«Αν θέλετε να ψάξετε
το πτώμα
που κείται ενθάδε
Άδικα θα κοπιάσετε.
Διότι πτώμα δεν υπάρχει
το πτώμα σας την έσκασε
και πήγε βόλτα».
Αν στην επιστημονική θεωρία ο ορισμός πως ο άνθρωπος δεν γεννιέται με προϋπάρχουσες, έμφυτες γνώσεις, αλλά η γνώση του αποκτάται μέσω της εμπειρίας και αντίληψης του, κολλήσεις και το Νικόλας, τότε στις μαρκίζες των δρόμων που επέλεξε να τραγουδά, σχηματίζεται ολοκληρωμένα το όνομα Νίκολας Άσιμος φωτισμένο από τους σκοτεινούς άγραφους πίνακες αυτής της καλλιτεχνικής, ολιστικής συνείδησης.
Η απαρχή του κλισέ «δεν γουστάρω ταμπέλες μάγκες», βρίσκει τον Νικόλα ακριβώς την ίδια στιγμή εκεί γύρω στα δεκαοχτώ του χρόνια, να επιβάλει το ψευδώνυμο «Άσιμος» και ακροθιγώς να υπογράφει την αντίφαση για τη χρήση της δικής του ταμπέλας. Το «alter ego» ενός «tabula rasa» της μουσικής που γεννήθηκε από το εμπειρισμό, την πειραματική διάνοια και μια ξεκούρδιστη κιθάρα.
Η θεωρία που θέλει τον Νικόλα Άσιμο να περιφέρεται σαν μοναχικός λύκος στους δρόμους των Εξαρχείων ή στις μπουάτ της Πλάκας με τη κιθάρα του, αποτελεί μονοσήμαντη εκδοχή της ιδιότροπης μουσικής μοναχικότητας που τον διέκρινε. Ο Άσιμος ήταν ένα μουσικό μπουλούκι από μόνος του ακόμα και πριν τον απόηχο που άφησε η διάλυσή της «EXARCHIA SQUARE BAND».
Ένα μουσικό ασκέρι, χωρίς ατζέντηδες, δισκογραφικές εταιρείες, μεσάζοντες. Διαμεσολαβούσε αφ εαυτού με το κοινό που αυτός επέλεγε, για το κοινό που αυτός γούσταρε, έχοντας απόλυτη γνώση ότι τα φράγκα είναι η σιρμαγιά μόνο για τον παρόντα χρόνο, προϊόν προς αυθημερόν κατανάλωση.
Η παρακαταθήκη της πορείας στο μουσικό μονοπάτι, το σημαντικό σημείο αναφοράς και προσδιορισμού της τέχνης του, με σημεία στίξης, άγραφες παρτιτούρες ιδιωτικής κατασκευής του μυαλού του για δημόσια χρήση, τροφή ψυχής και νου. Και σε αυτό το φαγοπότι είχε τους δικούς του καλεσμένους. Ταυτόχρονα είχε και πολλούς κλασμένους, μόνο που σαν καλός οικοδεσπότης ποτέ δεν τους ξεσυνερίστηκε στα σοβαρά, παρά μόνο με τα τραγούδια του.
Το ποιητικό σημείο στίξης μετά μουσικής μιας ενδελεχούς πολιτικής κυοφορίας στον εφαρμοσμένο χρόνο της αναρχικής ημιπαραμονής του στον πλανήτη. Ο αναρχικός επιθετικός προσδιορισμός της τέχνης του δρόμου. Ένα κόμμα, μια τελεία, ένα θαυμαστικό μια τονική παρανόηση, άλλοτε στα τάστα της κιθάρας, άλλοτε στην πένα όπως ζωγράφιζε τις χορδές κι άλλοτε στη συγχορδία της ποίησης που ξεστόμιζε αυτοσχεδιαστικά. Όχι ναρκισσιστικά, όχι επιτηδευμένα, ούτε καν επιμελώς ατημέλητα.
Τα τραγούδια του Άσιμου, εν δυνάμει μουσικές πρόζες, παραμένουν επίκαιρα αναλλοίωτα όσο και τα λόγια του, στο βαθύ χάσμα που τα χωρίζει από την μουσική παραβιομηχανία αλλά και το κοινωνικό – πολίτικο γίγνεσθαι.
Ίσως ουτοπικά αταυτοποίητα, στρατευμένα στο δικό του «ακαπέλα» καημό και πόνο της διαφορετικότητας, δεν σκιάχτηκαν ούτε από το αντιδραστικό του χαρακτήρα που ήθελαν να τον παρουσιάζουν. Προσομοιάζουν, ίσως πιο ώριμα να ακουστούν «εν τη απουσία του», εντός της σημερινής εκδοχής τους μέσω του κληρονομικού χαρίσματος, που δεν έμελλε να χαϊδέψει μικροαστικά αυτιά αλλά ξεσκονίζοντας μυαλά και συνειδήσεις, αφοπλιστικά προς την αφύπνιση.
«Τούτο το βιβλίο το αφιερώνω στον Σαλόκιν Σόμισα, στον άνθρωπο που μου ‘δωσε τη γνώση στο να κάτσω να το γράψω και να το τυπώσω»
Ο «Σαλόκιν Σόμισα» είναι ο δεύτερος συγγραφέας του βιβλίου «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» που γράφει και κυκλοφορεί μόνος το 1981, χωρίς την υποστήριξη των εκδοτικών οίκων της εποχής. Ο «Σαλόκιν Σόμισα» είναι η αντανάκλαση του «Νικόλας Άσιμος» στο καθρέφτη των δικών μας ψευδαισθήσεων. Αλλά φευ μόνο ο Άσιμος θα έγραφε το όνομα του ανάποδα όχι από συστολή στην αυτοαφιέρωση. Αλλά ως γνήσιος εφευρέτης μια λέξης που μοναδικά εξέφρασε το ολόδικό του «Κ-Ροκ» στην αναζήτηση των ολόδικών του «Κ-Ροκανθρώπων».
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.
Αλλά δε θάμαι πια εγώ. Θαναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν.
Όσο υπήρχα με φοβόσουν.
Όσο υπήρχα δε με άντεχες.
Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.
Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη.
Κι ας σου φαίνεται γέλιο.
Κι ας μου φαίνονταν γελοίο…»
Ο Νικόλας Άσιμος αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του στις 17 Μαρτίου 1988. Άφησε πίσω μόλις μετά από 39 χρονιά ζωής, διαμαντένια τραγούδια, ένα βιβλίο μια κόρη και ένα μεγάλο μουσικό και ποιητικό «κρακ». Απόηχος μια σπασμένης τζαμαρίας στους δρόμους των Εξαρχείων, αποτύπωμα για έναν άλλο κόσμο ασύμβατης δοξασίας, μεταποιημένο από τον ιδεαλιστικό αντικομφορμισμό σε αληθινή ζωή. Ενίοτε χορεύει πάνω στα χνάρια της μορφοποιημένης αντισυμβατικότητάς, της ίδιας υπερβατικής εκδοχής της μουσικής παρουσίας παρά την απουσία του, εν άγνοια μας αλλά εν πλήρει συνειδήσει, ότι ο άνθρωπος Νικόλας Άσιμος υπήρξε μαζί με την αξέχαστη παρέα του φιλοξενούμενος από τα πέριξ της πλατείας Εξαρχείων μέχρι το λόφο του Στρέφη και από το «Σούσουρο» μέχρι το «Τάδε έφη».
Ο πολυτάλαντος συνοδοιπόρος του Νικόλα Άσιμου, γλύπτης, ζωγράφος, ποιητής, συγγραφέας και τραγουδοποιός, Χρήστος Ζυγομαλάς που μόλις πρόσφατα μας εγκατέλειψε για να τον συναντήσει την υπόλοιπη παρέα Κ-Ροκανθρώπων περιγράφει:
«Πάνε τόσα χρόνια και γω νομίζω πως ήτανε χτες, τα φιλαράκια μου, οι σύντροφοι, η πρώτη μου παρέα, τότε που ο κόσμος δεν τελείωνε πουθενά. ”Όμορφα παιδιά η περιπέτεια τελείωσε”.
Εμπρός στο δρόμο που χαράξαμε με τον Νικόλα, τον Δαυϊδ, τον Αρη το βαμπίρ, την Σόνια την τραβεστί, τον Ντάτουρα, τον Επίτροπα, τον Τζώνυ που τράκαρε με το παπί σε δέντρο και σκοτώθηκε- τον Αρη τον ινδιάνο που φυτεύθηκε και εφύτευσε στην Ολλανδία, τον Τζίμη, την Νόνη, την Ιωάννα, τον Καβάτζα, το Μητσάρα, τον Ιβάν, τον Γιωργάκη το φρικιό, τον Κωστάκη, το Νέρωνα, το Μητσοφρίκο και τον Αντρέα τον αδελφό του που τον μαχαίρωσε ελαφρά ευτυχώς, τον Αντωνάκη, τον Ερμή-Hermes, την Ελενίτσα, τον Κάϊν, το Στέλιο τον Ιψινέσκυ που τον μαχαιρώσανε στην καρδιά σε νταλαβέρι στο Πεδίο του Άρεως, τον Βαρώνο που πέθανε στη φυλακή, τον Τουρίστα, το Λόλα τον ”Τούρκο” που έκλεισε το χασάπικο και άνοιξε ανθοπωλείο, την αθάνατη Ιουλία που ανακάτευε τα Εξάρχεια κάθε λίγο, την Ελένη “απ’ τη Βομβάη”, τον Μάριο, την Μαρίνα και την Τζίνα τα αδερφάκια, τον Κόκκαλο που έγινε γκουρού, τον Θάμνο, τον Μιχαλάκη τον Σύρπο…
Αυτό ήτανε το πρώτο και μοναδικό αυθεντικό ΚΡΟΚ και είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας πολλών αξιόλογων παιδιών. Πέρασαν πολλά όμορφα παιδιά.
Η τιμή ανήκει στον Νικόλα και όλους τους υπόλοιπους μαζί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html