Ιστορίαι (2.116.1-2.119.3)
υπαναχωρεί) ως προς την περιπλάνηση του Αλεξάνδρου, ότι
δηλαδή παρασύρθηκε κουβαλώντας μαζί του την Ελένη, και εκτός από τους άλλους τόπους όπου περιπλανήθηκε, έφτασε και στη Σιδώνα της Φοινίκης. [2.116.3] Το μνημονεύει αυτό στη «Διομήδους αριστεία», όπου οι στίχοι λένε τα εξής:
όπου τα πέπλα βρίσκονταν τα ξομπλιασμένα, έργα
των Σιδωνίων γυναικών που από τη Σιδώνα
τις έφερε ο Αλέξανδρος ο θεϊκός ο ίδιος
στα πλάτη αρμενίζοντας της θάλασσας, στη ρότα
οπούθε την αρχοντοπούλα έφερε Ελένη.
[2.116.4] [Το μνημονεύει μάλιστα και στην Οδύσσεια, στους ακόλουθους στίχους:
Τέτοια είχε φάρμακα καλά του Δία η θυγατέρα,
σοφά, που της τα χάρισε του Θώνα η γυναίκα,
η Πολυδάμνα, Αιγύπτια εκεί η γης η πλούσια
φάρμακα βγάζει ένα σωρό, οπού πολλά καλά είναι,
κι άλλα πολλά φαρμακερά, όλα ανακατεμένα.
[2.116.5] Ο Μενέλαος πάλι λέει τα εξής στον Τηλέμαχο:
Στην Αίγυπτο με κράτησαν, ενώ για δω κινούσα,
οι θεοί, τι δεν τους έκανα πρεπούμενες θυσίες.]
[2.116.6] Στους στίχους αυτούς ο Όμηρος δείχνει ότι γνώριζε την περιπλάνηση του Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο γιατί η Συρία συνορεύει με την Αίγυπτο, και οι Φοίνικες, που η Σιδώνα τούς ανήκει, κατοικούν στη Συρία.
[2.117.1] Από αυτούς τους στίχους και από αυτή την περικοπή φαίνεται και με το παραπάνω ότι τα Κύπρια Έπη δεν είναι του Ομήρου αλλά κάποιου άλλου γιατί στα Κύπρια Έπη λέγεται ότι ο Αλέξανδρος κουβαλώντας την Ελένη έφθασε από τη Σπάρτη στο Ίλιο σε τρεις ημέρες, χάρη στον ευνοϊκό άνεμο και στη γαλήνια θάλασσα στην Ιλιάδα ωστόσο λέγεται ότι περιπλανήθηκε κουβαλώντας την Ελένη. Ας είναι όμως αρκετά με τον Όμηρο και τα Κύπρια Έπη.
[2.118.1] Ρώτησα ωστόσο τους ιερείς αν τα όσα λένε οι Έλληνες ότι έγιναν στο Ίλιο είναι κούφια λόγια ή όχι, και αυτοί μου απάντησαν τα εξής, από πληροφορίες, μου είπαν, που τις ήξεραν από τον ίδιο τον Μενέλαο: [2.118.2] μετά την αρπαγή της Ελένης έφτασε στην Τευκρίδα πολύς ελληνικός στρατός για να βοηθήσει τον Μενέλαο, και αφού αποβιβάστηκε ο στρατός στην στεριά και στρατοπέδευσε, έστειλε στο Ίλιο αγγελιαφόρους και μαζί τους πήγε και ο Μενέλαος. [2.118.3] Πέρασαν λοιπόν τα τείχη οι αγγελιαφόροι και ζήτησαν πίσω την Ελένη και τους θησαυρούς που ο Αλέξανδρος είχε κλέψει φεύγοντας, καθώς και αποζημίωση για τις αδικοπραγίες οι Τευκροί όμως, και τότε και αργότερα, και με όρκο και χωρίς όρκο, είπαν το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή την Ελένη δεν την είχαν αυτοί ούτε τους θησαυρούς, αλλά ότι όλα βρίσκονται στην Αίγυπτο και ότι δεν ήταν δίκαιο να θεωρούνται υπόλογοι για πράγματα που κρατούσε ο Πρωτεύς, ο βασιλιάς της Αιγύπτου. [2.118.4] Οι Έλληνες όμως νόμισαν ότι τους κοροϊδεύουν και έστησαν πολιορκία, ώσπου πήραν την πόλη πέρασαν ωστόσο τα τείχη και η Ελένη δεν φαινόταν πουθενά, μόνο άκουγαν πάλι οι Έλληνες τα όσα τους είχαν πει παλιότερα, και έτσι πίστεψαν στα πρώτα εκείνα λόγια και έστειλαν τον ίδιο τον Μενέλαο στον Πρωτέα.
[2.119.1] Έφτασε λοιπόν ο Μενέλαος στην Αίγυπτο, ανέβηκε από τον ποταμό στη Μέμφιδα, είπε πώς είχε η υπόθεση, συνάντησε λαμπρή φιλοξενία και πήρε πίσω την Ελένη σώα και αβλαβή και μαζί όλους τους θησαυρούς του.
Πηγή...
Βίντεο:
fakiolakis
Βίντεο Εύκλος Εμπυριβήτης
Η Ελένη της Σπάρτης
Sprecht lauter, schreyt,
denn ich bin taub.
Beethoven
Την Τυνδαρίδα Ελένητην είδα την ευώλενη,
από τη Σπάρτη στο Μυστρά
και στον καιρού τα σείστρα.
Κι ηύρα τον κόσμο σκήτη,
και μ' ηύρε ο κόσμος ποιητή.
Η Ελένη της Σπάρτης είναι η ανάγνωση του ωραίου. Είναι η βίβλος γενέσεως και η βίβλος μελέτης του κόσμου, της φύσης, και των ανθρώπων.
Εκείνοι που την είδαν και την ακούσανε, και οι άλλοι που την εκάλεσαν και την εψηλαφήσαν, εγέννησαν την κόρη που της μοιάζει. Και με το φιλί που της πήρανε, από τα μεσάνυχτα ως τη χαραυγή, ή πιάνε το αθάνατο νερό.
Έτσι την είδε, για παράδειγμα, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν*. Και καβάλησε την αχτίνα του άστρου, για να χυθεί στο άπειρο. Με ταχύτητα κίνησης εκατό φορές την απόσταση Αθήνας Λονδίνου στο δευτερόλεπτο.
Έτσι την εδάγκωσε μηλόστομη ένα πρωί ο Νεύτων. Και εζύγισε το πολύτιμο φορτίο που έχει. Εμέτρησε την ουράνια έλξη της με τη δύναμη της χρυσής αλυσίδας που δένει τους πλανήτες, τα άστρα, και τους γαλαξίες. Για να στέκουνται στο κενό χορευτικά, και να μη γκρεμίζουνται στο χάος ανηγεμόνευτα.
Έτσι βαθιά στα μάτια την εκοίταξαν ο Ράδερφορντ, ο Λεύκιππος, ο Μπορ. Και μέσα στα σωθικά της ύλης αποκάλυψαν την Ίριδα του πόθου της. Καθώς την αντίκρυ-σαν να πηδάει από τη μία στοιβάδα στην άλλη με τη λυγεράδα των φωτονίων.
Έτσι εχάιδεψε νωχελική και λαλέουσα τη μεταμόρφωση του κορμιού της ο Αναξίμανδρος και ο Δαρβίνος. Το φωτερό της σείσμα μέσα στο σκοτάδι της κοσμικής λήθης τους οδήγησε και εχάραξαν το δρόμο της γένεσης και του θανάτου των όντων. Αποκρυπτογράφησαν το χαμένο χρόνο, και αναστύλωσαν την καταγωγή των ειδών.
Έτσι ο Φρόυντ και ο Σοφοκλής διηύθυναν τη μουσική, τις συμφωνίες, και τις ζυγιές τα όργανα στα όνειρα του ύπνου της. Και τα βαφτίσανε αναστενάρηδες στη θράκα και πυρίχιο χορό, οργασμό του σύμπαντος, και θάνατο και λιβιδώ.
Έτσι αψηλοκοίταξε από μακρυά ο Έβερεστ τα βυζάκια της. Ανθισμένα στη λευκή παγωνιά των κορυφών, και στην πυρή καταλαμπή της θύελλας. Και εμέτρησε με τις πευκοβελόνες το μπόι της γης.
Έτσι ο Φρειδερίκος Νίτσε, στις αρχές του αγνού Ιανουαρίου, απομαγνήτισε την τρέλα της, την προσκυνητή και την πάνσεπτη. Και από τότε ο καημός του πλοηγεί τη γνώση μας στο μεγάλο κινδυνώνα.
Γιατί η Ελένη της Σπάρτης είναι το πρώτο και το μέγα γιατί. Είναι το πότε και το πού, που ξεκινούν από το παντού και το πάντα, και τελειώνουν στο πουθενά και στο ποτέ.
Αυτή με το βελούδο του χεριού της ακραγγίζει το αδυσώπητο πέλμα του πάνθηρα. Όταν ορμάει και διαδίνεται στις σαβάνες με τη βία της σιγής και της φήμης. Όσο να προφτάξει τον ιπτάμενο τρόμο της δορκάδας, και να σπάσει σφοδρά τον τράχηλο της. Και εξαντλημένος ύστερα να σταθεί να τη βλέπει χαυνωμένα, όσο να ξεψυχήσει.
Η Ελένη και η αχόρταγη γνώμη της, με την πεθυμιά που σέρνει ξωπίσω της την ουρά των κομητών και των υδάτων, ανοίγει τη σκοτεινή ενοχή της Κλυταιμνήστρας στο νυχτοπάτη φαλλό, τον κλέφτη. Και δεν ησυχάζει τη λάβρα της, παρά σαν καταπιεί όλες τις θάλασσες του Αισχύλου. Όταν εξαντλήσει το βαθύ χρώμα της πορφύρας στην κόψη του σπαθιού του Ορέστη.
Περνά η Ελένη, και πέρα μακρυά διαβαίνουν οι καταιγίδες της τροπόσφαιρας. Η λάβα των ηφαιστείων της περιλιθώνει το μανδύα των πετρωμάτων της γης. Οι ήρωες και οι πιστοί της εξορύσσουν τα ψήγματα της ανθρώπινης μοίρας από τα σπλάχνα των κρατήρων και τα έγκατα των ανοίξεων.
Και η διχαλωτή αστραπή της σπάζει τα μάτια των ανθρώπων σε χίλια κομμάτια εβένου. Μπροστά στις πύλες της Θήβας και στα Διρκαία ρείθρα.
Αχ! ποιος κορυδαλλός ετραγούδησε την Ελένη με την περιπάθεια του Ρωμαίου στη Βερόνα. Ποιος νηπενθής εθρήνησε την αιτία της με το θρήνο του πρίγκιπα Άμλετ μέσα στο χαντάκι του τάφου. Ποια δρόσος κατασκήνωσε μαζί της στο καμίνι της Ναστάσιας Φιλίπποβνας. Με τη φωτιά σαράντα πήχες ψήλος.
Όποιος την ερώτησε καταμεσής στη ρούγα του χωριού «-Μα ποιος είναι μπροστά μου ο νεκρός;» υποθήκεψε την ύπαρξη του με τη φρικτή της απόκριση: «- Της μάνας σου ο γιος.»(1)
Και όσοι, στα λυχνανάμματα, αγγίξανε την παρυφή του ρούχου της, λίγο πριν ξημερώσει ψιθύρισαν αχνά την ευχή της αρχαίας αποτροπής: «- Ω που να μην είχα γεννηθεί!»(1).
Όλα του λόγου μας, και τα άλλα και τα πολλά, λαλούν ανεκλάλητα την Ελένη. Και λογαριάζουνται λύτρα στη λάμψη της, και λιτρίδια στον ήλιο.
Όλα δηλώνουν τα δέματα και τα δώρα της, και τα αδρά της δοσίματα. Και με δίχως το δράμα της, ουδείς δικαστής θα δυνότανε να δικαιώσει το μηδέν και το δεν, που αδιάκοπα μας δένουν στη δίνη και στο δαρμό του δίκιου τους.
Στα όρη το συνετό φεγγάρι φωτίζει τα σφυρά της. Στους κάμπους πιασμένη χέρι χέρι με την άνοιξη διαβαίνει η προσδοκία της. Στις θάλασσες οι σπασμοί και ο ιχώρας της σπιθίζουν την κόψη των κυμάτων με το μενεξεδένιο ιώδιο του μυχού των μηρών της. Στα δερβένια και στα περάσματα η αλκυονίδα μέρα του χιτώνα της κατασταίνει το χειμώνα ελάχιστο.
Η Ελένη που πλάσανε οι έλληνες καθρεφτίζει την εμορφιά του θεού. Είναι ο νους και ο νόμος της φύσης. Σαρκώνει το δαχτυλικό αποτύπωμα της προέλασης των ωρών. Αντιδονεί το δόνακα της φωνής των φαινομένων. Κάτω εκεί στους καλαμιώνες του ποταμού Ευρώτα, το αγνό σπέρμα του Δία εχύθηκε στην αγνή γαστέρα της Λήδας. Και ο καιρός έφερε στο φως την Ελένη. Καταγγελία και μήνυση της εμορφιάς και της λύπης του κόσμου.
Όλοι την τραγουδούν και όλοι τη συμπαλεύουν. Αλλά ποτέ δε φτάνουν να την τελειώσουν. Ο Όμηρος και ο Στησίχορος, ο Ευριπίδης και ο Πλάτων, ο Γοργίας, ο Γκαίτε και ο Σολωμός(2).
Όλοι την τραγουδούν και όλοι τη συμπαλεύουν. Κι όλους τους διαλύνει με τη λύρα και με τη λάμψη της. Τον Υάκινθο και τον Ιάλεμο, το Ληναίο και το Λίνο, το Φάνητα και το Φανία, εσένα κι εμένα. Θα μένουμε, όσο μένει. Να τραγουδάμε το τραγούδι της.
Στους δρόμους που γκιζέριζα,
καθώς γιουδαίοι και ατσίγγανοι,
ό,τι έσπερνες εθέριζα,
αβαγιανούς και ρίγανη.
Έστρωνες το κρεβάτι μου
στα χέρια σου και στα σπαθιά,
κι έγερνα εγώ και τ' άτι μου,
βαθύζωνη κι αλοταριά.
....
*Ο Αϊνστάιν, der grosse Schweiger, με τον τανυστή του Εμν=
(1) Goethe, Faust I, 3720
(1) Goethe, Faust I, 4596: O war ich nie geboren! Και στην αρχαία, την πρώτη καταγραφή: Σοφοκλ., Οιδίπ. επί Κολ. 1224:
Μη φύναι τον άπαντα νικά λόγον.
(2) Ο Όμηρος έπλασε την Ελένη και ταυτόχρονα έπλασε μαζί της δύο σχεδόν άλυτα αινίγματα. Πρώτο, γιατί η Ελένη είναι η ωραία γυναίκα, που πιο ωραία ούτε γεννήθηκε στο παρελθόν, ούτε ζει στο παρόν, ούτε, και κυρίως αυτό, θα γεννηθεί στο μέλλον. Και δεύτερο, γιατί αυτό το υπέροχο πλάσμα, η γυναίκα στους αιώνες των αιώνων, έπρεπε αναγκαία να είναι άπιστη.
Ο Στησίχορος την έβρισε σε μια ωδή, τυφλώθηκε, και έγραψε την περίφημη «παλινωδία» του, οπού συντριμμένος ανακάλεσε όλους τους ψόγους του, την αποθέωσε σαν σύμβολο της αγνότητας, και ξαναβρήκε το φως του.
Ο Ευριπίδης με την τραγωδία του Ελένη επεξεργάστηκε το πρόβλημα που στη γλώσσα της φιλοσοφίας ονομάζεται «γιγαντομαχία περί της ουσίας». Αν δηλαδή, πίσω από κάθε μας πράξη υπάρχει πράγματι ο σκοπός που τη δικαιολογεί, ή υπάρχει το τίποτα. Οπότε είμαστε το παιγνίδι του πιο άγριου οντολογικού χλευασμού. Επανεπεξεργασία του προβλήματος έχουμε στην Ελένη του Σεφέρη με το θρυλικό «αδειανό πουκάμισο».
Ο Γοργίας, ο γνωστός μείζων σοφιστής, έγραψε το «Ελένης εγκώμιον».
Ο Πλάτων με κέντρο τον έρωτα και όχι την Ελένη ξαναδούλεψε το θέμα στα πατήματα της παλινωδίας του Στησίχορου. Εδώθε με την ιδική του ασύγκριτη «παλινωδία» έλαβε αφορμή να περιγράψει το γνήσιο έρωτα. Ο πλατωνικός Φαιδρός όπου δουλεύει το θέμα, στο βαθμό που γνωρίζω όσο πρέπει, είναι το ωραιότερο ποίημα για τον έρωτα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Γκαίτε με την Ελένη του στο δεύτερο Φάουστ επιχείρησε να συνθέσει οργανικά και σύδετα κλασική Ελλάδα και ρομαντική Ευρώπη. Οι γάμοι του Φάουστ και της Ελένης γίνουνται στο κάστρο του Μυστρά. Αλλά το βρέφος που γεννιέται από τη σμίξη είναι θνησιγέννητο. Υπαινιγμός ότι κλασική Ελλάδα και χριστιανική Ευρώπη είναι στοιχεία εναντίως άσπονδα.
Ο Σολωμός το θέμα της Ελένης το δούλεψε στο ίδιο υψίπεδο με το Γκαίτε. Είναι η προσπάθεια του να δημιουργήσει το «τρίτο είδος», το μιχτό αλλά νόμιμο, με τη σύνθεση της ρομαντικής Ευρώπης (ύφος του Δάντη και του Σαίκσπηρ) και της κλασικής Ελλάδας (ύφος του Ομήρου). Στο εγχείρημά του εστάθηκε πολύ πιο δραματικός από το Γκαίτε, τραγικός ακριβέστερα. Γιατί, ενώ ο Γκαίτε εδούλεψε θεωρητικά το πρόβλημα, ο Σολωμός δοκίμασε να κάμει τη θεωρία του πράξη, και μέσα εκεί καταγκρεμίστηκε. Δε μας έδωκε ολόκληρα έργα, αλλά μόνο συντρίμμια. Ο λαμπρός στίχος του από τον Κρητικό το δηλώνει: Και την Ελένη αστόχησα, κι έλεγα «μνηστήτί μου».
Δημήτρης Λιαντίνης
ΓΚΕΜΜΑ, Η Ελένη της Σπάρτης, σελ. 203-207
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html