ΟΙ ΔΥΟ ΓΑΜΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΜΕ ΑΝΔΡΕΣ
Πώς ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών νυμφεύτηκε τον ηγούμενο Νικόλαο και το γιό μιας πλούσιας χήρας.
Λάζαρης Γιάννης (http://freeinquiry.gr/pro.php?id=569)
«Ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών «προήχθη από ευτελούς υπηρέτου ενός των μεγιστάνων της Κωνσταντινουπόλεως εις το περίβλεπτον αξίωμα του μονάρχου της Ανατολής. Ίνα αξιωθή τοιαύτης μεταβολής της εαυτού τύχης, ουδέν μέγα ή απλώς γενναίον έπραξεν· απ” εναντίας δεν ανέβη τας κυριωτέρας της κλίμακος εκείνης βαθμίδας ειμή δια πολυειδώς αισχρού εξευτελισμού και δια κακουργίας δεινής.» (Κ. Παπαρρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τ. 5, κεφ. Β΄.)
Ο πρώτος γάμος μεταξύ ανδρών δεν έγινε το 2008 στην Τήλο, αλλά, σύμφωνα με πλείστες ιστορικές μαρτυρίες, τον θ΄ αι. μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Ένας άξεστος ιπποκόμος, φτωχός κι αγράμματος χωριάτης, αλλά όμορφος και με ωραία κορμοστασιά νέος, νυμφεύτηκε τον Νικόλαο, ηγούμενο μοναστηριού και μερικά χρόνια αργότερα έναν άλλο άνδρα, γιό πλούσιας χήρας, τον Ιωάννη. Μέσω αυτών των γάμων απόκτησε διαδυνδέσεις στην Κωνσταντινούπολη και σύντομα έγινε «παρακοιμώμενος» του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Αργότερα, μέσα σε ένα λουτρό αίματος και οργίων κατάφερε να κατακτήσει ο ίδιος το θρόνο. Πρόκειται για τον Βασίλειο Α” τον Μακεδόνα, τον πρώτο αυτοκράτορα της Μακεδονικής -λεγόμενης- δυναστείας.
Οι γάμοι αυτοί του Βασιλείου με άνδρες είναι οι πρώτοι, που τεκμηριώνονται από ιστορικές πηγές, δεν είναι όμως πρωτόγνωροι στη χριστιανική παράδοση. Οι γάμοι μεταξύ ανδρών, ή «ενώσεις», ή «αδελφοποιήσεις», όπως συγκαλλυμένα ενίοτε λέγονται, έχουν πολύ βαθιές ρίζες στο χριστιανισμό ξεκινώντας από τη Βίβλο και φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας (βλ «Άγια ζευγάρια ομοφύλων».)
Ο γάμος του Βασιλείου Α΄ με τον Ιωάννη, όπως μας τον διασώζει στη «Χρονογραφία» του
ο βυζαντινός αξιωματούχος (κουροπαλάτης και μέγας δρουγγάριος της βίγλας), Ιωάννης Σκυλίτζης. Διακρίνονται από αριστερά: Η μητέρα του Ιωάννη, Δανιηλίδα, το ζεύγος των μελλονύμφων Βασίλειος – Ιωάννης, ο ιερέας, που τελεί τον γάμο και πίσω του άλλοι ιερείς, ενώ ανάμεσα στο ζεύγος και στον ιερέα φαίνεται ανηγμένο το Ευαγγέλιο.
Βασίλειος: Ένας γοητευτικός Αρμένιος
Ο Βασίλειος γεννήθηκε κατά το 812 στα περίχωρα της Αδριανούπολης, από μια οικογένεια χριστιανών χωρικών, φτωχών αποίκων, πού οι περιστάσεις τους είχαν ξεριζώσει απ” την πατρίδα τους την Αρμενία και που η τελευταία τους συμφορά, ο θάνατος του πατέρα, τους άφηνε τελειωτικά χωρίς κανένα πόρο. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν, ότι η καταγωγή του ήταν Αρμενο-σλαβική ή καθαρά Σλαβική. Το προσωνύμιο Μακεδών οφείλεται στη βυζαντινή γεωγραφική αντίληψη, κατά την οποία ορισμένα μέρη της Θράκης αποτελούσαν τμήμα της Μακεδονίας. Η Μακεδονική (Ελληνική) δήθεν καταγωγή του Βασιλείου είναι μεταγενέστερο ιστορικό ψεύδος· ούτε ο Βασίλειος, ούτε κανένας άλλος αυτοκράτορας του Βυζαντίου είχε Ελληνική καταγωγή (βλ. «Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας!»).
Νόμισμα του «εν θεώ βασιλέως των ρωμαίων» -όχι των ελλήνων- Βασιλείου· το μεταγενέστερο- δήθεν- «Μακεδών», δεν υπάρχει πουθενά.
Ο Βασίλειος, πού απόμεινε πια το μόνο στήριγμα της μητέρας και των αδελφών του, ήταν τότε εικοσιπέντε με εικοσιέξη χρόνων, ένα ψηλό και γεροδεμένο παλληκάρι, μέ γερά χέρια και στιβαρό κορμί. Πυκνά, σγουρά μαλλιά, πλαισίωναν το ζωηρό του πρόσωπο. Ολότελα αγράμματος, άλλωστε—δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει—ήταν απλά ένας ωραίος νέος. Αυτό στάθηκε αρκετό για να δημιουργήσει τη μεγάλη τύχη του και να φτάσει στο σκοπό του χωρίς δισταγμούς στηριζόμενος όχι μόνον σε γυναίκες, αλλά κυρίως σε ομοφυλόφιλους άνδρες, που γοητεύτηκαν έντονα από την αθλητική του ομορφιά.
Ο πρώτος γάμος του Βασιλείου με τον ηγούμενο
Περί το 840, ρακένδυτος, με ένα ραβδί στο χέρι κι ένα δισάκι στον ώμο έφτασε ο Βασίλειος μιά Κυριακή απόγευμα αναζητώντας την τύχη του στην Κωνσταντινούπολη. Αφανισμένος από την κούραση, κατασκονισμένος κι ενώ κόντευε να νυκτώσει πλάγιασε κάτω από τα προπύλαια της εκκλησίας του Αγίου Διομήδη, που βρήκε μπροστά του, όπου δεν άργησε να αποκοιμηθεί βαθιά, χωρίς καθόλου να προσέξει και όπως έτυχε.
Ο Νικόλαος, ηγούμενος του μοναστηριού, που παράρτημά του ήταν η εκκλησία (σύμφωνα με το Theophanes Continuatus, 5.9, σελ.223, ή προσμονάριος σύμφωνα με τον Συμεών το Λογοθέτη, «Περί Μιχαήλ και Θεοδώρας», 11, εκδ. Μπέκερ, σελ. 656) με έκπληξή του βλέπει τον καλοφτιαγμένο κοιμώμενο νέο. Το πρωί τον ξυπνά, τον προσκαλεί να τον ακολουθήσει και τον καθίζει στο τραπέζι. Του κάνει λουτρό και του δίνει καινούρια ρούχα («λούσας αυτόν και ιμάτιον περιβαλών«), συζούν («ομώροφον είχε και ομοδίαιτον«, «Χρονικό» του Γεωργίου του Μοναχού στον Ίστριν, 2:5) και τελικά η γνωριμία τους πολύ σύντομα καταλήγει σε γάμο· ενώνονται με τελετή στην εκκλησία: «Τη δευτέρα ημέρα απελθών μετ” αυτού εις το λουτρόν ήλλαξεν αυτόν και ελθών εν τη εκκλησία εποίησεν αδελφοποίησιν μετ” αυτού και συνηυφραίνοντο εν αλλήλοις» (Γεωργίου Μοναχού στον Μόραβτσικ, σελ. 120.) Η τελευταία φράση θυμίζει το βιβλικό «και συνευφραίνου μετά γυναικός της νεότητός σου» («Παροιμίαι», 5:18), που αναφέρεται σε σχέση άνδρα – γυναίκας.
Αδελφοποιία και …αδελφές
Η ορολογία, που επισήμως χρησιμοποιεί η Εκκλησία για τους γάμους μεταξύ ανδρών είναι η Αδελφοποιία ή Αδελφοποίηση· ως τέτοια νοείται η με θρησκευτική τελετή -δήθεν πνευματική- ένωση δύο ανδρών, για την οποία γράφτηκε και επίσημη ευχή «εις Αδελφοποιίαν πνευματικήν», που διαβαζόταν από τον ιερέα μπροστά από το Ευαγγέλιο. Η Ακολουθία της Αδελφοποιίας όμως, είναι ολόιδια με την Ακολουθία του –γνωστού ετερόφυλου- Γάμου (ζευγάρι εμπρός από τον ιερέα, Ευαγγέλιο, κεριά, κουμπάρος, συγγενείς κ.τ.λ.).
Τις ίδιες λέξεις (αδελφοποίησις, αδελφοποίητος) χρησιμοποιούν οι ιστορικοί στην περίπτωση της ένωσης στην εκκλησία των Βασιλείου – Νικολάου, όπου δεν υπάρχει καμμία νύξη φυλετικής ή οικογενειακής παραμέτρου για τη σχέση, ούτε για ανταλλαγή αίματος. Δεν έχει στρατιωτική σημασία, ούτε αναφέρονται συνθήκες, που να την προκάλεσαν (π.χ. διάσωση από κίνδυνο, σοβαρή ασθένεια κ.λπ..) Τόσο ο Βασίλειος όσο και ο Νικόλαος είχαν ζώντες αδελφούς με τους οποίους διατηρούσαν τακτικές και στενές επαφές, έτσι η πράξη τους δεν ήταν αποτέλεσμα επιθυμίας να αποκτήσουν αδελφό. Για τον Βασίλειο αναφέρονται τουλάχιστον δύο αδελφοί, οι Βάρδας και Μαριανός, οι οποίοι μάλιστα τον βοήθησαν στην μετέπειτα οργάνωση της δολοφονίας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ο δε Νικόλαος είχε αδελφό ένα γιατρό, ο οποίος -όπως θα δούμε παρακάτω- φρόντισε να έρθει ο Βασίλειος σε επαφή με την αυτοκρατορική αυλή.
Πρόκειται καθαρά για μια προσωπική σχέση, που έγινε για τους προσωπικούς λόγους του καθενός. Ο ηγούμενος ευφραίνετο από τον καλοφτιαγμένο Βασίλειο, ο οποίος, άν δεν είχε βρεί τον ηγούμενο, πιθανόν θα συνέχιζε να κοιμάται στους δρόμους.
Η αγάπη του Θεοφιλίτση για το Βασίλειο
Ο Βασίλειος ζητούσε επίμονα από το Νικόλαο να τον συστήσει σε κάποιον από τους επισήμους, που γνώριζε. Ο αδελφός του ηγούμενου, ένας γιατρός, είδε μια μέρα το Βασίλειο στο μοναστήρι, του φάνηκε πολύ καλοφτιαγμένος και όμορφος και τον σύστησε σ’ έναν πελάτη του, τον Θεόφιλο, περισσότερο γνωστό με το προσωνύμιο Θεοφιλίτσης, συγγενή του κατέχοντα τότε τον τίτλο του Καίσαρα, Βάρδα, και του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄.
Ο Θεοφιλίτσης ήθελε να έχει στην υπηρεσία του ανθρώπους δυνατούς και ψηλόκορμους, που τους έντυνε με θαυμάσιες, ολομέταξες φορεσιές. Του άρεσε να εμφανίζεται στον κόσμο μαζί μ” αυτούς τους γίγαντες που τον συνόδευαν («εις σπουδήν έχον γενναίους άνδρας και ευειδείς και ευήλικας και επ’ανδρία μάλιστα και αρώμη σώματος διαφέροντας«, «Τheophanes Continuatus, 5.9, σελ. 225.) Μόλις ο γιατρός του μίλησε για το Βασίλειο, θέλησε να τον δει, και γοητευμένος απ” το παράστημά του, τον πήρε αμέσως για να φροντίζει τα άλογά του δίνοντάς του το αξίωμα του πρωτοστράτωρα. Ο Θεοφιλίτσης αγαπούσε το Βασίλειο κάθε μέρα και περισσότερο («και ημέραν εξ ημέρας επί πλέον ηγαπάτο παρ” αυτού«.)
Ο δεύτερος γάμος του Βασιλείου με το γιό της πλούσιας χήρας
Ο Βασίλειος, έμεινε αρκετά χρόνια στο σπίτι του Θεοφίλτση και σ” αυτό το διάστημα είχε μια περιπέτεια, που εξασφάλισε οριστικά το μέλλον του. Κάποτε, που ο αφέντης του πήγε με κάποια αποστολή στην Πελοπόννησο, ο Βασίλειος τον συνόδευσε σαν ιπποκόμος του, αλλά στο ταξίδι αρρώστησε και αναγκάσθηκε να σταματήσει στην Πάτρα. Στο ναό του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου γνωρίστηκε με ένα καλόγερο, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με μιά πλούσια ώριμη χήρα, η οποία ήταν ίσως και γιαγιά και ονομαζόταν από το όνομα του ανδρός της Δανιήλ, Δανιηλίδα.
Η περιουσία της Δανιηλίδας ήταν αφάνταστα μεγάλη («πλούτη βασιλικά και όχι απλού ιδιώτη» μας λέει ο χρονογράφος.) Είχε πολλούς δούλους, απέραντα κτήματα, κοπάδια αμέτρητα, εργοστάσια, όπου γυναίκες ύφαιναν για λογαριασμό της υπέροχα μεταξωτά, θαυμάσια χαλιά, και εξαίσια και λεπτά λινά. Το σπίτι της ήταν γεμάτο από πλούσια ασημένια και χρυσά σκεύη. Στα σεντούκια της ήταν στοιβαγμένα λαμπρά φορέματα, οι κασέλες της ξεχείλιζαν από βέργες σε πολύτιμα μέταλλα. Είχε ιδιόκτητο ένα μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, και όπως λέει κάποιος ιστορικός, ήταν πραγματικά «η βασίλισσα του τόπου».
Της Δανιηλίδας της άρεσε η πολυτέλεια και η επίδειξη, της άρεσαν όμως και οι ωραίοι άνδρες. Έτσι κινήθηκε το ενδιαφέρον της για το Βασίλειο, τον οποίο καλοδέχθηκε και τον περιποιήθηκε στο σπίτι της αναπτύσσοντας σύντομα πολύ στενές σχέσεις.
Το γαμήλιο γεύμα. Στη μέση διακρίνεται η μητέρα του Ιωάννη, Δανιηλίς, κι εκατέρωθεν αυτής το ζεύγος των νεονύμφων· αριστερά ο Βασίλειος Α’ και δεξιά ο Ιωάννης. [Οι χαρακτήρες αναγνωρίζονται από τα ονόματα, τα οποία είναι γραμμένα από επάνω τους (Ιωάννου Σκυλίτζη, «Χρονογραφία».)]
Όταν επί τέλους ο Βασίλειος αποφάσισε να φύγει, η Δανιηλίς του έδωσε χρήματα, όμορφες φορεσιές, και τριάντα δούλους για να τον υπηρετούν. Με όλα αυτά ο φτωχός ιπποκόμος έγινε ένας μεγάλος άρχοντας, και μπόρεσε να παρουσιασθεί στον κόσμο και ν” αγοράσει και μερικά κτήματα στη Μακεδονία.
Χρόνια αργότερα, όταν ο Βασίλειος έγινε αυτοκράτορας πήρε τον Ιωάννη κοντά του δίνοντάς του το αξίωμα του πρωτοσπαθαρίου, ενώ τη Δανιηλίδα, όταν τον επισκέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την υποδέχθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας σα βασίλισσα και της παραχώρησε επίσημα τον τίτλο της βασιλομήτορος.
Άλλο γάμο με άνδρα δεν έκανε ο Βασίλειος. Θα ολοκληρώσουμε όμως, εν συντομία την ιστορία της ζωής του, προκειμένου να φανεί ξεκάθαρα, ότι ο αγράμματος Βασίλειος καμμία πνευματική ανησυχία δεν είχε, ώστε να κάνει πνευματικές ενώσεις, όπως παρουσιάζονται εξωραϊσμένα οι γάμοι του με τους άντρες από ορισμένους χριστιανούς ιστορικούς. Παρέμεινε σε όλη του τη ζωή, το ίδιο ανθρώπινο πλάσμα, το πρωτόγονο και άξεστο, με τα σκληρά και βάναυσα ενστικτα και τα βίαια πάθη. Στάθηκε πάντα ένας συμφεροντολόγος, ένας άνθρωπος με ταπεινή ψυχή, χωρίς κανένα ενδοιασμό και καμμιά λεπτότητα, χωρίς τιμή.
Παρακοιμώμενος του αυτοκράτορα
Οταν ο Βασίλειος γύρισε απ” την Πάτρα στην Κωνσταντινούπολη ξαναμπήκε στην υπηρεσία του Θεοφιλίτση, οπότε δύο απρόοπτα περιστατικά τον έφεραν σ’ επαφή με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Ο αυτοκράτορας ήταν Εβραϊκής καταγωγής, ανίκανος, βωμολόχος, διεφθαρμένος και μέθυσος· με αυτό το προσωνύμιο έμεινε γνωστός στην Ιστορία: Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος. Ο Μιχαήλ διασπάθιζε σε γελοία έξοδα το δημόσιο χρήμα. Διοργάνωνε με το επιτελείο του όργια, τα οποία ξεκινούσαν με γελωτοποιούς και μίμους, αλλά κατέληγαν σε ακρωτηριασμούς ανυπόπτων πολιτών, θανατικές εκτελέσεις κ.λπ.. Ο Πατριάρχης Φώτιος εύρισκε πολύ αστείες τις διασκεδάσεις του αυτοκράτορα και πρόθυμα τον συναγωνιζόταν στο τραπέζι πίνοντας περισσότερο κι απ” τον ίδιο.
Σε ένα τέτοιο όργιο ο Βασίλειος πάλαιψε και νίκησε έναν -ανίκητο εως τότε- Βούλγαρο παλαιστή. Λίγες μέρες αργότερα κατάφερε να δαμάσει και ένα ωραιότατο άλογο, που κάποιος επαρχιακός διοικητής είχε στείλει στον Μιχαήλ και κανένας δεν μπορούσε να καβαλήσει. Ο βασιλιάς, ο οποίος αρεσκόταν τόσο στην παρέα γυναικών, όσο και ανδρών, κατάμαγεμένος απέσπασε από τον Θεοφιλίτση αυτό το όμορφο παλληκάρι, που ήταν τόσο καλός ιπποκόμος και τόσο ρωμαλέος παλαιστής, τον κατέταξε στους δικούς του ιπποκόμους και του έδωσε το αξίωμα του πρωτοστράτωρα.
Όταν αργότερα ο Σκύθης ευνούχος παρακοιμώμενος του Μιχαήλ καθαιρέθηκε τη θέση του -ύστερα από πρόταση του Βάρδα- κατέλαβε ο Βασίλειος, τον οποίο άλλωστε ο Μιχαήλ λάτρευε. Δεν κουραζόταν να λέει, πως μόνον αυτός ήταν ένας υπηρέτης πιστός και αφοσιωμένος.
Δακτύλιος του Βασιλείου ως παρακοιμώμενου.
Ο παρακοιμώμενος ήταν αξίωμα στη βασιλική αυλή του Βυζαντίου. Προήλθε από το γεγονός, ότι ο αξιωματούχος αυτός κοιμόταν πρό της θύρας του βασιλικού κοιτώνα. Η άμεση σχέση του παρακοιμώμενου με τον βασιλιά εξηγεί, γιατί έλαβε το αξίωμα αυτό τόση μεγάλη σημασία. Ήταν πολλές περιπτώσεις, που οι παρακοιμώμενοι εκτελούντες καθήκοντα άμεσου βοηθού του βασιλιά για την άσκηση της εξουσίας ήταν αυτοί, που ουσιαστικά κυβερνούσαν το βυζαντινό κράτος.
Τη θέση του παρακοιμώμενου ασκούσαν -για ευνόητους λόγους- ευνούχοι. Στην περίπτωση όμως, του διεφθαρμένου αυτοκράτορα Μιχαήλ η κατάληψη της θέσης του παρακοιμώμενου από τον σφριγηλό ερωτικά και όμορφο Βασίλειο ήταν η πλέον ενδεδειγμένη.
Αίμα, ηδονή, θάνατος
Αργότερα, ο Μιχαήλ πάντρεψε τον ευνοούμενό του με την ερωμένη του, την Ευδοκία Ιγγερίνα, η οποία ήταν πολύ όμορφη και ο Μιχαήλ την είχε αρκετά χρόνια ερωμένη. Την έδωσε -λένε- στο Βασίλειο με τη συμφωνία πως οι σχέσεις Μιχαήλ – Ευδοκίας θα εξακολουθούσαν. Η σύμβαση φαίνεται πως τηρήθηκε τόσο καλά, πού οι αμερόληπτοι χρονογράφοι αναγνωρίζουν τον Μιχαήλ σαν πατέρα τών δύο πρώτων παιδιών του Βασιλείου (Κωνσταντίνου και Λέοντος – μετέπειτα αυτοκράτορα.)
Οι παλατιανοί συγγραφείς πιο διακριτικοί φυσικά, γύρω άπό ένα τόσο λεπτό ζήτημα, προσπάθησαν αντίθετα να εξυμνήσουν, όχι μόνο την ομορφιά και τη χάρη της Ευδοκίας, μα ακόμα και τη σύνεση και την αρετή της. Όμως, κι αυτή ακόμα η επιμονή τους δείχνει πως υπήρχε κάπου ένα νευραλγικό σημείο, κάπως ενοχλητικό για τη Μακεδονική δυναστεία. Μονάχα ο Βασίλειος φαίνεται πως συμβιβάστηκε άκοπα με αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Είχε άλλωστε και τον τρόπο να παρηγορηθεί. Ήταν ερωμένος της Θέκλας, της αδελφής του αυτοκράτορα και ο Μιχαήλ έκλεινε τα μάτια του μπροστά σ” αυτό το σύνδεσμο, όπως και ο Βασίλειος έκλεινε τα δικά του μπροστά στη μοιχεία της γυναίκας του. Έτσι λοιπόν όλοι αυτοί αποτελούσαν την πιο όμορφη οικογένεια, που μπορεί κανείς να φαντασθεί.
Όταν ο Βασίλειος διείδε, ότι ο Καίσαρας Βάρδας αποτελούσε εμπόδιο στις φιλοδοξίες του τον συκοφάντησε στον αυτοκράτορα και τελικά με συνεργό τον γαμπρό του Βάρδα, Συμβάτιο, τον σκότωσε. Το πτώμα του Βάρδα μπροστά στα μάτια του αδιάφορου ή ανίσχυρου αυτοκράτορα κομματιάστηκε, ενώ οι όρχεις του κρεμάστηκαν σε κοντάρι και τους γυρόφερναν για θέαμα. Ο Πατριάρχης Φώτιος, σαν καλός αυλικός, έσπευσε να συγχαρεί τον αυτοκράτορα, που ξέφυγε από τόσο μεγάλους κινδύνους. Ο Βασίλειος ήταν τώρα ο νικητής και ο Μιχαήλ την ημέρα της Πεντηκοστής της 26ης Μαίου 866, τον ανακήρυξε συμβασιλέα.
Η ευγνωμοσύνη δέν ήταν η χαρακτηριστική αρετή του Βασιλείου. Επειδή οι χθεσινοί του συνένοχοι και ιδιαίτερα ο Συμβάτιος του ζητούσαν απαιτητικά το μερίδιο τους από την εξουσία και τις τιμές, αφού τώρα πια του ήταν άχρηστοι τους έδιωξε χωρίς κανέναν ενδοιασμό και όταν οι δυσαρεστημένοι εστασίασαν, ο Βασίλειος τιμώρησε αυστηρά την ανταρσία τους. Τους έβγαλε τα μάτια και αφού έκοψε το δεξί χέρι του Συμβάτιου και τη μύτη ενός άλλου συνεργάτη του, τους εξόρισε.
Ο Μιχαήλ, που συνέχισε τα μεθύσια και τις διασκεδάσεις και «ξόδευε τους θησαυρούς του Κράτους σκορπίζοντας το χρήμα με το φτυάρι με κίναιδους, οργανοπαίκτες, χορεύτριες κι ένα πλήθος από ακόλαστους ανθρώπους», ήταν τώρα το τελευταίο εμπόδιο, που είχε απομείνει στον Βασίλειο στην προσπάθειά του για αναρρίχηση στον αυτοκρατορικό θρόνο. Έτσι, στις 23 Σεπτεμβρίου του 867, ύστερα από ένα ακόμα μεθύσι του Μιχαήλ σε δείπνο στό παλάτι του Αγίου Μάμαντα ο Βασίλειος με τους συνεργάτες του δολοφονούν τον Μιχαήλ· πρώτα του κόβουν και τα δύο χέρια κι ύστερα τον ξεκοιλιάζουν χύνοντας τα εντόσθιά του στο πάτωμα.
Παραμερίζοντας όλα τα εμπόδια που τον χώριζαν από τό θρόνο, ο Βασίλειος ήταν αυτοκράτορας. Πρώτη του φροντίδα ήταν να εγκαταστήσει στα διαμερίσματα της νόμιμης αυτοκράτειρας τη γυναίκα του, την Ευδοκία Ιγγερινή, που ως την τελευταία στιγμή ήταν η ερωμένη του Μιχαήλ Γ΄, αν και είχε δώσει το λόγο του στη Θέκλα. Λίγα χρόνια αργότερα, απόκτησε μάλιστα απ’ αυτήν ένα γιό, που ήταν το πρώτο νόμιμο παιδί του, και ύστερα, άλλες τέσσερες θυγατέρες (τις έβαλε σε μοναστήρι, προκειμένου να τις αποκαταστήσει.) Βλέπουμε πώς την ψυχή του Αρμένιου χωριάτη, που είχε μείνει χυδαία, στο βάθος της δεν τη δυσκόλευαν τέτοιες μάταιες λεπτότητες.
Ο Βασίλειος πέθανε το 886 σε ηλικία εβδομηντατεσσάρων ετών κατά τη διάρκεια κυνηγιού. Είναι πολύ πιθανόν να δολοφονήθηκε, όπως ο Βάρδας κι ο Μιχαήλ, κι αυτός από συνωμοσία (βλ. σχετική μελέτη του Vogt: “La jeunesse de Leon VI”, στη “Revue Historique”, τ. 174, 1934) αν και βυζαντινές πηγές ισχυρίζονται, ότι σκοτώθηκε από τα κέρατα ελαφιού (Λέων Γραμματικός, 262.)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών.
Κ. Παπαρρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους».
Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας».
Κ. Σάθα, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη».
Ι. Σκυλίτζη, «Χρονογραφία», εκδ. «Μίλητος», Αθήνα.
Βασίλιεφ, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453», εκδ. «Μπεργαδή».
Καρόλου Ντίλ, «Βυζαντινές μορφές», εκδ. «Μπεργαδή», Αθήνα, 1969.
Τζών Μπόσγουελ, «Γάμοι μεταξύ ανδρών», εκδ. «Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα, 2004.
Εγκυκλοπαίδειες «Ήλιος», «Πάπυρος Λαρούς».
|
πισωγλεντηδες οι πτωματολατρες-κριστιανοι
ΑπάντησηΔιαγραφή