Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΤΥΧΑΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΈΔΙΔΑΝ

αιματοπότης # αιματόχαρος #
αιμοδιψής # απάνθρωπος #
 σκληρός # αιμοβόρος

Εάν μου βρείτε έστω ένα θετικό σας υπόσχομαι… δεν θα μιλήσω η γράψω κάτι κατά των εβραιών ξανά ofis66…
Γνωμονική Ακολουθία - εβραίος(388)
αβλεπος
  • αβλέπτημα [ο] παρόραμα # σφάλμα # λάθος # αμάρτημα
  • αβλεπής [επίθετο δικατάληκτο] αξιοκαταφρόνητος # ευτελής # ουτιδανός # φαύλος
  • αβλεπτής [επίθετο δικατάληκτο] αβλεπτών # που παραβλέπει # που αποστρέφει τα μάτια του
αβλόπες
  • αβλαβύνιον [το] σειρά πλεκομένη παρ' Αιγυπτίοις εκ βύβλων προς κάθαρσιν ούσα
  • αβλάκουντος [επίθετο δικατάληκτο] ο χωρίς πλακούντα
  • άβλας [ο] ασύνετος # αγνώμων
  • αβλαστής [επίθετο δικατάληκτο] μη βλαστάνων # που δεν βγάζει βλαστάρια # άγονος # άκαρπος
  • άβλαυτος [επίθετο δικατάληκτο] ασάνδαλος # που δεν φορά παντόφλες # που δεν φορά σανδάλια # ανυπόδυτος # ξυπόλυτος
  • αβλεμής [επίθετο δικατάληκτο] αδύνατος # άτονος
  • ακρατής # ακράτητος # ακατάσχετος # άτολμος # ασθενικός
  • αβλεπής [επίθετο δικατάληκτο] αξιοκαταφρόνητος # ευτελής # ουτιδανός # φαύλος
  • άβληρα [τα] ηνία
  • αβλωθρίδιον [το] εξάμβλωμα # απόβγαλμα # απόρριμμα # έκτρωμα # έμβρυο άμβλωσης
  • αβλώσκω [ρήμα] έχω ασθενή όραση
αγγάριος
  • αγγάριος [ο] έφιππος ταχυδρόμος αρχαίων Περσών βασιλιάδων
αγγλικανός
  • αγγαρεία [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη angary - η ιταλική angaria] ταχυδρομική υπηρεσία των αρχαίων Περσών βασιλέων # κάτεργο # καταναγκαστική εργασία απλήρωτη # χαμαλίκι # άχαρη απασχόληση # δυσάρεστη υποχρέωση
  • αγγαρευτής [ο] που έχει στην υπηρεσία του ταχυδρόμο με τη βία στρατολογημένο (για Πέρση βασιλιά)
  • αγγαρεύω [ρήμα] υποβάλλω κάποιον σε καταναγκαστική ταχυδρομική υπηρεσία # βάζω σε κάτεργο
  • αγγαροφορέω [ρήμα] φέρω φορτία
  • άγγατος [ο (η)] ξύλο στήριξης κληματαριάς
  • αγγείδιον [το - υποκοριστικό της λέξης αγγείον] μικρό δοχείο # μικρό σκεύος # μικρή θήκη
  • αγγείον ταριχηρόν [το] δοχείο κατάλληλο για παστά
  • αγγειοσπέρματος [επίθετο δικατάληκτο] έχων αγγείο με σπέρμα
  • αγγελία [η - παράβαλε αγγελίη] είδηση # μαντάτο # άγγελμα # ειδοποίηση # κοινοποίηση
  • αγγελίαρχος [ο] αρχάγγελος {βλέπε ΒΑΑΛ}
  • αγγελιαφορέω [ρήμα] φέρνω είδηση {βλέπε ΒΑΑΛ}
  • αγγελιαφόρος [επίθετο δικατάληκτο] μαντατοφόρος # διαγγελέας # διάγγελος # εξάγγελος # αγγελιοφόρος # μηνύτωρ
  • αγγελικός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη angelic - η ιταλική angelico - η γερμανική engelgleich - η γαλλική angelique] μαντατοφορικός # ο των αγγέλων # αγγελικός # χερουβικός {βλέπε ΒΑΑΛ}
  • αγγελοθεσία [η] μετάθεση ή μετάβαση στην τάξη των αγγέλων {ΔΙΑ+ΒΟΛΟΣ}
  • αγγελομαρτύρητος [επίθετο δικατάληκτο] για τον οποίον μαρτυρούν οι άγγελοι {ΔΙΑ+ΒΟΛΟΣ}
  • αγγελομίμητος [επίθετο] φτιαγμένος κατά μίμηση των αγγέλων {ΔΙΑ+ΒΟΛΟΣ}
  • αγγελοφθόρος [επίθετο] φθείρων τους αγγέλους {ΒΑΛΩ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑ}
  • αγγούριον [το - λατινικά cucumia] αγγούρι # καρπούζι (κατά ορισμένους)
  • αγγουρωτόν [το] κάλυμμα του κεφαλιού
αγκταλιάζει
  • αγκτήρ [ο] συνοχεύς (όργανο ή διάταξη συγκράτησης) # χειρουργικός δεσμός # συναπτική βελόνη

ΔΩΣΤΕ ΜΕΓΑΛΗ ΒΑΣΗ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΛΕΞΑΡΙΘΜΟ και θα έχετε την ικανότητα να αναγνωρίζετε άμεσα τον εβραίο η τον προσκείμενο στην ΚΡΟΝΙΑ ΠΑΙΔΕΙΑ {με την βοήθεια των Αγγέλων [εκπτώτων] όλοι τους μα όλοι τους εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο}. Αφιερωμένο στον φίλο και αδερφό Βαγγέλη που μου ζήτησε περισσότερη ανάλυση
αγνόθεμις
  • αγνοείν ύπαρ τε και όναρ [έκφραση] δεν πρέπει να αγνοούμε καθόλου
  • αγνοείτε το πράγμα - ω βουλή [έκφραση] δεν γνωρίζετε την υπόθεση κύριοι βουλευτές
  • αγνοέω [ρήμα - μέλλων αγνοήσω] δεν γνωρίζω # δεν ξέρω # πλανώμαι # δεν εννοώ
  • αγνόημα [το] σφάλμα # λάθος # απροσεξία
  • αγνοητικός [επίθετο τρικατάληκτο] σφαλερός # εξ αγνοίας προερχόμενος
  • άγνοια [η] αγνωσία # αμάθεια # ακαταληψία # λάθος # σφάλμα
  • αγνοίας ύπο [έκφραση] από άγνοια
  • αγνοούντως [επίρρημα] αμαθώς # χωρίς πλήρη γνώση # με άγνοια # ανεπιστάτως
  • αγνοποιός [επίθετο δικατάληκτο] καθαρτικός # εξαγνιστικός # εξαγνίζων
  • αγνοπόλος [επίθετο δικατάληκτο] αγνός # καθαρός
  • αγνόρρυτος [επίθετο τρικατάληκτο] διαυγής # κρυσταλλένιος # λαγαρός # που ρέει με διαφάνεια
  • αγνός [επίθετο τρικατάληκτο] καθαρός # αμόλυντος # αθώος # όσιος # ιερός # δίκαιος # αδέκαστος # καθαρτικός # αγνίζων # εξαγνίζων
  • άγνος [η] λυγαριά
  • αγνόστομος [επίθετο δικατάληκτο] καθαρόστομος
  • αγνότης [η] καθαρότητα # αθωότητα # αγνεία
  • αγνοών γε [έκφραση] επειδή βέβαια δεν γνωρίζω
αδατόδη
  • αδαδούχητος [επίθετο δικατάληκτο] μη φωταγωγημένος με δάδες # αφωταγώγητος
  • αδαημονία [η] απειρία
  • αδαήμων [επίθετο δικατάληκτο] άπειρος # ανίδεος # ανήξερος # άμαθος
  • αδάητος [επίθετο δικατάληκτο] άγνωστος # ανέγνωρος # αγνώριστος
  • αδαίδαλτος [επίθετο δικατάληκτο] άτεχνος # κακότεχνος # σκιτζίδικος
  • αδαίετος [επίθετο δικατάληκτο] αμέριστος # αδιαίρετος # ακαταμέριστος # αδιαμέριστος # αδιαμέλιστος # αδιαίρετος{να γιατί ο εβραίος Καρλ Μαρξ έλεγε ότι όλοι οι εβραίοι φταίνε}
  • άδακρυς [επίθετο δικατάληκτο] άκλαυτος # αθρήνητος # αμοιρολόγητος # αδάκρυτος
  • αδαμάντινος [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική adamantine - η ιταλική adamantino - η γερμανική diamanten] σκληρός # διαμαντένιος # γρανιτένιος # ντούρος # σιδερένιος # ισχυρογνώμονας # σκληροκέφαλος # σκληροτράχηλος # άκαμπτος # αδάμαστος{όση αλήθεια και εάν τους πεις τα λόγια σου χαλνάς. Ας πρόσεχαν ποιους πρόδωσαν πριν 12000 χρόνια όταν εκλιπαρούσαν τους Έλληνες }
  • αδάρκη [η] αλατώδες έκφυμα φυτών του βάλτου # φυτό λιμναίο # φυτό παράσιτο
  • άδας [δωρικός τύπος της λέξης Άδης] Άδης
  • άδασμος [επίθετο δικατάληκτο] αφορολόγητος # ελεύθερος τελών # ασύδοτος # ελεύθερος από φόρους ή δασμούς
αδιάβολος
  • αδιάβολος [επίθετο δικατάληκτο] όχι συκοφάντης # αδιάβλητος # ανεπίληπτος # άψογος # αδιάφθορος # ακηλίδωτος # αλέκιαστος # άμεμπτος # αμόλυντος # αμώμητος # άμωμος # ανεπίληπτος # αστιγμάτιστος # αψεγάδιαστος # ολοκάθαρος {θα τιμωρηθείς με τον νόμο Καστανιδη ΕΧΘΡΟΠΑΘΕΙΑ γκοεμ εάν πεις έστω και μια λέξη}
αείβολος
  • αείβολος [επίθετο δικατάληκτο] αιωνίως ριπτόμενος
αειγαλήνιος
  • αειγένητος [επίθετο δικατάληκτο] αιωνίως υπάρχων # αιώνιος # παντοτινός # αθάνατος # αέναος # ακατάλυτος # άφθαρτος # διαρκής # αδιάλειπτος {για όσους πιστεύουν ότι είναι ανεμομαζέματα}
αίγαγρος
  • αίγαγρος [ο] αίγαγρος # αγριοκάτσικο
αιμογενάση
  • αιμόβαπτος [επίθετο δικατάληκτο] αιμοβαφής # καταματωμένος # αιματοβαμμένος # αιματωμένος # αιμόφυρτος # αιματόβρεκτος
  • αιμοβαρής [επίθετο δικατάληκτο] βαρύς από το αίμα (που έχυσε){ΓΕΝΟΚΤΟΝΟΣ ΛΑΟΣ… οι τούρκοι μπροστά τους είναι παιδική χαρά}
  • αιμοβόρος [επίθετο δικατάληκτο] αιματοπότης # αιματόχαρος # αιμοδιψής # απάνθρωπος # σκληρός # αιμοβόρος
  • αιμοδαιτέω [ρήμα] τρώγω κρέας με το αίμα του
  • αιμοπώτης [ο] αυτός που πίνει αίμα
  • αιμορραγία [η] αιμόρροια # αιμορραγία # ρήξη αιμοφόρων αγγείων # αιματοχυσία
  • αιμομίκτης [ο] που διαπράττει αιμομιξία
  • αιμομιξία [η] αιμομιξία # σαρκική συνεύρεση συγγενών από το ίδιο αίμα
  • αιμοφόβος [επίθετο δικατάληκτο] φοβούμενος το αίμα {είδατε πολλές φορές εβραίο στην πάλαιστρα}
  • αιμοχαρής [επίθετο δικατάληκτο] αιμοδιψής # αιμοβόρος # αιμοχαρής # διψασμένος για αίμα # που χαίρεται με το αίμα (των άλλων)
  • αιμόω [ρήμα] διψώ για αίμα
αμαζονίδες
  • άμα δε κιθώνι εκδυομένω συνεκδύεται και την αιδώ γυνή [παροιμία] όταν μια γυναίκα γδύνεται μπροστά σε άντρα βγάζει μαζί και την ντροπή της
  • άμα δε νέφος είπετο πεζών [έκφραση] ακολουθούσε σύννεφο πεζών (αμέτρητο πλήθος)
  • άμα έπος τε και έργον εποίηε [έκφραση] έκανε τα λόγια πράξη # δεν έμεινε μόνο στα λόγια{λιγο υπομονή... τα λόγια τελειώνουν και από αυτή την πλευρά}
  • άμα ηέλιω καταδύντι [έκφραση] με τη δύση του ήλιου
  • άμα πάντες [έκφραση] όλοι μαζί
  • άμα πάντες [έκφραση] σύσσωμοι όλοι # όλοι μαζί
  • άμα πνοιής ανέμοιο [έκφραση] σαν τα φυσήματα του ανέμου
  • άμα τη ημέρα [έκφραση] με το ξημέρωμα
  • άμα τω θέρι [έκφραση] με τον ερχομό του καλοκαιριού
  • αμάθεια [η] αγραμματοσύνη # αμορφωσιά # αμουσία # αναλφαβητισμός # ανεπιστημοσύνη # απαιδαγωγησία # απαιδευσία # ασοφία # ασχετοσύνη # αφιλομάθεια # αφιλομουσία # δοκησισοφία # εμπειρισμός # ημιμάθεια # κενοσοφία # άγνοια # απειρία {ΑΓΝΟΙΑ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ}
  • αμαθία μέν θράσος - λογισμός δε όκνον φέρει [παροιμία] η αμάθεια φέρνει αποκοτιά και η περισυλλογή νωθρότητα
  • αμαίευτος [επίθετο δικατάληκτο] αγέννητος # ο χωρίς μαμή
  • αμαιμάκετος [επίθετο δικατάληκτο και επίθετο τρικατάληκτο] άγριος # θηριώδης # τρομερός # ακατάβλητος
  • αμάλακτος [επίθετο δικατάληκτο] αμάλαγος # αμαλάκωτος {ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΛΕΝΕ ΚΑΛΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ να σας κοιμίσουν θέλουν}
  • αμαλάπτω [ρήμα] αφανίζω # διαγράφω # εξαφανίζω # εξαλείφω # απαλείφω # καταργώ # σβήνω {ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝ ΣΚΟΥΡΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ}
  • αμαλδύνω [ρήμα] εξασθενώ # παραλύω # αφανίζω # εξολοθρεύω # καταστρέφω # ξεθεμελιώνω # σπαταλώ # καταναλώνω # ξοδεύω άμετρα # διασπαθίζω # κατασπαταλώ # παραμορφώνω
  • αμαλλοδέτης [ο] δεματιαστής # εργάτης που δεματιάζει {βλέπε ΠΧ μαντριά κομματικά}
  • αμάντευτος [επίθετο δικατάληκτο] ο χωρίς προφητεία # ο χωρίς μαντεία {ΕΑΝ ΤΟ ΚΑΤΕΙΧΕ ΓΟΝΙΠΕΤΟΣ ΘΑ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΣΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝ ΟΠΩΣ ΠΡΙΝ 12000 χρόνια}
  • άμαξα [η] άμαξα # κάρο # καρότσα # αραμπάς # αμάξι # φορτίο άμαξας # άροτρο # αλέτρι # αστερισμός μεγάλης Άρκτου # ζευγάς
  • αμαξήποδες [οι] κορμοί πάνω στους οποίους κυλιόνταν πολεμικές μηχανές
  • αμαξόβιος [επίθετο δικατάληκτο] νομαδικός # που
  • μονίμως σε κάρα
  • αμάομαι [ρήμα - αόριστος ημήθην] συσσωρεύω # επισωρεύω # συγκεντρώνω # συναθροίζω # φτιάχνω σωρούς από άλλους μικρότερους # θερίζω
  • άμαρ επ' άμαρ [έκφραση] κάθε μέρα # καθημερινά
  • αμάρευμα [το] βρωμόνερα
  • αμαριαίον [το] νερό σε αυλάκι
  • αμαρτάνεται τι [έκφραση] γίνεται λάθος σε κάτι{ΤΙ ΝΑ ΄ΝΑΙ ΑΡΑΓΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΑΣ ΒΓΑΙΝΕΙ}
  • αμαρτάνω [ρήμα - μέλλων - ήσω & - ήσομαι - αόριστος ήμαρτον] αποτυγχάνω # αστοχώ # σφάλλω # κάνω σφάλμα # αμαρτάνω
  • αμαρτάνω αισχράν αμαρτίαν [έκφραση] κάνω μεγάλη αμαρτία
  • αμαρτάνω ανθρώπινα [έκφραση] κάνω λάθος σαν άνθρωπος
  • αμαρτάνω γνώμης [έκφραση] έχω λαθεμένη γνώμη {ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΕΤΕ ΤΟ ΞΕΡΟΥΝ}
  • αμαρτία [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη hamartia] αποτυχία # σφάλμα # αμάρτημα # αστοχία # αστόχημα # γκέλα # θαλάσσωμα # αμαρτία # τζίφος # κρίμα
  • αμαρτίνοος [επίθετο δικατάληκτο] παράφρων # βλαμμένος # έκφρων # τρελός # φρενοπαθής
  • αμαρτωλός [επίθετο δικατάληκτο] γεμάτος σφάλματα # αμαρτωλός # κολασμένος # κριματισμένος # διεφθαρμένος
  • άμαστος [επίθετο δικατάληκτο] ο χωρίς μαστούς
  • αματαιότης [η] έλλειψη ματαιότητας
  • αμαυρίσκω [ρήμα] αμαυρώνω # σκοτεινιάζω # θαμπώνω # εξασθενώ # μαυρίζω # μελανιάζω # μουντζουρώνω # θολώνω # βυθίζω στο σκοτάδι # σκοταδιάζω # ελαττώνω # αφανίζω
  • αμαυρόβιος [επίθετο δικατάληκτο] που ζει στο σκοτάδι # αόμματος
  • αμαυρός [επίθετο τρικατάληκτο] αφεγγής # σκοτεινός # βυθισμένος στο σκοτάδι # δυσήλιος # ασβολερός # θολός # αμυδρός # ασαφής # αόμματος # άσημος # αφανής # άγνωστος # θαμπός # σκούρος # αμαυρός
  • άμαχος [επίθετο δικατάληκτο] απόλεμος # αφιλοπόλεμος # άμαχος # ακαταμάχητος # ακαταγώνιστος # ακατανίκητος # ακατάβλητος # ανίκητος # απολέμητος # απροσμάχητος # απρόσβλητος # αχτύπητος # αήττητος
αναπίεσμα
αναπλασιδιά
  • ανάπλασις [η] ανάπλαση # αναγέννηση # αναδημιουργία # ανακαίνιση # αναμόρφωση # ανασυγκρότηση
ανάτελα
  • ανατέλλω [ρήμα - ποιητικό αντέλλω] κάνω να ανατείλει # παράγω # γεννώ # ανατέλλω # υψώνομαι # βγαίνω # ανέρχομαι # σηκώνομαι # βλαστάνω # πηγάζω
ανθορκίζομαι
  • ανθορίζω [ρήμα] ορίζω αντιθέτως # δίνω αντίθετο ορισμό
  • ανθορμέω [ρήμα] αγκυροβολώ απέναντι σε κάποιον
απηγορέομαι
  • απηγορέομαι [ρήμα] απολογούμαι # υπερασπίζομαι τον εαυτό μου
απιοειδής
  • απιοειδής [επίθετο δικατάληκτο] αχλαδάτος # αχλαδοειδής
αποαιρέομαι
  • αποαιρέομαι [ρήμα ποιητικό του αφαιρέομαι] αποστερούμαι # χάνω
άριζος
  • αρίζηλος [επίθετο δικατάληκτο] πασίδηλος # καταφανής # καταφάνερος # κατάδηλος # κατάφωρος # ολοφανής # ολοφάνερος # πασιφανής # προφανής # πρόδηλος # έκδηλος # επίζηλος # επίφθονος # ζηλευτός # πολυπόθητος # ποθητός
  • αριζήλη φωνή [έκφραση] φωνή που ξεχωρίζει από μακριά # δυνατή φωνή
αρμιλλαριέλλα
  • αρματεύω [ρήμα] επελαύνω με άρμα
  • αρματήλατος [επίθετο δικατάληκτο] που πατιέται από άρματα # αμαξιτός # περιστρεφόμενος από τους τροχούς του άρματος
  • αρματοδρομέω [ρήμα] τρέχω με αμάξι # αγωνίζομαι σε αρματοδρομία
  • αρματοτροφέω [ρήμα] τρέφω ίππους αρματοδρομιών
  • άρμενα τέκτονος [τα] σύνεργα χτίστη
βανδαλικός / βανέλλος
  • βαναυσία [η] εργασία χειρώνακτα (βλέπε βάναυσος) # βαναυσότητα # βαρβαρότητα # κακοτροπιά # κτηνωδία # σκαιότητα # στυγνότητα # τραχύτητα # χυδαιότητα # ωμότητα # εργασία χωρίς φαντασία και έμπνευση
  • βαναυσοποιία [η] έργο δύσκολο και μουντζούρικο
  • βάναυσος [ο] εργάτης που δουλεύει επάγγελμα σχετικό με τη φωτιά # σιδηρουργός # χαλκιάς # χαλκεύς # χαλκουργός # χειροτέχνης # τεχνίτης # χειρώνακτας
  • βάναυσος [επίθετο δικατάληκτο] χονδροειδής # χυδαίος # βάναυσος # πρόστυχος # κακότροπος # σκαιός # στυγνός # τραχύς # ακαλαίσθητος # ρυπαρός
βαρειός
  • βαρεία [η] τόνος βαρύς # προσωδία # σημείο τονισμού που προσδίδει ένταση # βαρεία
  • βαρεία δύναμις [έκφραση] οι οπλίτες
  • βαρείαι ζημίαι [έκφραση] έχθρες
  • βαρείς και φοβεροί γείτονες [έκφραση] ισχυροί και φοβεροί γείτονες
βαρελόβεργο
  • βαρέως ακούω [έκφραση] δυσαρεστούμαι ακούοντας κάτι # δεν ακούω κάτι με ευμένεια
  • βαρέως έχω προς τι [έκφραση] αισθάνομαι αηδία για κάτι # μου είναι δυσάρεστο κάτι
  • βαρέως φέρω [έκφραση] φέρνω βαριά # μου στοιχίζει
βιαντίδαι
  • Βίαντος Πριηνέως δίκη [παροιμία] δίκη με άψογο και αμερόληπτο δικαστή{ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΑΙΡΕΘΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΑΔΙΚΗΜΑ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΑΙΩΝΩΝ}
Βλόγγιος
  • βλοσυρός [επίθετο τρικατάληκτο και δικατάληκτο] αγριωπός # άγριος # βλοσυρός # φοβερός # τρομακτικός # τρομερός # τραχύς # αδρός # στυφός # σοβαρός # αξιοπρεπής
βορειάς
  • βορειάς [η - θηλυκό επίθετο] βόρεια # βορινή
γελοίος/γέλοιος

  • γελοίος [επίθετο τρικατάληκτο] γελοίος # αξιογέλαστος # αστείος # γελοιώδης # καταγέλαστος # κωμικός # παλιάτσος
  • γέλοιος [επίθετο τρικατάληκτο] γελωτοποιός # παλιάτσος # ρεζίλης
γεμίνιος
γιερός
γληνοειδής
  • γληνοειδής [επίθετο δικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη glenoid] όμοιος με κοτύλη άρθρωσης
γοδολίας
  • γοδούλος [ο] λάλος
δερμεσθίδαι
  • δέρμα [το - εξ αυτής οι αγγλικές λέξεις derma - dermis - dermochelyidae - dermoptera - echinoderm - ectoderm - endoderm - entoderm - mesoderm - ostracoderm - pachyderm - placoderm - blastoderm - chordamesoderm - dermaptera - dermatitis - dermatology] γδαρμένο τομάρι # πετσί # δορά των ζώων # δέρμα # επιδερμίδα # φλοιός # φλούδα # κατεργασμένο δέρμα # δερμάτινο ασκί
  • δερματικόν (αργύριον) [το] χρήμα προερχόμενο από τη πώληση δερμάτων ζώων θυσιών που έμπαινε στο δημόσιο ταμείο
  • δερματουργικός [επίθετο τρικατάληκτο] ο της κατεργασίας δερμάτων
  • δερματοφαγέω [ρήμα] τρώγω δέρματα
  • δερματοφορέω [ρήμα] φορώ δέρματα σαν ρούχα
  • δερμηστής [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη dermestid] σκουλήκι που τρώει τα δέρματα
  • δερμόπτερος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει δερματώδη πτερά όπως η νυχτερίδα
  • δερμύλλω [ρήμα - βλέπε δέρω] σύρω πίσω το δέρμα του πέους και βγάζω την βάλανο {ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ είναι γραμμένο από τους θεούς}
διάβαρος
  • διαβάλλω [ρήμα - μέλλων διαβαλώ - αόριστος διέβαλον - παρακείμενος διαβέβληκα] ρίχνω διαμέσου # οδηγώ από τη μια στην άλλη άκρη # διαβιβάζω # διαβαίνω # περνώ απέναντι # διασύρω # κατηγορώ # κάνω μισητό κάποιον # συκοφαντώ # δυσφημώ # κακολογώ # καταλαλώ # κουτσομπολεύω # ρουφιανεύω # σπιουνάρω # χωρίζω # καταβάλλω # παίζω ζάρια
  • διαβαπτίζομαι τινί [έκφραση] καταστολίζω με βρισιές κάποιον
  • διαβασανίζω [ρήμα] εξετάζω λεπτομερώς # βασανίζω # εξονυχίζω # κοσκινίζω # ξεψαχνίζω
  • διαβασιλίζομαι [ρήμα] μάχομαι με κάποιον για τον θρόνο
  • διαβαστάζω [ρήμα - αρχαία λέξη] μεταφέρω δια μέσου τινός απέναντι # δοκιμάζω με το χέρι το βάρος πράγματος
  • διαβατέος [ρηματικό επίθετο του διαβαίνω] που πρέπει να τον διαβούμε
  • διαβατήρια (ιερά) [τα] θυσία για να πετύχει ο διάπλους # θυσία υπέρ ευτυχούς έκβασης # διάβαση # εορτή του Πάσχα
  • διαβατικός [επίθετο τρικατάληκτο] διαβατικός # διαβατάρικος # παροδικός # περαστικός # προσωρινός # μεταβατικός # οξύνους
  • διάβαφος [επίθετο δικατάληκτο] δύο φορές βαμμένος (πρώτα με κόκκους πρίνου και μετά με πορφύρα)
διάλογος
  • διάλογος [ο - εξ αυτής η αγγλική και γαλλική λέξη dialogue - η ιταλική dialogo (m) - η γερμανική Dialog m] συνομιλία # συζήτηση # κουβέντα # στιχομυθία # συζήτηση επιστημονική {ΚΑI O ΝΟΩ ΝΟΙΤΩ}
εβδομαγενής
  • εβδομαγενής [ο] γεννημένος την έβδομη ημέρα του μηνός (επίθετο του Απόλλωνα) # Απόλλωνας
εβραίος
  • έβραχε [έκφραση - αόριστος β' του ρήματος βράχω] βρόντησε # έτριξε # έβγαλε βροντερό ήχο # ήχησε # αντήχησε με βοή
  • έβραχε Άρης [έκφραση] βρόντησε ο Άρης
  • έβραχε χαλκός επί στήθεσσιν άνακτος [έκφραση] έβγαλε βροντερό ήχο ο χαλκός (του θώρακα) στο στήθος του βασιλιά
εθνεγερσία
  • εθνάρχης [ο] αρχηγός έθνους # άρχοντας του λαού
  • εθναρχία [η] αρχηγία έθνους # κυριαρχία πάνω σε λαό
  • έθνη απολίτευτα [τα] έθνη που δεν μπορούν να σχηματίσουν ευνομούμενη πολιτεία
  • εθνηδόν [επίρρημα] κατά τον τρόπο των λαών # κατ' έθνη # σαν ολόκληρο έθνος
  • εθνικός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη ethnic - η ιταλική etnico - η γαλλική ethnique] ανήκων στο έθνος # ανήκων στο λαό # ειδωλολάτρης # άπιστος # μη πιστεύων στο Χριστό
  • εθνίτης [ο] ομοεθνής # από το ίδιο γένος
  • εθνοκράτωρ [ο] κυβερνήτης των εθνών
  • εθνόμυθος [επίθετο δικατάληκτο] που περιέχει μύθους των εθνικών # εθνικός μυθολόγος
  • εθνοπάτωρ [ο] πατέρας του έθνους
  • εθνοπληκτός [ο] πλήττων το έθνος
  • εθνόρυστις [η] αυτή που σώζει το λαό {ΑΥΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΥΙΟΘΕΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΕΘΝΙΚ+ΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΣ}
  • έθνος [το - εξ αυτής το αγγλικό πρόθεμα ethno - και το ιταλικό etno - και οι λέξεις ethnocentrism - ethnographer - ethnography - ethnology - ethnos] όμιλος # πλήθος # σωρός # σμήνος # κοπάδι # γένος # γενεά # φυλή # λαός # φύλο # έθνος # τάξη ανθρώπων # ειδωλολάτρες
  • εθνοσατράπης [ο] σατράπης του έθνους
  • εθνόφρων [ο] αιρετικός
  • εθνοφύλαξ [ο] φρουρός του έθνους{ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΤΟΥ}
κερβικάριον
  • κέρβερος [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη Cerberus - ιταλική cerbero - γαλλική cerbere] μεγάλος και φοβερός σκύλος - φύλακας του Άδη "Αίδου σκύλαξ τρίκρανος"
  • κερβολέω [ρήμα] πειράζω # χλευάζω # περιπαίζω # εμπαίζω # περιγελώ # βρίζω
μνημόνιον
  • μνημόνιος [επίθετο δικατάληκτο] ο της μνήμης {ΣΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ ΚΑΤΙ}
παλαιοβιολογία
  • παλαιογενής [επίθετο δικατάληκτο] γεννηθείς πριν από πολλά χρόνια # υπέργηρος # παμπάλαιος # αρχαίος
  • παλαιόδουλος [επίθετο δικατάληκτο] από παλιά δούλος {ΑΠΟ ΔΟΥΛΟΣ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΔΕΝ ΓΙΝΕΣΑΙ ΟΣΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΚΑΙ ΕΑΝ ΥΠΟΓΡΑΨΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΑΛ}
  • παλαιοθέτης [επίθετο δικατάληκτο] έμπειρος άνθρωπος # παλιά καραβάνα # γερόλυκος # πολύπειρος # ξεσκολισμένος # πολύξερος # πολύπραγος
  • παλαιολογέω [ρήμα] πραγματεύομαι περί αρχαίων πραγμάτων
  • παλαίομαι [ρήμα] καταπολεμούμαι # νικιέμαι{ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΙΟΜΑΣΤΕ}
  • παλαιομώλωψ [ο] πανούργος # απατεώνας # γριά αλεπού # κατεργάρης # διαβόλου κάλτσα
  • παλαιόομαι [ρήμα] παλιώνω # γίνομαι παλιός # γερνώ # γεράζω # πολυκαιρίζω # μπαγιατεύω # φθείρομαι # χαλώ{ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΑΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΠΑΝΙΣΧΥΡΟΥΣ}
  • παλαιοπενθής [επίθετο δικατάληκτο] πενθών από τα παλιά
  • παλαιορράφος [επίθετο δικατάληκτο] μπαλωματής # ράφτης μεταχειρισμένων ρούχων
  • παλαιός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής το αγγλικό και γαλλικό και ιταλικό πρόθεμα paleo -] πολυχρόνιος # μακρόβιος # παλιός # αρχαίος # περασμένος # πολυκαιρινός # παλαιικός # πρωτινός # αλλοτινός # γεραιός # γηραιός # ο μεγάλης ηλικίας # πεπαλαιωμένος # πολύπειρος # πρωτυτερινός # φθαρμένος # παλιωμένος # πολυκαιρίτικος # σαραβαλιασμένος # στραπατσαρισμένος # σεβαστός
  • παλαιοτροπία [η] αρχαία συνήθεια # παλιά μόδα # πολυκαιρία
  • παλαιόω [ρήμα] κάνω κάτι παλιό{ΑΝΤΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΦΟΡΑ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΤΕ;;;}
πικρόγελο
  • πικρόγαμος [επίθετο δικατάληκτο] κακοπαντρεμένος # δυστυχής στο γάμο του
  • πικρόγλωσσος [επίθετο δικατάληκτο] φαρμακόγλωσσος # πικρόγλωσσος # δηκτικός # εκφρασμένος με πικρία

Γνωμονική Ακολουθία - εβραίος [2660] ΕΠΙΛΟΓΕΣ

χρονόχωρος
  • χρονοάρχης [ο] άρχοντας του χρόνου
  • χρονογραφέω [ρήμα] γράφω συμβάντα χρονολογικά # καταγράφω ιστορικά γεγονότα εξελισσόμενα χρονολογικά
  • χρονογραφία [η] χρονολογική εξιστόρηση γεγονότων # συγγραφή χρονικών # βιβλίο χρονικών # έργο χρονικογράφου # έργο χρονογράφου
  • χρονογράφος [ο] χρονικογράφος # συντάκτης χρονικών # εξιστορών γεγονότα με χρονολογική σειρά # ιστοριογράφος
  • χρόνοις ύστερον [έκφραση] πολύ χρόνο μετά
  • χρονοκρατέω [ρήμα] εξουσιάζω το χρόνο
  • χρονολόγος [επίθετο δικατάληκτο - μεταγενέστερος τύπος] αριθμών το χρόνο
  • χρόνον μηδένα εξαίρετον ποιείσθαι του πολέμου [έκφραση] κανένα καιρό δεν κάνω διάλειμμα του πολέμου
  • χρόνος [ο - εξ αυτής το αγγλικό πρόθεμα chrono - και οι λέξεις crony - chronaxie ή chronaxy - chrοnοgraph - chronological - οι ιταλικές cronaca - cronachistica - η γερμανική Chronik - η γαλλική chronique] χρόνος "αριθμός εστί κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον ° αριθμός - ουχ ώ αριθμούμεν αλλ' ο αριθμούμενος" (Αριστοτέλης) # χρονικό διάστημα # καιρός # μέλλον # διάρκεια ζωής # ηλικία # εποχή # ώρα του έτους # έτος # χρόνος # χρονοτριβή # χασομέρι # διάρκεια φωνής
  • χρόνος ευμαρής θεός [παροιμία] ο χρόνος τα γιατρεύει όλα
  • χρόνος φύει τ' άδηλα και φανέντα κρύπτεται [παροιμία] ο χρόνος φανερώνει τα κρυφά και ρίχνει στη λήθη τα φανερά
  • χρονοτριβέομαι [ρήμα] χρονίζω # παρατείνω
  • χρονοτριβέω [ρήμα] χρονοτριβώ # αργώ # χασομερώ
  • χρονουργός [επίθετο δικατάληκτο] δημιουργός του χρόνου
χωρόχρονος
  • χωροβατέω [ρήμα] περιέρχομαι # περιδιαβαίνω μια χώρα
  • χωρογραφέω [ρήμα] περιγράφω τόπους (σε ταξιδιωτικές εντυπώσεις)
  • χωρογραφικός [επίθετο τρικατάληκτο] ο της χωρογραφίας ή του χωρογράφου
  • χώροιτ' αν είσω [έκφραση] περάστε
  • χωρομετρέω [ρήμα] καταμετρώ χώρα
  • χωρομέτρης [ο] γεωμέτρης # χωρομέτρης
  • χωρομετρία [η] καταμέτρηση χώρας ή τόπου # γεωμετρία
  • χώρον απρόσωπον ποιήσαι [έκφραση] ερημώνω κάποιο χώρο ώστε να μην έχει πλέον όψη
  • χωρονομέω [ρήμα] μοιράζω χώρα (σε κληρούχους)
  • χωρονομικός [επίθετο τρικατάληκτο] ο της διαμοίρασης της γης

ΕΆΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΙΓΑ ΔΕΝ ΣΑΣ ΈΠΕΙΣΑΝ ΟΤΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΕΧΕΙ ΠΡΌΣΩΠΟ ΚΑΙ ΌΝΟΜΑ τότε πάμε όντως κατά Διαβόλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υποβάλλοντας το σχόλιο σου επιβεβαιώνεις ότι έχεις διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους χρήσης και σχολιασμού του μπλογκ. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.
http://eleusisdiagoridon.blogspot.gr/2013/08/blog-post_49.html