(ΙΣΟΚΡ 7. Πίστις: §20–76): Η αξιοκρατική επιλογή των αρχόντων κατά το παρελθόν
ΙΣΟΚΡ 7.20–27
[20] Οἱ γὰρ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοικοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην,
οὐδ’ ἣ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας ὥσθ’ ἡγεῖσθαι τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ’ ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ μισοῦσα καὶ κολάζουσα
τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας τοὺς πολίτας ἐποίησεν.
Εκείνοι λοιπόν που είχαν τη διοίκηση της πολιτείας κατά την παλαιότερη εποχή, εγκατέστησαν πολίτευμα που δεν είχε μόνον όνομα προσφιλέστατο σ’ όλους και γλυκύτατο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έδινε την εντύπωση αυτή στους πολιτευομένους και δεν προετοίμαζε τους πολίτας ώστε να θεωρούν την ακολασία δημοκρατία, την παρανομία ελευθερία, την αθυροστομία ισότητα δικαιωμάτων, ούτε τέλος την εξουσία να κάνουν όλα αυτά ευδαιμονία, αλλά πολίτευμα που παρέδιδε στο μίσος και στην τιμωρία τους ανθρώπους αυτού του είδους και που κατώρθωσε με τον τρόπο αυτό να κάμη όλους τους πολίτας καλύτερους και φρονιμώτερους.
[21] Μέγιστον δ’ αὐτοῖς συνεβάλετο πρὸς τὸ καλῶς οἰκεῖν τὴν πόλιν, ὅτι δυοῖν ἰσοτήτοιν νομιζομέναιν εἶναι, καὶ τῆς μὲν ταὐτὸν ἅπασιν ἀπονεμούσης, τῆς δὲ τὸ προσῆκον ἑκάστοις, οὐκ ἠγνόουν τὴν χρησιμωτέραν, ἀλλὰ τὴν μὲν τῶν αὐτῶν ἀξιοῦσαν τοὺς χρηστοὺς καὶ τοὺς πονηροὺς ἀπεδοκίμαζον ὡς οὐ δικαίαν οὖσαν,
Εξαιρετική μάλιστα συμβολή για την καλή διοίκηση της πολιτείας παρείχε το γεγονός ότι, επειδή υπάρχει η δοξασία ότι υπάρχουν δύο είδη ισότητος και ότι η μία απονέμει σ’ όλους τα ίδια δικαιώματα και η άλλη ό,τι πρέπει στον καθένα, δεν αγνοούσαν τη χρησιμώτερη, αλλ’ εκείνην που έδινε τα ίδια δικαιώματα και στους ηθικούς ανθρώπους και στους πονηρούς, την απεδοκίμαζαν, γιατί την εθεωρούσαν άδικη,
[22] τὴν δὲ κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστον τιμῶσαν καὶ κολάζουσαν προῃροῦντο καὶ διὰ ταύτης ᾤκουν τὴν πόλιν, οὐκ ἐξ ἁπάντων τὰς ἀρχὰς κληροῦντες, ἀλλὰ τοὺς βελτίστους καὶ τοὺς ἱκανωτάτους ἐφ’ ἕκαστον τῶν ἔργων προκρίνοντες. τοιούτους γὰρ ἤλπιζον ἔσεσθαι καὶ τοὺς ἄλλους, οἷοί περ ἂν ὦσιν οἱ τῶν πραγμάτων ἐπιστατοῦντες.
ενώ εκείνην που παρείχε δικαιώματα ανάλογα με την αξία του καθενός και ετιμωρούσε πάλι αναλόγως των περιστάσεων, την προτιμούσαν και σύμφωνα μ’ αυτήν ερρύθμιζαν τη διοίκηση της πολιτείας, και δεν εξέλεγαν τους άρχοντας απ’ όλους τους πολίτας ανεξαιρέτως, αλλά για κάθε αξίωμα προέκριναν τον καλύτερο και τον ικανώτερο, γιατί ενόμιζαν ότι και οι άλλοι πολίται θα είναι όμοιοι μ’ εκείνους που αναλαμβάνουν υπεύθυνα τη διοίκηση των πολιτικών πραγμάτων.
[23] Ἔπειτα καὶ δημοτικωτέραν ἐνόμιζον εἶναι ταύτην τὴν κατάστασιν ἢ τὴν διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένην· ἐν μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύσειν καὶ πολλάκις λήψεσθαι τὰς ἀρχὰς τοὺς ὀλιγαρχίας ἐπιθυμοῦντας, ἐν δὲ τῷ προκρίνειν τοὺς ἐπιεικεστάτους τὸν δῆμον ἔσεσθαι κύριον ἑλέσθαι τοὺς ἀγαπῶντας μάλιστα τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν.
Εκτός αυτού ενόμιζαν ότι η εκλογή αυτή των αρχόντων είναι περισσότερο αρεστή στο λαό από την εκλογή που γίνεται διά κλήρου. Γιατί κατά την κλήρωση είναι πολύ ενδεχόμενο να ευνοηθή από την τύχη και να καταλάβη αξίωμα πολιτικό άνθρωπος με τάσεις ολιγαρχικές, ενώ κατά την πρόκριση των ικανωτέρων πολιτών ο λαός θα είναι ο κυρίαρχος να εκλέξη εκείνους που αγαπούν ξεχωριστά το υφιστάμενο καθεστώς.
[24] Αἴτιον δ’ ἦν τοῦ ταῦτα τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν καὶ μὴ περιμαχήτους εἶναι τὰς ἀρχάς, ὅτι μεμαθηκότες ἦσαν ἐργάζεσθαι καὶ φείδεσθαι, καὶ μὴ τῶν μὲν οἰκείων ἀμελεῖν τοῖς δ’ ἀλλοτρίοις ἐπιβουλεύειν, μηδ’ ἐκ τῶν δημοσίων τὰ σφέτερ’ αὐτῶν διοικεῖν, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἑκάστοις ὑπαρχόντων, εἴ ποτε δεήσειε, τοῖς κοινοῖς ἐπαρκεῖν, μηδ’ ἀκριβέστερον εἰδέναι τὰς ἐκ τῶν ἀρχείων προσόδους ἢ τὰς ἐκ τῶν ἰδίων γιγνομένας αὑτοῖς.
Αιτία δε του να είναι αυτά πιο αρεστά στο πλήθος και να μην είναι περιζήτητα τα αξιώματα, ήταν το ότι είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να εργάζωνται με υπολογισμό και να μη παραμελούν τις δικές τους υποθέσεις, ούτε να κάνουν σχέδια εις βάρος των άλλων, ούτε τέλος να τακτοποιούν τις ατομικές τους υποθέσεις εις βάρος του δημοσίου, αλλ’ αντιθέτως από εκείνα που έχει ο καθένας, αν καμμιά φορά χρειασθή, να προσφέρη χάριν των κοινών πραγμάτων και να μην έχουν ακριβέστερη γνώση για τα δημόσια έσοδα παρά για τους δικούς των πόρους.
[25] οὕτω δ’ ἀπείχοντο σφόδρα τῶν τῆς πόλεως, ὥστε χαλεπώτερον ἦν ἐν ἐκείνοις τοῖς χρόνοις εὑρεῖν τοὺς βουλομένους ἄρχειν ἢ νῦν τοὺς μηδὲν δεομένους· οὐ γὰρ ἐμπορίαν, ἀλλὰ λειτουργίαν ἐνόμιζον εἶναι τὴν τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν, οὐδ’ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας ἐσκόπουν ἐλθόντες εἴ τι λῆμμα παραλελοίπασιν οἱ πρότερον ἄρχοντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον εἴ τινος πράγματος κατημελήκασιν τῶν τέλος ἔχειν κατεπειγόντων.
Απέφευγαν δε τόσο πολύ κάθε ανάμιξή τους στην πολιτική, ώστε ήταν δυσκολώτερο να βρη κανείς την εποχή εκείνη αυτούς που είχαν τη διάθεση να γίνουν άρχοντες, παρά σήμερα εκείνους που δεν επιδιώκουν τα αξιώματα. Γιατί δεν εθεωρούσαν εμπορική επιχείρηση αλλ’ υψηλό υπούργημα τη φροντίδα για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων και δεν επρόσεχαν από την πρώτην ημέρα της αναλήψεως της αρχής αν οι προκάτοχοί τους ελησμόνησαν κανένα πλεόνασμα για να το οικειοποιηθούν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο επρόσεχαν αν έδειξαν αδιαφορία για καμμίαν υπόθεση που λόγω της επειγούσης φύσεώς της ήταν ανάγκη να τακτοποιηθή.
[26] Ὡς δὲ συντόμως εἰπεῖν, ἐκεῖνοι διεγνωκότες ἦσαν ὅτι δεῖ τὸν μὲν δῆμον ὥσπερ τύραννον καθιστάναι τὰς ἀρχὰς καὶ κολάζειν τοὺς ἐξαμαρτάνοντας καὶ κρίνειν περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων, τοὺς δὲ σχολὴν ἄγειν δυναμένους καὶ βίον ἱκανὸν κεκτημένους ἐπιμελεῖσθαι τῶν κοινῶν ὥσπερ οἰκέτας, καὶ δικαίους μὲν γενομένους ἐπαινεῖσθαι καὶ στέργειν ταύτῃ τῇ τιμῇ,
Και για να μιλήσω με συντομία, εκείνοι είχαν τη γνώμη ότι πρέπει ο λαός ως τύραννος να διορίζη τους άρχοντας και να τιμωρή εκείνους που παρανομούν και να παίρνη αποφάσεις για τα ζητήματα που αμφισβητούνται, εκείνοι δε που είχαν χρόνο διαθέσιμο και αρκετή περιουσία, είχαν τη γνώμη ότι πρέπει να φροντίζουν, ως υπηρέται, για το συμφέρον των δημοσίων πραγμάτων και, αν αποδειχθούν δίκαιοι, να επαινούνται και να αρκούνται σ’ αυτή την τιμή,
[27] κακῶς δὲ διοικήσαντας μηδεμιᾶς συγγνώμης τυγχάνειν ἀλλὰ ταῖς μεγίσταις ζημίαις περιπίπτειν. καίτοι πῶς ἄν τις εὕροι ταύτης βεβαιοτέραν ἢ δικαιοτέραν δημοκρατίαν, τῆς τοὺς μὲν δυνατωτάτους ἐπὶ τὰς πράξεις καθιστάσης, αὐτῶν δὲ τούτων τὸν δῆμον κύριον ποιούσης;
αν πάλι διοικήσουν κακώς την πολιτεία, να μην ελπίζουν σε καμμιά επιείκεια, αλλ’ αντιθέτως να τιμωρούνται με την αυστηρότερη ποινή. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να βρη κανείς στερεώτερα θεμελιωμένη ή δικαιότερη δημοκρατία από εκείνην, η οποία αναθέτει στους πιο ικανούς πολίτας την υπεύθυνη διαχείριση της εξουσίας, ενώ συγχρόνως επιβάλλει κυρίαρχο το λαό σ’ αυτούς τους ίδιους τους άρχοντες;
Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη–Φαληριώτη. [1939] χ.χ. Ισοκράτης. Λόγοι. ΙΙ, Αρεοπαγιτικός, Ευαγόρας, Ελένη, Πλαταϊκός, Περί του ζεύγους. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
***
[20] Οι διοικούντες δηλαδή (Σόλων και Κλεισθένης) κατ’ εκείνον τον χρόνον την πόλιν, δεν ίδρυσαν πολίτευμα ονομαζόμενον μεν δι’ ονόματος κοινοτάτου και ωραιοτάτου, μη φαινόμενον δε εις την εφαρμογήν τοιούτον εις τους ζώντας κατ’ αυτό, ουδέ ίδρυσαν τοιούτον πολίτευμα το οποίον κατά τέτοιον τρόπον εξεπαίδευε τους πολίτας, ώστε να θεωρούν την μεν ακολασίαν δημοκρατίαν, την δε παρανομίαν ελευθερίαν, την αυθάδειαν ισονομίαν, ευτυχίαν δε την άδειαν του να πράττη καθένας ταύτα, αλλ’ ίδρυσαν πολίτευμα το οποίον με το να μισή και να τιμωρή τους τοιούτους έκαμνεν όλους τους πολίτας καλυτέρους και σωφρονεστέρους.
[21] Πάρα πολύ δε εβοήθησεν αυτούς εις την καλήν διοίκησιν της πόλεως, διότι ενώ εθεωρούντο ότι υπάρχουν δύο ισότητες, και η μία αποδίδει το ίσον εις όλους, η δε άλλη το πρέπον εις έκαστον, δεν ηγνόουν την χρησιμωτέραν ισότητα, αλλ’ απεδοκίμαζον την ισότητα εκείνην, η οποία έκρινε αξίους των ιδίων αμοιβών και τιμών τους φαύλους,
[22] επροτιμούσαν δε εκείνην (την ισότητα) η οποία τιμά και τιμωρεί καθένα σύμφωνα με την αξίαν του, και διά ταύτης διοικούσαν την πόλιν μη εκλέγοντες διά κλήρου τους άρχοντας εξ όλων των πολιτών, αλλά προτιμώντες εις έκαστον έργον τους αρίστους και ικανωτάτους. Διότι ήλπιζον ότι τοιούτοι θα είναι και οι άλλοι πολίται, οποίοι ακριβώς θα είναι και οι κυβερνώντες την πόλιν.
[23] Έπειτα δε εθεώρουν πως η κατά τοιούτον τρόπον εγκατάστασις των αρχόντων είναι περισσότερον συμφέρουσα εις τον λαόν, παρά η γινομένη διά κλήρου· διότι ενόμιζον ότι εις μεν την κλήρωσιν θα βραβεύση (θα κρίνει) η τύχη και πολλάκις θα καταλάβουν τας διαφόρους αρχάς οι επιθυμούντες την ολιγαρχίαν, με το να προτιμώνται δε οι ικανώτατοι, ότι ο λαός είναι κύριος να εκλέξη τους παρά πολύ αγαπώντας το υπάρχον πολίτευμα.
[24] Αίτιον δε του να αρέσουν ταύτα εις τον λαόν και να μη είναι περιζήτητοι αι εξουσίαι, είναι ότι είχον μάθει οι πολίται να εργάζωνται και να μη είναι σπάταλοι, και να μη αμελούν μεν τα ατομικά των συμφέροντα να επιβουλεύωνται δε τα ξένα, αλλά να βοηθούν και το κράτος εκ της ατομικής των περιουσίας, οσάκις παρουσιάζετο ανάγκη, (και δεν είχον μάθει) να γνωρίζουν ακριβέστερον τας εκ του δημοσίου ταμείου προερχομένας προσόδους των, από τας προερχομένας εκ των κτημάτων των.
[25] Τόσον πολύ δε απείχον του να αναλάβουν εξουσίαν τινά, ώστε δυσκολώτερον ήτο κατ’ εκείνους τους χρόνους να εύρη κανείς τους επιθυμούντας να άρχουν παρά τώρα εκείνους, που δεν έχουν ανάγκην να άρχουν· διότι την δημόσιαν υπηρεσίαν δεν την εθεώρουν εμπόριον, αλλά τιμητικόν αξίωμα, ουδέ εσκέπτοντο από της πρώτης ημέρας μόλις ανελάμβανον την εξουσίαν, εάν οι προηγούμενοι άρχοντες έχουν αφήσει κάτι που να τους φέρη κέρδη, αλλά πολύ περισσότερον εσκέπτοντο, εάν οι προηγούμενοι άρχοντες είχαν παραμελήσει καμμίαν υπόθεσιν από εκείνας που έπρεπε επειγόντως να διεκπεραιωθούν.
[26] Εν συντόμω δε, εκείνοι είχον καταλάβει ότι πρέπει ο μεν λαός ως απόλυτος άρχων να διορίζη τους άρχοντας και να τιμωρή τους παραβαίνοντας το καθήκον των, και να κρίνη διά τα αμφισβητούμενα, οι δε έχοντες την ευκαιρίαν και αρκετήν περιουσίαν να φροντίζουν διά την διοίκησιν της πόλεως ως υπηρέται του λαού και να επαινούνται μεν, αν φανούν δίκαιοι, και να είναι ευχαριστημένοι διά ταύτην την τιμήν,
[27] να μη συγχωρούνται δε, αν εκτελούν κακώς το καθήκον των, αλλά να τιμωρούνται αυστηρότατα. Και βέβαια πώς κανείς δύναται να εύρη ασφαλεστέραν και δικαιοτέραν δημοκρατίαν από ταύτην, η οποία διώριζε μεν άρχοντας τους ικανωτάτους, έκαμνε δε τον λαόν απόλυτον κύριον των εκλεγέντων τούτων αρχόντων;
Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. 1949. Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
Πύλη για την Ελληνική γλώσσα
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html