Την άνοιξη του 326 π.Χ. ο Αλέξανδρος διέβη τον Ινδό ποταμό βαδίζοντας προς τα ενδότερα της Ινδίας. Tότε ο ισχυρός βασιλιάς της Ινδίας Πώρος θέλησε να του σταματήσει την προέλαση. Προς τούτο συγκέντρωσε μεγάλη στρατιωτική δύναμη με πολλούς ελέφαντες στις όχθες του Υδάσπη ποταμού (σημερινού Τζέλουμ) προκειμένου να εμποδίσει τη διάβαση του ποταμού από τον Αλέξανδρο. Ο μεγαλοφυής Μακεδόνας όμως με έξυπνα στρατηγήματα διέβη τον
ποταμό και στη μάχη που συνήφθη στις όχθες του (Ιούλιος του 326 π.Χ.) νίκησε κατά κράτος τις δυνάμεις του Πώρου, καταγάγοντας μία από τις ενδοξότερες και δυσκολότερες νίκες του.
Την άνοιξη του 326 π.Χ. ο Αλέξανδρος με τη στρατιά του έφθασε στον Ινδό ποταμό. Προτού επιχειρήσει τη διάβαση του μεγάλου αυτού ποταμού ξεκούρασε, όπως αναφέρει ο ιστορικός Διόδωρος, τον στρατό του επί έναν μήνα και τέλεσε μεγαλοπρεπείς θυσίες στους θεούς, ενώ οργάνωσε γυμνικούς και ιππικούς αγώνες δίπλα στον ποταμό. Οι οιωνοί ήταν αίσιοι για τη διάβαση, που ξεκίνησε το πρωί μιας ημέρας της άνοιξης του 326 π,Χ και πραγματοποιήθηκε χωρίς δυσκολία χάρη αφ’ ενός στην έτοιμη μεγάλη γέφυρα που είχαν κατασκευάσει με ζεύξη λέμβων ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας, οι οποίοι είχαν ναυπηγήσει και πολλά μικρά πλοία και τριακοντόρους (πλοία με τριάκοντα κουπιά), και αφ’ ετέρου στο γεγονός ότι την απέναντι όχθη δεν την υπερασπίζονταν εχθροί, καθώς αποτελούσε το σύνορο των εδαφών του φίλου και συμμάχου Ταξίλη. Ο Αλέξανδρος μετά τη διάβάση του Ινδού προχώρησε και έφθασε στα Τάξιλα που βρίσκονταν σε απόσταση 40 χιλιομέτρων περίπου από τον ποταμό.
Ο Αλέξανδρος στα Τάξιλα
Ο βασιλιάς των Ταξίλων Ταξίλης του επεφύλαξε μεγαλοπρεπή υποδοχή: τον καλωσόρισε έξω από την πόλη με όλη τη στρατιωτική του δύναμη παραταγμένη και με τους ελέφαντες του, παραδίδοντας τον εαυτό του και τη δύναμη του στον Μακεδόνα βασιλιά. Ο Αλέξανδρος, ευχαριστημένος από την υποδοχή αυτήν του δήλωσε ότι θα εξακολουθήσει να είναι βασιλιάς της χώρας του και έκτοτε του συμπεριφέρθηκε πάντοτε ως φίλος και σύμμαχος.
Τα Τάξιλα, που ο Αρριανός τα χαρακτηρίζει «πόλιν μεγάλην και ευδαίμονα, την μεγίστην των μεταξύ Ινδού ποταμού και Υδάσπου», ήταν πραγματικά πολυάνθρωπη και πλούσια εμπορική πόλη, αλλά και ένα από τα μεγάλα κέντρα του Βραχμανισμού. Εκεί οι Μακεδόνες, που έβλεπαν για πρώτη φορά τόσο μεγάλη Iνδική πόλη, ήλθαν σε επαφή με τον ιδιότυπο ινδικό πολιτισμό.
Στα Τάξιλα ο Αλέξανδρος, προετοιμάζοντας την εισβολή στην ΠενταποταμΙα, πραγματοποίησε ορισμένες μεταβολές στον στρατό….εκτός των άλλων, τοποθέτησε ίππαρχο τον Κοίνο, προάγοντας τον, και ανέθεσε τη διοίκηση της τάξης των πεζεταίρων, στον γιο του Αντιγένη. Ενημερώθηκε, επιπλέον, από τον Ταξίλη για την κατάσταση των γειτονικών περιοχών και για τις διαθέσεις των ηγεμόνων τους απέναντι του……………για τον Πώρο, βασιλιά της χώρας μεταξύ των ποταμών Υδάσπη και Ακεσίνη και τον μυστικό σύμμαχο του Αβισάρη, βασιλιά των ορεινών προς Βορράν περιοχών. Τότε μάλιστα έφθασαν αντιπροσωπείες από τις πλησίον χώρες με πλούσια δώρα, για να δηλώσουν την υποταγή τους στον Αλέξανδρο, τον ακατανίκητο νέο Μεγάλο Βασιλέα, που είχε συντρίψει τις δυνάμεις των Περσών και είχε κατακτήσει το απέραντο κράτος τους. Ο Αβισάρης δεν έφθασε ο ίδιος, αλλά έστειλε ως πρέσβεις τον αδελφό του και άλλους αξιωματούχους με δώρα, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να καλύψει τις αληθινές προθέσεις του.
Αντίθετα με τη στάση των περισσοτέρων από τους ηγεμόνες της περιοχής, ο Πώρος, βασιλιάς με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και υψηλό φρόνημα, αποφάσισε να αντισταθεί παρότι έβλεπε τη γενική διάθεση για συνθηκολόγηση. Διεμήνυσε με σθένος στον Αλέξανδρο, που τον είχε καλέσει να έλθει να τον συναντήσει στα Τάξιλα, ότι θα τον συναντούσε, αλλά με τα όπλα, στα σύνορα του κράτους του, στον ποταμό Υδάσπη. Ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε αμέσως ότι είχε να αντιμετωπίσει έναν σοβαρό αντίπαλο.
Εν τω μεταξύ ο Ταξίλης παραχώρησε και άλλους 56 ελέφαντες στον Αλέξανδρο και εκείνος, σε ανταπόδοση των πλούσιων δώρων του (ο Ταξίλης είχε ήδη δωρίσει στον Αλέξανδρο 200 τάλαντα αργύρου, 3.000 βόδια, 10.000 πρόβατα και 30 ελέφαντες και επιπλέον 700 ιππείς) και των μεγάλων δαπανών του για τη συντήρηση του στρατού κατά την παραμονή του στα Τάξιλα, του πρόσφερε -σύμφωνα με τον Πλούταρχο (βίος του Αλεξάνδρου 59)- ως δώρο το υπέρογκο ποσό των 1.000 ταλάντων χρυσού. Μάλιστα, για να ενισχύσει περισσότερο και να στερεώσει τους φιλικούς δεσμούς με τον Ταξίλη, προσέθεσε στο κράτος του τις περιοχές γειτονικών λαών. Ωστόσο το κράτος του Ταξίλη δεν θα ήταν ανεξάρτητο. Ο Αλέξανδρος όρισε σατράπη των εδαφών ανατολικά του Ινδού τον Φίλιππο τον Μαχάτα και εγκατέστησε φρουρά στα Τάξιλα, όπου άφησε και τους στρατιώτες που ήταν ασθενείς. Η σατραπεία αυτή ήταν η τελευταία που ίδρυσε προς Ανατολάς. Επειδή κατά τη συνέχιση της προέλασης θα έπρεπε ο Αλέξανδρος να περάσει τον μεγάλο ποταμό Υδάσπη, που την απέναντι όχθη του, όπως πληροφορήθηκε, κατείχε ήδη ο Πώρος με όλο τον στρατό του, αποφασισμένος να εμποδίσει τη διάβαση, έστειλε τον Κοινό, τον γιο του Πολεμοκράτη, πίσω στον Ινδό ποταμό, με την εντολή τα πλοία που ήταν εκεί, αφού τα αποσυναρμολογήσει, να τα μεταφέρει στον Υδάσπη. Ο Κοίνος μετέφερε πραγματικά με άμαξες τα μικρά πλοία χωρισμένα σε δύο κομμάτια και τις τριακοντόρους σε τρία ως τις όχθες του Υδάσπη. Εκεί τα πλοία συναρμολογήθηκαν και πάλι και ρίφθηκαν στον ποταμό, γράφει ο Αρριανός.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, θέλοντας να προλάβει τις μεγάλες θερινές βροχές και την ενδεχόμενη άφιξη ενισχύσεων στον Πώρο από τον Αβισάρη, αφού τέλεσε τις καθιερωμένες θυσίες στους θεούς και οργάνωσε γυμνικούς και ιππικούς αγώνες, ξεκίνησε από τα Τάξιλα, τον Μάιο ή στις αρχές Ιουνίου του 326 π.Χ., με τις δικές του δυνάμεις και με 5.000 Ινδούς, που οδηγούσαν ο Ταξίλης και άλλοι ύπαρχοι της περιοχής.
Ο Αλέξανδρος στον Υδάσπη – Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Οι αρχαίες πηγές δεν παρέχουν επαρκή στοιχεία για τη διαδρομή που ακολούθησε ο Αλέξανδρος. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, προχώρησε προς νότον, ως πέρα από τo σημερινό Τσάκουαλ, στράφηκε έπειτα προς Ανατολάς και νοτιανατολικά, προσπέρασε τα Άρα και έφθασε στο πέρασμα Ναντάνα, όπου δύναμη Ινδών με αρχηγό τον ανιψιο του Πώρου, Σπιτάκη, επιχείρησε να εμποδίσει τη διάβαση. Ο Αλέξανδρος όμως με κατάλληλη διάταξη του ιππικού, που διευκόλυνε ελιγμό του μέσα στο πέρασμα, πέτυχε να τρέψει τους Ινδούς σε άτακτη φυγή, προκαλώντας τους βαριές απώλειες, ιδίως στην πολύ στενή έξοδο του. Πέρασε έτσι από το σημείο αυτό και συνεχίζοντας την πορεία του νοτιοδυτικά έφθασε στον Υδάσπη, στη θέση του σημερινού χωριού Χαρανπούρ. Εκεί, κοντά στον ποταμό, στρατοπέδευσε.
Στην απέναντι όχθη ήταν ο Πώρος με την κύρια δύναμη της στρατιάς του και με το «στίφος» των ελεφάντων. Στο σημείο που είχε δει ότι στρατοπέδευσε ο Αλέξανδρος έμεινε ο ίδιος να φρουρεί το πέρασμα. Σε άλλα σημεία του ποταμού, όπου υπήρχαν «πόροι», έστειλε άλλα τμήματα να εμποδίσουν τη διάβαση των Μακεδόνων. Η στρατιά του Πώρου ήταν ισχυρότατη, με κύριο χαρακτηριστικό της τον μεγάλο αριθμό αρμάτων και κυρίως ελεφάντων, που αποτελούσαν βασικά στηρίγματα της παράταξης της. Με πύργους τειχών τους παρομοιάζουν ο Διόδωρος και ο Πολύαινος.
Για τη δύναμη της στρατιάς του παρέχονται διαφορετικές εκτιμήσεις από τον Αρριανό, τον Διόδωρο, τον Κούρτιο και τον Πλούταρχο. Σύμφωνα με τον Αρριανό, που φαίνεται να βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, ήταν 30.000 πεζοί, 4.000 ιππείς, 300 άρματα, 200 ελέφαντες και επίσης μικρά τμήματα που είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της όχθης του ποταμού και στο αρχικό στρατόπεδο, όταν ξεκίνησε ο Πώρος για τη Μάχη. Από τους άλλους συγγραφείς, ο μεν Διόδωρος αναφέρει δύναμη 50.000 πεζών, 3.000 ιτπτέων, 1.000 αρμάτων και 130 ελεφάντων, ο δε Πλούταρχος 20.000 πεζών και 2.000 ιππέων (Αλέξανδρος, 62) και ο Κούρτιος 30.000 πεζών, 300 αρμάτων και 85 ελεφάντων. Η αριθμητική δύναμη, εξάλλου, των μάχιμων τμημάτων του στρατού του Αλεξάνδρου, που είχαν φθάσει στον Υδάσπη, ήταν σύμφωνα με υπολογισμό νεότερου ιστορικού· κατά προσέγγιση 23.000 πεζοί και 8.500 ιππείς. Ο στρατός του Αλεξάνδρου δηλαδή μειονεκτούσε ως προς τον συνολικό αριθμό αλλά υπερείχε ως προς τους ιππείς. Ο Αλέξανδρος ήταν βέβαιος ότι θα νικούσε τον στρατό του Πώρου, αν θα συγκρουόταν μαζί του σε κανονική μάχη, οπότε θα μπορούσε ιδίως να αξιοποιήσει την υπεροχή του στο ιππικό. Έτσι, το κύριο πρόβλημα του ήταν πώς θα κατόρθωνε, υπερπηδώντας το εμπόδιο του ποταμού, να περάσει τον στρατό του στην απέναντι όχθη και κατά τρόπον που θα του παρείχε τη δυνατότητα να τον παρατάξει αμέσως, για να δώσει κανονική μάχη. Γνώριζε όμως ότι η διάβαση τόσο μεγάλου ποταμού, με ισχυρότατες εχθρικές δυνάμεις παραταγμένες στην απέναντι όχθη, ήταν επιχείρηση εξαιρετικά δύσκολη, και μάλιστα σε εποχή που είχαν αρχίσει οι θερινές βροχές, ενώ έλιωναν συγχρόνως τα χιόνια στα βουνά (στον Καύκασο όπως αναφέρει ο Αρριανός) και έτσι ο ποταμός είχε πολύ νερό και ρεύμα ορμητικό. Γι’ αυτό και δεν έδειξε σπουδή, αλλά προετοίμασε με προσοχή και υπομονή την όλη ενέργεια της διάβασης εφαρμόζοντας σειρά από στρατηγήματα.
Προκειμένου να κρατάει σε αμφιβολία ως προς τις προθέσεις του τον αντίπαλο και να τον εκνευρίζει ο Αλέξανδρος μετακινούσε συνεχώς τμήματα του στρατού του προς πολλές κατευθύνσεις, ενώ συγχρόνως ερευνούσε σε ποιο σημείο θα ήταν ο ποταμός ευκολότερα διαβατός. Άλλοτε πάλι διέτασσε να παραπλέουν τα πλοία στις όχθες, να γεμίζονται με ξηρό χόρτο οι διφθέρες (οι πέτσινοι σάκοι δηλαδή που χρησίμευαν για να διαπλέονται οι ποταμοί), και συγχρόνως να συγκεντρώνονται στην όχθη αλλού πεζοί αλλού ιππείς, ώστε να φαίνεται ότι προετοιμάζει τη διάβαση και έτσι δεν άφηνε ήσυχο τον Πώρο. Παράλληλα συγκέντρωνε τρόφιμα στο στρατόπεδο του, ώστε να δίνει την εντύπωση στον Ινδό βασιλιά ότι είχε αποφασίσει να παραμείνει σης θέσεις του στην όχθη ως τον χειμώνα, οπότε το νερό περιορίζεται και ο Υδάσπης γίνεται διαβατός.
Αλλά ο Πώρος, άξιος πολεμικός ηγέτης, δεν χαλάρωνε την επαγρύπνηση του στην όχθη. Εφόσον όμως παρέμενε στην αντίπερα όχθη με τις δυνάμεις του σε ετοιμότητα, ήταν αδύνατο να επιτύχει προσπάθεια διάβασης στο σημείο εκείνο. Θα χρησιμοποιούσε βέβαια για τη διάβαση ο Αλέξανδρος τα πλωτά μέσα που διέθετε. Αλλά δεν μπορούσε να υποστηρίξει την απόβαση του στρατού στην αντικρινή εχθρική όχθη με ρίψεις βελών από καταπέλτες, που θα τοποθετούσε στη δική του όχθη, επειδή το πλάτος του Υδάσπη (800 μέτρα στο σημείο εκείνο) υπερέβαινε κατά πολύ το βεληνεκές των καταπελτών. Άλλωστε, ακόμη και αν κατόρθωνε, χωρίς προστασία από τα βέλη των καταπελτών, να εγκαταστήσει προσωρινά στην απέναντι όχθη ορισμένα ασθενή προγεφυρώματα, το πιθανότερο ήταν να τα εξουδετέρωνε κατά τη γένεση τους ο εχθρός, καθώς διέθετε ισχυρότατη δύναμη κρούσεως με τα άρματα και ιδίως με τους ελέφαντες. Η κυριότερη όμως δυσκολία για τον Αλέξανδρο ήταν ότι δεν θα μπορούσε να αποβιβάσει το ιππικό, εξαιτίας του φόβου που προκαλούσαν στους ίππους η όψη και οι κραυγές των ελεφάντων. Ήταν ενδεχόμενο οι ίπποι όχι μόνο να μην αποβιβασθούν στην εχθρική ακτή, αλλά και όταν ακόμη πλησίαζαν σε αυτήν, αντικρίζοντας τους ελέφαντες, θα αφήνιαζαν και θα πηδούσαν από τις διφθέρες, που θα τους μετέφεραν, μέσα στον ποταμό.
Η διάβαση του Υδάσπη
Έτσι, ο Αλέξανδρος αποφάσισε, όπως γράφει ο Αρριανός, να ενεργήσει κρυφά σε άλλο σημείο, αφρούρητο, την διάβαση. Για τον σκοπό αυτόν άρχισε να μετακινεί στη διάρκεια της νύχτας σε διαφορετικά κάθε φορά σημεία της όχθης τους περισσότερους ιππείς του βάζοντας τους να φωνάζουν, να αλαλάζουν στον Ενυάλιο Άρη και να προκαλούν τεχνητή φασαρία σαν να ήταν έτοιμοι να περάσουν. Ο Πώρος μετακινούσε αμέσως και αυτός αντίστοιχα τους ελέφαντες στη δική του όχθη προς το σημείο που ακούγονταν οι ήχοι. Όταν όμως, ύστερα από αρκετές νύχτες, διαπίστωσε ότι συνεχίζονταν οι ήχοι, αλλά δεν επακολουθούσε προσπάθεια διάβασης, έπαυσε να μετακινεί τους ελέφαντες και εγκατέστησε μόνο σκοπούς σε πολλά σημεία της όχθης. Ο Αλέξανδρος τότε, αφού πέτυχε έτσι να καθησυχάσει τον Πώρο, έκρινε ότι είχε φθάσει η ώρα να επιχειρήσει τη διάβαση. Ως κατάλληλο σημείο γι’ αυτήν είχε προσδιορίσει μια θέση στην όχθη, σε απόσταση 150 περίπου σταδίων (30 χιλιομέτρων) από το στρατόπεδο, όπως αναφέρει ο Αρριανός. Εκεί ένα δασώδες ακρωτήριο που προεξείχε προς τον ποταμό και απέναντί του ένα νησί επίσης δασώδες και έρημο παρείχαν τη δυνατότητα ώστε να αποκρυβεί η διάβαση. Το σημείο αυτό της διάβασης τοποθετείται, κατά την πιθανότερη εκδοχή, στο σημερινό Τζαλαλπούρ, 28 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Χαρανπούρ, όπου ήταν το στρατόπεδο.
Εν τω μεταξύ ο Αλέξανδρος εγκατέστησε φυλάκια κατά μήκος της όχθης σε συμμετρική απόσταση το ένα από το άλλο, ώστε οι σκοποί να βλέπονται μεταξύ τους και να ακούν εύκολα τις διαταγές που διαβιβάζονταν Αφού συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του, διαίρεσε τον στρατό σε τρία μεγάλα τμήματα μοιράζοντας τις αποστολές, σύμφωνα με το σχέδιο της διάβασης, το οποίο είχε ως βασικό χαρακτηριστικό την προσπάθεια για την απόκρυψη της και την παραπλάνηση του εχθρού. Στο κύριο στρατόπεδο, όπου οι προπαρασκευές για τη διάβαση γίνονταν φανερά έμεινε ο Κρατερός με την ιππαρχία του, τους ιππείς από την Αραχωσία και τους Παραπαμισάδες, τις τάξεις της φάλαγγας του Αλκέτα και του Πολυπέρχοντος και τις 5.000 τους συμμάχους Ινδούς, με συνολική δύναμη που υπολογίζεται σε περίπου 3.000 ιππείς και 8.000 πεζούς. Ο Κρατερός είχε διαταγή να μην επιχειρήσει διάβαση του ποταμού, εφόσον και μέρος από τους ελέφαντες θα παρέμενε στην απέναντι όχθη, και μόνο όταν ο Πώρος θα εγκατέλειπε τη θέση του με όλους τους ελέφαντες για να κινηθεί εναντίον του Αλεξάνδρου, να περάσει τον ποταμό, έστω και αν μέρος των δυνάμεων του εχθρού παρέμενε στις θέσεις του. Όπως είπε ο Αλέξανδρος στον Κρατερό: «Αν ο Πώρος οδηγήσει εναντίον μου μόνον ένα κομμάτι της στρατιάς του και αφήσει την υπόλοιπη στο στρατόπεδο, εσύ θα μείνεις εκεί που είσαι. Αν όμως πάρει όλους τους ελέφαντες και αφήσει ένα τμήμα της στρατιάς στο στρατόπεδο, να περάσεις γρήγορα. Μόνον οι ελέφαντες μπορεί να εμποδίσουν τα άλογα να βγουν από το ποτάμι, η υπόλοιπη στρατιά δεν μας πειράζει» (Αρριανός).
Στο μέσον της απόστασης, ανάμεσα στο στρατόπεδο όπου παρέμενε ο Κρατερός και στο σημείο που θα επιχειρούσε τη διάβαση ο Αλέξανδρος, είχαν τοποθετηθεί ο Μελέαγρος, ο Άτταλος και ο Γοργίας με τις τάξεις τους και με τους μισθοφόρους ιππείς και πεζούς, με συνολική δύναμη 5.000 πεζών και 500 ιππέων περίπου. Είχαν διαταγή να περάσουν τον ποταμό, όταν θα έβλεπαν ότι οι Ινδοί είχαν εμπλακεί σε μάχη.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με το άγημα των εταίρων, τις ιππαρχίες του Ηφαιστίωνος, του Περδίκκα, του Δημητρίου και του Κοίνου, τους Βάκτριους, τους Σογδιανούς και τους Σκύθες ιππείς, τους Δάες ιπποτοξότες, τους υπασπιστές, τις τάξεις της φάλαγγας του Κλείτου και του Αντιγένους, τους Αγριάνες, τους τοξότες και τους ακοντιστές, με συνολική δύναμη δηλαδή που υπολογίζεται σε 5.000 ιππείς και 10.000 πεζούς περίπου, ξεκίνησε, όταν νύχτωσε, και, ακολουθώντας μια διαδρομή μακριά από την όχθη, ώστε να μη γίνει αντιληπτή η κίνηση του από τον εχθρό, κατευθύνθηκε προς το καθορισμένο σημείο της διάβασης. Εκεί, μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, όπως γράφει ο Πλούταρχος, συμπληρώθηκαν οι προετοιμασίες: οι διφθέρες, που είχαν μεταφερθεί από καιρό, γεμίσθηκαν με «κάρφη», δηλαδή ξερό χόρτο, και ράφτηκαν προσεκτικά, ώστε να είναι έτοιμες να ριχθούν στον ποταμό. Τα πλοία, που είχαν και αυτά μεταφερθεί, τα περισσότερα σε κομμάτια, και «συμπεπηγμένα» πάλι είχαν κρυφθεί, προωθήθηκαν στην όχθη. Εν τω μεταξύ, καταρρακτώδης βροχή με βροντές κάλυψε εντελώς τους ήχους από τις κλαγγές των όπλων και από τα παραγγέλματα και συνέβαλε σημαντικά στην απόκρυψη της προετοιμασίας της διάβασης. Την αυγή κόπασαν η βροχή και ο άνεμος. Τότε επιβιβάσθηκαν το ιππικό στις σχεδίες από διφθέρες και οι πεζοί στα πλοιάρια. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με τους Πτολεμαίο Λάγου, Περδίκκα και Λυσίμαχο, με τον Σέλευκο από τους εταίρους και με ορισμένους υπασπιστές επιβιβάσθηκε σε τριακόντορο, ενώ οι υπόλοιποι υπασπιστές επιβιβάσθηκαν σε άλλες τριακοντόρους.
Στην πρώτη φάση της μάχης ο Αλέξανδρος πέτυχε την εξουδετέρωση του εχθρικού ιππικού, πρώτα με επιτυχή επιθετικό ελιγμό προς τα δεξιά τμημάτων του ιππικού του, που παρέσυρε τον εχθρό μακριά από τους ελέφαντες, και αμέσως ύστερα με κυκλωτική κίνηση δύο ιππαρχιών υπό τον Κοίνο. Επακολούθησε, κατά τη δεύτερη φάση της μάχης, επίθεση του πεζικού του Αλεξάνδρου εναντίον των ελεφάντων, αλλά και του ιππικού του σε άλλα σημεία, με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των ελεφάντων, την εξόντωση του εχθρικού ιππικού και την τροπή σε φυγή ολόκληρης της εχθρικής παράταξης. Προς το τέλος της μάχης έλαβαν μέρος και οι εφεδρικές δυνάμεις του Μελεάγρου και του Κρατερού.
Έτσι, κατά τις πρωινές ώρες μιας ημέρας του Ιουλίου του 326 π.Χ. ξεκίνησε ο Αλέξανδρος τη διάβαση του Υδάσπη με πολυάριθμα πλοιάρια και διφθέρες, που προχώρησαν, ακολουθώντας τον δεξιό βραχίονα του ποταμού και το ρεύμα του, προς την κατεύθυνση του νησιού που χρησίμευε και ως κάλυψη, ώστε να μην αντιληφθούν οι σκοποί του Πώρου την κίνηση, προτού τα πρώτα πλοία προσπεράσουν το νησί, οπότε και θα απέμενε λίγο διάστημα ως την απέναντι όχθη.
Πραγματικά, όταν τα πρώτα πλοία προσπέρασαν την άκρη της νήσου, οι σκοποί του εχθρού τα είδαν και έσπευσαν έφιπποι να ειδοποιήσουν τον Πώρο. Εν τω μεταξύ τα πλοία και οι διφθέρες που, προσπερνώντας τη νήσο, είχαν συναντήσει τον αριστερό βραχίονα του ποταμού, στράφηκαν προς την απέναντι ξηρά και μόλις έφθασαν σε αυτήν κατέβηκε πρώτος ο Αλέξανδρος και άρχισε αμέσως να συντάσσει τους ιππείς οι οποίοι όπως είχε διατάξει, αποβιβάζονταν πριν από τους πεζούς. Με τους ιππείς συνταγμένους κανονικά, προχώρησε προς τα εμπρός, αλλά γρήγορα διαπίστωσε ότι η στεριά, όπου είχαν αποβιβασθεί, ήταν νησί, μεγάλο μάλιστα και ότι τα νερά του ποταμού ανάμεσα σε αυτό και στην απέναντι όχθη είχαν αυξηθεί έπειτα από τη νυχτερινή βροχή. Το απρόοπτο αυτό, που σήμαινε καθυστέρηση της απόβασης στην κανονική όχθη του ποταμού, υπήρχε κίνδυνος να ανατρέψει το σχέδιο του Αλεξάνδρου για τη μάχη, καθώς βασικό στοιχείο του αποτελούσε ο χρόνος, στηριζόταν δηλαδή στην έγκαιρη πραγματοποίηση της απόβασης και της παράταξης του στρατού, προτού ο εχθρός μετακινηθεί από το στρατόπεδο του και φθάσει στο σημείο της απόβασης. Ο Αλέξανδρος δεν έχασε την ψυχραιμία του, αλλά φρόντισε αμέσως για τη γρήγορη εξεύρεση «πόρου» και, μόλις βρέθηκε, έδωσε διαταγή να περάσουν εσπευσμένα από τον πόρο αυτόν άνδρες και ίπποι, μολονότι το νερό έφθανε ως το στήθος («υπέρ τους μαστούς») των ανδρών και μόλις προεξείχαν τα κεφάλια των ίππων. Τα τμήματα άρχισαν να περνούν όσο ταχύτερα μπορούσαν, και ο Αλέξανδρος τα παρέτασσε αμέσως στην όχθη, για να προστατεύσουν τη διάβαση των υπολοίπων από τυχόν εχθρική επίθεση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από τα πρώτα τμήματα, που πέρασαν, παρέταξε ο Αλέξανδρος στο δεξιό κέρας τους ιππείς και στο αριστερό τους υπασπιστές, στα δύο άκρα της παράταξης τους τοξότες, τους Αγριάνες και τους ακοντιστές, και εμπρός από όλες τις μονάδες του ιππικού τους έφιππους τοξότες. Σχημάτισε έτσι ένα ισχυρό προγεφύρωμα στην εχθρική όχθη. ενώ συνέχιζαν να περνούν και τα υπόλοιπα τμήματα των πεζών. Η διάβαση του ποταμού, παρά τις δυσκολίες και τα απρόοπτα είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το σχέδιο: ισχυρές δυνάμεις του Αλεξάνδρου είχαν υπερπηδήσει το εμπόδιο του ποταμού και βρίσκονταν σε απόσταση 15 περίπου χλμ. από το στρατόπεδο του εχθρού.
Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε αμέσως με τους 5.000 ιππείς του προς την κατεύθυνση του στρατοπέδου του Πώρου, αφού διέταξε τον τοξάρχη Ταύρωνα να οδηγήσει τους τοξότες έπειτα από τους ιππείς με όση ταχύτητα μπορούσε, ενώ η κύρια δύναμη των πεζών θα ακολουθούσε με κανονική πορεία. Όπως αναφέρει ο Αρριανός, ο Αλέξανδρος υπόλογιζε ότι αν συγκρουόταν με όλη τη δύναμη του Πώρου, είτε θα νικούσε με επίθεση του ιππικού είτε θα τη συγκρατούσε, ώσπου να φθάσουν και οι πεζοί. Αν πάλι οι Ινδοί, αιφνιδιασμένοι από την τόλμη της διάβασης, που είχε γίνει σε σημείο απίθανο, έφευγαν, θα τους καταδίωκε από κοντά κατά τη φυγή και, καθώς συνήθως προκαλούνται μεγάλες απώλειες στους φυγάδες, θα του απέμενε ύστερα από αυτή μικρό έργο. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αλέξανδρος προχώρησε με το ιππικό σε απόσταση 20 σταδίων, δηλαδή 4 χλμ. σχεδόν, μπροστά από τους πεζούς, υπολογίζοντας ότι, αν οι εχθροί τον κτυπούσαν με το ιππικό τους μόνον, θα τους νικούσε εύκολα, ενώ αν κινούσαν εναντίον του και το πεζικό τους, θα μεσολαβούσε αναγκαστικά ορισμένος χρόνος και εν τω μεταξύ θα έφθαναν και οι δικοί του πεζοί. Η κίνηση δηλαδή του Αλέξανδρου προς τα εμπρός με μόνο το ιππικό ήταν βέβαια τολμηρή, αρκετά όμως υπολογισμένη ώστε να είναι ασφαλής.
Η πρώτη σύγκρουση
Ο Πώρος, σε αυτό το διάστημα, όταν πληροφορήθηκε από τους σκοπούς τη διάβαση του ποταμού από τους Μακεδόνες, αιφνιδιασμένος, δυσκολεύθηκε να βρει τρόπο αντίδρασης, καθώς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν τα τμήματα που περνούσαν τον ποταμό αποτελούσαν την κύρια δύναμη του εχθρού ή ήταν απόσπασμα που επιχειρούσε αντιπερισπασμό με σκοπό να τον παραπλανήσει, ενώ η κύρια δύναμη ήταν τα τμήματα που παρέμεναν στο στρατόπεδο τους απέναντι του, έτοιμα να περάσουν μόλις θα εγκατέλειπε τη θέση του. Τελικά αποφάσισε και έστειλε, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο Λάγου, ισχυρό και γρήγορο απόσπασμα από 2.000 ιππείς και 120 άρματα με αρχηγό έναν από τους γιους του, για να εξακριβώσει τη δύναμη των εχθρικών τμημάτων, να τα συγκρατήσει στις θέσεις τους και, αν δεν ήταν πολύ ισχυρά, να τα ωθήσει πίσω στον ποταμό. Κατά τον Πλούταρχο ο αριθμός των ιππέων ανερχόταν σε 1.000 και των αρμάτων σε 60 (Πλουτάρχου: Βίος Αλεξάνδρου, 60).
Το απόσπασμα αυτό του στρατού του Πώρου συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο και τους ιππείς του σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά του σημείου της διάβασης, πιθανότατα 4 χιλιόμετρα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Ο Αλέξανδρος στην αρχή διέταξε να επιτεθούν μόνο οι ιπποτοξότες και ο ίδιος με το υπόλοιπο ιππικό κρατήθηκε έξω από τη σύγκρουση για να έχει διαθέσιμη και ξεκούραστη ισχυρή δύναμη, την οποία σκόπευε να χρησιμοποιήσει εναντίον της κύριας στρατιάς του Πώρου, που πίστευε ότι θα ακολουθούσε, νομίζοντας ότι το απόσπασμα που είχε φθάσει αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της. Σύντομα όμως διαπίστωσε ότι δεν ακολουθούσαν άλλα τμήματα του εχθρού και τότε επιτέθηκε και ο ίδιος με την κύρια δύναμη του ιππικού του.
Οι Ινδοί, που είχαν αιφνιδιασθεί με την πρώτη επίθεση, καθώς οι ιπποτοξότες τους κτύπησαν από μακριά ρίχνοντας βέλη εναντίον τους, κάμφθηκαν ύστερα από σύντομη αντίσταση, όταν είδαν τον ίδιο τον Αλέξανδρο να διευθύνει τη νέα ισχυρή επίθεση, και τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας 400 ιππείς νεκρούς στο πεδίο της σύγκρουσης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο γιος του Πώρου. Τα άρματα, εξάλλου, των Ινδών μαζί με τους ίππους τους περιήλθαν στα χέρια των Μακεδόνων, καθώς ακινητοποιήθηκαν κατά τη φυγή μέσα στη λάσπη η οποία είχε προκληθεί από τη βροχή της νύχτας. Για τον ίδιο μάλιστα λόγο, δηλαδή εξαιτίας του βάρους και της λάσπης, τα άρματα αυτά αποδείχθηκαν άχρηστα κατά τη σύγκρουση («βαρέα γενόμενα και εν αυτώ τω έργω υπό πηλού αχρεία»).
Η μάχη του Υδάσπη ποταμού. Μεγάλη νίκη του Αλεξάνδρου
Ο Πώρος, όταν έμαθε από τους ιππείς που διέφυγαν την έκβαση της συμπλοκής και ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε περάσει τον ποταμό με ισχυρή δύναμη, δίσταζε και πάλι να φύγει από τη θέση του, καθώς έβλεπε στην απέναντι όχθη του ποταμού τα τμήματα του Κρατερού να είναι έτοιμα για διάβαση. Τελικά αποφάσισε να μετακινηθεί με όλο τον στρατό του, για να πολεμήσει τον ίδιο τον Αλέξανδρο και με το ισχυρότερο τμήμα των Μακεδόνων. Αφού άφησε στο στρατόπεδο μικρό τμήμα της στρατιάς και λίγους ελέφαντες, για να φοβίζουν από την όχθη τους ίππους του εχθρού, ξεκίνησε ο ίδιος με όλους τους ιππείς του, 4.000 περίπου, με 300 περίπου άρματα, 200 ελέφαντες και 30.000 πεζούς, όπως αναφέρει ο Αρριανός, και προχώρησε προς τα ανατολικά για να συναντήσει τον Αλέξανδρο. Ύστερα από σύντομη πορεία, όταν βρήκε περιοχή χωρίς λάσπη και με έδαφος σχετικά στερεό, σταμάτησε και παρέταξε τον στρατό του. Η περιοχή αυτή βρισκόταν σε αρκετή απόσταση από τον ποταμό. Διακινδύνευσε να μην καλύπτεται από την όχθη του το αριστερό άκρο της παράταξης του, για να αποφύγει όσο ήταν δυνατόν τη λάσπη, ώστε να μπορέσει να αξιοποιήσει όλα τα στοιχεία» του πολεμικού δυναμικού του, ιδίως τα άρματα και τα μεγάλα τόξα των επίλεκτων πεζών του, που για να χρησιμοποιηθούν έπρεπε το ένα άκρο τους να στηρίζεται σε στερεό έδαφος. Κύριο στήριγμα της παράταξης του Πώρου ήταν οι ελέφαντες. Τους ελέφαντες που ήταν «καταπληκτικώς κεκοσμημένοι». όπως αναφέρει ο Διόδωρος, παρέταξε στην πρώτη γραμμή με διαστήματα ενός πλευρού (31 μέτρων περίπου) τον έναν από τον άλλον κατά τον Αρριανό, 50 ποδών (15 μέτρων) κατά τον Πολύαινο. Σε δεύτερη γραμμή και σε μικρή απόσταση πίσω από τους ελέφαντες παρέταξε, στα κενά μεταξύ τους, τους πεζούς, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τα τόξα τους, αλλά και να προχωρούν μέσα στα κενά για να προστατεύουν τα θηρία και να εμποδίζουν τους εχθρούς να τα ακοντίζουν από τα πλάγια – ορισμένα τμήματα των πεζών προεξείχαν από τη γραμμή των ελεφάντων και προς τα δύο άκρα. Πέρα από τους πεζούς και στα δύο πλευρά είχαν παραταχθεί οι ιππείς και εμπρός από τους ιππείς τα άρματα.
Η διάβαση του Υδάσπη ήταν εξαιρετικά δύσκολη επιχείρηση διότι ο Πώρος κατείχε την απέναντι όχθη του ποταμού με ισχυρό στρατό και 200 ελέφαντες. Ο Αλέξανδρος, αφού άφησε τον Κρατερό με ισχυρή δύναμη στο στρατόπεδο ώστε να νομίζει ο Πώρος ότι από εκεί θα επιχειρείτο η διάβαση, μετακίνησε κρυφά μια ασέληνη νύκτα ισχυρές δυνάμεις σε απόσταση 28 χιλιομέτρων προς τα ΒΑ. Με τις ισχυρές αυτές δυνάμεις, περνώντας τον ποταμό αποβιβάσθηκε σε άλλη νήσο που θεωρήθηκε ότι ήταν η όχθη του ποταμού και από εκεί διαπεραιώθηκε στην πραγματική όχθη, προτού προλάβει ο Πώρος να μετακινήσει δυνάμεις του και να τον αντιμετωπίσει κατά τη διάβαση και την απόβαση.
Κατά τον Αρριανό, ο Πώρος πίστευε ότι δεν θα τολμούσαν να προχωρήσουν στα κενά ανάμεσα στους ελέφαντες ούτε οι ιππείς του εχθρού «διά τον φόβον των ίππων», ούτε πολύ περισσότερο οι πεζοί, επειδή θα στρέφονταν προς αυτούς τα θηρία και θα τους καταπατούσαν.
Παρατάσσοντας έτσι ο Πώρος τον στρατό του, όρθωσε στην πεδιάδα ένα πελώριο τείχος με πύργους τους ελέφαντες, υπολογίζοντας ότι θα σπάσει πάνω του η ορμή των επιθέσεων του Αλεξάνδρου και θα καταπατηθεί ο στρατός του από τα θηρία. Το σχέδιο μάχης του Πώρου είχε βασικά αμυντικό χαρακτήρα: ο Ινδός βασιλιάς, υπολογίζοντας στους ελέφαντες, είχε υιοθετήσει αμυντική τακτική, όπως αποδείχθηκε από την πορεία της μάχης, με ενδεχόμενες τοπικές αντεπιθέσεις από το ιππικό του, αν θα προέκυπτε ανάγκη. Γι’ αυτό και όταν φάνηκε να πλησιάζει ο Αλέξανδρος με ιππικό μόνον, οι Ινδοί δεν κινήθηκαν εναντίον του. Περίμεναν να επιτεθεί πρώτος, ενώ θα ήταν αδιατάρακτη η αμυντική τους γραμμή – αλλά έτσι άφηναν σε αυτόν την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Όταν ο Αλέξανδρος, προχωρώντας με τους ιππείς, είδε από μακριά τον στρατό του Πώρου να παρατάσσεται, σταμάτησε την προέλαση του αναμένοντας τα τμήματα των πεζών που κατέφθαναν το ένα μετά το άλλο. Αλλά και όταν μετά τους τοξότες, τα αλλα τμήματα του ελαφρού πεζικού και τους υπασπιστές, έφθασαν και οι τάξεις της φάλαγγας του Αντιγένους και του Κλείτου, πάλι δεν παρέταξε αμέσως τον στρατό του, αλλά μόνο αφού εξασφάλισε, με κινήσεις του ιππικού, λίγο χρόνο για να αναπαυθεί, ώστε να μην αρχίσει τη μάχη με τους στρατιώτες του κατάκοπους, ενώ οι εχθροί θα ήταν ξεκούραστοι.
Ο τρόπος παράταξης του υπαγορεύθηκε από την παράταξη του εχθρού και το σχέδιο μάχης που συνέλαβε τότε ο Αλέξανδρος. Τοιουτοτρόπως, παρέταξε προς τα δεξιά τους ιππείς, που θα είχαν το βάρος του κύριου επιθετικού ελιγμού κατά του αριστερού της εχθρικής παράταξης, και προς τα αριστερά τους πεζούς. Το σχέδιο μάχης του Αλεξάνδρου διέφερε σημαντικά από τα αντίστοιχα σχέδια που είχε εφαρμόσει στις προηγούμενες μεγάλες μάχες, λόγω κυρίως της διαφορετικής σύνθεσης του εχθρικού στρατού.
Το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν η παρουσία των ελεφάντων και μάλιστα σε τόσο μεγάλο αριθμό, ώστε να μην είναι δυνατόν να τους αγνοήσει ή να τους παρακάμψει. Αντιθέτως με τον αριθμό τους και τον όγκο τους, καθώς στήριζαν την παράταξη των 30.000 πεζών και παράλληλα πλαισιώνονταν από αυτούς, εξασφάλιζαν στον εχθρικό στρατό ισχυρή θέση στο πεδίο της μάχης. Εφόσον όμως ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να επιτεθεί με το ιππικό εναντίον των ελεφάντων εξ αιτίας του φόβου που αυτοί προκαλούσαν στους ίππους, ήταν υποχρεωμένος να τους αντιμετωπίσει με τους πεζούς αλλά ο. πεζοί, για να έχουν πιθανότητα επιτυχίας θα έπρεπε να πολεμήσουνμε ευνοϊκές συνθήκες, και μάλιστα χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να προσβληθούν συγχρόνως και από το εχθρικό ιππικό. Έπρεπε κατά συνέπεια να εξουδετερωθεί προηγουμένως το ιππικό.
Έτσι ο Αλέξανδρος κατένειμε τις αποστολές στα διάφορα σώματα του στρατού του και τις κλιμάκωσε χρονικά. Πρώτα θα επιχειρούσε ο ίδιος με τους ιππείς να εξουδετέρωσει το εχθρικό ιππικό και να διαταράξει συγχρόνως τη φάλαγγα των πεζών του εχθρού – μόνον όταν θα είχε επιτευχθεί αυτό, ο Σέλευκος, ο Αντιγένης και ο Ταύρων, με τους υπασπιστές, τις δύο τάξεις των πεζεταίρων, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τους ακοντιστές, θα ενεργούσαν επίθεση εναντίον των ελεφάντων και των πεζών του εχθρού.
Με το σχέδιο αυτό, στις γενικές του γραμμές, άρχισε ο Αλέξανδρος τη μεγάλη μάχη του Υδάσπη, την ίδια ημέρα της διάβασης του, πριν από το μεσημέρι πιθανότατα, σε πεδιάδα, που βρισκόταν 5-6 χιλιόμετρα ανατολικά από το στρατόπεδο του Πώρου. Ξεκίνησε οδηγώντας το ιππικό, με κατεύθυνση προς το αριστερό άκρο της εχθρικής παράταξης, ενώ οι πεζοί θα προχωρούσαν δεξιότερα ως το κέντρο της, ακολουθώντας το ιππικό από αρκετή απόσταση και μένοντας αρχικά πίσω από τη γραμμή που θα έφθανε αυτό. Εφήρμοσε πάλι δηλαδή, κατά έναν διαφορετικό τρόπο, την τακτική της λοξής φάλαγγας. Οι ιππείς όμως του εχθρού, που αποτελούσαν τον πρώτο στόχο του Αλεξάνδρου, βρίσκονταν στις δύο πλευρές της εχθρικής παράταξης, πλάι στους ελέφαντες, χωρίς να τους φοβούνται, επειδή ήταν συνηθισμένοι στην παρουσία τους. Για να μπορέσει συνεπώς ο Αλέξανδρος να πολεμήσει τους ιππείς του εχθρού, έπρεπε να τους παρασύρει μακριά από τις θέσεις τους. Έστειλε τον Κοίνο, όπως αναφέρει ο Αρριανός, με την ιππαρχία του και την ιτπταρχία του Δημητρίου προς τη δεξιά πλευρά της εχθρικής παράταξης, με την εντολή μόλις οι ιππείς του Πώρου επιτεθούν εναντίον των άλλων ιππαρχιών του Αλεξάνδρου, που θα προχωρούσαν στην αριστερή πλευρά, να σπεύσει να τους κτυπήσει από τα νώτα. Όπως παρατηρήθηκε, ο Κοίνος θα πρέπει να μετακινήθηκε προς τα δεξιά, χωρίς να προχωρή σει και προς τα εμπρός, να έμεινε δηλαδή σε απόσταση από την εχθρική παράταξη και πιθανότατα σε θέση όπου δεν θα τον έβλε. πε ο εχθρός. Με αυτόν τον τρόπο μόνον θα εξυπηρετούσε το σχέδιο του Αλεξάνδρου να παρασύρει τους ιππείς του Πώρου σε ιππομαχία μακριά από τους ελέφαντες, στο άκρο αριστερό της παράταξης τους.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος επιτέθηκε κυκλωτικά στο αριστερό του εχθρού και όταν έφθασε σε απόσταση βολής των τόξων, προώθησε πρώτους τους 1.000 ιπποτοξότες, για να διαταράξουν με πυκνά τοξεύματα και με την επέλαση τους το αριστερό της εχθρικής παράταξης. Αμέσως έπειτα με το άγημα και τις ιππαρχίες των εταίρων του Ηφαιστίωνος και του Περδίκκα προχώρησε με ορμή προς το αριστερό άκρο, ώστε να προσβάλει τους ιππείς του εχθρού, ενώ ακόμη ήταν σε σύγχυση και προτού προφθάσουν να παραταχθούν σε κανονικό μέτωπο, όπως αναφέρει ο Αρριανός, ή και στράφηκε περισσότερο προς τα δεξιά, κατά τον Πολύαινο, σκοπεύοντας να υπερκεράσει τους εχθρούς.
Οπωσδήποτε, η κίνηση αυτή του Αλεξάνδρου με το ιππικό των εταίρων προς το άκρο αριστερό της εχθρικής παράταξης αποτελούσε σοβαρή απειλή για τον εχθρό και οι Ινδοί αντέδρασαν επιθετικά. Καθώς δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία των δύο ιππαρχιών του Κοίνου και έβλεπαν ότι οι ιππείς του Αλεξάνδρου, που είχαν προχωρήσει προς τα αριστερά της παράταξης τους, μόλις υπερέβαιναν τις 3.000, αντεπιτέθηκαν, αφού συγκέντρωσαν από παντού το ιππικό τους, μετακίνησαν δηλαδή και τους ιππείς τους, που βρίσκονταν στο άλλο άκρο, και εξασφάλισαν με τον τρόπο αυτόν αριθμητική υπεροχή. Έτσι, το σχέδιο του Αλεξάνδρου, να παρασύρει το εχθρικό ιππικό μακριά από του ελέφαντες, επέτυχε. Εν τω μεταξύ ο Κοινός έσπευσε, όπως είχε διαταχθεί, με τις δύο ιππαρχίες προς τα αριστερά και βρέθηκε στα νώτα των ιππέων του εχθρού. Ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των αντιπάλων ιππέων άλλαξε εις βάρος των Ινδών οι οποίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Αναγκάσθηκαν να στρέψουν το ιππικό τους σε δύο μέτωπα το μεγαλύτερο και εκλεκτότερο τμήμα εναντίον του Αλεξάνδρου και το υπόλοιπο εναντίον του Κοίνου και των ιππέων του.
Αυτό όμως δημιούργησε σύγχυση στις τάξεις των Ινδών, και ο Αλέξανδρος, κρίνοντας κατάλληλη την ευκαιρία, εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον του τμήματος των ιππέων που ήταν απέναντι του. Οι ιππείς αυτοί δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την επίθεση, υποχώρησαν και κατέφυγαν στους ελέφαντες σαν να κατέφευγαν σε φιλικό τείχος, όπως αναφέρει ο Αρριανός. Αλλά έτσι προκάλεσαν σύγχυση στο σημείο αυτό της παράταξης τους, που διαταράχθηκε ακόμη περισσότερο, όταν ο Πώρος διέταξε να προχωρήσουν οι ελέφαντες εναντίον των ιππέων του Αλεξάνδρου. Καθώς τα θηρία ήταν δυσκίνητα και δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν την ταχύτητα και την ευελιξία του ιππικού, η κίνηση τους διέσπασε την τάξη του στρατού του Πώρου. Τότε έφθασαν και τα τμήματα πεζικού του Αλεξάνδρου, εκμεταλλεύθηκαν τη διάσπαση της εχθρικής παράταξης και αντεπιτέθηκαν εναντίον των ελεφάντων, ακοντίζοντας τους αναβάτες τους και κτυπώντας τα ίδια τα θηρία από όλα τα σημεία. Άρχισε τότε η αγριότερη φάση της μάχης και ο αγώνας τώρα δεν έμοιαζε με κανέναν από τους προηγουμένους που είχε δώσει ο Αλέξανδρος, όπως γράφει ο Αρριανός. Οι ελέφαντες στράφηκαν εναντίον των πεζών του Αλεξάνδρου και μερικούς καταπατούσαν, ενώ άλλους άρπαζαν με τις προβοσκίδες και τους έριχναν με δύναμη στο έδαφος (Διόδωρος, Ιστορική Βιβλιοθήκη/ΙΖ’). Οι Μακεδόνες πολεμούσαν σε πυκνή φάλαγγα και με τις μακρές σάρισες εξόντωναν τους ανάμεσα στα θηρία πεζούς Ινδούς, οι οποίοι αδυνατούσαν να χρησιμοποιούν με την απαιτούμενη ταχύτητα τα μεγάλα και βαριά τόξα τους, καθώς το έδαφος, όπου έπρεπε να τα στηρίζουν, ήταν ολισθηρό. Η μάχη έτσι ήταν για ένα διάστημα αμφίρροπη.
Οι Ινδοί ιππείς τότε, βλέποντας ότι ο αγώνας διεξαγόταν μεταξύ των πεζών, εξόρμησαν πάλι, αλλά και πάλι ηττήθηκαν από τους ιππείς του Αλεξάνδρου και κατέφυγαν για άλλη μια φορά προς τους ελέφαντες. Έτσι το ιππικό των Ινδών εξουδετερώθηκε σχεδόν ως παράγων της μάχης. Ο αγώνας συνεχιζόταν άγριος και το ιππικό του Αλεξάνδρου, ενωμένο σε μια ίλη, με συνεχείς επελάσεις προκαλούσε βαριές απώλειες στις τάξεις των Ινδών. Η μάχη διεξαγόταν ολοένα σε στενότερο χώρο και γινόταν περισσότερο συγκεχυμένη, καθώς με τον συνωστισμό των μαχητών οι ελέφαντες καταπατούσαν αδιάκριτα Ινδούς και Μακεδόνες.
Τοιουτοτρόπως, δεν άργησε να κλίνει η μάχη κατά των Ινδών, διότι με τη σύγχυση που επικρατούσε στην παράταξη τους, οι διαταγές του Πώρου δεν μπορούσαν να εκτελεσθούν και υπήρχαν τόσοι αρχηγοί όσα και τα διασπασμένα τμήματα του στρατού του, που έδιναν αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές, χωρίς γενικό σχέδιο ενέργειας, όπως γράφει ο Κούρτιος.
Ο Πώρος επιχείρησε τότε να ανατρέψει την κατάσταση. Συγκέντρωσε γύρω του ορισμένους πολεμιστές και κυρίως 40 ελέφαντες, εξαπολύοντας ισχυρή αντεπίθεση, ενώ επέβαινε ο ίδιος «επί του κρατίστου των ελεφάντων» (κατά τον Διόδωρο), επιβλητικός με το πελώριο ανάστημα του. Κατά τον ίδιο συγγραφέα, τα ακόντια που έριχνε είχαν μεγάλη δύναμη και εμβέλεια, χωρίς να υπολείπονται των βελών των καταπελτών. Η αντεπίθεση, όπως έγινε συγκεντρωτική με τους40 ελέφαντες, είχε στην αρχή επιτυχία και προκάλεσε σοβαρές απώλειες στους Μακεδόνες. Κατά τον Κούρτιο αυτοί, αν και νικητές ως τότε, άρχισαν να αντιμετωπίζουν στο σημείο εκείνο ενδεχόμενη υποχώρηση. Αλλά επενέβη ο Αλέξανδρος και έστρεψε εναντίον των ελεφάντων τους τοξότες και τους Αγριάνες, που έβαλλαν και ακόντιζαν τόσο τα θηρία όσο και τους αναβάτες τους και μάχονταν με γρήγορες επιθέσεις, χωρίς να διατηρούν σταθερή γραμμή, ώστε να μη δίνουν στόχο. Παράλληλα άρχισε και η φάλαγγα να επιτίθεται με σταθερότητα εναντίον των τραυματισμένων και τρομαγμένων θηρίων.
Με αυτόν τον τρόπο ανακόπηκε η ορμή της αντεπίθεσης, αλλά η μάχη εξακολουθούσε. Βαθμιαία όμως εξελισσόταν και πάλι σε βάρος των Ινδών. Με την εξόντωση των περισσοτέρων αναβατών, οι ελέφαντες, ακαθοδήγητοι και «αλλόφρονες», εξαιτίας των τραυμάτων τους, καταπατούσαν χωρίς διάκριση όποιον βρισκόταν γύρω τους. Περισσότερο μάλιστα υπέφεραν οι Ινδοί, καθώς βρίσκονταν στον ίδιο χώρο με τους ελέφαντες και γι» αυτό πολύ δύσκολα μπορούσαν να τους αποφεύγουν, ενώ οι Μακεδόνες διαθέτοντας ευρυχωρία, απομακρύνονταν όταν τα θηρία προχωρούσαν. Εξάλλου, όσο περνούσε η ώρα, οι επιδρομές των ελεφάντων από την κόπωση τους γίνονταν ασθενέστερες, ενω αντίθετα κατόρθωναν οι Μακεδόνες να εξουδετερώνουν ευκολότερα τα καταπονημένα ζώα κτυπώντας τα ιδίως στα πόδια με πελέκεις και χρησιμοποιώντας εναντίον τους τις «κοπίδες», τα καμπύλα σπαθιά τους δηλαδή, όπως αναφέρει ο Κούρτιος.
Τότε ο Αλέξανδρος κύκλωσε από όλα τα σημεία τους ιππείς του εχθρού και κατόρθωσε έτσι να τους εξουδετερώσει σχεδόν όλους. Παράλληλα διέταξε να επιτεθεί εναντίον των πεζών η φάλαγγα, η οποία πιθανότατα είχε τότε ενισχυθεί από τις τάξεις του Μελεάγρου, του Αττάλου και του Γοργία, που μαζί με τους μισθοφόρους πεζούς και ιππείς, αφού πέρασαν τον ποταμό, μπήκαν στον αγώνα με ξεκούραστους τους πολεμιστές τους. Έτσι και οι πεζοί του εχθρού δέχονταν επιθέσεις από όλα τα σημεία, και όταν μάλιστα επιτέθηκε εναντίον τους και το ιππικό του Αλεξάνδρου, τράπηκαν σε φυγή, οπότε είχαν και τις βαρύτερες απώλειες, καθώς τους καταδίωξαν κυρίως οι ισχυρές δυνάμεις ιππικού και πεζικού του Κρατερού, που είχαν και αυτές διαβεί τον ποταμό και έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση ξεκούραστες από το πεδίο της μάχης. Τα ισχυρά αποσπάσματα του Μελεάγρου και του Κρατερού, αφού εκπλήρωσαν προηγουμένως τις αποστολές που τους είχαν ανατεθεί, δηλαδή ασφαλείας απέναντι σε ενδεχόμενη διάβαση του ποταμού από τον εχθρό το πρώτο και αντιπερισπασμού και παραπλάνησης του αντιπάλου το δεύτερο, συνέβαλαν σημαντικά στην εκμηδένιση του στρατού του Πώρου με την επέμβαση τους στον αγώνα κατά το τέλος της μάχης, καθώς χρησιμοποιήθηκαν τότε ως ξεκούραστες εφεδρείες, σύμφωνα άλλωστε με το σχέδιο του Αλεξάνδρου, όταν τα άλλα τμήματα του στρατού του ήταν κατάκοπα και εξαντλημένα.
Έτσι η μεγάλη μάχη του Υδάσπη, που κράτησε ως το τέλος της ημέρας, έληξε με θριαμβευτική νίκη του Αλεξάνδρου. Ο κύριος παράγων της νίκης, εκτός από την ανδρεία, την εμπειρία, την αντοχή του στρατού του Αλεξάνδρου και την άριστη ηγεσία του, ήταν η εφαρμογή στρατηγικής και τακτικής, που κρίνονται απαράμιλλες και παραμένουν υποδειγματικές. Δίκαια η μάχη του Υδάσπη και μαζί της η διάβαση του ποταμού θεωρούνται ως μία από τις σπουδαιότερες πολεμικές επιχειρήσεις της αρχαίας Ιστορίας.
Ο σύγχρονος Άγγλος ιστορικός Robin Lane Fox γράφει: «Όταν ύστερα από πολλούς αιώνες, ο Μέγας Ναπολέων διάβαζε στην Αίγυπτο τις ιστορίες του Αλεξάνδρου, η μάχη στον Υδάσπη ποταμό ήταν αυτή που κυρίως προκάλεσε τον θαυμασμό του- αν και η μάχη αυτή δεν διεξήχθη σε τόσο μεγάλη κλίμακα όσο αυτή των Γαυγαμήλων, ήταν ωστόσο η πιο ιδιοφυής από κάθε προηγούμενη από άποψη τακτικής».
Απώλειες – η αιχμαλωσία του Πώρου
Οι απώλειες του στρατού του Αλεξάνδρου ήταν σημαντικά ανώτερες από τις απώλειες των προηγούμενων μαχών. Κατά τον Αρριανό, οι νεκροί ήταν 230 συνολικά ιππείς και 80 πεζοί, ενώ κατά τον Διόδωρο, 280 ιππείς και περισσότεροι από 700 πεζοί.
Οι απώλειες στρατού του Πώρου ήταν κατά πολύ βαρύτερες. Κατά τον Αρριανό, 20.000 σχεδόν πεζοί και 3.000 περίπου ιππείς νεκροί – ανάμεσα τους οι δύο γιοι του Πώρου, ο ανιψιός του Σπιτάκης, όλοι οι οδηγοί των ελεφάντων και των αρμάτων και όλοι οι ίππαρχοι και οι στρατηγοί.
Καταστράφηκαν επίσης όλα τα άρματα και αιχμαλωτίσθηκαν όσοι ελέφαντες είχαν μείνει ζωντανοί. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, οι νεκροί ήταν 12.000 συνολικά και οι αιχμάλωτοι περισσότεροι από 9.000 μαζί με 80 ελέφαντες.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο ίδιος ο Πώρος. Ο Ινδός βασιλιάς μετά την εξόντωση των ιππέων του και των περισσοτέρων από τους πεζούς, αν και τραυματισμένος στον δεξιό ώμο, κατά τον Αρριανό (με πολλά τραύματα κατά τον Διόδωρο, με εννέα κατά τον Κούρτιο) είχε παραμείνει στο πεδίο της μάχης όσο συνέχιζαν τον αγώνα έστω και λίγοι Ινδοί. Ο Πώρος αντίθετα προς το Δαρείο, τον Μεγάλο Βασιλέα, δεν εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. Εντυπωσιασμένος ο Αλέξανδρος από τις στρατιωτικές ικανότητες, τη γενναιότητα και την επιμονή του Ινδού βασιλιά, του έστειλε μήνυμα με τον Ταξίλη. Ο Ταξίλης πλησίασε έφιππος τον ελέφαντα του τραυματισμένου Πώρου, ο οποίος βλέποντας τον παλιό εχθρό του και σύμμαχο του εισβολέα, αντί να ακούσει το μήνυμα, προσπάθησε να σκοτώσει τον Ταξίλη. Ο Πώρος έδειξε την ίδια διάθεση και στους άλλους απεσταλμένους του Αλεξάνδρου, ώσπου του έστειλε τον Μερόη, έναν παλιό φίλο του και τότε δέχθηκε να συναντήσει τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος εντυπωσιάσθηκε από το ανάστημα και το φρόνημα του Πώρου, του πρώτου Ινδού, που εκτός από γενναιότητα έδειξε και στρατηγική επάρκεια. Τον ρώτησε πώς ήθελε να του συμπεριφερθεί, κι εκείνος απάντησε «Βασιλικά». «Αυτό θα το κάνω για τη δική μου φήμη» είπε ο Αλέξανδρος «εσύ ζήτα μου ό,τι θέλεις». «Το έκανα ήδη» απάντησε ο Πώρος. Λέγεται ότι όση εντύπωση έκανε στον Αλέξανδρο η υπερηφάνεια του Γανδάριου βασιλιά, ώστε τον άφησε ηγεμόνα σε περιοχή μεγαλύτερη από αυτήν, που είχε πριν από τη μάχη. Κατά τον Πλούταρχο του έδωσε πέντε έθνη, 5.000 αξιόλογες πόλεις και πάρα πολλά χωριά από τους αυτόνομους Ινδούς, που υπέταξε στη συνέχεια. Η πραγματικότητα ίσως είναι ότι λόγω της στρατηγικής επάρκειας, που επέδειξε ο Πώρος, ο Αλέξανδρος πείσθηκε ότι μπορούσε να κάνει μία στρατηγική συμμαχία μαζί του.
Η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου προς τον Πώρο οφειλόταν βέβαια στον χαρακτήρα του και στον θαυμασμό που αισθανόταν για τους γενναίους αντιπάλους του, αλλά προπαντός σε πολιτική σκοπιμότητα. Αν κέρδιζε τη φιλία ενός γενναίου αντιπάλου και εξασφάλιζε στη μακρινή εκείνη περιοχή τη συμμαχία ενός ισχυρού βασιλιά, κατοχύρωνε με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τις μετακινήσεις του, καθ’ ον χρόνο μάλιστα σκόπευε να προχωρήσει προς Ανατολάς. Πέτυχε έτσι πραγματικά ό Αλέξανδρος τη φιλία και τη συμμαχία του Πώρου, ο οποίος του έμεινε πιστός. Τον συμφιλίωσε μάλιστα και με τον Ταξίλη, για να βρίσκονται σε καλές σχέσεις οι δύο ισχυροί σύμμαχοί του, οπότε η ασφάλεια του θα ήταν περισσότερο σταθερή σε εκείνες τις περιοχές. Μετά τη μάχη ετάφησαν οι νεκροί με τις δέουσες τιμές και ο Αλέξανδρος τίμησε κατά την αξία τους όσους ανδραγάθησαν, έκανε επινίκιες θυσίες στους θεούς και οργάνωσε γυμνικούς και ιππικούς αγώνες στην όχθη του Υδάσπη στο σημείο που πέρασε με τον στρατό. Διέταξε ακόμη να κτισθούν δύο πόλεις, η μία στο πεδίο της μάχης και η άλλη στο σημείο από όπου ξεκίνησε και πέρασε τον ποταμό. Την πρώτη την ονόμασε Νίκαια, για να δοξάσει τη νίκη του εναντίον των Ινδών, την άλλη Βουκεφάλα ή Βουκέφαλα, κατά τον Αρριανό, Βουκεφαλίαν κατά τον Πλούταρχο, στη μνήμη του ίππου του Βουκεφάλα, που άφησε την τελευταία του πνοή εκεί από τη ζέστη και την ηλικία (ήταν γύρω στα τριάντα) αφού είχε πολύ ως τότε κακοπαθήσει και συγκινδυνεύσει με τον Αλέξανδρο, όπως γράφει ο Αρριανός. Κατόπιν ο Αλέξανδρος, αφού άφησε εκεί τον Κρατερό να κτίσει τις δύο πόλεις, βάδισε προς τα βορειοανατολικά για να υποτάξει τους Γλαύσες (ή Γλαυγανίκες) έναν ορεινό λαό στα σύνορα του Κασμίρ.
Πηγές:
1. Το παρόν ως επί το πλείστον αποτελεί αναδημοσίευση άρθρου του κου Λυκούργου Αρεταίου οικονομολόγου – ιστορικού.
2. http://www.alexanderofmacedon.info/
2. http://www.alexanderofmacedon.info/
Βιβλιογραφία
-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Δ’ Μέγας Αλέξανδρος – Ελληνιστικοί Χρόνοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1973.
-Φλάβιος Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, 20 / UTOPIA / ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012
τόμος 3, βιβλίο πέμπτο – έκτο, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος.
-Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι: Βίος Αλεξάνδρου, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος.
-Γεωργίου Παπαντωνίου, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αλέξανδρος, τόμ. Δ’, Αθήνα 1979.
-Σπυρίδωνος Λάμπρου, Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Β’, Εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα, 1998.
-Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 6, 362-323 π.Χ., Εκδόσεις: National Geographic Society, 2009-2010,’ Αθήνα.
-Paul Cartledge, Alexander the Great, The Hunt for a New Past, Pan Books, Macmillan Editions, London, 2005.
-J.B. Burry and Russel Meiggs, A History of Greece, To the Death of Alexander the Great, Macmillan Editions, London, 1975.
-Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική-ΙΖ Βιβλίο, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος.
-Robin Lane Fox, Alexander the Great, Pen-guin Books, England 1986.
-Καλλισθένους, Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος (πρόκειται περισσότερο για μυθιστόρημα παρά για ιστορική βιογραφία, με πλήθος ανακριβειών σε ό,τι αφορά μάλιστα και τη μάχη εναντίον του Πώρου), Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις Κάκτος.
-Peter Green: Alexander of Macedon, 356-323 B.C., A Historical Biography, University of California Press, London, 1992.
https://chilonas.com/2012/10/10/httpwp-mep1op6y-tn-2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html