Ελληνική Νομαρχία για κλήρο και εκκλησία: Οι Συνεργοί της Τυραννίας..
Ο Ανώνυμος στην Ελληνική Νομαρχία αναφέρεται στον κλήρο και την εκκλησία στο τέταρτο βιβλίο του με τίτλο «Οι Συνεργοί της Τυραννίας». Δε διστάζει, όταν αναφέρεται περί τυραννίας, «…μία ανεξάρτητος και απολελυμένη αρχή ενός προς τους άλλους», να μην συμπεριλάβει απλά τους Οθωμανούς αλλά και την εκκλησία, λέγοντας «…δια μέσου της θρησκείας και των νόμων, εκτελούσι τα όσα η κακία τους τούς διδάσκει..».
Είναι φανερό ότι την εποχή εκείνη ο πληθυσμός του ελλαδικού χώρου δεν διακρίνει την εκκλησία σαν φορέα απελευθέρωσης αλλά αντίθετα σαν το «χέρι» του σουλτάνου στο ρωμαίικο πληθυσμό. Και συνεχίζει να αναφέρεται στη «…μιαρά Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως…» λέγοντας ότι «Εσύ, τους πτωχούς δεν καταδέχεσι ούτε καν να τους ιδής, ουχί δε να τους βοηθήσεις. Η λύσσα σου διά τα χρήματα είναι απερίγραπτος», περιγράφοντας πλήρως το θεσμικό της ρόλο στη διατήρηση της κυριαρχίας των Οθωμανών στη βαλκανική χερσόνησο.
Σε καμιά περίπτωση αναφορά δεν
γίνεται μόνο για το πατριαρχείο, αλλά συνεχίζει να κατακρίνει το σύνολο του κλήρου λέγοντας «ο νυν ελληνικός κλήρος, δια βάσιν του συστήματός του και δια γενικόν όργανον της διαγωγής του έχει μόνον τον χρυσόν…» αποκαλύπτοντας έτσι τον κυριότερο λόγο ύπαρξης του θρησκευτικού μηχανισμού καταστολής και υποδούλωσης. Καταστολής, με την απειλή του «αφορισμού» που σε άτομα με περιορισμένη πνευματική μόρφωση ισοδυναμεί με το ψεύδος της μεταθανάτιας ζωής στη κόλαση και υποδούλωσης, λόγω του ελέγχου μέσω φορολογίας και εισφορών του βιοτικού επίπεδου των ανθρώπων.
γίνεται μόνο για το πατριαρχείο, αλλά συνεχίζει να κατακρίνει το σύνολο του κλήρου λέγοντας «ο νυν ελληνικός κλήρος, δια βάσιν του συστήματός του και δια γενικόν όργανον της διαγωγής του έχει μόνον τον χρυσόν…» αποκαλύπτοντας έτσι τον κυριότερο λόγο ύπαρξης του θρησκευτικού μηχανισμού καταστολής και υποδούλωσης. Καταστολής, με την απειλή του «αφορισμού» που σε άτομα με περιορισμένη πνευματική μόρφωση ισοδυναμεί με το ψεύδος της μεταθανάτιας ζωής στη κόλαση και υποδούλωσης, λόγω του ελέγχου μέσω φορολογίας και εισφορών του βιοτικού επίπεδου των ανθρώπων.
Το πατριαρχικό αξίωμα, το αγόραζε η Σύνοδος από τον Οθωμανό αντιβασιλέα έναντι ενός μεγάλου χρηματικού ποσού. Μετά το πουλούσε σε κάποιον, κερδίζοντας τη διαφορά, και τον αποκαλούσε πατριάρχη. Ο πατριάρχης για να βγάλει τα χρήματα του πίσω, πουλούσε τις επαρχίες , δηλαδή τις αρχιεπισκοπές σε όποιον έδινε περισσότερα. Οι αρχιεπίσκοποι με τη σειρά τους πουλούσαν τις επισκοπές σε επισκόπους και αυτοί στη συνέχεια «…γυμνώνουσι τον λαόν, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν». Οι αρχιεπίσκοποι με τα χρήματα που απομυζούσαν από τους χριστιανούς πλήρωναν τους Οθωμανούς διοικητές εξαγοράζοντας έτσι «…την άδειαν να κλέψωσιν όσα ημπορούσι».
Αυτό το σύστημα, όμως, λειτουργίας ήταν (και είναι) τόσο διεφθαρμένο και άπληστο που χρειαζόταν τρόπους εξασφάλισης περισσοτέρων εσόδων. Το κλειδί γι’ αυτό ήταν η διατήρηση της αμάθειας και της μη πνευματικής καλλιέργειας του πληθυσμού. «Η αμάθεια του λαού ακόνισεν τόσον τα αρχιερατικά σπαθία, οπού κανείς δεν τους αντιστέκεται». Έτσι αυτοί, οι παπάδες, με διαρκείς κατάρες σκέφτηκαν να εφαρμόσουν την «…πλέον διαβολική διάθεσιν φοβερωτέρας βέβαια δεν ήθελεν ημπορέσει να εφεύρη, το οποίον ονομάζουσιν αφορισμόν…».
Αφορίζοντας, λοιπόν, φτωχούς και πλούσιους, «πόνταραν» στην ουσία στη τιμή της συγχώρεσης αργότερα. Ο αφορισμός είναι το πρώτο εργαλείο επιβολής της κυριαρχίας τους, αλλά ακόμη πιο επικερδείς είναι οι αγιασμοί και τα μνημόσυνα «υποχρεώνουν όλους τους πολίτας, να τους δεχθώσιν εις τα οσπίτιά των, δια να τους ψάλωσι τον αγιασμόν, και ούτως λαμβάνουσι την πληρωμήν από πενήντα έως δέκα γρόσια το ολιγότερον». Και ικανοποιούν την αχόρταγη λύσσα τους για χρήμα ακόμα και από κληρονομιές και χαρίσματα. Οι δε κληρονομιές είναι υποχρεωτικές, αφού «Όταν απεθάνη κανένας πολίτης και το ακούση ο αρχιερεύς, είναι δια αυτόν μία ανεκδιήγητος χαρά, επειδή, δια να ημπορέσουν να τον θάψουν, πρέπει, αφού πληρώσουν τον οθωμανόν τύραννον, να πληρώσουν και τον αρχιερέα. Η ποσότης όμως είναι αόριστος, πότε δέκα χιλιάδας γρόσια, πότε πέντε, και το ολιγότερον χίλια», αλλά και τα χαρίσματα, που μόνο χαρίσματα δεν είναι, αφού είναι στην ουσία υποχρεωτικά (βίαια). «Όταν πάλιν ο πολίτης μισεύη από την πατρίδα του, πρέπει να δώση ένα χάρισμα του αρχιερέως. Όταν επιστρέφη, πάλιν του χαρίζει».
Περισσότερο απεχθέστατος αναφέρεται να είναι και ο τρόπος συλλογής χρημάτων, «ξαφρίσματος» στην καθομιλουμένη, περιφερόμενοι στα χωριά αρπάζοντας ό,τι βρουν «αρπάζουσι εν φόρεμα, τίνος εν εργαλείον της γεωργικής, τίνος εν στολίδι της γυναικός του, και φθάνουσι να τους παίρνουσιν έως και τα δοχεία των φαγητών. Από άλλους πάλιν λαμβάνουσι τόσα κιλά σιτάρι ή τόσον κρασί».
Σε καμία περίπτωση, η γνώμη των απλών ανθρώπων, εννοώ χωρίς αξιώματα και υλικό πλούτο, για την εκκλησία δεν ήταν καλή. Ήξεραν ότι είναι οι δυνάστες τους και όχι ο φορέας απελευθέρωσής τους και πόσο μάλλον η θρησκεία το μέσο προς την ελευθερία …«το σημερινόν ελληνικόν ιερατείον εμποδίζει και κρύπτει την οδόν της ελευθερώσεως των ελλήνων, και αύτη εστίν η πρώτη και μεγαλειτέρα αιτία, οπού μέχρι της σήμερον ευρισκόμεθα υπό της οθωμανικής τυραννίας».
Το θράσος και η απληστία όλου του μηχανισμού της ορθόδοξης εκκλησίας και το «μαγαζάκι γωνία», που είναι γι’ αυτήν η θρησκεία, ήταν γνωστό σε όλους τους πνευματικά καλλιεργημένους ανθρώπους της εποχής. Οι πνευματικά καλλιεργημένοι έχουν κυρίως σπουδάσει σε ευρωπαϊκές πόλεις και είναι επηρεασμένοι από τον γαλλικό διαφωτισμό.
Ήδη στη Γαλλία έχει εφαρμοστεί η κατάργηση των προνομίων της καθολικής εκκλησίας και αυτό είναι κάτι που έχει τρομάξει την ανατολική εκκλησία (ορθόδοξη). Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα έχει αρχίσει από το πατριαρχείο η συστηματική δίωξη όλων των εκδόσεων, επηρεασμένων από τις ιδέες των εκφραστών του γαλλικού διαφωτισμού, με σκοπό την διατήρηση της πνευματικής ύπνωσης, που είχαν επιφέρει στο πληθυσμό μετά από 1.500 χρόνια θρησκευτικού σκοταδισμού. Στόχος του δεν ήταν τα θρησκευτικού περιεχόμενου μόνο βιβλία, αλλά οτιδήποτε μπορεί να κλόνιζε το θεοκρατικό μόρφωμα του εξουσιασμού της.
Εκείνη την εποχή, υπάρχει μια έντονη εκδοτική δραστηριότητα στις ελληνικές παροικίες με μεγαλύτερη αυτή στη Βιέννη. Η ομάδα του Ρήγα Φεραίου εξέδιδε στη Βιέννη την εφημερίδα «Εφημερίς», που θεωρείται και η πρώτη ελληνική εφημερίδα, περιέχοντας απελευθερωτική προπαγάνδα καθώς και ειδήσεις, διεθνείς και τοπικές (Βαλκάνια).
Αυτό δε πέρασε απαρατήρητο από το πατριαρχείο που ξεκίνησε ένα κυνηγητό προς την ομάδα του Ρήγα, σε συνεργασία πάντα με τις αυστριακές αρχές, που κάθε άλλο πάρα θετική έβλεπαν την ιδέα δημιουργίας ενός ελληνικού κρατιδίου. Αυτό κατέληξε στη σύλληψη, το βασανισμό και τελικά στη δολοφονία όλων των μελών της ομάδας του Ρήγα. Η εκδικητικότητα του πατριαρχείου, όμως, φαίνεται και στο «ανάθεμα» που εξαπέλυσε στο Ρήγα ένα χρόνο μετά (!!) τη δολοφονία του.
Αφού η η εκκλησία επιδόθηκε σε καύσεις βιβλίων και συγγραμμάτων το επόμενο διάστημα, επίσημη πρακτική της ορθόδοξης εκκλησίας από τα πρώτα χρόνια ύπαρξής της και φυσικά συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες, όντας μέσα σε πανικό, άρχισε να αφορίζει τους άπαντες πολέμιους του οθωμανικού κράτους και της εξουσίας της. Αφόρισε τους Σουλιώτες που ήταν σε πόλεμο με το Αλή Πασά και τους Αρματωλούς που απειλούσαν τα συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων.
Το πατριαρχείο με μια «Απανταχούσα» προσπάθησε αργότερα, σε ένα κατά τα άλλα αντιφατικό κείμενο, να συγκεντρώσει όλες τις εκδοτικές προσπάθειες στη Κωνσταντινούπολη με σκοπό όχι φυσικά το καλύτερο συντονισμό τους, αλλά τον έλεγχό τους.
Επανερχόμενοι στο πώς αντιλαμβάνονταν οι ραγιάδες τον αντιαπελευθερωτικό ρόλο του πατριαρχείου, που μαζί με τους βάρβαρους προεστούς, διακηρύττουν «Πού να εύρωμεν ένα άλλον βασιλέα τόσον εύσπλαγχνον, και τόσον καλόν; Τί είναι αυτή η ελευθερία; Η ελευθερία ούτε εστάθη, ούτε θέλει σταθή. Πού να χύσωμεν τόσον αίμα!» είναι «ανάξιοι εις το να ωφελήσουν την πατρίδα, και πόσον επιτήδειοι εις το να την ζημιώσουν;»
Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ!!
Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ!!
ελληνική Επανάσταση του 1821, μια ακόμη αστική επανάσταση στην σειρά ανάλογων επαναστάσεων εκείνου του αιώνα και των προηγούμενων – αν και καθυστερημένη, χρονικά, λόγω των αντικειμενικών συνθηκών που είχε δημιουργήσει στα Βαλκάνια και στον ελλαδικό χώρο η μακραίωνη κατάκτηση από την Οθωμανική αυτοκρατορία – συνιστά μια χαρακτηριστική περίπτωση του τρόπου που το αστικό πολιτικό σύστημα, από την στιγμή της εδραίωσης της κυριαρχίας του, διαχειρίζεται την συλλογική ιστορική μνήμη.
Οι μύθοι που δομούν κάθε κυρίαρχη, σύγχρονη αφήγηση του παρελθόντος, αντανακλούν τους κάθε φορά «τρέχοντες» στόχους του αστικού πολιτικού συστήματος, στην βάση, πάντα, του κύριου σκοπού του, που είναι η απρόσκοπτη συνέχιση της αναπαραγωγής και κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Αν υπάρχει ένα πεδίο όπου η συνειδητή προσπάθεια να δημιουργηθούν συγχύσεις και στρεβλώσεις στην συνείδηση για το κοινωνικο – οικονομικό παρόν, εμφανίζεται σε όλο τον αντιεπιστημονικό, αντιδιαλεκτικό κυνισμό της, αυτό είναι η ιστορία. Η αποσπασματικότητα, τα ιστορικά και λογικά «άλματα» ή ακόμη και τα ανοιχτά ψέμματα, δημιουργούν ένα εκρηκτικό, «τοξικό» «κοκτέιλ» για τα μυαλά, κυρίως τα νεανικά. Διότι αν θέλεις να προφυλάξεις την εξουσία σου, ένας διαχρονικός τρόπος είναι να «υπονοήσεις», εμμέσως πλην σαφώς, την «αιωνιότητά» της. Αυτό δεν γίνεται αν αρχίσεις να διδάσκεις ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ‘Ελληνες και Τούρκοι τσιφλικάδες, μαζί με την Ιεραρχία της Εκκλησίας, έκαναν ό,τι μπορούσαν να αποτρέψουν τον λαό από το να πάρει τα όπλα. Οτι, αφού δεν τα κατάφεραν, προσπάθησαν να διαφυλάξουν την εξουσία τους ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, γεγονός που οδήγησε και στις εμφύλιες, ταξικές, ένοπλες συγκρούσεις κατά την διάρκεια της Επανάστασης.
Από τις πλέον γνωστές διαστρεβλώσεις είναι… η ίδια η ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης. Η αγωνία να κουκουλωθεί ο αντεπαναστατικός ρόλος της Εκκλησίας, καθώς και η προνομιακή της σχέση με του σουλτάνους και τους Ελληνες τσιφλικάδες καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, οδήγησε στην δημιουργία ενός ανιστόρητου «γεγονότος», αυτό της «ευλογίας» των επαναστατικών όπλων από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, στις 25 Μάρτη 1821. Οχι μόνο πρόκειται για ένα θρασύτατο κατασκεύασμα, αλλά εμπλέκει και το πρόσωπο ενός από τους αντιδραστικότερους ιεράρχες και από τους πιο στενούς συνεργάτες των τσιφλικάδων – «προκρίτων». Ετσι, όχι μόνο δίνεται ένα κατασκευασμένο «άλλοθι» στον ίδιο τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, αλλά, μέσω του ίδιου, «καθαγιάζεται» ο βρώμικος ρόλος συνολικά της Ιεραρχίας (και) στην Επανάσταση του ’21.
Η αλήθεια είναι ότι στις 21 Μάρτη είχε σηκώσει τη σημαία της επανάστασης ο Π. Καρατζάς στην Πάτρα και στις 23 Μάρτη ο Κολοκοτρώνης απελευθέρωσε την Καλαμάτα, αφού πρώτα από τις 22 Φλεβάρη 1821 , ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας) είχε περάσει τα σύνορα της Ρωσίας με την οθωμανική αυτοκρατορία, κηρύσσοντας στη Μολδαβία την επανάσταση .
Το ταξικό περιεχόμενο της Επανάστασης του ’21, το οποίο, λόγω της οθωμανικής κατάκτησης, έλαβε εθνικοαπελευθερωτική μορφή, τεκμηριώνεται και από δύο μνημειώδη έργα της προεπαναστατικής περιόδου, τον «Θούριο» (1797) του Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίου) και την «Ελληνική Νομαρχία» (1806) «ανωνύμου του ‘Ελληνος». Συνδυασμένα, αυτά τα κείμενα, συνιστούν ένα είδος «μανιφέστου» της Επανάστασης του ’21.
Με αφορμή την, έστω και ετεροχρονισμένη, επέτειο της Επανάστασης του 1821, επιλέξαμε ένα κείμενο – «αποτίμηση» του Νίκου Μπελογιάννη για την «Ελληνική Νομαρχία», το οποίο έγραψε το 1951, κρατούμενος στις φυλακές της Κέρκυρας. Προέρχεται από τον τόμο «Κείμενα από την απομόνωση», 2η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1983, Μέρος Δεύτερο, Υλικό σε φακέλλους, σελ. 49-54, όπως αναδημοσιεύθηκε στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» (2002, Τεύχος 2).
«ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ» – ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ»**
του Νίκου Μπελογιάννη
Μεγάλο σταθμό στο ξετύλιγμα της νεοελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας αλλά και της εθνικοαπελευθερωτικής επαναστατικής οργάνωσης αποτελεί η «Ελληνική Νομαρχία». Γράφτηκε γύρω στα 1806 και τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο πιθανόν στη Μπολόνια της Ιταλίας. Ο συγγραφέας του, για λόγους συνωμοτικούς, θέλησε να μείνει άγνωστος και γι’ αυτό παρουσιάζεται σαν «Ανώνυμος Ελλην». (Επίσης και ο τίτλος του δόθηκε για λόγους συνωμοτικούς). Και ίσαμε σήμερα δεν αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά είναι. Αλλοι λένε τον Κωλέτη, άλλοι κάποιον έμπορο του εξωτερικού, το Γιαννιώτη Σπύρο Σπάχο, ο Βέης λέει το Χριστόφορο Περραιβό, άλλοι τον Κορίνθιο γιατροφιλόσοφο Γεώργιο Καλαρά και τέλος, ο Βαλέτας που το 1949 βγάζει το συμπέρασμα ότι συγγραφέας είναι ο Ηπειρώτης γιατροφιλόσοφος Ιωάννης Πασχάλης. Δονάς. Είναι όμως και πολύ πιθανό το βιβλίο – αφιερωμένο στο Ρήγα – να γράφτηκε κολλεχτιβιστικά, από ολόκληρη συντροφιά επαναστάτες και φίλους του Θεσσαλού εθνομάρτυρα που είχαν καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας – σοβαρό επαναστατικό κέντρο της εποχής εκείνης.
Αλλως τε δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο συγγραφέας. Ισως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι συμβολίζει πιο καλά τον «ανώνυμο Ελληνα», τον κάθε Ελληνα που πονούσε για την κατάντια του τόπου του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του[1]. Η ψυχή του άγνωστου συγγραφέα είναι γεμάτη Ελληνισμό, ανθρωπιά και αγωνιστικό πνεύμα. Βλέπει, τοποθετεί και λύνει το πρόβλημα της επανάστασης και της απελευθέρωσης με τον πιο ρεαλιστικό και θετικό τρόπο. Θεωρεί ότι ο καιρός έχει ωριμάσει (και πραγματικά το 1806 οι συνθήκες, ντόπιες και διεθνείς, για μια εξέγερση είναι ακόμη και από το 1821 πιο ευνοϊκές). Καθορίζει τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης και ξεκαθαρίζει ότι η εξέγερση του Ελληνισμού μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και να μην υπολογίζει στους ξένους, όπως υπολόγιζε κυρίως ο Κοραής – στους Γάλλους – και ίσαμ’ ένα βαθμό και ο Ρήγας. Επίσης ξεσκεπάζει και μαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της επανάστασης, τους εκμεταλλευτές του λαού, τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και πολλούς ξενιτεμένους Ελληνες – εμπόρους, δάσκαλους κλπ. Απ’ αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο είναι ποτισμένο από πόνο και αγάπη για το βασανισμένο λαό, μίσος για τους τυράννους και αγανάχτηση γι’ αυτούς, που συμμαχώντας με τους Τούρκους, εμπόδιζαν την επανάσταση.
Πρώτη φορά η νεοελληνική σκέψη έβγαλε ένα δημιουργικό έργο, γεμάτο πνοή και δημοκρατισμό, που δεν εξηγεί μόνο το νεοελληνικό κατάντημα της εποχής εκείνης, αλλά φωτίζει και το σωστό δρόμο για μια επαναστατική αλλαγή. Και πολλά κομμάτια του βιβλίου αυτού στέκονται ακόμη και σήμερα, σαν αθάνατα μνημεία της νεοελληνικής σκέψης και τέχνης του λόγου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 5 μέρη. Στο Α΄ μέρος, αφού μιλάει για την ανθρώπινη ευτυχία – επηρεασμένος από τους διαφωτιστές του 18ου αιώνα – υμνεί τα ελεύθερα πολιτεύματα και στιγματίζει τα καθεστώτα της δουλείας. Παραθέτω μερικές, ανάμεσα στις τόσες, σκέψεις του συγγραφέα: «Και καθώς έν’ άνθος ευώδες, όταν γεννάται ανάμεσα εις τα δάση, όπου κανείς δεν το βλέπει, ή καταβιβρώσκεται από τα θηρία, ή κατασήπεται από τον καιρό, τοιαύτης λογής ακολουθεί και εις τας υποδουλωμένας πόλεις, εις τας οποίας όταν ευρίσκεται κανένα άξιον υποκείμενον, μη έχοντας τον τρόπον να εμφανισθεί, αποθνήσκει χωρίς τινάς να γνωρίσει την αξιότητά του» (σελ. 68, έκδοση Βαλέτα). «Οσα φαίνονται αδύνατα εις τους δούλους, μόλις είναι δύσκολα εις τους ελευθέρους και μεγαλοψύχους άνδρας» (σελ. 70). «Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνη ή για την ελευθερίαν του ή με την ελευθερίαν του» (σελ. 74).
Τονίζει επίσης την ανάγκη για τους Ελληνες να μάθουν την πολεμική τέχνη, την «επιστήμη των αρμάτων», όπως την ονομάζει. Περιγράφει ύστερα τις ιδιότητες, που πρέπει νάναι προικισμένος ένας αρχιστράτηγος, δεν παραλείπει να αναφέρει προβλήματα ταχτικής και τέλος σκορπίζει την πεποίθηση στην ικανότητα των Ελλήνων να αποτινάξουν τον ξένο ζυγό. (Ας σημειωθεί εδώ ότι πρώτος ο «Ανώνυμος» χρησιμοποιεί συνειδητά τον όρο «Ελληνες»).
Στο Β΄ μέρος – «Τύραννοι και δούλοι» – ξετινάζει τα μοναρχικά καθεστώτα, εξευτελίζοντας και γελοιοποιώντας τους μονάρχες. Ψάχνει να βρει τις αιτίες των «άδικων», όπως τους λέει, πολέμων, – σε αντίθεση με τους «δίκαιους»: «Αυτοί – οι βασιλιάδες – δια παραμικράς αιτίας και συχνάκις δια μίαν βάρβαρον όρεξίν τους, αποφασίζουν τον θάνατον τόσων χιλιάδων υπηκόων, κηρύττοντες τον πόλεμον αναμεταξύ των». (Σελ. 112). Σπάνια ως τότε έπεσε τόσο τσουχτερό μαστίγιο στους μονάρχες, και ειδικά για την Ελλάδα, κανείς – και τότε και αργότερα – δεν μίλησε με τόσο πάθος, ρεαλισμό και οργή κατά της μοναρχίας, των αρχόντων και του κλήρου. Διαπιστώνει σωστά τις αιτίες της πνευματικής καθυστέρησης του σκλαβωμένου τόπου, αποδίνοντάς την κυρίως στην απόλυτη καλογεροκρατία: «Αι επιστήμαι οπού πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφία εξωρίσθησαν …». Και συνεχίζει με ολοζώντανες και πικρές αλήθειες: «Αλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο, ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλον δεν ημπορούσε να αναγνώση, ειμή τα θαύματα και τους βίους των αγίων, και οι ταλαίπωροι Ελληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεθυσμένοι δε από την αμάθειαν και διεσιδαιμονίαν, υπήκουον και εφοβούντο τους τυράννους των, χωρίς να ηξεύρουν το διατί. Ενας αφορισμός του αρχιερέως ετρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ανθρώπων! ω δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά είσαι ανάμεσα εις τα ανθρώπινα πάθη, και πόσον ουτιδανώνεις την ανθρωπότητα, όταν κυριεύεις τας ψυχάς των απλών και αμαθών λαών, οι οποίοι τόσον αμαυρώνονται οπού τρέμουσιν εις την ψευδή λαλιάν σου, καθώς τα βρέφη φοβούνται έναν όφιν ξύλινον, ή ένα χαλκούν λέοντα!».
Στο Γ΄ μέρος – «Η Ελλάδα στα δεσμά της» – περιγράφει πολύ παραστατικά την εκμετάλλευση της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των νοικοκυρέων και των πραματευτών.
Το Δ΄ μέρος αρχίζει με τα αίτια, που συντηρούνε τη σκλαβιά και που είναι: «το αμαθές ιερατείον και η απουσία των αρίστων συμπολιτών» που ζούνε στο εξωτερικό. Συνεχίζει με επίθεση στους πλούσιους: «Διατί ο πλούσιος να τρώγη, να πίνη, να κοιμάται, να ξεφαντώνη, να μην κοπιάζη και να ορίζη, ο δε πτωχός να υπόκειται, να κοπιάζη, να δουλεύη πάντοτε, να κοιμάται κατά γης, να διψά και να πεινά;». Αμείλιχτος είναι για τους κληρικούς – εξαιρώντας βέβαια τους τίμιους και αγνούς, που κατά τον Ανώνυμο είναι λίγοι. Τους κατηγορεί ότι είναι κύριοι υπεύθυνοι για τη διαιώνιση της σκλαβιάς επειδή διδάσκαν στο λαό ότι «ο Θεός μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν, και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός», γιατί «όν αγαπά Κύριος παιδεύει». Και ρωτάει ο συγγραφέας αγαναχτισμένος: «Πως θέλεις, λοιπόν, να εξυπνήσουν οι Ελληνες από την ομίχλη της τυραννίας;» Και συνεχίζοντας ξεσκεπάζει και ξετινάζει τη θαυματοκαπηλεία, τη λειψανοκαπηλεία, τη συναλλαγή και τη ληστεία των καλογέρων σε βάρος του λαού. Τους καλόγερους τους υπολογίζει σε 100.000!
Υστερα έρχεται στη δεύτερη αιτία της σκλαβιάς, τον ξενιτεμό, και κατηγορεί πολλούς ξενιτεμένους ότι ξέχασαν ή πρόδωσαν την Ελλάδα, τονίζει ότι η απουσία τους αφανίζει την Ελλάδα και τους καλεί όλους, με λόγια συγκινητικά, να γυρίσουν στην Ελλάδα: «Υπάγετε εις την Ελλάδα και εις ολίγον καιρόν θέλετε αισθανθεί την διαφοράν οπού θέλει προξενήσει η παρουσία σας εις την κατάστασίν της». Και τους βάζει τέλος το πρόβλημα της ξένης βοήθειας: «Ισως προσμένετε να μας δώση την ελευθερίαν κανένας από τους αλλογενείς δυνάστας; Γιατί, αδελφοί μου, να θέλωμεν να αλλάξωμεν κύριον, όταν μόνοι μας ημπορούμεν να ελευθερωθώμεν;».
Στο Ε΄ βιβλίο – «Η ανάσταση του γένους» – αποδείχνει ότι είναι δυνατή η απελευθέρωση με μόνες τις δυνάμεις του Εθνους. Αφού χτυπάει τη μικροψυχία των Φαναριωτών, αναφέρει τις αιτίες που κάνουν δυνατή την εθνική αντίσταση. Πρώτη είναι ο φωτισμός, η διαφωτιστική αναγέννηση, που πρέπει να γίνει πάνω σε λαϊκές και όχι σε σχολαστικές, καλογερίστικες, βάσεις, που εμποδίζουν την αποτίναξη του ζυγού. «Ω, πόσον ταχύτερα και ευκολότερα ήθελε φωτισθώσιν οι παίδες των Ελλήνων, αν οι παραδόσεις των επιστημών εγίνοντο εις την απλήν μας διάλεκτον!». Και αγαναχτεί γιατί χάνουμε 3-4 χρόνους στη σπουδή της αρχαίας Ελληνικής. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο «Ανώνυμος» γράφει πως η απελευθέρωση του Ελληνισμού θα φέρει και την αναγέννησή του και όχι η αναγέννηση την απελευθέρωση, όπως πίστευε ο Κοραής. Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι απουσιάζει ο Μεγαλοϊδεατισμός και καταδικάζεται ο βυζαντινός σκοταδισμός. Δεύτερη πηγή δύναμης για την επανάσταση: Οι κλέφτες, που το ήθος και η πολεμική τους αξιωσύνη είναι αξεπέραστα. Τρίτο, η κλίση του λαού στ’ άρματα. Τέταρτο, η ασύγκριτη ηθική υπεροχή μας απέναντι στους εχθρούς μας. «Μη σας φοβίσουν τα μέσα, ό,τι λογής και αν είναι». «Η τυραννία των Οθωμανών αύξησεν τόσον, οπού μόνη της προδεικνύει τον αφανισμόν της». «Το τέλος των τυράννων, είναι, αδελφοί μου, πασίδηλον». «Ω, Ελληνες! Οι ποταμοί αίματος των συγγενών και φίλων μας, εχύθησαν από το οθωμανικόν σπαθί, ζητούσιν εκδίκησιν». «…Κάθε μικρά αναβολή είναι επιζήμιος καταπολλά …». Και τελειώνει με λόγια γεμάτα πίστη, αισιοδοξία και πρόσκληση στον αγώνα.
Η «Ελληνική Νομαρχία» δεν είναι μόνο πολιτικό-επαναστατικό και ιστορικό βιβλίο. Είναι συγχρόνως και λογοτεχνικό. Το ύφος του σε πολλά μέρη είναι σφιχτοδεμένο, συναρπαστικό, ιδιότυπο, προσωπικό, όλο ζωντάνια. Αλλού πάλι είναι πλαδαρό, κάπως άτονο. Και αυτό ενισχύει την άποψη ότι ο συγγραφέας δεν είναι ένας, αλλά περισσότεροι.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο «Ανώνυμος» μοιάζει αρκετά με του Κοραή, και έχει αρκετούς μακαρονισμούς, αλλά έχει και πολλούς δημοτικούς τύπους και εκφράσεις. Γενικά, όμως, τη διακρίνει παραστατικότητα και ζωντάνια – αν βέβαια λογαριάσει κανείς πόσο αδύνατα ήσαν, γλωσσικά, τα γραφτά δημοτικά κείμενα της εποχής εκείνης. Ο συγγραφέας είναι και δημιουργικός γλωσσοπλάστης. Λέει «μαυροφορεμένους» και «γιδοκέφαλους» τους κληρικούς. Λαοκλέπτες, τους άρχοντες. Χρησιμοποιεί πλήθος επίσης καινούργιες για τότε, λέξεις, όπως: Λαοπλάνος, μοναρχολάτρης, λεξπλάτρης, χρυσολάτρης, αδιήγητος, αρετοδοχείον, αρχαγγελόπουλο, βρωμοάρχων, αυτόματος και πλήθος άλλες.
Δεν ξέρουμε αν η «Νομαρχία» κυκλοφόρησε πλατειά στην εποχή της και διαβάστηκε από τους σκλαβωμένους Ελληνες, είτε απ’ αυτούς που ζούσαν στο εξωτερικό. Ο «Ανώνυμος» στο τέταρτο βιβλίο του γράφει αυτά τα προφητικά λόγια: «Ω, πόσον ταχέως θέλει ρίψουσιν εις το πυρ τούτο μου το βιβλιάριον όσοι φοβούνται το φως της αληθείας!». Και φυσικά ήταν επόμενο να καταδιωχθεί και να καεί ένα τόσο προοδευτικό, επαναστατικό βιβλίο όχι μόνο από τους αντιδραστικούς της εποχής του, αλλά και από τους τοκογλύφο-κοτζαμπάσηδες, που κυβέρνησαν και μετά το ’21 την Ελλάδα. Γι’ αυτό και ένα τόσο άξιο μνημείο της νεοελληνικής ιστορίας και φιλολογίας καταχωνιάστηκε και έμεινε ανέκδοτο ως το 1949 ενώ εκδόθηκαν τόσες και τόσες ασήμαντες φυλλάδες. Και οι σπουδαιοφανείς αστοί ιστορικοί της Νεοελληνικής λογοτεχνίας στις Ιστορίες τους αφιερώνουν μόνο λίγες σειρές για τη «Νομαρχία».
Φαίνεται όμως ότι στην εποχή του το βιβλίο εξάσκησε μεγάλη επίδραση και ίσως στάθηκε ο βασικός εμπνευστής και καθοδηγητής της Φιλικής Εταιρείας, που έκανε δικές της τις ιδέες της «Νομαρχίας» και στήριξε την απελευθέρωση της Ελλάδας στις λαϊκές δυνάμεις του έθνους. Πολλοί επίσης υποστηρίζουν ότι το βιβλίο αυτό βοήθησε αρκετά τον Κάλβο, το Σολωμό και άλλους. Γενικά στους Ελληνες του εξωτερικού η επίδρασή του πρέπει να ήταν τότε πολύ μεγάλη. Και σήμερα χρειάζεται μια νέα έκδοση, απλή, μ’ ένα σύντομο πρόλογο και χωρίς μερικά ανιαρά πια για την εποχή μας κομμάτια του.
Νίκου Μπελογιάννη: Από το βιβλίο «Κείμενα από την απομόνωση», 2η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1983, Μέρος Δεύτερο, Υλικό σε φακέλλους, σελ. 49-54.
Οι σημειώσεις καλύπτουν δέκα πυκνογραμμένες σελίδες μικρού μεγέθους. Στην πρώτη σελίδα είναι γραμμένος ξανά ο τίτλος «Ελληνική Νομαρχία» και η ημερομηνία: 4/12/51. Είναι δηλαδή σημειώσεις που γράφτηκαν στη φυλακή της Κέρκυρας, και αυτό φαίνεται και από το χαρτί, λευκό, κανονικά κομμένο, από σημειωματάριο, όπως και από το ότι ο Ν. Μ. χρησιμοποιούσε το στυλό του».
Οι σημειώσεις καλύπτουν δέκα πυκνογραμμένες σελίδες μικρού μεγέθους. Στην πρώτη σελίδα είναι γραμμένος ξανά ο τίτλος «Ελληνική Νομαρχία» και η ημερομηνία: 4/12/51. Είναι δηλαδή σημειώσεις που γράφτηκαν στη φυλακή της Κέρκυρας, και αυτό φαίνεται και από το χαρτί, λευκό, κανονικά κομμένο, από σημειωματάριο, όπως και από το ότι ο Ν. Μ. χρησιμοποιούσε το στυλό του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html