για τους συχνούς εράνους που γίνονταν στο εξωτερικό και των οποίων ποτέ δεν αποδόθηκε λογαριασμός μετά τη Μεταπολίτευση. Συγκεκριμένες αναφορές έχουν γίνει για το ΠΑΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Καναδά ή άλλα στελέχη του στην Αγγλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Ασφαλώς η Μελίνα δεν είχε κανένα λόγο να επωφεληθεί από το προϊόν τέτοιων εράνων και δεν θα το έπραξε. Εκείνη έκανε άλλο. Επωφελούμενη από τη δημοσιότητά της, ανέπτυξε την καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1971, όταν η δικτατορία έκανε το άνοιγμα προς τις αραβικές χώρες, η Μελίνα και ο Ζυλ Ντασσέν έκαναν το δικό τους προς το Ισραήλ. Ανακοίνωσαν μια παραγωγή νέας ταινίας, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ο γιος του μονόφθαλμου στρατηγού του Ισραήλ Μοσέ Νταγιάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html